Ἡ βδέλλα καὶ οἱ τέσσερις θυγατέρες της

Ἡ βδέλλα εἶναι εἶδος σκουληκιοῦ ποὺ ζεῖ στὰ γλυκὰ νερά, σὲ ἕλη καὶ λίμνες. Ἔχει λεῖο σῶμα, πλατὺ καὶ εὐέλικτο. Στὸ στόμα της ἔχει τρεῖς σειρὲς ἀπὸ δόντια μὲ τὰ ὁποῖα κολλάει πάνω στὸ δέρμα τοῦ ἀνθρώπου ἢ τοῦ ζώου καὶ ρουφᾶ τὸ αἷμα του. Ἔτσι τρέφεται καὶ αὐξάνεται. Τὸ αἷμα ποὺ ρουφάει μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ πέντε φορὲς περισσότερο ἀπὸ τὸν ὄγκο τοῦ σώματός της.

Τὸ παράδειγμα τῆς βδέλλας χρησιμοποιεῖ ὁ σοφὸς Σολομὼν στὶς «Παροιμίες» του γιὰ νὰ μᾶς διδάξει: «Τῇ βδέλλῃ τρεῖς θυγατέρες ἦσαν ἀγαπήσει ἀγαπώμεναι καὶ αἱ τρεῖς οὐκ ἐνεπίμπλασαν αὐτήν, καὶ ἡ τετάρτη οὐκ ἠρκέσθη εἰπεῖν ἱκανόν» (Παρ. λ΄ [30] 15). Ἡ βδέλλα, λέει, εἶχε τρεῖς κόρες, ποὺ τὶς ἀγαποῦσε ὑπερβολικά. Καὶ οἱ τρεῖς τους δὲν χόρταιναν τὴν ἄπληστη μητέρα τους μὲ τὸ νὰ ρουφοῦν αἷμα. Καὶ ἡ τέταρτη δὲν μπόρεσε νὰ χορτάσει καὶ νὰ πεῖ: φθάνει, ἀρκετὸ εἶναι τὸ αἷμα ποὺ ρούφηξα.

Παρομοιάζεται ἐδῶ μὲ βδέλλα ἡ ἁ­μαρτία. Ἡ παρομοίωση αὐτὴ θέλει νὰ δείξει πόσο ἄπληστη εἶναι ἡ ἁμαρτία, καθὼς ἐκδηλώνεται μὲ τὰ διάφορα πάθη, μάλιστα μὲ τὴ φιλαργυρία, τὴ γαστριμαργία, τὴ φιλοδοξία καὶ τὴ φιληδονία. Ὅπως οἱ θυγατέρες τῆς βδέλλας, ὅσο ρουφοῦν τὸ αἷμα, τόσο περισσότερο ζητοῦν νὰ πιοῦν καὶ δὲν φαίνεται ποτὲ νὰ χορταίνουν, ποτὲ δὲν λένε στὴ μητέρα τους «ἱκανόν», δηλαδή· φθάνει, δὲν μπορῶ ἄλλο νὰ πιῶ, ἔτσι καὶ τὰ πάθη τῆς ἁμαρτίας. Ὅσο περισσότερο κάποιος τὰ ἱκανοποιεῖ, τόσο ἀπαιτητικότερα γίνονται αὐτά.

Δίνει καὶ ἄλλα χαρακτηριστικὰ παραδείγματα τὸ ἱερὸ κείμενο στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ καταδείξει τὴν ἄπληστη μανία μὲ τὴν ὁποία ὁ ἁμαρτωλὸς δουλεύει στὰ πάθη του. Μοιάζει, λέει, μὲ τὸν Ἅδη ποὺ ποτὲ δὲν χορταίνει. Ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ὁ Ἅδης, ὁ θάνατος, πόσα ἑκατομμύρια, πόσα δισεκατομμύρια ἀνθρώπων ἔχει καταπιεῖ! Δὲν χορταίνει ὅμως. Δὲν σταματᾶ. Συνεχίζει ἄπληστα νὰ καταβροχθίζει τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ὅλοι εἴμαστε θνητοί. Εἶναι ἀκόμη τὰ πάθη τῆς σάρκας, ποὺ ἐξάπτουν τὴ φαντασία, ζαλίζουν τὸ νοῦ καὶ ὁδηγοῦν σὲ πράξεις αἰσχρὲς καὶ ἀνήθικες. Εἶναι ἡ γῆ, ποὺ δὲν χορταίνει ποτὲ ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς βροχῆς καὶ πάντοτε λαίμαργα τὸ πίνει, μάλιστα στοὺς καιροὺς τῆς ἀνομβρίας. Εἶναι ἡ θάλασσα, ποὺ διαρκῶς δέχεται τὴ βροχὴ καὶ τὰ νερὰ τῶν ποταμῶν καὶ ποτὲ δὲν γεμίζει. Εἶναι ἡ φωτιά, ποὺ καθὼς ρίχνουμε εὔφλεκτα ὑλικά, δυνα­μώνουν οἱ φλόγες της, φουντώνουν, καὶ ὅσα κι ἂν ρίξουμε, ὅλα θὰ τὰ κατακαύσει. Ἡ θάλασσα καὶ ἡ φωτιὰ «οὐ μὴ εἴπωσιν· ἀρκεῖ», ποτὲ δὲν θὰ ποῦν ὅτι τὸ νερὸ ἢ τὰ εὔφλεκτα ὑλικὰ ποὺ δέχθηκαν εἶναι ἀρκετά (βλ. Παρ. λ΄ [30] 16).

Ὅλα αὐτὰ μοιάζουν μὲ ἀχόρταγες βδέλλες. Ὅλα φανερώνουν τὴν ἀνικανοποίητη μανία, μὲ τὴν ὁποία μᾶς πολεμοῦν τὰ διάφορα πάθη τῆς ψυχῆς. Ποτὲ δὲν χορταίνουν, ποτὲ δὲν ἠρεμοῦν. Πάν­τοτε ἀπαιτοῦν, ὁλοένα καὶ περισσότερα ἀπαιτοῦν.

Ὑπῆρξε ποτὲ κάποιος φιλάργυρος ποὺ ἔκανε περιουσία μεγάλη, ποὺ συγ­κέντρωσε πλούτη πολλὰ καὶ εἶπε «ἱκανόν», φθάνει, μέχρις ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ἀρχίζω τὶς ἐλεημοσύνες; Ὅσο παραμένει φιλάργυρος, τόσο περισσότερα ζητᾶ καὶ ποτὲ δὲν ἱκανοποιεῖται.

Ὑπῆρξε ποτὲ κάποιος γαστρίμαργος ποὺ ἔφθασε νὰ πεῖ «ἀρκεῖ», ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρὸς ἀρχίζω δίαιτα; Ὅσο δουλεύει στὸ πάθος, ὅσο τὸ ἱκανοποιεῖ, τόσο περισσότερο αὐτὸ τὸν δένει μὲ τὶς ἁλυσίδες του καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἐλευθερωθεῖ.

Ὑπῆρξε φιλόδοξος ἄνθρωπος ποὺ εἶ­πε νὰ παραδώσει τὴν ἐξουσία, νὰ παραχωρήσει τὶς ὑψηλὲς θέσεις σὲ ἄλλους καὶ αὐτὸς νὰ ζήσει πλέον ταπεινὰ στὴν ἀφάνεια; Ὅσο ἡ φιλοδοξία κυριαρχεῖ στὴν ψυχή του, θὰ ἀρρωσταίνει, θὰ πεθαίνει καὶ θὰ θέλει νὰ πάει μὲ τὰ σκῆπτρα στὸν τάφο του.

Ὑπῆρξε ἄνθρωπος φιλήδονος, σαρκικός, ποὺ ἀποφάσισε νὰ ζήσει μὲ ἁγνότητα; Γερνάει, εἶναι ἕτοιμος νὰ φύγει ἀπὸ τὴ ζωή, καὶ ὅμως σκέπτεται ὅπως οἱ ἐπιπόλαιοι νέοι ποὺ κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὰ πάθη αὐτά. Διότι ὅταν τὰ πάθη δὲν πολεμοῦνται, συγγηράσκουν μὲ τὸν ἄνθρωπο, ριζώνουν καὶ τὸν ταλαιπωροῦν μέχρι νὰ βγεῖ ἡ ψυχή του.

Ἀχόρταγα, λαίμαργα τὰ πάθη ποὺ πολεμοῦν τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο. Μπορεῖ νὰ προσφέρουν μιὰ ἐλάχιστη πρόσ­καιρη ἱκανοποίηση, ἀλλὰ τὴν ψυχὴ δὲν τὴν ἱκανοποιοῦν βαθύτερα, δὲν τὴν χορ­­ταίνουν. Ἡ ψυχὴ δὲν χορταίνει, ὅταν χορταίνει ἡ κοιλιά. Ἡ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ, ὅταν ἁμαρτωλὰ ἱκανοποιεῖται ἡ σάρκα. Ἡ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπαυθεῖ στὴ μάταιη δόξα τοῦ κόσμου καὶ νὰ αἰσθανθεῖ ἀσφαλὴς μέσα στὰ πρόσκαιρα ὑλικὰ πλούτη, ποὺ σήμερα ὑπάρχουν καὶ αὔριο χάνονται σὰν τὸν καπνό.

Ὅσο δὲν τὸ καταλαβαίνουμε αὐτό, τόσο νιώθουμε ὅτι εἴμαστε ἀνικανοποίητοι γιατὶ δὲν ἀποκτήσαμε, δὲν ἀπολαύσαμε, δὲν κερδίσαμε τὰ περισσότερα. Καὶ γι’ αὐτὸ νέοι ἀγῶνες, νέες προσπάθειες γιὰ τὸ πιὸ πολύ, ποὺ ὅμως εἶναι τὸ ὑλικό, τὸ σαρκικό, τὸ ἁμαρτωλό, τὸ παροδικὸ καὶ μάταιο. Καὶ νέα ἀπογοήτευση τῆς ψυχῆς, ποὺ οἱ βδέλλες τῶν παθῶν τῆς ρουφοῦν ὅλο καὶ περισσότερο τὸ αἷμα, τῆς στεροῦν τὴ δροσιά, τὴν στεγνώνουν ἀπὸ κάθε ἰκμάδα ζωῆς καὶ δὲν τὴν ἀφήνουν νὰ ἀναπνεύσει καὶ νὰ ἀπολαύσει τὴ χαρὰ γιὰ τὴν ὁποία εἶναι πλασμένη.

Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δώσει στὴν ψυχὴ αὐτὸ ποὺ βαθύτερα ἀναζητεῖ. Μόνο Αὐτὸς μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσει τοὺς ἀσίγαστους πόθους καὶ τὶς βαθιὲς ἐπιθυμίες της γιὰ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ ἐλευθερία, γιὰ αἰώνια ζωὴ καὶ εὐτυχία. Μόνο Αὐτὸς μπορεῖ νὰ τὴν λυτρώσει ἀπὸ τὰ πάθη της καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὴν ἐλευθερία τοῦ Πνεύματος τῆς ζωῆς.