ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (21/4)

Σήμερα 21/4 εορτάζουν:

  • Άγιος Ιανουάριος ο Επίσκοπος και οι Πρόκουλος, Σώσσος και Φαύστος οι Διάκονοι, Δισιδέριος ο Αναγνώστης, Ακούτιος και Ευτύχιος
  • Αγία Αλεξάνδρα η βασίλισσα και οι ακόλουθοι της Απολλώς, Ισαάκιος και Κοδράτος
  • Άγιος Μαξιμιανός Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
  • Όσιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης
  • Όσιος Ιάκωβος
  • Άγιος Θεόδωρος της Κάμα ο Φιλόσοφος
  • Άγιος Κάρολος ο μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἰανουάριος ὁ ἐπίσκοπος καὶ οἱ Πρόκουλος, Σῶσσος καὶ Φαῦστος οἱ
Διάκονοι, Δισιδέριος ὁ Ἀναγνώστης, Ἀκούτιος καὶ Εὐτύχιος

21.-Agios-Ianouarios

Ἦταν ἐπίσκοπος στὴ Νεάπολη τῆς Ἰταλίας, στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ (284-304) καὶ ὅταν ἔπαρχος στὴν περιοχὴ αὐτὴ ἦταν ὁ Τιμόθεος. Ὁ Ἰανουάριος μαζὶ μὲ μία πολὺ καλὴ ὁμάδα συνεργατῶν-χριστιανῶν, ποὺ τὴν ἀποτελοῦσαν οἱ διάκονοι Πρόκουλος, Σῶσσος, Φαῦστος, ὁ ἀναγνώστης Δησιδέριος, ὁ Ἀκόντιος καὶ ὁ Εὐτύχιος, ἀγωνίζονταν τὸν ἅγιο ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς καὶ ἔφερναν στὸ Χριστὸ πολλοὺς εἰδωλολάτρες. Ὅταν ἔγινε ὁ μεγάλος διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, συνελήφθησαν καὶ ὑπέστησαν φοβερὰ βασανιστήρια. Τὸν Ἰανουάριο ἔριξαν στὴ φωτιὰ γιὰ νὰ καεῖ, ἀλλὰ μὲ τὴν θεία χάρη ἔμεινε ἀβλαβής. Ἀμέσως, τότε, τὸν ὁδήγησαν σὲ ἄλλο τόπο, ὅπου τοῦ ἔκοψαν τὰ νεῦρα καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Στὸ δρόμο γιὰ τὸ μαρτύριο, συνέβη τὸ ἑξῆς περιστατικό: Οἱ πολυάριθμοι χριστιανοὶ τῆς Νεαπόλεως, προσπάθησαν νὰ πάρουν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν στρατιωτῶν τὸν Ἰανουάριο. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἀρνήθηκε καὶ τοὺς εἶπε: «Ἀφῆστε, παιδιά μου, νὰ τελειώσω τὸν καλὸ ἀγῶνα τοῦ μαρτυρίου, καὶ σᾶς ὑπόσχομαι ὅτι θὰ εἶμαι πάντοτε προστάτης τῆς πόλης σας». Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἡ Νεάπολη τὸν ἀνακήρυξε πολιοῦχο της Ἅγιο.

Ἡ Ἁγία Ἀλεξάνδρα ἡ βασίλισσα καὶ οἱ ἀκόλουθοί της Ἀπολλώς, Ἰσαάκιος καὶ Κοδρᾶτος

Ποί­ος θά πε­ρί­με­νε στήν οἰ­κο­γέ­νεια ἑ­νός τρο­με­ροῦ δι­ώ­κτη αὐ­το­κρά­το­ρος νά ὑ­πάρ­χει κάποιος πι­στός Χρι­στια­νός; Καί ποί­ος θά πε­ρί­με­νε αὐ­τός ὁ πι­στός νά γί­νει καί μάρ­τυ­ρας Χρι­στοῦ, ἔν­δο­ξος καί τρο­παι­ο­φό­ρος; Καί ὅ­μως συ­νέ­βη. Καί μά­λι­στα στήν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ με­γα­λυ­τέ­ρου δι­ώ­κτη, τοῦ Δι­ο­κλη­τια­νοῦ, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ σύ­ζυ­γος, ἡ βα­σί­λισ­σα Ἀ­λε­ξάν­δρα, ἔ­γι­νε Χρι­στια­νή καί ἀ­να­δεί­χθη­κε μάρ­τυ­ρας τοῦ Χρι­στοῦ.

Βε­βαί­ως ἡ Ἀ­λε­ξάν­δρα ζοῦ­σε σέ αὐ­το­κρα­το­ρι­κό πε­ρι­βάλ­λον, τε­λεί­ως εἰ­δω­λο­λα­τρι­κό καί κάτ ἐ­ξο­χήν ἀν­τί­θε­το καί ἀ­πό κά­θε ἄ­πο­ψη ἐ­χθρι­κό κα­τά τῶν Χρι­στια­νῶν. Ἄ­κου­γε νά κα­τη­γο­ροῦν τούς Χρι­στια­νούς ὡς ἀ­θέ­ους καί ἀ­σε­βεῖς, ἀλ­λά καί ἐ­πι­κίν­δυ­νους γιά τήν αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Ὅ­μως λε­πτή στά αἰ­σθή­μα­τα, εὐ­γε­νής στούς τρό­πους, λυ­ποῦν­ταν πολύ ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ροῦν­ταν καί ἔ­βλε­πε τά φρι­κτά μαρ­τύ­ρια, στά ὁ­ποῖ­α ὁ σκλη­ρός καί τρα­χύς αὐ­το­κρά­το­ρας σύ­ζυ­γός της ὑ­πέ­βαλ­λε τούς Χρι­στια­νούς σ’ ὅ­λη τήν αὐ­το­κρα­το­ρί­α.

Ἦλ­θε ὅ­μως ἡ ὥ­ρα καί ὁ Χρι­στός εἰ­σῆλ­θε ἀ­κό­μη καί σ’ αὐ­τήν τήν οἰ­κί­α τοῦ Καί­σα­ρος. Μί­α Χρι­στια­νή, ἄ­γνω­στη σέ μᾶς, πλη­σί­α­σε τήν βα­σί­λισ­σα καί μέ τρό­πο δι­α­κρι­τι­κό τήν δι­α­φώ­τι­σε ἀ­κρι­βῶς γιά τόν Χρι­στι­α­νι­σμό καί τούς Χρι­στι­α­­νούς. Ἄ­νοι­ξε καί ἡ Ἀ­λε­ξάν­δρα τήν εὐ­αί­σθη­τη καρ­διά της καί δέ­χθη­κε τα­πει­νά τόν λό­γο καί συγ­κι­νή­θη­κε καί συμ­πά­θη­σε τούς συ­κο­φαν­τη­μέ­νους καί δι­ω­κό­με­νους Χρι­στια­νούς. Καί δέν ἄρ­γη­σε, μέ τήν πά­ρο­δο τοῦ χρό­νου ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο, νά δι­α­φω­τι­σθεῖ καί ἔ­τσι ἡ καρ­διά της νά δο­θεῖ στόν Χρι­στό καί στήν ἁ­γί­α πί­στη του.

Σ’ αὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τήν ἐ­πο­χή συ­νέ­βη καί τό μαρ­τύ­ριο τοῦ ἁ­γίου με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Γε­ωρ­γί­ου τοῦ τρο­παι­ο­φό­ρου. Μαρ­τύ­ριο στό ὁ­ποῖ­ο ὁ ἴ­διος ὁ Δι­ο­κλη­τια­νός ἦ­ταν πα­ρών καί μέ τά ποι­κί­λα φρι­κτά βα­σα­νι­στή­ρια, στά ὁ­ποῖ­α ὑ­πέ­βα­λε τόν Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρα, ἐκ­δή­λω­σε τήν ὠ­μό­τη­τα καί κα­κί­α του ὄ­χι μό­νο ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Γε­ωρ­γί­ου, ἀλ­λά καί ὅ­λων τῶν Χρι­στια­νῶν. Μάρ­τυ­ρας τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου καί ἡ Ἀ­λε­ξάν­δρα. Ὅ­ταν αὐ­τή ὅ­μως εἶ­δε νά τρυ­πι­έ­ται ὁ Μάρ­τυ­ρας μέ τό δό­ρυ στήν κοι­λιά καί νά μέ­νει ἄ­τρω­τος καί ἔ­πει­τα νά δέ­νε­ται στόν τρο­χό μέ τά σι­δε­ρέ­νια δόν­τια καί μα­χαί­ρια καί στή συ­νέ­χεια νά σύ­ρε­ται στή γῆ καί νά ὑ­φί­στα­ται πολ­λά ἀ­κό­μη μαρ­τύ­ρια χω­ρίς νά βλά­πτε­ται, ὅ­ταν ἀν­τί­κρυ­σε τόν Γε­ώρ­γιο, πα­ρά τά τό­σα μαρ­τύ­ρια, νά ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἀ­πτό­η­τος ἐ­νώ­πιον τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος καί νά τόν ἐ­λέγ­χει, δι­ό­τι θυ­σιά­ζει στά εἴ­δω­λα, ὅ­ταν εἶ­δε τόν Γε­ώρ­γιο καί τούς ἄλ­λους Μάρ­τυ­ρες πού ἦταν μα­ζί του νά εἶ­ναι ἄ­καμ­πτοι καί ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τοι, ὅ­ταν πα­ρα­τή­ρη­σε πολ­λούς ἄλ­λους γύ­ρω της εἰ­δω­λο­λά­τρες νά θαυ­μά­ζουν, νά συγ­κι­νοῦν­ται καί νά πι­στεύ­ουν στόν Χρι­στό καί νά ὁ­μο­λο­γοῦν τήν πί­στη τους, αἰ­σθάν­θη­κε μέ­σα της νά γι­γαν­τώ­νε­ται ἡ πί­στη της καί γε­μά­τη ἀ­πό τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, ἐ­νώ­πιον ὅ­λων καί τοῦ συ­ζύ­γου της, ὁ­μο­λό­γη­σε τόν Χρι­στό ὡς Κύ­ριο καί Θε­ό της.

Ὁ αὐ­το­κρά­τωρ, ἔ­τσι ὅ­πως τήν γνώ­ρι­ζε εὐ­αί­σθη­τη καί συμ­πονετική, νό­μι­σε ἀρ­χι­κά ὅ­τι ἡ Ἀ­λε­ξάν­δρα αἰ­σθάν­θη­κε οἶ­κτο πρός τούς Χρι­στια­νούς καί τῆς ἔ­δω­σε ἐν­το­λή νά ἀ­πο­χω­ρή­σει ἀ­πό τόν τό­πο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Ἀλ­λά τό­τε μέ στα­θε­ρή φω­νή ἡ βα­σί­λισ­σα ὁ­μο­λό­γη­σε ἐ­νώ­πιον ὅ­λων τήν ἀλ­λα­γή της καί τήν πί­στη της, ἡ ὁ­ποί­α, εἶ­πε, ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­με­τά­κλη­τη. Φά­νη­κε τό­τε ὅ­λη ἡ ὠ­μό­τη­τα τοῦ σκλη­ροῦ συ­ζύ­γου τῆς αὐ­το­κρά­το­ρος, πού ἔ­δω­σε ἐν­το­λή νά φυ­λα­κι­σθεῖ κι αὐ­τή μα­ζί μέ τόν Γε­ώρ­γιο, ὥ­στε μέ τήν πρώ­τη του δι­α­τα­γή νά φο­νευ­θοῦν καί οἱ δυ­ό μέ ἀ­πο­κε­φα­λι­σμό. Ἀλ­λά δέν πτο­ή­θη­κε ἡ βα­σί­λισ­σα ἀ­πό τή φυ­λα­κή καί τίς ἀ­πει­λές. Μᾶλ­λον αἰ­σθα­νό­ταν τόν δι­α­καή πό­θο νά μαρ­τυ­ρή­σει κι αὐ­τή γιά τόν Χρι­στό, ὅ­πως καί οἱ ἄλ­λοι ἔν­δο­ξοι καί ἐν­θου­σι­ώ­δεις Μάρ­τυ­ρες καί ὁ Γε­ώρ­γιος. Ὅ­μως, ἡ πι­στή αὐ­τή σύ­ζυ­γος, δέν ἤ­θε­λε ὁ σύ­ζυ­γός της νά ἐ­πι­βα­ρυν­θεῖ καί μέ ἄλ­λο ἀ­πο­τρό­παι­ο ἔγ­κλη­μα, τόν φό­νο τῆς συ­ζύ­γου του. Γι’ αὐ­τό καί πα­ρε­κά­λε­σε θερ­μά τόν Κύ­ριο νά πα­ρα­λά­βει τήν ψυ­χή της στή φυ­λα­κή καί νά συγ­χω­ρή­σει τίς πολ­λές πα­ρα­λεί­ψεις της ἐ­πί πολ­λά ἔ­τη καί τήν ἐ­νο­χή της, ἐν ἀ­γνοί­ᾳ βε­βαί­ως, στά πολ­λά ἐγ­κλή­μα­τα τοῦ συ­ζύ­γου της. Καί ὁ Θε­ός ἄ­κου­σε τήν προ­σευ­χή της καί ἀ­πό τή φυ­λα­κή τήν πα­ρέ­λα­βε στήν Βα­σι­λεί­α του ὡς Μάρ­τυ­ρα.

Καί μέ τόν μαρ­τυ­ρι­κό αὐ­τό θά­να­το τῆς συ­ζύ­γου του ὁ Δι­ο­κλη­τια­νός δέν συγ­κι­νή­θη­κε. Συγ­κι­νή­θη­καν ὅ­μως οἱ τρεῖς ὑ­πη­ρέ­τες τῆς βα­σί­λισ­σας: Ἀ­πελ­λῆς, Ἰ­σα­ά­κιος καί Κο­δρά­τος. Κι ὅ­ταν ἀν­τί­κρυ­σαν τήν βα­σί­λισ­σα νε­κρή στή φυ­λα­κή, ἀ­γα­νά­κτη­σαν καί ἐ­πα­να­στά­τη­σαν ἐ­ναν­τί­ον τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος, ὁ ὁ­ποῖ­ος δέν λυ­πή­θη­κε οὔ­τε τή σύ­ζυ­γό του, ἀλ­λά στά πολ­λά του ἐγ­κλή­μα­τα πρό­σθε­σε καί τόν φό­νο τῆς Ἀ­λε­ξάν­δρας. Τόν ἔ­λεγ­ξαν μέ παρ­ρη­σί­α καί δρι­μύ­τη­τα ὡς πα­ρά­νο­μο καί θη­ρι­ώ­δη. Ἀλ­λά ἦ­ταν φυ­σι­κό. Ὁ ἀ­δί­στα­κτος Δι­ο­κλη­τια­νός ἔ­δω­σε ἐν­το­λή νά τι­μω­ρή­σουν καί τούς πι­στούς ὑ­πη­ρέ­τες τῆς βα­σί­λισ­σας. Τόν μέν Κο­δρά­το ἀ­μέ­σως ἀ­πο­κε­φά­λι­σαν. Ἐ­νῶ τόν Ἀ­πελ­λῆ καί τόν Ἰ­σα­ά­κιο, τούς φυ­λά­κι­σε μέ τήν ἐν­το­λή νά τούς ἀ­φή­σουν νη­στι­κούς γιά νά πε­θά­νουν ἀ­πό τήν πεί­να. Ἔ­τσι δυ­ό μέ­ρες πρίν ἀ­πό τήν ἑ­ορ­τή τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου τοῦ τρο­παι­ο­φό­ρου, ἑ­ορ­τά­ζου­με τήν μνή­μη «Ἀ­λε­ξάν­δρας τῆς βα­σι­λίσ­σης καί τῶν θε­ρα­πόν­των αὐ­τῆς Ἀ­πελ­λοῦ, Ἰ­σα­α­κί­ου καί Κο­δρά­του».

Τέ­τοι­ες κα­τα­κτή­σεις γνω­ρί­ζει νά κά­νει ὁ Ἀ­να­στάς Κύ­ριος. Ἐ­κεῖ πού ἄλ­λοι δι­ῶ­κτες μα­νι­α­σμέ­νοι ἐ­πι­χει­ροῦν μέ κά­θε τρό­πο νά ἐ­ξα­φα­νί­σουν τήν πί­στη καί τούς πι­στούς, ὁ Χρι­στός ἐ­πι­δρᾶ ἀ­ο­ρά­τως καί θαυ­μα­τουρ­γι­κῶς καί κά­νει κα­τα­κτή­σεις ἐκ­πλη­κτι­κές. Γιά νά φα­νεῖ ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες ἡ δύ­να­μή του, ἡ ἀ­κα­τά­λυ­τη δύ­να­μη τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ἅγιος Μαξιμιανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Θεοδοσίου Β´ τοῦ μικροῦ (408-450) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν παλιὰ Ῥώμη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔλαμψε μὲ τὴν ἀρετή του καὶ τὴν αὐστηρότητα τῆς ζωῆς του, καθὼς μάλιστα ἦταν εὐφυὴς καὶ πολυμαθής, χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σισίνιο (426-427) Πρεσβύτερος. Ὅταν πέθανε ὁ Σισίνιος, τὸν διαδέχτηκε ὁ αἱρετικὸς Νεστόριος (428-431), κατὰ τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τοῦ ὁποίου ἀντέδρασε ἔντονα ὁ ἅγιος Μαξιμιανός. Ἀφοῦ τελικὰ ἐξορίστηκε ὁ Νεστόριος, στὸ θρόνο ἀνῆλθε ὁ ἅγιος Μαξιμιανὸς μὲ τὴν ψῆφο βασιλιὰ καὶ λαοῦ. Ἐπὶ τῆς Πατριαρχίας του στὴν Ἐκκλησία ἐπικράτησε εἰρήνη, χωρὶς σκάνδαλα καὶ αἱρετικὲς ταραχές. Ἔτσι λοιπὸν καλὰ ἀφοῦ ποίμανε τὸ ποίμνιό του γιὰ δυὸ χρόνια καὶ πέντε μῆνες (431-434), ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ἡ Σύναξή του τελεῖται στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους.

Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης

Ἀπαρνήθηκε τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις καὶ ἐκάρη μοναχός. Πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀφοῦ προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους, κατέληξε στὸ Ὄρος Σινᾶ. Ἐκεῖ βρῆκε ἀσκητὲς μοναχοὺς καὶ ἔμεινε κοντά τους σὰν ὑποτακτικὸς καὶ ὑπηρέτης τους. Ἐπειδὴ εἶχε πολλή ταπεινοφροσύνη, πῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν δωρεὰ τῆς γνώσης καὶ πολλῆς σοφίας, μὲ τὴν ὁποία συνέγραψε βίους Ἁγίων Πατέρων καὶ συνέθεσε ψυχωφελεῖς λόγους. Ἀφοῦ ἔφτασε σὲ βαθιὰ γεράματα, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.