Πῆρε τὴ μεγάλη του σάλπιγγα κι ἀπὸ τοὺς ψηλοὺς καστρόπυργους τοῦ δοξασμένου Μοναστηριοῦ του ὁ ἀδάμαστος Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Δοχειαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος βρόντηξε πρὸς κάθε κατεύθυνση· ἀριστερὰ καὶ δεξιά, μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἀκοῦμε τὸν φλογερό του λόγο ἀσχολίαστο:
«Τὸ μεγάλο μου ἐρώτημα
Αὐτὲς τὶς μέρες ψάχνω καὶ ἐρωτῶ σὲ ποιὸν ναὸ θὰ παρίσταται ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἐπίσκοπος Μεδιολάνων. Νὰ ἰδῶ τὴν ἱερὰ αὐτὴ κεφαλὴ νὰ ἀναφωνῆ ἀπὸ τοῦ Βήματος τὴν θύρα: “Μὴ προχωρήσης, Θεοδόσιε· τὰ χέρια σου στάζουν αἷμα, εἶσαι ἀνάξιος τῶν θείων Μυστηρίων”. Νὰ τὸν ἰδῶ νὰ μὴν ἐπιτρέπη στοὺς ἄπιστους ἄρχοντες κάθε μερίδας καὶ παρατάξεως νὰ συνοδεύσουν τὸν Ἐπιτάφιο, νὰ παραστοῦν οἱ σταυρωτὲς τοῦ Χριστοῦ στὸν ὑπνοῦντα Βασιλέα. Ποιὸς δεσπότης θὰ τοὺς ἀπομακρύνη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐκφορά; Ποιὸς δεσπότης θὰ στερήση ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως; Μὲ τὰ ἔργα τους καὶ μὲ τὸ στόμα τους ἔδειξαν ὅτι εἶναι ἄπιστοι καὶ παρίστανται στὶς ἐκκλησιαστικὲς τελετὲς μόνον νὰ θολώσουν τὰ νερὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα. Δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ πίνουμε θολὸ νερό. Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία ὁ κλεισμὸς τοῦ Μεσολογγίου. Δὲν μπορεῖ ὁ ἀνύμφευτος πρωθυπουργὸς μὲ τὰ ἀβάπτιστα παιδιά του οὔτε τὰ κράσπεδα τῆς Ἐκκλησίας νὰ προσεγγίζη. Δὲν μποροῦνε αὐτοὶ ποὺ θέσπισαν συμβίωση ποὺ προσβάλλει τὸν Δημιουργό, νὰ εἰσέρχωνται στὴν Ἐκκλησία ποὺ διαβάζει στὴν Γένεση: “Ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν ὁ Θεός”. Στὴν Ἐκκλησία δὲν λατρεύεται ὁ Ὀνοήλ, ἀλλὰ ὁ ἀναστημένος Χριστός. Ὅλες οἱ ἀποχρώσεις τῶν κομμάτων ὑπέγραψαν αὐτὸν τὸν ἐπικατάρατο νόμο, γιὰ νὰ ἐπαυξηθῆ τὸ γένος τῆς θηλυδρίας. Νόμο ποὺ δὲν θέσπισαν οὔτε οἱ ἄθεοι στὴν Σοβιετικὴ Ἕνωση, τὸν θέσπισαν οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες καὶ εἶναι πλέον θεσμός, κατὰ τὴν πολιτεία τῶν ἀντιχρίστων, ἡ ὁμοφυλοφιλία. Ἐνέπαιξαν τὸν Χριστό, ἐλόγχευσαν τὸν Χριστό, ποδοπάτησαν τὴν εἰκόνα Του καὶ τώρα θὰ παρασταθοῦνε τὴν νύχτα τῆς Ἀναστάσεως ὅτι τάχατες πιστεύουν στὴν Ἀνάσταση;
Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, οὔτε ὁ καλημερισμὸς δὲν τοὺς πρέπει. Δὲν διάβασα στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι οἱ σταυρωτὲς τοῦ Χριστοῦ παραστάθηκαν στὴν ταφή Του. Εἶχαν κάποια εὐαισθησία μέσα τους.
Δέξου, Κύριε, καὶ εἰσάκουσε τὴν προσευχή μου. Ὅποιον δὲν πιστεύει στὸν σταυρό Σου, στὴν ταφή Σου καὶ στὴν ἀνάσταση, ἐξολόθρευσον ἕως ἑβδόμης γενεᾶς. Λυπήσου μας ἐπιτέλους καὶ ἐξαπόστειλε σ᾽ αὐτὴν τὴν χώρα βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες νὰ προσκυνοῦν ἀληθινὰ τὰ ἄχραντα πάθη Σου. Ἔχουν ὑπογράψει τόσα ἀντίχριστα διατάγματα, ποὺ ταπεινώνουν τὸ Γένος μας καὶ ἐξουθενώνουν τὴν πίστη τῶν πατέρων μας.
Βρέ, ὅπου καὶ νὰ περπατᾶτε, τὸν σταυρὸ θὰ ἰδῆτε νὰ ὑψώνεται· στὰ βουνά, στὰ ἀκρογιάλια, στὶς πεδιάδες. Δὲν θὰ τὸν ἀπαλείψετε! Θά ᾽ρθη καιρὸς ποὺ θὰ ἀπαλειφθῆτε, θὰ λιχνισθῆτε. Δὲν πειράζει· ἂς μείνη λίγο σιτάρι κάτω, ἀλλὰ τὸ ἄχυρο πρέπει νὰ φύγη καὶ νὰ κατακαῆ. Δὲν θέλουμε ἄρχοντες ἀχυρένιους. Τὸν Ἰούδα κάνουν ἀχυρένιο σὲ πολλὰ μέρη τοῦ ἁγίου τόπου μας καὶ τὸν καῖνε μὲ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη».
Ἄχου, λαέ, ἂν ἄφηνες ἐλεύθερες τὶς λεπτὲς χορδὲς τῆς καρδιᾶς σου, τὶς ἑλληνικὲς Ὀρθόδοξες χορδὲς νὰ παίξουν, πόσους Ἰοῦδες θά ᾽καιγες τὴν νύχτα αὐτὴ τῆς θείας Ἀναστάσεως. Ὁ Ἰούδας κρεμάστηκε ἀφ᾽ ἑαυτοῦ του κι ἐμεῖς τὸν κάψαμε τὸν Ἰούδα. Κάψτε, μὴ φοβᾶστε. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν τέφρα θὰ φυτρώση ὁ πιστὸς κρατῶν, ποὺ θὰ σταυροσημειοῦται καὶ θὰ λέη: “Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ θὰ ἀναστηθῆ καὶ ἡ Ἑλλάδα. Θὰ ἐξακολουθήση νὰ εἶναι ὁ φωτοσημαντήρας τῆς γῆς. Μὴν ὑποστέλλετε τὸν ζῆλο σας. Ἀνάστα, ὁ Θεός· ἀναστηθῆτε κι ἐσεῖς. Κροτήσατε χεῖρας λευτεριᾶς. Ἕως πότε πλάνοι; Ἕως πότε νόθοι; Ἕως πότε συμπορευτὲς μὲ ἀνόμους καὶ παρανόμους;”».