Σήμερα 20/4 εορτάζουν:
- Όσιος Θεόδωρος ο Τριχινάς
- Άγιος Ζακχαίος ο Απόστολος
- Όσιος Αθανάσιος κτήτωρ Μονής Μετεώρου
- Άγιοι Βίκτωρ, Ζωτικός, Ακίνδυνος, Καισάριος, Σεβηριανός, Χριστόφορος, Ζήνων, Θεωνάς και Αντωνίνος
- Όσιος Ιωάννης ο Παλαιολαυρίτης
- Άγιος Αναστάσιος Ιερομάρτυρας, επίσκοπος Αντιοχείας
- Όσιος Ιωάσαφ ο Μετεωρίτης
- Άγιος Γαβριήλ ο Μάρτυρας
- Όσιος Αλέξανδρος εκ Ρωσίας
- Άγιος Θεότιμος Επίσκοπος Ρουμανίας
- Μετακομιδή των ιερών λειψάνων του Αγίου Νικολάου Επισκόπου Αχρίδος και Ζίτσης
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Τριχινᾶς
«Τὶς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ;». Ποιός, δηλαδή, ἀσθενεῖ καὶ δὲν ἀσθενῶ, δὲν συμπάσχω καὶ ἐγὼ μαζί του; Αὐτὴ τὴν φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, δικαιωματικὰ θὰ μποροῦσε νὰ τὴν πεῖ καὶ ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Τριχινᾶς. Διότι ἀφιέρωσε ὅλη του τὴν ζωὴ στὴ διακονία τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἀῤῥώστων. Ὀνομάστηκε Τριχινᾶς, διότι εἶχε τρίχινα φορέματα. Ἡ ζωή του ἦταν λιτὴ καὶ μὲ πολλὴ ἐγκράτεια, προκειμένου νὰ δίνει ὅσο γινόταν περισσότερα ἀγαθὰ στοὺς πάσχοντες. Τὴ νύχτα ὁ Θεόδωρος πάντα ἔβρισκε χρόνο γιὰ προσευχὴ καὶ μελέτη. Ζοῦσε μέσα σὲ μία κοινωνία στερημένων ἀνθρώπων, ποὺ οἱ ἀνάγκες τους ἦταν μεγάλες. (Συναξαριακὲς πηγὲς ἀναφέρουν ὅτι γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους, καὶ ὅτι ἀπὸ πολὺ νέος ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ ποὺ ὀνομάστηκε τοῦ Τριχινᾶ). Γι΄ αὐτὸ παρακινοῦσε πολλοὺς πλουσίους νὰ διαθέτουν ὅσα ἀγαθὰ μποροῦσαν. Πολλοὶ ἀπ΄ αὐτοὺς τοῦ ἔδιναν ἀρκετὰ χρήματα καὶ εἴδη πρώτης ἀνάγκης, τὰ ὁποῖα ὁ Θεόδωρος διέθετε μὲ πολλὴ διάκριση. Πρῶτα σ΄ ἐκείνους ποὺ εἶχαν περισσότερη ἀνάγκη, ὅπως ὀρφανά, φτωχὲς χῆρες καὶ ἀῤῥώστους οἰκογενειάρχες. Εὐεργετοῦσε μέχρι καὶ τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του. Ἔτσι, ἰσχύει γι᾿ αὐτὸν ὁ λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, «ἐσκόρπισεν, ἔδωκεν τοῖς πένησιν ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Μοίρασε, δηλαδή, καὶ ἔδωσε ἄφθονα στοὺς
φτωχούς, καὶ ἡ ἀρετή του ἀπὸ τὶς ἀγαθοεργίες μένει γιὰ πάντα.
Οἱ Ἅγιοι Βίκτωρ, Ζωτικός, Ἀκίνδυνος, Καισάριος, Σεβηριανός, Χριστοφόρος, Ζήνων, Θεωνᾶς καὶ Ἀντωνῖνος
Ὅλοι μαρτύρησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ (284-305), καὶ αἰτία τοῦ ἐνδόξου μαρτυρίου τους, ὁ μεγαλομάρτυς καὶ τροπαιοφόρος Γεώργιος. Καὶ οἱ μὲν Ἅγιοι Βίκτωρ, Ἀκίνδυνος, Ζωτικός, Ζήνων καὶ Σεθηριανός, ὅταν εἶδαν τὸν Ἅγιο Γεώργιο νὰ μένει ἄθικτος ἐπάνω στὸ βασανιστικὸ ὄργανο τοῦ τροχοῦ, μὲ μία φωνὴ καὶ οἱ πέντε ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό. Ὁ ἀποκεφαλισμός τους ἦταν ἄμεσος καὶ ἔτσι πῆραν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Οἱ δὲ Χριστοφόρος, Θεωνᾶς, Καισάριος καὶ Ἀντωνῖνος ἦταν δορυφόροι τοῦ βασιλιᾶ. Ὅταν λοιπὸν καὶ αὐτοὶ εἶδαν τὸν Ἅγιο Γεώργιο, διὰ τῆς προσευχῆς, νὰ ἔχει ἀναστήσει κάποιον νεκρὸ Ἕλληνα, πέταξαν τὰ διάσημα τοῦ ἀξιώματός τους καὶ μπροστὰ στὸ βασιλιὰ καὶ τὸ πλῆθος, ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό. Ἡ φυλάκισή τους ἦταν ἄμεση. Μετὰ μερικὲς ἡμέρες ὁδηγήθηκαν μπροστὰ στὸν Διοκλητιανὸ καὶ ἀφοῦ τοὺς κρέμασαν, τοὺς ξέσχισαν καὶ τοὺς ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Τελικὰ τοὺς ἔριξαν μέσα στὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς καὶ ἔτσι πῆραν τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Ζακχαῖος ὁ Ἀπόστολος
Ἡ Ἱστορία τοῦ Ζακχαίου βρίσκεται στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο κεφάλαιο ΙΘ ι΄10. Εἶναι ὁ γνωστὸς ἀρχιτελώνης τῆς Ἱεριχοῦς, ποὺ ἀνέβηκε στὴ συκομουριὰ (ἐπειδὴ δὲν τὸν εὐνοοῦσε τὸ ὕψος του) γιὰ νὰ δεῖ τὸν διερχόμενο Ἰησοῦ. Ὁ Κύριος θαύμασε τὴν πίστη του, διέταξε νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ δένδρο καὶ νὰ μεταβοῦν μαζὶ στὸ σπίτι του, ἀφοῦ συγχώρησε ὅλα τὰ ἁμαρτήματα ποὺ εἶχε διαπράξει μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμή. Λέγεται ὅτι μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὁ Ζακχαῖος ἀκολούθησε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ἀπὸ
τὸν ὁποῖο καὶ χειροτονήθηκε ἀργότερα Ἐπίσκοπος Καισαρείας.
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος Ἱερομάρτυρας, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας
Στοὺς Συναξαριστὲς δὲν βρίσκουμε βιογραφικὸ ὑπόμνημα. Πολὺ λίγες πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή του ἔχουμε ἀπὸ ἄλλες πηγές. Ὅτι δηλαδὴ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Σινᾶ, στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνα καὶ ἀπὸ τὸ Σινᾶ πῆγε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἔγινε ἀποκρισιάριος τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας. Ὅταν πέθανε ὁ ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Δόμνος, λαὸς καὶ κλῆρος τὸν ἀνέβασαν στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο Ἀντιοχείας (559). Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστῖνος, μὲ πρόφαση ὅτι δῆθεν κατασπατάλησε τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία, τὸν ἐξόρισε τὸ 570 στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου παρέμεινε μελετῶντας καὶ συγγράφοντας μέχρι τὸ 593, ὅταν ἐπανῆλθε στὸν θρόνο του, καὶ πέθανε κατὰ τὸ 599. Τώρα ὅσον ἀφορᾶ τὸ τέλος του, ποὺ οἱ Συναξαριστὲς σημειώνουν μαρτυρικό, ὅτι δηλαδὴ μαρτύρησε διὰ ξίφους, θετικὲς πληροφορίες δὲν ἔχουμε.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Παλαιολαυρίτης
Μέσα στὴν οἰκογένειά του φύλαξε ὅλες τὶς ἀρετές, ποὺ ἡ Ἅγια Γραφὴ παραγγέλει στὰ παιδιά. Τίμησε τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του, ὑπάκουσε στὰ θελήματά τους, ἔδειξε σ΄ αὐτοὺς τὴν μεγαλύτερη τρυφερὴ στοργή, πρόθυμος στὸ νὰ προλαβαίνει τὶς ἐπιθυμίες τους, τύπος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀλληλοβοήθειας μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν του. Ἀργότερα γύρισε πολλοὺς τόπους, προσπαθῶντας νὰ καταρτίζει τὸν ἑαυτό του πνευματικότερα καὶ κατατάχθηκε στὸ μοναχικὸ βίο. Καὶ ἐδῶ, τήρησε μὲ ἀκρίβεια τὶς ὑποχρεώσεις τοῦ σχήματός του. Κατόπιν ἱερὸς πόθος τὸν ἔφερε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους. Τελευταία τὸν δέχτηκε ἡ μονὴ τοῦ ὁσίου Χαρίτωνα, καὶ αὐτὴ εἶδε τοὺς μεγάλους πνευματικοὺς ἀγῶνες του. Ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ πρὸς τὸν Κύριο, γεμάτος πίστη καὶ ἐλπίδα, ἀφοῦ χρησιμοποίησε τὴν ζωή του γιὰ τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν του.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος κτήτωρ Μονῆς Μετεώρου
1. Ἀνάμεσα σέ ἐμπόδια.
Τήν κεντρικότερη θέση ἀνάμεσα στούς Ἁγίους πού ἀσκήτεψαν στήν ἱερή πολιτεία τῶν Μετεώρων κατέχει ἡ μορφή τοῦ ἰδρυτοῦ τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ὁσίου Ἀθανασίου. Τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Ἀνδρόνικος.
Γεννήθηκε τό 1302 στίς Νέες Πάτρες, τή σημερινή δηλαδή Ὑπατη τῆς Φθιώτιδος. Πολύ νωρίς ὅμως ὁ μικρός Ἀνδρόνικος ἔμεινε ὀρφανός καί ἀπό τούς δυό εὐσεβεῖς γονεῖς του. Στό ἑξῆς θά τόν ἀναλάβει ὑπό τήν προστασία του ὁ Μεγάλος Πατέρας καί προνοητής Θεός, ὁ ὁποῖος μέσα στήν πανσοφία του, καί μέσα ἀπό παιδαγωγικά ἐμπόδια, θά τόν ὁδηγήσει στόν μεγάλο προορισμό του. Μέ νεύση λοιπόν τοῦ Θεοῦ ἀνέλαβε τόν ὀρφανό Ἀνδρόνικο ὑπό τήν προστασία του ὁ καλός του θεῖος, ὁ ὁποῖος μέ πολλή στοργή, σάν πατέρας καί μητέρα, παρακολούθησε καί βοήθησε τήν ἀνάπτυξη τοῦ μικροῦ ἀνεψιοῦ του.
Ὅμως δέν ἄργησε νά παρουσιασθεῖ καί νέα δοκιμασία. Τό 1319 οἱ Φράγκοι Κατελάνοι κατέλαβαν τίς Νέες Πάτρες καί μεταξύ τῶν ἄλλων αἰχμαλώτισαν καί τόν νεαρό Ἀνδρόνικο. Ὁ ἀρχηγός ὅμως τῶν εἰσβολέων, ἔτσι ὅπως τόν εἶδε ὄμορφο καί χαριτωμένο σκέφθηκε νά τόν στείλει στήν πατρίδα του ὡς πολύτιμο λάφυρο. Εὐτυχῶς κατόρθωσε ὁ Ἀνδρόνικος καί δραπέτευσε καί μαζί μέ τόν θεῖο του κατέφυγαν στή Θεσσαλονίκη.
Ἐδῶ στή μεγάλη πόλη ὁ νεαρός πρόσφυγας ἔμεινε ἔκθαμπος μπροστά στά Σχολεῖα καί τά διάφορα Διδακτήρια καί αἰσθάνθηκε διακαή τόν πόθο νά μορφωθεῖ κι αὐτός. Πῶς ὅμως; Μέ ποιά μέσα; Σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ βιογράφος του: Ἡ μεγάλη φιλομάθειά του, ὁ ἔρωτας τῆς μαθήσεως, τόν ὁδηγεῖ στά σπίτια τῶν διδασκάλων, τῶν ὁποίων ὅμως τά μαθήματα κρυφακούει, καθισμένος ἔξω ἀπό τήν πόρτα, ἀφοῦ δέν εἶχε τά ἀπαιτούμενα χρήματα γιά νά τούς πληρώνει. Πολλοί συγκινήθηκαν ἀπό τή ζωηρή ἔφεση τοῦ νεαροῦ Ἀνδρόνικου γιά μάθηση καί τόν δίδασκαν χωρίς μισθό.
Ἀλλά ἐδῶ στή Θεσσαλονίκη ὁ Ἅγιος δέχθηκε καί νέα μεγάλη δοκιμασία. Ὁ στοργικός θεῖος, τό μόνο του ἀνθρώπινο στήριγμα, πέθανε κι αὐτός. Ἀλλά ὁ Ἀνδρόνικος, ἀρκετά πλέον μεγαλωμένος μέ τήν πατροπαράδοτη πίστη, δέν δειλίασε. Μόνος καί ἄγνωστος μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, παρέδωσε τόν ἑαυτό του ὁλοκληρωτικά στόν Θεό, ὁ ὁποῖος μέχρι τότε θαυμαστῶς τόν προστάτευσε. Αὐτός θά φροντίσει καί θά τόν ὁδηγήσει καί στό μέλλον.
Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη μία ζωηρή ἐπιθυμία κυριεύει τήν ψυχή του: νά ἀφιερωθεῖ ὁλοκλητρωτικά στόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό καί καταφεύγει στό Ἅγιο Ὅρος καί ἀναζητᾶ κατάλληλο Γέροντα γιά νά πάρει μοναστική ἀγωγή. Ἐκεῖ οἱ Γέροντες θαυμάζουν τόν ζῆλο καί τόν πόθο τοῦ νεαροῦ ἐπισκέπτη καί ἀναγνωρίζουν μία σπανία μοναχική κλήση. Ὅμως, ἐπειδή εἶναι μικρός στήν ἡλικία, δέν τοῦ ἐπιτρέπουν νά παραμείνει στήν ἁγιώνυμη πολιτεία. Ἀναγκάζεται λοιπόν ὁ Ἀνδρόνικος νά ἔλθει στήν Κωνσταντινούπολη κι ἀπό ἐκεῖ στή βενετοκρατουμένη Κρήτη. Ἐργάζεται τίμια, προσεύχεται μέ θερμότητα, μελετᾶ μέ ζῆλο, «ἀγωνίζεται τόν καλόν ἀγώνα» (Α΄ Τιμ. ς΄ 12), μέχρι νά ἔλθει ἡ κατάλληλη ἡλικία. Κι ὅταν αὐτή συμπληρώθηκε, τό 1335 μέ πόθο ζωηρότερο ἐπανέρχεται στό Ὅρος, στή θέση Μηλέα, καί ὑποτάσσεται στούς Γέροντες Γρηγόριο καί Μωυσῆ. Μετά τή δοκιμασία, κατά τήν ὁποία ἀποδείχθηκε χρηστός ὡς χρυσός, ἐκάρη μοναχός καί πῆρε τό ὄνομα ἀρχικῶς Ἀντώνιος καί ἀργότερα, κατά τό Μέγα Σχῆμα, Ἀθανάσιος. Οἱ δοκιμασίες ὅμως δέν σταματοῦν. Τίς ἐπιτρέπει ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους, γιά λόγους πού ἡ σοφία του γνωρίζει. Εἰδικῶς μάλιστα γιά τόν Ἀθανάσιο τίς ἐπιτρέπει, γιά νά ἐνισχύσει τήν πίστη του, νά τόν καταρτίσει στήν ὑπομονή καί τελικῶς νά τόν ὁδηγήσει καί νά τόν ἀναδείξει δεξιό ὄργανο τῆς βουλῆς του.
Ἐνῶ δηλαδή ὁ Ἀθανάσιος ἀπόλυτα ἱκανοποιημένος ἀσκεῖται κοντά στόν Γέροντά του, οἱ ληστρικές ἐπιδρομές τῶν Τούρκων καί οἱ λεηλασίες στά παράλια του Ἁγίου Ὅρους τόν ἀναγκάζουν μαζί μέ τόν Γρηγόριο νά ἐγκαταλείψουν τό Ὄρος καί μέ ὑπόδειξη τοῦ Μητροπολίτου Σερβίων ἔρχονται καί ἐγκαθίστανται στούς βράχους τῆς πολίχνης τῶν Σταγῶν. Ἐδῶ θά μείνουν καί θά ἀσκηθοῦν κάτω ἀπό τό βλέμμα καί τή νεύση τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Γέροντας Γρηγόριος συμπαρίσταται στόν ὑποτακτικό του μίαν ὁλόκληρη δεκαετία καί τοῦ παρέχει κάθε διευκόλυνση, ὅπως καί τίς ἀπαραίτητες ὁδηγίες γιά τό μέλλον. Κατόπιν φεύγει γιά τήν Κωνσταντινούπολη καί ὁ Ἀθανάσιος μένει μόνος καί ἀφήνει τόν ἑαυτό του καί τή ζωή του νά τήν κατευθύνει ὁ Κύριος.
Κάθε Χριστιανός λοιπόν, καί μάλιστα κάθε ἐργάτης τοῦ Θεοῦ, ἄς μήν ἐκπλήσσεται κι ἄς μήν ἀγανακτεῖ, ὅταν τά πράγματα δέν ἐξελίσσονται ὅπως ὁ ἴδιος τά ἐπιθυμεῖ καί τά προγραμματίζει. Διότι εἶναι πιθανόν ὁ Θεός διαφορετικά νά σκέπτεται καί ἀλλοῦ νά θέλει νά ὁδηγήσει. Πάντοτε ὅμως γιά τό πραγματικό συμφέρον του. Ἀρκεῖ ὁ Χριστιανός νά μείνει πιστός καί ἐνάρετος, ἐμπιστευόμενος ἀπολύτως στό σοφό σχέδιο τοῦ μόνου σοφοῦ καί ἀγαθοῦ Κυρίου.
2. Ἡ ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ.
Γύρω στό 1340, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος διάλεξε ἕναν μόνιμο ἀναχωρητικό τόπο στούς βράχους τῆς πολίχνης τῶν Σταγών, «πέτραν σέ αἰθέριον ὕψος ἠρμένην», τήν ὁποία ὁ ἴδιος ὀνόμασε «Μετέωρον». Ἐδῶ πλέον θά μείνει μόνιμα.
Ὅλα ἄλλωστε μαρτυροῦν γιά τόν Ἀθανάσιο, ὅτι γιά τόν τόπο αὐτόν τόν κάλεσε ὁ Θεός. Ἐκεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέ θαυμάσιο τρόπο ὁδήγησε τά βήματά του μετά ἀπό πολυχρόνια περιπλάνηση. Περιπλάνηση καί περιπέτεια, πού τοῦ ἔδωσε μεγάλη πείρα, ἡ ὁποία καί στό μέλλον θά τοῦ εἶναι χρήσιμη καί ἀπαραίτητη. Πείθεται γι’ αὐτό καί ἀναπαύεται τελείως. Ἔτσι μάλιστα ὅπως ἦταν ἀσκημένος ἀπό τό Ἅγιο Ὅρος, ἄρχισε νά σκέπτεται τήν ὀργάνωση τῆς μοναστικῆς ἐκεῖ ζωῆς. Καί ὁ Κύριος τοῦ συμπαρίσταται. Σύντομα τοῦ ἔστειλε δυό ἀδελφούς συμμοναστές. Καί ὁ Ὅσιος μέ εὐγνωμοσύνη καί χαρά τούς δέχθηκε. Τόν ἕνα μάλιστα ἀπ’ αὐτούς, τόν Ἰάκωβο, ὁ Ἐπίσκοπος τόν χειροτόνησε ἱερέα γιά νά τελεῖ στό Μετέωρον τή θεία Λειτουργία. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀθανάσιος, ὑπόδειγμα ταπεινοφροσύνης, «ἄξιος ὤν θρόνου μεγάλου ἀρχιερατικοῦ λαβέσθαι, οὐδόλως βαθμοῦ ἱερωσύνης ἥψατο». Ἐκεῖ στό Μετέωρον ὁ Ἅγιος μέ πόθο καί συγκίνηση πολλή οἰκοδόμησε τόν πρῶτο Ναό πρός τιμή τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Παναγίας Μετεωρίτισσας καί ἀργότερα, ὅταν οἱ μοναχοί ἔγιναν περισσότεροι, ἀνήγειρε καί ἄλλον Ναό «τῷ Σωτῆρι Χριστῷ», δηλαδή τῆς Μεταμορφώσεως. Ἦταν μεγάλο κατόρθωμα τότε τό κτίσιμο τῶν Ναῶν καί μάλιστα στήν βραχώδη ἐκείνη ἀπλησίαστη κορυφή! Οἱ μοναχοί ἀργότερα ἔγιναν δεκατέσσερες. Καί ὅλοι αὐτοί, μαζί μέ τήν μοναστική ἀσκήση καί τίς ἱερές Ἀκολουθίες, ἀσχολοῦνταν μέ τήν καλλιέργεια τῆς γῆς, ὅπως ἐπίσης καί μέ ἀλλά ἐργόχειρα, γιά νά ἔχουν τά ἀπαραίτητα νά ζήσουν, ἀλλά καί γιά νά ἐξασκοῦν τήν ἀπαραίτητη φιλανθρωπία.
Αὐτήν λοιπόν τή νέα Μονή ὁ ἡγούμενος Ἀθανάσιος θέλησε νά ὀργανώσει σέ τέλειο κοινόβιο. Σημειώνει ὁ Βιογράφος του: «Ἐπειδή γνώριζε ὁ ὅσιος Πατήρ, ὅτι τό ἰδιόρρυθμο σύστημα, νά φροντίζει καθένας μόνος του τόν ἑαυτό του, δέν συντελεῖ στήν ἑνότητα, ἀλλά γίνεται αἰτία διαιρέσεως καί διχόνοιας, σκέφθηκε νά ἑνώσει ὅλους τούς ὑποτακτικούς του σ’ ἕναν κοινό κανονισμό». Ἔτσι δημιουργήθηκε τό κοινόβιο, γιά τό ὅποιο ὁ Ὅσιος ἔγραψε ἰδιοχείρως Κανονισμό, τόν «κανονικόν τύπον», καί παρεκάλεσε τούς συμμοναστές του νά τόν δεχθοῦν καί νά ζήσουν σύμφωνα μ’ αὐτόν.
Ἀξιώθηκε λοιπόν ἀπό τόν Θεό ὁ Ὅσιος νά δημιουργήσει τήν πρώτη Ἱερά Μονή στά Μετέωρα, νά τήν ὀργανώσει καί νά δεῖ τήν κοινοβιακή ζωή σέ ἄνθηση. Μοναστική καί κοινοβιακή ζωή, ἡ ὁποία ἀποδείχθηκε φάρος καί στήριγμα τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων τήν ἐποχή ἐκείνη, κατά τήν ὁποία τό κύμα τῶν Φράγκων ἀπειλοῦσε ποικιλοτρόπως τήν Ὀρθοδοξία καί τήν Ἑλλάδα. Φάρος καί στήριγμα καί γιά τήν μετέπειτα ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας, κατά τήν ὀποία καί τό Μετέωρον ἔγινε κέντρο δυνάμεως ἀλλά καί πνευματικοῦ καί ὑλικοῦ ἀνεφοδιασμοῦ γιά τούς ραγιάδες. Φωτισμός καί δάκτυλος πράγματι τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ ἱδρυσή του.
Ἦλθε ὅμως καί ὁ καιρός τῆς μακαρίας ἐξόδου του. Ὁ Ἅγιος ἀσθένησε «ὑπό μελαγχολικοῦ χυμοῦ», ἀσθένησε δηλαδή στή χολή καί στό ἧπαρ. Ἀσθένεια, ἡ ὁποία τόν ὁδήγησε στό θάνατο. Ἔπειτα ἀπό ἀγῶνες καί μόχθους δεκαετιῶν, ἔπειτα ἀπό τίς πολυετεῖς ἐν Χριστῷ ἅγιες προσπάθειες, ἤρεμα καί εἰρηνικά, μέ εὐγνωμοσύνη καί εὐχαριστίες στόν Θεό, παρέδωσε τό πνεῦμα του σ’ Αὐτόν τό 1380 σέ ἡλικία 78 ἐτῶν. Λίγο προτοῦ πεθάνει, «κοινῇ γνώμῃ καί βουλῇ πάντων τῶν πατέρων καί ἀδελφῶν πᾶσαν τήν ἀρχήν καί ἐξουσίαν ἐγχειρίζει τῷ Κυρίῳ Ἰωάσαφ τῷ βασιλεῖ». Ναί, ὁ διάδοχός του μοναχός Ἰωάσαφ εἶναι ὁ πρώην βασιλεύς Ἰωάννης Οὔρεσις, Ἄγγελος Κομνηνός δούξ ὁ Παλαιολόγος.
Εἶναι πολύ συγκινητική ἡ Διαθήκη τοῦ Ἁγίου πρός τήν κοινοβιακή πολιτεία τῶν Μετεώρων. Γράφει μεταξύ τῶν ἄλλων: Πρῶτα πρῶτα σᾶς ἐμπιστεύομαι στήν σκέπη τῆς ὑπερευλογημένης Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, καθῶς καί τό Μοναστήρι μας βρίσκεται ὑπό τήν προστασία της, στήν ὁποία ἐγώ ἔχοντας τίς ἐλπίδες καί τήν πίστη μου ἕως σήμερα, δέν στερήθηκα τίποτε ἀπό τά ἀναγκαῖα. Καί πάλι ἐλπίζω, ὅτι μέ τή μεσιτεία καί τή χάρη της θά σωθῶ, ἄν καί τίποτε δέν ἔπραξα σ’ ὅλη μου τήν ζωή… Μεταξύ σας νά ἔχετε ἀγάπη καί ὁμόνοια καί νά ζεῖτε σύμφωνα μέ τίς παραδόσεις τῶν ἁγίων πατέρων… Λοιπόν, ἀδελφοί μου, εὔχομαι νά ἐπιτύχετε ὅλοι τή σωτηρία σας καί ὁ Θεός τῆς εἰρήνης νά εἶναι μέ ὅλους σας.
Ἀνήκει λοιπόν καί ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης στούς ὁσίους ἄνδρες, τούς ὁποίους ὁ Θεός ἐκλέγει κατά καιρούς, γιά νά γίνουν τά δεξιά του ὄργανα σέ ἔργα μεγάλα, ἱερά καί αἰώνια. Νά δοξάσουμε τόν Κύριο, διότι ποτέ δέν στερεῖ τήν Ἐκκλησία του ἀπό τέτοια ἀναστήματα, ὅπως τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, γιά τή βοήθεια καί τή σωτηρία ὅλων μας. Μαζί λοιπόν μέ τόν ἱερό ὑμνωδό ἄς ψάλουμε στόν Ὅσιο:
Χαίροις τῶν ἀρετῶν ὁ κανών, τό τῆς ἀνδρείας καί φρονήσεως ἄγαλμα, ὁ τύπος τῆς σωφροσύνης, δικαιοσύνης βυθός, ὁ τῆς θεωρίας καί τῆς πράξεως διδάσκαλος ἄριστος, τό ἐξέχον παράδειγμα τῆς καρτερίας τό καλόν ἀπεικόνισμα. Χαίροις, θεοειδέστατε, τοῦ πνεύματος ὄργανον, Ἀθανασίων τῶν πάλαι ὁμωνύμων καί ὁμότροπε Χριστόν ἐκδυσώπει, παρασχεῖν τοῖς σέ τιμῶσι τό μέγα ἔλεος.
Ὅσιε πάτερ Ἀθανάσιε θεόληπτε, κακίας ἐκ νηπίου τῆς σῆς ψυχῆς ἐκβαλών ἀντ’ αὐτῆς πᾶσαν τήν ἀρετήν εἰσήξας, ἥνπερ ἐνίσχυσον καλῶς καί ἡμᾶς τούς σέ νῦν ὑμνοῦντας ἐργάζεσθαι, παμμάκαρ καί οὗ ἀνήγειρας ἱεροῦ οἴκου καί τούτου τῶν νοητῶν προσόδων προνόου πάντοτε πιστός ὡς οἰκονόμος. Χριστοῦ δεόμενος θερμῶς ἀεί πανόλβιε χορηγῆσαι τοῖς φοιτηταῖς σοῦ ὁμόνοιαν, εἰρήνην καί μέγα ἔλεος.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ συνασκητὴς τοῦ Ὁσ. Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτη
Γεννήθηκε στὰ μέσα του 14ου αἰῶνα. Πατέρας του ἦταν ὁ δεσπότης τῆς Ἠπείρου καὶ Θεσσαλίας Συμεὼν Οὐρέσης (Σερβικῆς καταγωγῆς, ἀλλὰ ἀπὸ Ἑλληνίδα μητέρα). Μητέρα του ἡ Θωμαΐδα, θυγατέρα τοῦ δεσπότη τῆς Ἠπείρου Ἰωάννη Β΄ τοῦ Παλαιολόγου. Ὁ Ὅσιος κατὰ τὴν βάπτισή του, πῆρε τὸ ὄνομα Ἰωάννης καὶ εἶχε μεγάλη κλίση στὴ μοναχικὴ ζωή. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του καὶ κλήθηκε νὰ ἀναλάβει τὸν θρόνο ὁ Ἰωάννης σὰν διάδοχός του, αὐτὸς προτίμησε τὸ μοναχικὸ ῥάσο, παρὰ τὴν βασιλικὴ πορφύρα. Ἔτσι παραχώρησε τὸν θρόνο στὸν συγγενῆ του Ἀλέξιο Ἄγγελο Φιλανθρωπηνὸ καὶ αὐτὸς ἐκάρη μοναχός με τὸ ὄνομα Ἰωάσαφ, στὴ Μονὴ Μετεώρου ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο. Ἡ πνευματικὴ συνεργασία μεταξὺ τῶν δυὸ ἀνδρῶν ὑπῆρξε ἄριστη καὶ πολὺ οἰκοδομητική. Λόγω ὅμως βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν στὴν περιοχὴ ἐκείνη, ὁ Ἰωάσαφ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ 1401 ἐπέστρεψε στὸ Μετέωρο καὶ ἐκεῖ μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ τελείωσε τὴν ἐπίγεια ζωή του τὸ 1423.