ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (20/4)

Σήμερα 20/4 εορτάζουν:

  • Όσιος Θεόδωρος ο Τριχινάς
  • Άγιος Ζακχαίος ο Απόστολος
  • Όσιος Αθανάσιος κτήτωρ Μονής Μετεώρου
  • Άγιοι Βίκτωρ, Ζωτικός, Ακίνδυνος, Καισάριος, Σεβηριανός, Χριστόφορος, Ζήνων, Θεωνάς και Αντωνίνος
  • Όσιος Ιωάννης ο Παλαιολαυρίτης
  • Άγιος Αναστάσιος Ιερομάρτυρας, επίσκοπος Αντιοχείας
  • Όσιος Ιωάσαφ ο Μετεωρίτης
  • Άγιος Γαβριήλ ο Μάρτυρας
  • Όσιος Αλέξανδρος εκ Ρωσίας
  • Άγιος Θεότιμος Επίσκοπος Ρουμανίας
  • Μετακομιδή των ιερών λειψάνων του Αγίου Νικολάου Επισκόπου Αχρίδος και Ζίτσης

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Τριχινᾶς

20.-Osios-Theodoros-Trixinas

«Τὶς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ;». Ποιός, δηλαδή, ἀσθενεῖ καὶ δὲν ἀσθενῶ, δὲν συμπάσχω καὶ ἐγὼ μαζί του; Αὐτὴ τὴν φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, δικαιωματικὰ θὰ μποροῦσε νὰ τὴν πεῖ καὶ ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Τριχινᾶς. Διότι ἀφιέρωσε ὅλη του τὴν ζωὴ στὴ διακονία τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἀῤῥώστων. Ὀνομάστηκε Τριχινᾶς, διότι εἶχε τρίχινα φορέματα. Ἡ ζωή του ἦταν λιτὴ καὶ μὲ πολλὴ ἐγκράτεια, προκειμένου νὰ δίνει ὅσο γινόταν περισσότερα ἀγαθὰ στοὺς πάσχοντες. Τὴ νύχτα ὁ Θεόδωρος πάντα ἔβρισκε χρόνο γιὰ προσευχὴ καὶ μελέτη. Ζοῦσε μέσα σὲ μία κοινωνία στερημένων ἀνθρώπων, ποὺ οἱ ἀνάγκες τους ἦταν μεγάλες. (Συναξαριακὲς πηγὲς ἀναφέρουν ὅτι γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους, καὶ ὅτι ἀπὸ πολὺ νέος ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ ποὺ ὀνομάστηκε τοῦ Τριχινᾶ). Γι΄ αὐτὸ παρακινοῦσε πολλοὺς πλουσίους νὰ διαθέτουν ὅσα ἀγαθὰ μποροῦσαν. Πολλοὶ ἀπ΄ αὐτοὺς τοῦ ἔδιναν ἀρκετὰ χρήματα καὶ εἴδη πρώτης ἀνάγκης, τὰ ὁποῖα ὁ Θεόδωρος διέθετε μὲ πολλὴ διάκριση. Πρῶτα σ΄ ἐκείνους ποὺ εἶχαν περισσότερη ἀνάγκη, ὅπως ὀρφανά, φτωχὲς χῆρες καὶ ἀῤῥώστους οἰκογενειάρχες. Εὐεργετοῦσε μέχρι καὶ τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του. Ἔτσι, ἰσχύει γι᾿ αὐτὸν ὁ λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, «ἐσκόρπισεν, ἔδωκεν τοῖς πένησιν ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Μοίρασε, δηλαδή, καὶ ἔδωσε ἄφθονα στοὺς
φτωχούς, καὶ ἡ ἀρετή του ἀπὸ τὶς ἀγαθοεργίες μένει γιὰ πάντα.

Οἱ Ἅγιοι Βίκτωρ, Ζωτικός, Ἀκίνδυνος, Καισάριος, Σεβηριανός, Χριστοφόρος, Ζήνων, Θεωνᾶς καὶ Ἀντωνῖνος

Ὅλοι μαρτύρησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ (284-305), καὶ αἰτία τοῦ ἐνδόξου μαρτυρίου τους, ὁ μεγαλομάρτυς καὶ τροπαιοφόρος Γεώργιος. Καὶ οἱ μὲν Ἅγιοι Βίκτωρ, Ἀκίνδυνος, Ζωτικός, Ζήνων καὶ Σεθηριανός, ὅταν εἶδαν τὸν Ἅγιο Γεώργιο νὰ μένει ἄθικτος ἐπάνω στὸ βασανιστικὸ ὄργανο τοῦ τροχοῦ, μὲ μία φωνὴ καὶ οἱ πέντε ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό. Ὁ ἀποκεφαλισμός τους ἦταν ἄμεσος καὶ ἔτσι πῆραν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Οἱ δὲ Χριστοφόρος, Θεωνᾶς, Καισάριος καὶ Ἀντωνῖνος ἦταν δορυφόροι τοῦ βασιλιᾶ. Ὅταν λοιπὸν καὶ αὐτοὶ εἶδαν τὸν Ἅγιο Γεώργιο, διὰ τῆς προσευχῆς, νὰ ἔχει ἀναστήσει κάποιον νεκρὸ Ἕλληνα, πέταξαν τὰ διάσημα τοῦ ἀξιώματός τους καὶ μπροστὰ στὸ βασιλιὰ καὶ τὸ πλῆθος, ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό. Ἡ φυλάκισή τους ἦταν ἄμεση. Μετὰ μερικὲς ἡμέρες ὁδηγήθηκαν μπροστὰ στὸν Διοκλητιανὸ καὶ ἀφοῦ τοὺς κρέμασαν, τοὺς ξέσχισαν καὶ τοὺς ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Τελικὰ τοὺς ἔριξαν μέσα στὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς καὶ ἔτσι πῆραν τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ὁ Ἅγιος Ζακχαῖος ὁ Ἀπόστολος

Ἡ Ἱστορία τοῦ Ζακχαίου βρίσκεται στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο κεφάλαιο ΙΘ ι΄10. Εἶναι ὁ γνωστὸς ἀρχιτελώνης τῆς Ἱεριχοῦς, ποὺ ἀνέβηκε στὴ συκομουριὰ (ἐπειδὴ δὲν τὸν εὐνοοῦσε τὸ ὕψος του) γιὰ νὰ δεῖ τὸν διερχόμενο Ἰησοῦ. Ὁ Κύριος θαύμασε τὴν πίστη του, διέταξε νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ δένδρο καὶ νὰ μεταβοῦν μαζὶ στὸ σπίτι του, ἀφοῦ συγχώρησε ὅλα τὰ ἁμαρτήματα ποὺ εἶχε διαπράξει μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμή. Λέγεται ὅτι μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὁ Ζακχαῖος ἀκολούθησε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ἀπὸ
τὸν ὁποῖο καὶ χειροτονήθηκε ἀργότερα Ἐπίσκοπος Καισαρείας.

Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος Ἱερομάρτυρας, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας

Στοὺς Συναξαριστὲς δὲν βρίσκουμε βιογραφικὸ ὑπόμνημα. Πολὺ λίγες πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή του ἔχουμε ἀπὸ ἄλλες πηγές. Ὅτι δηλαδὴ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Σινᾶ, στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνα καὶ ἀπὸ τὸ Σινᾶ πῆγε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἔγινε ἀποκρισιάριος τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας. Ὅταν πέθανε ὁ ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Δόμνος, λαὸς καὶ κλῆρος τὸν ἀνέβασαν στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο Ἀντιοχείας (559). Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστῖνος, μὲ πρόφαση ὅτι δῆθεν κατασπατάλησε τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία, τὸν ἐξόρισε τὸ 570 στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου παρέμεινε μελετῶντας καὶ συγγράφοντας μέχρι τὸ 593, ὅταν ἐπανῆλθε στὸν θρόνο του, καὶ πέθανε κατὰ τὸ 599. Τώρα ὅσον ἀφορᾶ τὸ τέλος του, ποὺ οἱ Συναξαριστὲς σημειώνουν μαρτυρικό, ὅτι δηλαδὴ μαρτύρησε διὰ ξίφους, θετικὲς πληροφορίες δὲν ἔχουμε.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Παλαιολαυρίτης

Μέσα στὴν οἰκογένειά του φύλαξε ὅλες τὶς ἀρετές, ποὺ ἡ Ἅγια Γραφὴ παραγγέλει στὰ παιδιά. Τίμησε τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του, ὑπάκουσε στὰ θελήματά τους, ἔδειξε σ΄ αὐτοὺς τὴν μεγαλύτερη τρυφερὴ στοργή, πρόθυμος στὸ νὰ προλαβαίνει τὶς ἐπιθυμίες τους, τύπος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀλληλοβοήθειας μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν του. Ἀργότερα γύρισε πολλοὺς τόπους, προσπαθῶντας νὰ καταρτίζει τὸν ἑαυτό του πνευματικότερα καὶ κατατάχθηκε στὸ μοναχικὸ βίο. Καὶ ἐδῶ, τήρησε μὲ ἀκρίβεια τὶς ὑποχρεώσεις τοῦ σχήματός του. Κατόπιν ἱερὸς πόθος τὸν ἔφερε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους. Τελευταία τὸν δέχτηκε ἡ μονὴ τοῦ ὁσίου Χαρίτωνα, καὶ αὐτὴ εἶδε τοὺς μεγάλους πνευματικοὺς ἀγῶνες του. Ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ πρὸς τὸν Κύριο, γεμάτος πίστη καὶ ἐλπίδα, ἀφοῦ χρησιμοποίησε τὴν ζωή του γιὰ τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν του.

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος κτήτωρ Μονῆς Μετεώρου

1. Ἀ­νά­με­σα σέ ἐμ­πό­δια.

Τήν κεν­τρι­κότερη θέ­ση ἀ­νά­με­σα στούς Ἁ­γί­ους πού ἀ­σκή­τε­ψαν στήν ἱ­ε­ρή πο­λι­τεί­α τῶν Με­τε­ώ­ρων κα­τέ­χει ἡ μορ­φή τοῦ ἰ­δρυ­τοῦ τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου. Τό βα­πτι­στι­κό του ὄ­νο­μα ἦ­ταν Ἀν­δρό­νι­κος.

Γεν­νή­θη­κε τό 1302 στίς Νέ­ες Πά­τρες, τή ση­με­ρι­νή δη­λα­δή Ὑ­πα­τη τῆς Φθι­ώ­τι­δος. Πο­λύ νω­ρίς ὅ­μως ὁ μι­κρός Ἀν­δρό­νι­κος ἔ­μει­νε ὀρ­φα­νός καί ἀ­πό τούς δυ­ό εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς του. Στό ἑ­ξῆς θά τόν ἀ­να­λά­βει ὑ­πό τήν προ­στα­σί­α του ὁ Με­γά­λος Πα­τέ­ρας καί προ­νο­η­τής Θε­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ­σα στήν παν­σο­φί­α του, καί μέ­σα ἀ­πό παι­δα­γω­γι­κά ἐμ­πό­δια, θά τόν ὁ­δη­γή­σει στόν με­γά­λο προ­ο­ρι­σμό του. Μέ νεύ­ση λοι­πόν τοῦ Θε­οῦ ἀ­νέ­λα­βε τόν ὀρ­φα­νό Ἀν­δρό­νι­κο ὑ­πό τήν προ­στα­σί­α του ὁ κα­λός του θεῖ­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ πολ­λή στορ­γή, σάν πα­τέ­ρας καί μη­τέ­ρα, πα­ρα­κο­λού­θη­σε καί βο­ή­θη­σε τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ μι­κροῦ ἀ­νε­ψιοῦ του.

Ὅ­μως δέν ἄρ­γη­σε νά πα­ρου­σια­σθεῖ καί νέ­α δο­κι­μα­σί­α. Τό 1319 οἱ Φράγ­κοι Κα­τε­λά­νοι κα­τέ­λα­βαν τίς Νέ­ες Πά­τρες καί με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων αἰχ­μα­λώ­τι­σαν καί τόν νε­α­ρό Ἀν­δρό­νι­κο. Ὁ ἀρ­χη­γός ὅ­μως τῶν εἰ­σβο­λέ­ων, ἔ­τσι ὅ­πως τόν εἶ­δε ὄ­μορ­φο καί χα­ρι­τω­μέ­νο σκέ­φθη­κε νά τόν στεί­λει στήν πα­τρί­δα του ὡς πο­λύ­τι­μο λά­φυ­ρο. Εὐ­τυ­χῶς κα­τόρ­θω­σε ὁ Ἀν­δρό­νι­κος καί δρα­πέ­τευ­σε καί μα­ζί μέ τόν θεῖ­ο του κα­τέ­φυ­γαν στή Θεσ­σα­λο­νί­κη.

Ἐ­δῶ στή με­γά­λη πό­λη ὁ νε­α­ρός πρό­σφυ­γας ἔ­μει­νε ἔκ­θαμπος μπρο­στά στά Σχο­λεῖ­α καί τά δι­ά­φο­ρα Δι­δα­κτή­ρια καί αἰ­σθάν­θη­κε δι­α­κα­ή τόν πό­θο νά μορ­φω­θεῖ κι αὐ­τός. Πῶς ὅ­μως; Μέ ποι­ά μέ­σα; Ση­μει­ώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ὁ βι­ο­γρά­φος του: Ἡ με­γά­λη φι­λο­μά­θειά του, ὁ ἔ­ρω­τας τῆς μα­θή­σε­ως, τόν ὁ­δη­γεῖ στά σπί­τια τῶν δι­δα­σκά­λων, τῶν ὁ­ποί­ων ὅ­μως τά μα­θή­μα­τα κρυ­φα­κού­ει, κα­θι­σμέ­νος ἔ­ξω ἀ­πό τήν πόρ­τα, ἀ­φοῦ δέν εἶ­χε τά ἀ­παι­τού­με­να χρή­μα­τα γιά νά τούς πλη­ρώ­νει. Πολ­λοί συγ­κι­νή­θη­καν ἀ­πό τή ζω­η­ρή ἔ­φε­ση τοῦ νε­α­ροῦ Ἀν­δρό­νι­κου γιά μά­θη­ση καί τόν δί­δα­σκαν χω­ρίς μι­σθό.

Ἀλ­λά ἐ­δῶ στή Θεσ­σα­λο­νί­κη ὁ Ἅ­γιος δέ­χθη­κε καί νέ­α με­γά­λη δο­κι­μα­σί­α. Ὁ στορ­γι­κός θεῖ­ος, τό μό­νο του ἀν­θρώ­πι­νο στή­ριγ­μα, πέ­θα­νε κι αὐ­τός. Ἀλ­λά ὁ Ἀν­δρό­νι­κος, ἀρ­κε­τά πλέ­ον με­γα­λω­μέ­νος μέ τήν πα­τρο­πα­ρά­δο­τη πί­στη, δέν δει­λί­α­σε. Μό­νος καί ἄ­γνω­στος με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων, πα­ρέ­δω­σε τόν ἑ­αυ­τό του ὁλοκληρωτικά στόν Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ­χρι τό­τε θαυ­μα­στῶς τόν προ­στά­τευ­σε. Αὐ­τός θά φρον­τί­σει καί θά τόν ὁ­δη­γή­σει καί στό μέλ­λον.

Ἀ­πό τή στιγ­μή ἐ­κεί­νη μί­α ζω­η­ρή ἐ­πι­θυ­μί­α κυ­ρι­εύ­ει τήν ψυ­χή του: νά ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ ὁ­λο­κλη­τρω­τι­κά στόν Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Γι’ αὐ­τό καί κα­τα­φεύ­γει στό Ἅ­γιο Ὅ­ρος καί ἀ­να­ζη­τᾶ κα­τάλ­λη­λο Γέ­ρον­τα γιά νά πά­ρει μο­να­στι­κή ἀ­γω­γή. Ἐ­κεῖ οἱ Γέ­ρον­τες θαυ­μά­ζουν τόν ζῆ­λο καί τόν πό­θο τοῦ νε­α­ροῦ ἐ­πι­σκέ­πτη καί ἀ­να­γνω­ρί­ζουν μί­α σπα­νί­α μο­να­χι­κή κλή­ση. Ὅ­μως, ἐ­πει­δή εἶ­ναι μι­κρός στήν ἡ­λι­κί­α, δέν τοῦ ἐ­πι­τρέ­πουν νά πα­ρα­μεί­νει στήν ἁ­γι­ώ­νυ­μη πο­λι­τεί­α. Ἀ­ναγ­κά­ζε­ται λοι­πόν ὁ Ἀν­δρό­νι­κος νά ἔλ­θει στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη κι ἀ­πό ἐ­κεῖ στή βε­νε­το­κρα­του­μέ­νη Κρή­τη. Ἐρ­γά­ζε­ται τί­μια, προ­σεύ­χε­ται μέ θερ­μό­τη­τα, με­λε­τᾶ μέ ζῆ­λο, «ἀ­γω­νί­ζε­ται τόν κα­λόν ἀ­γώ­να» (Α΄ Τιμ. ς΄ 12), μέ­χρι νά ἔλ­θει ἡ κα­τάλ­λη­λη ἡ­λι­κί­α. Κι ὅ­ταν αὐ­τή συμ­πλη­ρώ­θη­κε, τό 1335 μέ πό­θο ζω­η­ρό­τε­ρο ἐ­πα­νέρ­χε­ται στό Ὅ­ρος, στή θέ­ση Μη­λέ­α, καί ὑ­πο­τάσ­σε­ται στούς Γέ­ρον­τες Γρη­γό­ριο καί Μω­υ­σῆ. Με­τά τή δο­κι­μα­σί­α, κα­τά τήν ὁ­ποί­α ἀ­πο­δεί­χθη­κε χρη­στός ὡς χρυ­σός, ἐ­κά­ρη μο­να­χός καί πῆ­ρε τό ὄ­νο­μα ἀρ­χι­κῶς Ἀν­τώ­νιος καί ἀρ­γό­τε­ρα, κα­τά τό Μέ­γα Σχῆ­μα, Ἀ­θα­νά­σιος. Οἱ δο­κι­μα­σί­ες ὅ­μως δέν στα­μα­τοῦν. Τίς ἐ­πι­τρέ­πει ὁ Θε­ός στούς ἀν­θρώ­πους, γιά λό­γους πού ἡ σο­φί­α του γνω­ρί­ζει. Εἰ­δι­κῶς μά­λι­στα γιά τόν Ἀ­θα­νά­σιο τίς ἐ­πι­τρέ­πει, γιά νά ἐ­νι­σχύ­σει τήν πί­στη του, νά τόν κα­ταρ­τί­σει στήν ὑ­πο­μο­νή καί τε­λι­κῶς νά τόν ὁ­δη­γή­σει καί νά τόν ἀ­να­δεί­ξει δε­ξιό ὄρ­γα­νο τῆς βου­λῆς του.

Ἐ­νῶ δη­λα­δή ὁ Ἀ­θα­νά­σιος ἀ­πόλυτα ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος ἀ­σκεῖ­ται κον­τά στόν Γέ­ρον­τά του, οἱ λη­στρι­κές ἐ­πι­δρο­μές τῶν Τούρ­κων καί οἱ λε­η­λα­σί­ες στά πα­ρά­λια του Ἁ­γί­ου Ὅ­ρους τόν ἀ­ναγ­κά­ζουν μα­ζί μέ τόν Γρη­γό­ριο νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν τό Ὄ­ρος καί μέ ὑ­πό­δει­ξη τοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Σερ­βί­ων ἔρ­χον­ται καί ἐγ­κα­θί­σταν­ται στούς βρά­χους τῆς πο­λί­χνης τῶν Στα­γῶν. Ἐ­δῶ θά μεί­νουν καί θά ἀ­σκη­θοῦν κά­τω ἀ­πό τό βλέμ­μα καί τή νεύ­ση τοῦ Θε­οῦ.

Ὁ Γέ­ρον­τας Γρη­γό­ριος συμ­πα­ρί­στα­ται στόν ὑ­πο­τα­κτι­κό του μί­αν ὁ­λό­κλη­ρη δε­κα­ε­τί­α καί τοῦ πα­ρέ­χει κά­θε δι­ευ­κό­λυν­ση, ὅ­πως καί τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες ὁ­δη­γί­ες γιά τό μέλ­λον. Κα­τό­πιν φεύ­γει γιά τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καί ὁ Ἀ­θα­νά­σιος μέ­νει μό­νος καί ἀ­φή­νει τόν ἑ­αυ­τό του καί τή ζω­ή του νά τήν κα­τευ­θύ­νει ὁ Κύ­ριος.

Κά­θε Χρι­στια­νός λοι­πόν, καί μά­λι­στα κάθε ἐρ­γά­της τοῦ Θε­οῦ, ἄς μήν ἐκ­πλήσ­σε­ται κι ἄς μήν ἀ­γα­να­κτεῖ, ὅ­ταν τά πράγ­μα­τα δέν ἐ­ξε­λίσ­σον­ται ὅ­πως ὁ ἴ­διος τά ἐ­πι­θυ­μεῖ καί τά προ­γραμ­μα­τί­ζει. Δι­ό­τι εἶ­ναι πι­θα­νόν ὁ Θε­ός δι­α­φο­ρε­τι­κά νά σκέ­πτε­ται καί ἀλ­λοῦ νά θέ­λει νά ὁ­δη­γή­σει. Πάν­το­τε ὅ­μως γιά τό πραγ­μα­τι­κό συμ­φέ­ρον του. Ἀρ­κεῖ ὁ Χρι­στια­νός νά μεί­νει πι­στός καί ἐ­νά­ρε­τος, ἐμ­πι­στευ­ό­με­νος ἀ­πο­λύ­τως στό σο­φό σχέ­διο τοῦ μό­νου σο­φοῦ καί ἀ­γα­θοῦ Κυ­ρί­ου.

2. Ἡ ἐκ­πλή­ρω­ση τοῦ σκο­ποῦ.

Γύ­ρω στό 1340, ὁ ὅ­σιος Ἀ­θα­νά­σιος δι­ά­λε­ξε ἕ­ναν μό­νι­μο ἀ­να­χω­ρη­τι­κό τό­πο στούς βρά­χους τῆς πο­λί­χνης τῶν Στα­γών, «πέ­τραν σέ αἰ­θέ­ριον ὕ­ψος ἠρ­μέ­νην», τήν ὁ­ποί­α ὁ ἴ­διος ὀ­νό­μα­σε «Με­τέ­ω­ρον». Ἐ­δῶ πλέ­ον θά μεί­νει μό­νι­μα.

Ὅ­λα ἄλ­λω­στε μαρ­τυ­ροῦν γιά τόν Ἀ­θα­νά­σιο, ὅ­τι γιά τόν τό­πο αὐ­τόν τόν κά­λε­σε ὁ Θε­ός. Ἐ­κεῖ ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός μέ θαυ­μά­σιο τρό­πο ὁ­δή­γη­σε τά βή­μα­τά του με­τά ἀ­πό πο­λυ­χρό­νια πε­ρι­πλά­νη­ση. Πε­ρι­πλά­νη­ση καί πε­ρι­πέ­τεια, πού τοῦ ἔ­δω­σε με­γά­λη πεί­ρα, ἡ ὁ­ποί­α καί στό μέλ­λον θά τοῦ εἶ­ναι χρή­σι­μη καί ἀ­πα­ραί­τη­τη. Πεί­θε­ται γι’ αὐ­τό καί ἀ­να­παύ­ε­ται τε­λεί­ως. Ἔ­τσι μά­λι­στα ὅ­πως ἦ­ταν ἀ­σκη­μέ­νος ἀ­πό τό Ἅ­γιο Ὅ­ρος, ἄρ­χι­σε νά σκέ­πτε­ται τήν ὀρ­γά­νω­ση τῆς μο­να­στι­κῆς ἐ­κεῖ ζω­ῆς. Καί ὁ Κύ­ριος τοῦ συμ­πα­ρί­στα­ται. Σύν­το­μα τοῦ ἔ­στει­λε δυ­ό ἀ­δελ­φούς συμ­μο­να­στές. Καί ὁ Ὅ­σιος μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη καί χα­ρά τούς δέ­χθη­κε. Τόν ἕ­να μά­λι­στα ἀ­π’ αὐ­τούς, τόν Ἰ­ά­κω­βο, ὁ Ἐ­πί­σκο­πος τόν χει­ρο­τό­νη­σε ἱ­ε­ρέ­α γιά νά τε­λεῖ στό Με­τέ­ω­ρον τή θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Ὁ ἴ­διος ὁ Ἀ­θα­νά­σιος, ὑ­πό­δειγ­μα τα­πει­νο­φρο­σύ­νης, «ἄ­ξιος ὤν θρό­νου με­γά­λου ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κοῦ λα­βέ­σθαι, οὐ­δό­λως βαθ­μοῦ ἱ­ε­ρω­σύ­νης ἥ­ψα­το». Ἐ­κεῖ στό Με­τέ­ω­ρον ὁ Ἅ­γιος μέ πό­θο καί συγ­κί­νη­ση πολ­λή οἰ­κο­δό­μη­σε τόν πρῶ­το Να­ό πρός τι­μή τῆς ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου, τῆς Πα­να­γί­ας Με­τε­ω­ρί­τισ­σας καί ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν οἱ μο­να­χοί ἔ­γι­ναν πε­ρισ­σό­τε­ροι, ἀ­νή­γει­ρε καί ἄλ­λον Να­ό «τῷ Σω­τῆ­ρι Χρι­στῷ», δη­λα­δή τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως. Ἦταν με­γά­λο κα­τόρ­θω­μα τό­τε τό κτί­σι­μο τῶν Να­ῶν καί μά­λι­στα στήν βρα­χώ­δη ἐ­κεί­νη ἀ­πλη­σί­α­στη κο­ρυ­φή! Οἱ μο­να­χοί ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­γι­ναν δε­κα­τέσ­σε­ρες. Καί ὅ­λοι αὐ­τοί, μα­ζί μέ τήν μο­να­στι­κή ἀ­σκή­ση καί τίς ἱ­ε­ρές Ἀ­κο­λου­θί­ες, ἀ­σχο­λοῦν­ταν μέ τήν καλ­λι­έρ­γεια τῆς γῆς, ὅ­πως ἐ­πί­σης καί μέ ἀλ­λά ἐρ­γό­χει­ρα, γιά νά ἔ­χουν τά ἀ­πα­ραί­τη­τα νά ζή­σουν, ἀλ­λά καί γιά νά ἐ­ξα­σκοῦν τήν ἀ­πα­ραί­τη­τη φι­λαν­θρω­πί­α.

Αὐ­τήν λοι­πόν τή νέ­α Μο­νή ὁ ἡ­γού­με­νος Ἀ­θα­νά­σιος θέ­λη­σε νά ὀρ­γα­νώ­σει σέ τέ­λει­ο κοι­νό­βιο. Ση­μει­ώ­νει ὁ Βι­ο­γρά­φος του: «Ἐ­πει­δή γνώ­ρι­ζε ὁ ὅ­σιος Πα­τήρ, ὅ­τι τό ἰ­δι­όρ­ρυθ­μο σύ­στη­μα, νά φρον­τί­ζει κα­θέ­νας μό­νος του τόν ἑ­αυ­τό του, δέν συν­τε­λεῖ στήν ἑ­νό­τη­τα, ἀλ­λά γί­νε­ται αἰ­τί­α δι­αι­ρέ­σε­ως καί δι­χό­νοι­ας, σκέ­φθη­κε νά ἑ­νώ­σει ὅ­λους τούς ὑ­πο­τα­κτι­κούς του σ’ ἕ­ναν κοι­νό κα­νο­νι­σμό». Ἔ­τσι δη­μι­ουρ­γή­θη­κε τό κοι­νό­βιο, γιά τό ὅ­ποι­ο ὁ Ὅ­σιος ἔ­γρα­ψε ἰ­δι­ο­χεί­ρως Κα­νο­νι­σμό, τόν «κα­νο­νι­κόν τύ­πον», καί πα­ρε­κά­λε­σε τούς συμ­μο­να­στές του νά τόν δε­χθοῦν καί νά ζή­σουν σύμ­φω­να μ’ αὐ­τόν.

Ἀ­ξι­ώ­θη­κε λοι­πόν ἀ­πό τόν Θε­ό ὁ Ὅ­σιος νά δη­μι­ουρ­γή­σει τήν πρώ­τη Ἱ­ε­ρά Μο­νή στά Με­τέ­ω­ρα, νά τήν ὀρ­γα­νώ­σει καί νά δεῖ τήν κοι­νο­βια­κή ζω­ή σέ ἄν­θη­ση. Μο­να­στι­κή καί κοι­νο­βια­κή ζω­ή, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­δεί­χθη­κε φά­ρος καί στή­ριγ­μα τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἑλ­λή­νων τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη, κα­τά τήν ὁ­ποί­α τό κύ­μα τῶν Φράγ­κων ἀ­πει­λοῦ­σε ποι­κι­λο­τρό­πως τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί τήν Ἑλ­λά­δα. Φά­ρος καί στή­ριγ­μα καί γιά τήν με­τέ­πει­τα ἐ­πο­χή τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας, κα­τά τήν ὀ­ποί­α καί τό Με­τέ­ω­ρον ἔ­γι­νε κέν­τρο δυ­νά­με­ως ἀλλά καί πνευ­μα­τι­κοῦ καί ὑ­λι­κοῦ ἀ­νε­φο­δια­σμοῦ γιά τούς ρα­γιά­δες. Φω­τι­σμός καί δά­κτυ­λος πράγ­μα­τι τοῦ Θε­οῦ ἦ­ταν ἡ ἱ­δρυ­σή του.

Ἦλ­θε ὅ­μως καί ὁ και­ρός τῆς μα­κα­ρί­ας ἐ­ξό­δου του. Ὁ Ἅ­γιος ἀ­σθέ­νη­σε «ὑ­πό με­λαγ­χο­λι­κοῦ χυ­μοῦ», ἀ­σθέ­νη­σε δη­λα­δή στή χο­λή καί στό ἧ­παρ. Ἀ­σθέ­νεια, ἡ ὁ­ποί­α τόν ὁ­δή­γη­σε στό θά­να­το. Ἔ­πει­τα ἀ­πό ἀ­γῶ­νες καί μό­χθους δε­κα­ε­τι­ῶν, ἔ­πει­τα ἀ­πό τίς πο­λυ­ε­τεῖς ἐν Χρι­στῷ ἅ­γι­ες προ­σπά­θει­ες, ἤ­ρε­μα καί εἰ­ρη­νι­κά, μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη καί εὐ­χα­ρι­στί­ες στόν Θε­ό, πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του σ’ Αὐ­τόν τό 1380 σέ ἡ­λι­κί­α 78 ἐ­τῶν. Λί­γο προ­τοῦ πε­θά­νει, «κοι­νῇ γνώ­μῃ καί βου­λῇ πάν­των τῶν πα­τέ­ρων καί ἀ­δελ­φῶν πᾶ­σαν τήν ἀρ­χήν καί ἐ­ξου­σί­αν ἐγ­χει­ρί­ζει τῷ Κυ­ρί­ῳ Ἰ­ω­ά­σαφ τῷ βα­σι­λεῖ». Ναί, ὁ δι­ά­δο­χός του μο­να­χός Ἰ­ω­ά­σαφ εἶναι ὁ πρώ­ην βα­σι­λεύς Ἰ­ω­άν­νης Οὔ­ρε­σις, Ἄγ­γε­λος Κο­μνη­νός δούξ ὁ Πα­λαι­ο­λό­γος.

Εἶ­ναι πο­λύ συγ­κι­νη­τι­κή ἡ Δι­α­θή­κη τοῦ Ἁ­γί­ου πρός τήν κοι­νο­βια­κή πο­λι­τεί­α τῶν Με­τε­ώ­ρων. Γρά­φει με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων: Πρῶ­τα πρῶ­τα σᾶς ἐμ­πι­στεύ­ο­μαι στήν σκέ­πη τῆς ὑ­πε­ρευ­λο­γη­μέ­νης Θε­ο­τό­κου καί ἀ­ει­παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας, κα­θῶς καί τό Μο­να­στή­ρι μας βρί­σκε­ται ὑ­πό τήν προ­στα­σί­α της, στήν ὁ­ποί­α ἐ­γώ ἔ­χον­τας τίς ἐλ­πί­δες καί τήν πί­στη μου ἕ­ως σή­με­ρα, δέν στε­ρή­θη­κα τί­πο­τε ἀ­πό τά ἀ­ναγ­καῖ­α. Καί πά­λι ἐλ­πί­ζω, ὅ­τι μέ τή με­σι­τεί­α καί τή χά­ρη της θά σω­θῶ, ἄν καί τί­πο­τε δέν ἔ­πρα­ξα σ’ ὅ­λη μου τήν ζω­ή… Με­τα­ξύ σας νά ἔ­χε­τε ἀ­γά­πη καί ὁ­μό­νοι­α καί νά ζεῖ­τε σύμ­φω­να μέ τίς πα­ρα­δό­σεις τῶν ἁ­γί­ων πα­τέ­ρων… Λοι­πόν, ἀ­δελ­φοί μου, εὔ­χο­μαι νά ἐ­πι­τύ­χε­τε ὅ­λοι τή σω­τη­ρί­α σας καί ὁ Θε­ός τῆς εἰ­ρή­νης νά εἶ­ναι μέ ὅ­λους σας.

Ἀ­νή­κει λοι­πόν καί ὁ Ἅ­γιος Ἀ­θα­νά­σιος ὁ Με­τε­ω­ρί­της στούς ὁ­σί­ους ἄν­δρες, τούς ὁ­ποί­ους ὁ Θε­ός ἐ­κλέ­γει κα­τά και­ρούς, γιά νά γί­νουν τά δε­ξιά του ὄρ­γα­να σέ ἔρ­γα με­γά­λα, ἱ­ε­ρά καί αἰ­ώ­νια. Νά δο­ξά­σου­με τόν Κύ­ριο, δι­ό­τι πο­τέ δέν στε­ρεῖ τήν Ἐκ­κλη­σί­α του ἀ­πό τέ­τοι­α ἀ­να­στή­μα­τα, ὅ­πως τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, γιά τή βο­ή­θεια καί τή σω­τη­ρί­α ὅ­λων μας. Μα­ζί λοι­πόν μέ τόν ἱ­ε­ρό ὑ­μνω­δό ἄς ψά­λου­με στόν Ὅ­σιο:

Χαί­ροις τῶν ἀ­ρε­τῶν ὁ κα­νών, τό τῆς ἀν­δρεί­ας καί φρο­νή­σε­ως ἄ­γαλ­μα, ὁ τύ­πος τῆς σω­φρο­σύ­νης, δι­και­ο­σύ­νης βυ­θός, ὁ τῆς θε­ω­ρί­ας καί τῆς πρά­ξε­ως δι­δά­σκα­λος ἄ­ρι­στος, τό ἐ­ξέ­χον πα­ρά­δειγ­μα τῆς καρ­τε­ρί­ας τό κα­λόν ἀ­πει­κό­νι­σμα. Χαί­ροις, θε­ο­ει­δέ­στα­τε, τοῦ πνεύ­μα­τος ὄρ­γα­νον, Ἀ­θα­να­σί­ων τῶν πά­λαι ὁ­μω­νύ­μων καί ὁ­μό­τρο­πε Χρι­στόν ἐκ­δυ­σώ­πει, πα­ρα­σχεῖν τοῖς σέ τι­μῶ­σι τό μέ­γα ἔ­λε­ος.

Ὅ­σι­ε πά­τερ Ἀ­θα­νά­σι­ε θε­ό­λη­πτε, κα­κί­ας ἐκ νη­πί­ου τῆς σῆς ψυ­χῆς ἐκ­βα­λών ἀν­τ’ αὐ­τῆς πᾶ­σαν τήν ἀ­ρε­τήν εἰ­σή­ξας, ἥν­περ ἐ­νί­σχυ­σον κα­λῶς καί ἡ­μᾶς τούς σέ νῦν ὑ­μνοῦν­τας ἐρ­γά­ζε­σθαι, παμ­μά­καρ καί οὗ ἀ­νή­γει­ρας ἱ­ε­ροῦ οἴ­κου καί τού­του τῶν νο­η­τῶν προ­σό­δων προ­νό­ου πάν­το­τε πι­στός ὡς οἰ­κο­νό­μος. Χρι­στοῦ δε­ό­με­νος θερ­μῶς ἀ­εί πα­νόλ­βι­ε χο­ρη­γῆ­σαι τοῖς φοι­τη­ταῖς σοῦ ὁ­μό­νοι­αν, εἰ­ρή­νην καί μέ­γα ἔ­λε­ος.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ συνασκητὴς τοῦ Ὁσ. Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτη

Γεννήθηκε στὰ μέσα του 14ου αἰῶνα. Πατέρας του ἦταν ὁ δεσπότης τῆς Ἠπείρου καὶ Θεσσαλίας Συμεὼν Οὐρέσης (Σερβικῆς καταγωγῆς, ἀλλὰ ἀπὸ Ἑλληνίδα μητέρα). Μητέρα του ἡ Θωμαΐδα, θυγατέρα τοῦ δεσπότη τῆς Ἠπείρου Ἰωάννη Β΄ τοῦ Παλαιολόγου. Ὁ Ὅσιος κατὰ τὴν βάπτισή του, πῆρε τὸ ὄνομα Ἰωάννης καὶ εἶχε μεγάλη κλίση στὴ μοναχικὴ ζωή. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του καὶ κλήθηκε νὰ ἀναλάβει τὸν θρόνο ὁ Ἰωάννης σὰν διάδοχός του, αὐτὸς προτίμησε τὸ μοναχικὸ ῥάσο, παρὰ τὴν βασιλικὴ πορφύρα. Ἔτσι παραχώρησε τὸν θρόνο στὸν συγγενῆ του Ἀλέξιο Ἄγγελο Φιλανθρωπηνὸ καὶ αὐτὸς ἐκάρη μοναχός με τὸ ὄνομα Ἰωάσαφ, στὴ Μονὴ Μετεώρου ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο. Ἡ πνευματικὴ συνεργασία μεταξὺ τῶν δυὸ ἀνδρῶν ὑπῆρξε ἄριστη καὶ πολὺ οἰκοδομητική. Λόγω ὅμως βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν στὴν περιοχὴ ἐκείνη, ὁ Ἰωάσαφ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ 1401 ἐπέστρεψε στὸ Μετέωρο καὶ ἐκεῖ μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ τελείωσε τὴν ἐπίγεια ζωή του τὸ 1423.