Ἀπόστολος: Τετ. δ΄ ἑβδ. Πράξεων (Πραξ. ιδ΄ 6-18)
6 κατέφυγον [οἱ ἀπόστολοι] εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστραν καὶ Δέρβην καὶ τὴν περίχωρον, 7 κἀκεῖ ἦσαν εὐαγγελιζόμενοι. 8 Καί τις ἀνὴρ ἐν Λύστροις ἀδύνατος τοῖς ποσὶν ἐκάθητο, χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων, ὃς οὐδέποτε περιεπεπατήκει. 9 οὗτος ἤκουσε τοῦ Παύλου λαλοῦντος· ὃς ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἰδὼν ὅτι πίστιν ἔχει τοῦ σωθῆναι, 10 εἶπε μεγάλῃ τῇ φωνῇ· ἀνάστηθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου ὀρθός. καὶ ἥλατο καὶ περιεπάτει. 11 οἱ δὲ ὄχλοι ἰδόντες ὃ ἐποίησεν ὁ Παῦλος ἐπῆραν τὴν φωνὴν αὐτῶν Λυκαονιστὶ λέγοντες· οἱ θεοὶ ὁμοιωθέντες ἀνθρώποις κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς· 12 ἐκάλουν τε τὸν μὲν Βαρνάβαν Δία, τὸν δὲ Παῦλον Ἑρμῆν, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦν ὁ ἡγούμενος τοῦ λόγου. 13 ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ Διὸς τοῦ ὄντος πρὸ τῆς πόλεως αὐτῶν, ταύρους καὶ στέμματα ἐπὶ τοὺς πυλῶνας ἐνέγκας, σὺν τοῖς ὄχλοις ἤθελε θύειν. 14 ἀκούσαντες δὲ οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος, διαρρήξαντες τὰ ἱμάτια αὐτῶν εἰσεπήδησαν εἰς τὸν ὄχλον κράζοντες 15 καὶ λέγοντες· ἄνδρες, τί ταῦτα ποιεῖτε; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι, εὐαγγελιζόμενοι ὑμᾶς ἀπὸ τούτων τῶν ματαίων ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα, ὃς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς· 16 ὃς ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς εἴασε πάντα τὰ ἔθνη πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν· 17 καίτοι γε οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν, οὐρανόθεν ὑμῖν ὑετοὺς διδοὺς καὶ καιροὺς καρποφόρους, ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ὑμῶν. 18 καὶ ταῦτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῦ μὴ θύειν αὐτοῖς.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
6 Μόλις ὅμως αὐτοί [σημ: οἱ Ἀπόστολοι] τό ἀντιλήφθηκαν, κατέφυγαν στίς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστρα καί Δέρβη καί στά περίχωρά τους. 7 Κι ἐκεῖ συνέχισαν νά κηρύττουν τό εὐαγγέλιο. 8 Στά Λύστρα ὑπῆρχε κάποιος ἄνθρωπος πού εἶχε παράλυτα πόδια, διότι ἦταν χωλός ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του καί δέν εἶχε περπατήσει ποτέ στή ζωή του. Αὐτός καθόταν 9 κι ἄκουγε μέ προσοχή καί ἐνδιαφέρον τόν Παῦλο, ὅταν κήρυττε. Κι ὁ Παῦλος κάποια στιγμή τόν παρατήρησε προσεκτικά καί εἶδε ὅτι εἶχε τήν πίστη πού χρειαζόταν γιά νά γίνει τό θαῦμα τῆς θεραπείας του. 10 Γι’ αὐτό τοῦ εἶπε μέ δυνατή φωνή: Σήκω ὄρθιος στά πόδια σου. Κι ἐκεῖνος πήδησε πάνω κι ἄρχισε νά περπατᾶ. 11 Καθώς ὅμως τά πλήθη τοῦ λαοῦ εἶδαν αὐτό πού ἔκανε ὁ Παῦλος, ἄρχισαν νά φωνάζουν δυνατά καί νά λένε στή λυκαονική γλώσσα: Οἱ θεοί πῆραν ἀνθρώπινη μορφή καί κατέβηκαν σέ μᾶς. 12 Καί ὀνόμαζαν τόν Βαρνάβα Δία, ἐπειδή ἦταν πιό ἡλικιωμένος καί ἐπιβλητικός· καί τόν Παῦλο τόν ὀνόμαζαν Ἑρμῆ, διότι αὐτός ἦταν ὁ ἀρχηγός τοῦ λόγου καί μιλοῦσε περισσότερο καί μέ μεγαλύτερη εὐχέρεια. 13 Στό μεταξύ καί ὁ ἱερεύς τοῦ Δία, τοῦ ὁποίου ὁ ναός ἦταν ἔξω ἀπό τήν πόλη τῶν Λύστρων, ἄρχισε νά φέρνει δίπλα στό ναό, ὅπου βρίσκονταν οἱ πόρτες τοῦ τείχους τῆς πόλεως, ταύρους καί στεφάνια, μέ τά ὁποῖα θά στεφάνωνε τά ζῶα πού θά θυσιάζονταν. Καί ἤθελε μαζί μέ τό πλῆθος τοῦ λαοῦ νά προσφέρει θυσία γιά τή λατρεία τῶν δύο ἀποστόλων. 14 Ὅταν ὅμως τά ἄκουσαν αὐτά οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καί Παῦλος καί κατάλαβαν τί ἤθελαν νά κάνουν, ξέσχισαν τά ροῦχα τους γιά νά ἐκδηλώσουν τήν ἀγανάκτηση καί τήν ἀποστροφή τους ἀπέναντι στήν εἰδωλολατρική αὐτή πράξη καί τήν ἀσεβή θεοποίηση πού ἤθελαν νά τούς κάνουν οἱ κάτοικοι τῶν Λύστρων. Καί πήδησαν μέσα στό πλῆθος τοῦ λαοῦ φωνάζοντας 15 καί λέγοντας: Ἄνθρωποι, τί εἶναι αὐτά πού κάνετε; Κι ἐμεῖς ἄνθρωποι εἴμαστε, μέ τήν ἴδια ἀσθενική καί θνητή φύση πού ἔχετε κι ἐσεῖς. Καί σᾶς κηρύττουμε νά ἀφήσετε τά μάταια αὐτά πού σχεδιάζετε νά κάνετε θυσιάζοντας σέ θεούς ψεύτικους καί ἀνύπαρκτους· καί νά ἐπιστρέψετε στόν ἀληθινό Θεό, πού δέν εἶναι νεκρός σάν τά εἴδωλα, ἀλλά εἶναι Θεός ζωντανός. Αὐτός δημιούργησε τόν οὐρανό καί τή γῆ καί τή θάλασσα καί ὅλα ὅσα ὑπάρχουν μέσα σ’ αὐτά. 16 Αὐτός ὁ Θεός στίς περασμένες γενιές ἐγκατέλειψε ὅλους τούς ἐθνικούς νά ζοῦν καί νά συμπεριφέρονται σύμφωνα μέ τίς ἁμαρτωλές συνήθειές τους καί τά εἰδωλολατρικά φρονήματά τους. 17 Κι ἐκεῖνοι ἀγνοοῦσαν τόν ἀληθινό Θεό καί ζοῦσαν μέ τρόπο εἰδωλολατρικό μακριά ἀπ’ αὐτόν, παρόλο πού ὁ Θεός δέν ἄφησε ἄγνωστο καί χωρίς μαρτυρία τόν ἑαυτό του. Ἐξακολουθοῦσε καί τότε νά σᾶς εὐεργετεῖ καί νά σᾶς δίνει ἀπό τόν οὐρανό βροχές καί ἐποχές καρποφορίας, γιά νά γίνονται καί νά ὡριμάζουν οἱ καρποί· καί σᾶς γέμιζε ἄφθονα μέ τροφή καί εὐφροσύνη τίς καρδιές σας. 18 Καί μ’ αὐτά πού ἔλεγαν οἱ ἀπόστολοι, μόλις καί μετά βίας μπόρεσαν νά σταματήσουν τούς ὄχλους, ὥστε νά μήν προσφέρουν θυσία σ’ αὐτούς.