Ἀπόστολος: ἡμέρας, Τετ. γ΄ ἑβδ. Πράξεων (Πραξ. η΄ 18-25)
18 ἰδὼν δὲ ὁ Σίμων ὅτι διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων δίδοται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, προσήνεγκεν αὐτοῖς χρήματα 19 λέγων· δότε κἀμοὶ τὴν ἐξουσίαν ταύτην, ἵνα ᾧ ἐὰν ἐπιθῶ τὰς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα Ἅγιον. 20 Πέτρος δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· τὸ ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπώλειαν, ὅτι τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ ἐνόμισας διὰ χρημάτων κτᾶσθαι. 21 οὐκ ἔστι σοι μερὶς οὐδὲ κλῆρος ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ· ἡ γὰρ καρδία σου οὐκ ἔστιν εὐθεῖα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 22 μετανόησον οὖν ἀπὸ τῆς κακίας σου ταύτης, καὶ δεήθητι τοῦ Θεοῦ εἰ ἄρα ἀφεθήσεταί σοι ἡ ἐπίνοια τῆς καρδίας σου· 23 εἰς γὰρ χολὴν πικρίας καὶ σύνδεσμον ἀδικίας ὁρῶ σε ὄντα. 24 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπε· δεήθητε ὑμεῖς ὑπὲρ ἐμοῦ πρὸς τὸν Θεὸν ὅπως μηδὲν ἐπέλθῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ὧν εἰρήκατε. 25 Οἱ μὲν οὖν διαμαρτυράμενοι καὶ λαλήσαντες τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, πολλάς τε κώμας τῶν Σαμαρειτῶν εὐηγγελίσαντο.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
18 Ὅταν ὅμως εἶδε ὁ Σίμων ὅτι μέ τό νά ἐπιθέτουν τά χέρια τους οἱ ἀπόστολοι πάνω στούς ἄλλους μεταδίδονταν καί σ’ ἐκείνους τά ὑπερφυσικά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούς πρόσφερε χρήματα 19 καί τούς εἶπε: Δῶστε καί σέ μένα τήν ἐξουσία καί τή δύναμη αὐτή, ὥστε σ’ ὅποιον βάζω ἐπάνω του τά χέρια μου νά λαμβάνει Πνεῦμα Ἅγιον. 20 Ὁ Πέτρος ὅμως τοῦ εἶπε: Νά χαθοῦν τά χρήματά σου καί σύ μαζί τους. Διότι φαντάστηκες ὅτι τό ἀνεκτίμητο αὐτό δῶρο τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά ἀποκτηθεῖ μέ χρήματα. 21 Δέν ὑπάρχει γιά σένα κανένα μερίδιο στίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τίς ὁποῖες ζητᾶς αὐτή τή στιγμή· οὔτε μικρό, πού νά προέρχεται ἀπό μοιρασιά, οὔτε μεγαλύτερο, πού νά παραχωρεῖται μέ κλῆρο. Ποτέ καί γιά κανένα λόγο δέν θά λάβεις οὔτε τό παραμικρό δικαίωμα στή μετάδοση τῶν θείων χαρισμάτων. Διότι ἡ καρδιά σου δέν εἶναι εὐθεία καί ἀνιδιοτελής ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 22 Μετανόησε λοιπόν καί ἐγκατάλειψε τελείως τήν κακία σου αὐτή· καί παρακάλεσε τόν Θεό γιά τό ἁμάρτημά σου αὐτό, τό ὁποῖο δείχνει τόσο μεγάλη διαστροφή τῶν διαθέσεών σου, ὥστε ἀμφιβάλλω ἄν θά μετανοήσεις εἰλικρινά, γιά νά σοῦ συγχωρηθεῖ αὐτό πού ἐπινόησες μέσα στήν καρδιά σου. 23 Κι ἔχω τίς ἀμφιβολίες αὐτές, διότι σέ βλέπω νά εἶσαι γεμάτος πικρόχολη κακία, ἡ ὁποία δηλητηρίασε πλήρως τήν καρδιά σου καί σέ κατέστησε ἐπικίνδυνο καί στούς ἄλλους. Κι ἀκόμη βλέπω νά εἶσαι σφιχτά δεμένος ἀπό τήν ἀδικία. 24 Τότε ὁ Σίμων, πού εἶχε τρομοκρατηθεῖ, ἀποκρίθηκε: Παρακαλέστε ἐσεῖς τόν Κύριο γιά χάρη μου, νά μή μοῦ συμβεῖ κανένα κακό ἀπ’ αὐτά πού εἴπατε. 25 Αὐτά λοιπόν ἔγιναν στή Σαμάρεια. Καί οἱ δύο ἀπόστολοι, ἀφοῦ ἐπιβεβαίωσαν καί μέ τή μετάδοση τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τή μαρτυρία τους γιά τόν Ἰησοῦ καί κήρυξαν τό λόγο τοῦ Κυρίου, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ. Κατά τή διάρκεια ὅμως τοῦ ταξιδιοῦ τους κήρυξαν τό εὐαγγέλιο σέ πολλά χωριά τῶν Σαμαρειτῶν, τά ὁποῖα συνάντησαν στό δρόμο τους.