Σήμερα 3/5 εορτάζουν:
- Άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα
- Άγιος Πέτρος ο Θαυματουργός Αρχιεπίσκοπος Άργους και Ναυπλίου
- Άγιοι Διόδωρος και Ροδοπιανός ο Διάκονος
- Άγιοι Είκοσιεπτά Μάρτυρες
- Άγιος Οικουμένιος ο Θαυματουργός επίσκοπος Τρίκκης
- Ανακομιδή ιερών λειψάνων του Οσίου Λουκά του εν Στειρίω
- Αγία Ξενία η Μεγαλομάρτυρας και θαυματουργή
- Άγιος Θεοφάνης Μητροπολίτης Περιθεωρίου
- Άγιος Πάμβος «Καθολικός Γεωργίας»
- Όσιος Θεοδόσιος καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου
- Όσιοι Μιχαήλ και Αρσένιος
- Όσιος Μάμας Πατριάρχης Γεωργίας
- Άγιος Παύλος ο Μάρτυρας εκ Ρωσίας
- Άγιος Γρηγόριος Αρχιεπίσκοπος Ροστώβ, Γιαροσλάβλ και Λευκής Λίμνης
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου των Σπηλαίων εν Κιέβω
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ιβηριτίσσης στη Μόσχα
- Άγιοι Εκατόν εβδομήντα εννιά Οσιομάρτυρες οι εν τη μονή Νταού Πεντέλης μαρτυρήσαντες
- Άγιοι Χριστόδουλος και Αναστασία και οι συν αυτοίς Νεομάρτυρες
- Ανάμνηση θαύματος Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο της Κρήτης
- Σύναξη της Παναγίας Κακαβιώτισσας στην Λήμνο
- Σύναξη της Παναγίας της Τρικουκιώτισσας
- Σύναξη της Παναγίας της Ποδίθου (ή Ποδύθου) στην Κύπρο
- Σύναξη της Παναγίας της Ασίνου στην Κύπρο
- Σύναξη της Παναγίας Κουτσουριώτισσας στην Ερατεινή Φωκίδος
- Σύναξη της Παναγίας της Πορταΐτισσας στο Άγιον Όρος
- Ανάμνηση θαύματος Αρχαγγέλου Μιχαήλ και εύρεση του Τιμίου Ήλου
- Σύναξη της Παναγίας της Τσαμπίκας στην Ρόδο
- Σύναξη της Παναγίας Φοβεράς Προστασίας στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους
Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος καὶ Μαύρα
«Ἀπό βρέφους τά ἱερά γράμματα οἶδας», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Β΄ Τιμ. γ΄ 15) στόν μαθητή του, τόν ἐπίσκοπο Ἐφέσου Τιμόθεο. Ἀλλά τό ἴδιο ἀκριβῶς ἰσχύει καί διά τόν ὁμώνυμό του Ἐπίσκοπο, μάρτυρα Τιμόθεο, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στήν κωμόπολη τῶν Παναπέων τῆς Θηβαϊκῆς Αἰγύπτου.
Εὐτύχησε κι αὐτός νά ἔχει γονεῖς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀπό μικρό παιδί τοῦ μετέδωσαν τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί τήν εὐσέβεια. Κι αὐτός ἀπό τά παιδικά του χρόνια ἄνθισε ὡς ὡραιότατο κρίνο καί εὐωδίαζε μέ τίς ἀρετές του. Ὅταν ἔφθασε στήν κατάλληλη ἡλικία, συνδέθηκε μέ τό Μυστήριο τοῦ γάμου μέ τήν Μαύρα, μιά νέα σεμνή μέ ἀγάπη πολλή καί ἀφοσίωση στόν Χριστό, καί ἀποτέλεσαν τό ἅγιο αὐτό ζευγάρι, τοῦ Χριστοῦ «τήν ἔνθεον ξυνωρίδα».
Ὁ Τιμόθεος ἦταν πράγματι τύπος τῶν πιστῶν (Α΄ Τιμ. δ΄ 12). Ἀκριβῶς ἐπειδή ἦταν ὑπόδειγμα τῶν πιστῶν, οἱ πιστοί τοῦ Χριστοῦ ἔστρεφαν τήν ἰδιαίτερή τους προσοχή σ’ αὐτόν καί τόν προέτρεπαν νά δεχθεῖ νά γίνει ἱερεύς τους. Εἶχε ἄλλωστε ὅλα τά προσόντα, τά ὁποῖα χρειαζόταν ὡς ἱερεύς τοῦ Θεοῦ (Α΄ Τιμ . γ΄ 2 ἑξ.) καί τά ὁποῖα καθημερινά οἱ πιστοί τά διεπίστωναν στήν ἀναστροφή του. Ἡ σύζυγός του Μαύρα κάποια μέρα μέ συγκίνηση πολλή πληροφορεῖται τήν πρόταση τῶν Χριστιανῶν πρός τόν σύζυγό της, τήν ὁποία μετά ἀπό πολλή σκέψη καί μελέτη ὁ Τιμόθεος τήν ἔκανε ἀπόφαση. Καί ὁ Τιμόθεος γίνεται Ἱερεύς, ἔχοντας συμπαραστάτη ἔνθερμο καί βοηθό πολύτιμο τήν ἐκλεκτή σύντροφο τῆς ζωῆς του.
Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ἀφοσιώνεται πλήρως στό ἱερό ἔργο του. Μέ τά Ἱερά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς στά χέρια μελετᾶ καί διδάσκει, κηρύττει καί διαφωτίζει. Ἐπισκέπτεται τούς Χριστιανούς στά σπίτια τους, ἀκόμη καί πολλούς εἰδωλολάτρες μέ σκοπό νά τούς ὁδηγήσει στόν Χριστό. Ἀλλά ἐνῶ ὁρισμένοι ἀπ’ αὐτούς δέχονται μέ εὐγνωμοσύνη τήν ἀλήθεια, ἄλλοι, φανατικοί, ἐξαγριώνονται καί τόν καταγγέλλουν στόν ἔπαρχο Ἀρριανό, ἀδιάλλακτο ἐχθρό καί διώκτη τῶν Χριστιανῶν. Εἴκοσι ἡμερῶν ἱερεύς ἦταν ὁ Τιμόθεος, ὅταν ὁ Ἀρριανός τόν κάλεσε νά ἐμφανισθεῖ μπροστά του καί νά τοῦ παραδώσει τά βιβλία, μέ τά ὁποῖα δίδασκε.
—Τι θά λέγατε, ἔπαρχε, ἀπάντησε μέ θάρρος ὁ ἡρωικός ἱερεύς, ἐάν κάποιος στρατιώτης παρέδιδε τό τιμημένο ξίφος στόν ἐχθρό; Κι ἐγώ στρατιώτης τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ (Β΄ Τιμ. β΄ 2) ποτέ δέν θά παραδώσω τά ἱερά βιβλία μου, πού εἶναι τό ὅπλο μου, μέ τό ὁποῖο πολεμῶ καί νικῶ τόν ἐχθρό διάβολο.
Ἀπάντηση δέν ἔδωσε ὁ ἔπαρχος. Ὀργισμένος πολύ καλεῖ νά προσέλθουν ἀμέσως οἱ δήμιοι. Κι αὐτοί σύμφωνα μέ τή διαταγή του βάζουν στή φωτιά εἰδικά σιδερένια ὄργανα, τά κοκκινίζουν καί τά δένουν σφιχτά στά αὐτιά τοῦ Τιμοθέου. Δέν περιορίσθηκαν ὅμως μόνο σ’ αὐτό. Στήν κατάσταση αὐτή τόν δένουν στόν τροχό καί ὁ τροχός περιστρέφεται καί μέ τά νύχια του καταξεσχίζει τίς σάρκες τοῦ μάρτυρα. Ὁ ἱερεύς τοῦ Θεοῦ ὅμως ἀνίκητος καί ἀλύγιστος δέν ὑποχωρεῖ. Μέ τά βλέμματα ὑψωμένα στόν οὐρανό, ὅσο μπορεῖ, προσεύχεται θερμά νά τόν ἐνδυναμώσει μέχρι τέλους ὁ Κύριος. Στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου καταφθάνει ἀμέσως καί ἡ πιστή σύζυγός του. Ὅταν ὁ Ἀρριανος εἶδε τήν Μαύρα, συνέλαβε ἀμέσως νέο σχέδιο. Ζητᾶ ἀπ’ αὐτήν νά πλησίασει τόν σύζυγό της καί μέ κάθε τρόπο νά τόν πείσει νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του. Κι αὐτή μέ δακρυσμένα τά μάτια, μέ προσευχή θερμή τόν πλησιάζει πράγματι καί τόν παρακαλεῖ. Ὄχι βεβαίως νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη, ἀλλά τόν ἱκετεύει, ὡς ἱερεύς πού εἶναι, νά μείνει σταθερός στήν ὁμολογία καί τό ἱερό χρέος του. Τό μαρτύριο τοῦ συζύγου μου, λέει στή συνέχεια στόν ἔπαρχο, εἶναι καθῆκον του καί θά τό ὑποστεῖ, ὅσο σκληρό κι ἄν εἶναι. Καί δέν ἔχω ἀντίρρηση νά τόν ἀκολουθήσω κι ἐγώ σ’ αὐτό.
Ὁ Ἀρριανός εἶναι πλέον ἐκτός ἑαυτοῦ. Διατάζει νά βασανίσουν καί τήν Μαύρα κοντά στόν Τιμόθεο. Γιά νά τήν ἐξευτελίσουν τῆς κόβουν τά μαλλιά καί στή συνέχεια τά δάκτυλα τῶν χεριῶν της, τά ὁποῖα μέ τόση δεξιοτεχνία ἐπί τόσα χρόνια ὑπηρετοῦσαν τούς φτωχούς καί τούς ἀρρώστους. Ἀλλά δέν τελειώνει ἐδῶ τό μαρτύριο. Σ’ ἕνα καζάνι βράζουν νερό καί τήν ρίχνουν μέσα σ’ αὐτό, γιά νά τήν κάψουν. Ἀλλά ὁ Θεός τήν διασώζει θαυματουργικά ὅπως κάποτε τούς τρεῖς παίδας στό καμίνι τῆς φωτιᾶς.
Ὁ Ἀρριανός δέν ἀντέχει ἄλλο πιά. Πρέπει τό μαρτύριο νά κορυφωθεῖ καί οἱ δυό ἀσεβεῖς νά πεθάνουν. Διατάζει λοιπόν σταυρώση. Οἱ δήμιοι δέν ἀργοῦν. Φέρνουν γρήγορα μπροστά τούς τά ξύλα καί τά ἀπαραίτητα γιά τόν σταυρό καί τή σταύρωση. Ὁ Τιμόθεος καί ἡ Μαῦρα, ἄν καί εἶναι ἐξαντλημένοι ἀπό τά ἀλλεπάλληλα βασανιστήρια, ὅταν ἀντιλαμβάνονται, ὅτι θά πεθάνουν ὅπως καί ὁ Κύριός τους Ἰησοῦς πάνω στό Σταυρό, σκιρτοῦν ἀπό χαρά. Σκύβουν μέ εὐλάβεια, ἀγκαλιάζονται καί ἀσπάζονται καί οἱ δυό τά ξύλα τοῦ σταυροῦ· κι ἔπειτα παραδίδονται στή σταύρωση. Δυό σταυροί ὁ ἕνας ἀπέναντι ἀπό τόν ἄλλο ὑψώνονται σέ λίγο καί πάνω σ’ αὐτούς κρέμονται τά σώματα τῶν δυό ἁγίων συζύγων. Ἡμέρες ὁλόκληρες μένουν κρεμασμένοι στό σταυρό. Ὁ Σατανάς καί οἱ ἀνθρωποί του τούς προκαλοῦν νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη, γιά νά σωθοῦν. Κι αὐτοί μέ προσευχές, μέ γραφικά χωρία, μέ ἐνισχυτικά λόγια τονώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον νά μείνουν πιστοί μέχρι τέλους. Ἄγγελοι πετοῦν ἐπάνω καί γύρω ἀπό τούς σταυρούς γιά νά τούς ἐνισχύουν. Ὁ Θεός ἀπό ψηλά εὐλογεῖ καί χαριτώνει. Καί στό τέλος ὁ οὐρανός ἀνοίγει. Τό ζεῦγος τῶν συζύγων Τιμόθεος καί Μαύρα εἰσέρχονται νικητές στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
«Στρατός ἀγγέλων, χορός μακάριος τῶν προφητῶν, μαρτύρων, ἀποστόλων, ὁσίων τε τῇ ἀνόδῳ αὐτῶν ἐπεκρότησε, πάντων δέ ὁ Δεσπότης στέφει κατέστεψε νικητικῷ».
«Ὤ συζυγία ἁγία! ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ συνεδέθησαν, διά τόν Χριστόν ἔζησαν καί εἰργάσθησαν, χάριν τοῦ Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ ἀπέθανον. Παντοτεινόν ὑπόδειγμα ἄριστον χριστιανικῆς συζυγίας…».
Κάθισμα τῶν Ἁγίων. Ἦχος α΄·.
Τιμήσαντες Θεόν ἀπημαύρωσαν πλάνην, Τιμόθεος σαφῶς καί ἡ ἔνδοξος Μαύρα
καί πᾶσαν ὑπομείναντες οἱ πανένδοξοι βάσανον, ἐλαμπρύνθησαν ὑπέρ ἀκτίνας ἡλίου
καί γεγόνασι συλλειτουργοί τῶν Ἀγγέλων, οὗς πίστει δοξάσωμεν.
Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων. Ἦχος δ΄.
Τιμόθεον σήμερον σύν τῇ συνάθλῳ πιστοί, συζύγῳ τιμήσωμεν Μαύρᾳ τῇ νύμφῃ Χριστοί,
τήν τούτων γεραίροντες εὐτολμον καρτερίαν. Οὗτοι γάρ σταυρωθέντες ἴχνεσι τοῦ σφαγέντος
ἠκολούθησαν πόθῳ καί πάντων τάς ἁμαρτίας Σταυρῷ προσηλώσαντος.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Οἱ Ἅγιοι Διόδωρος καὶ Ῥοδοπιανὸς ὁ Διάκονος
Ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ (302) καὶ γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ ὑπέμειναν πολλὲς βρισιὲς καὶ μαστιγώσεις ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες τῆς πόλης Ἀφροδισίας της Καρίας (χώρα τῆς Μ. Ἀσίας, ποὺ καταλάμβανε τὴν νοτιοδυτικὴ γωνία της, ἀπέναντι τοῦ χώρου μεταξὺ τῶν νησιῶν Σάμου καὶ Ῥόδου). Τελικὰ λιθοβολήθηκαν ἀπὸ τοὺς ἴδιους καὶ ἔτσι παρέδωσαν τὴν ψυχή τους στὸν στεφανοδότη Θεό.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Θαυματουργός, Ἀρχιεπίσκοπος Ἄργους καὶ Ναυπλίου
1) Ἀσκητής καί Διδάσκαλος.
Ἡ Ἑλλάδα εἶναι χώρα Ἁγίων. Διότι κάθε πόλη της καί τόπος ἔχει νά παρουσίασει ἕνα τουλάχιστον Ἅγιο, Ἱεράρχη ἤ ὅσιο, ἀσκητή ἤ Μάρτυρα, ἄνδρα ἤ γυναίκα, πού ἔδρασε καί ἁγίασε καί ἄφησε ἀνεξίτηλα τά ἴχνη τῆς ἀγαθῆς διαβάσεώς του. Καί ἡ Ἀργολίδα προβάλλει μεταξύ τῶν ἄλλων ἁγίων καί ὁσίων της τή μεγάλη ἐκείνη μορφή, τόν ἅγιο Πέτρο, ἀρχιεπίσκοπο Ἄργους καί Ναυπλίου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τό σέμνωμα καί τό καύχημα τῆς περιοχῆς.
Στήν Κωνσταντινούπολη εἶδε τό φῶς τοῦ ἡλίου ὁ ἁγιος Πέτρος τό ἔτος 850. Ὅλη ἡ οἰκογένειά του ἦταν εὐσεβής μέ ζωή ἀρετῆς καί ἁγιότητος καί μέ ἰδιαίτερη κλήση πρός τή μοναχική ζωή. Γι’ αὐτό οἱ γονεῖς μέ κοινή συμφωνία καί τά τέκνα (Παῦλος, Διονύσιος, Πλάτων καί Πέτρος) ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου ἀποσύρθηκαν στά ἐρημητήρια πού ὑπῆρχαν γύρω ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί ἀφοσιώθησαν στήν προσευχή καί τήν ἄσκηση.
Ἀπό τή νεαρή του ἡλικία πρόσεξε ὁ Πέτρος καί τή μόρφωση τῆς διανοίας, ὥστε μέ τή φιλοσοφική καί θεολογική μόρφωση, πού πῆρε, νά ὑπηρετήσει στό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά κυρίως στράφηκε στή μόρφωση τῆς εὐσεβείας. Καί παρουσίαζε πράγματι ἀπό τή νεότητά του ἦθος ἐξαίρετο, ἀρετή καί ἁγιότητα θαυμαστή, μέ συνδυασμό βαθείας ταπεινοφροσύνης, ἡ ὁποία τόν ἔκανε νά μή ἐπαίρεται ποτέ γιά τά πολλά του ἠθικά καί διανοητικά προσόντα, ἀλλά νά προσπαθεῖ εἰλικρινῶς νά εὐαρεστεῖ γι’ αὐτά στόν Θεό.
Ὁ Πατριάρχης Νικόλαος ὁ Μυστικός γνώρισε τόν μοναχό καί ἀσκητή Πέτρο καί ἑλκύσθηκε ἀπό τήν ὁσία μορφή του. Στό πρόσωπό του εἶδε τά προσόντα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα πρέπει νά κοσμοῦν ἕναν ἀληθινό ἐργάτη τοῦ Χριστοῦ, ἕνα ἀνώτερο στέλεχος τῆς Ἐκκλησίας. Κι ἐπειδή ὁ Πατριάρχης ἀναζητοῦσε τέτοιους ἐκλεκτούς συνεργάτες, τοῦ πρότεινε νά τόν χειροτονήσει ἐπίσκοπο. Ἀλλά ὁ Πέτρος σεμνός καί ταπεινός ἀποφεύγει τά ἀξιώματα. Ποθεῖ νά ὑπηρετήσει τόν Θεό ἀφανῶς καί ἀθορύβως καί ὄχι μέ τό ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου, τό ὁποῖο φέρει πολλές καί βαρειές εὐθύνες. Θυμᾶται τί ζητᾶ ὁ Θεός ἀπό τούς ποιμένες τῶν λογικῶν προβάτων καί μέ ποιούς λόγους ἀπειλεῖ τούς κακούς ποιμένες (Ἰεζ. λδ΄) καί φοβᾶται. Κι ὅταν ὁ Πατριάρχης τοῦ ἐπαναλαμβάνει τήν πρόταση καί ζητᾶ νά τόν καταστήσει ἀρχιερέα στή χηρεύουσα Μητρόπολη Κορίνθου, ἀρνεῖται σταθερά καί ὁ Πατριάρχης χειροτονεῖ ἀντί γι’ αὐτόν τόν ἀδελφό του Παύλο.
Μέ τό φόβο ὅμως, ὅτι καί πάλι ὁ Νικόλαος θά ἐπανέλθει στήν ἀπαίτησή του, φεύγει ὁ Πέτρος ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί ἐγκαθίσταται σ’ ἕνα ἀπομακρυσμένο ἐρημητήριο τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Κορίνθου. Ἐκεῖ συνεχίζει τίς μοναστικές ἀσκήσεις του, τίς προσευχές καί τή μελέτη. Τό φῶς ὅμως καί τό ἄρωμα, ὅπου κι ἄν τοποθετηθουν, θά γίνουν, γρήγορα ἀντιληπτά. Κι ὁ Πέτρος στό νέο του ἀσκητήριο μέ τό ἄρωμα τῆς ἀρετῆς του καί τό φῶς τῆς ἁγίας του ζωῆς δέν ἀργεῖ νά γίνει ἀντιληπτός καί νά ἑλκύσει τήν προσοχή καί τό ἐνδιαφέρον τῶν Χριστιανῶν. Καί σπεύδουν τότε οἱ πιστοί νά φωτισθοῦν κοντά του, νά τόν συμβουλευθοῦν, νά ἀκούσουν τή διδασκαλία του, νά πάρουν δυνάμεις γιά τόν ἀγώνα τῆς ζωῆς. Ἀλλά καί ὁ Πέτρος δέν ἀπομονώθηκε πλήρως στό ἀσκητήριό του. Γνώστης τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, αἰσθανόταν ὑποχρέωσή του νά διδάξει τό θεῖο θέλημα καί νά φωτίσει τούς Χριστιανούς. Ἀρχίζει λοιπόν τίς περιοδεῖες του στά γύρω χωρία καί τίς γύρω περιοχές καί μέ ζῆλο πολύ κηρύττει καί διδάσκει, χωρίς νά ὑπολογίζει ποτέ τόν κόπο καί τήν ταλαιπωρία. Φθάνει μέχρι τήν Ἀργολίδα, τήν ὁποία ἐπισκέπτεται πολλές φορές καί τῆς ὁποίας οἱ κάτοικοι ἰδιαιτέρως τόν ἀγάπησαν καί τόν τίμησαν.
Ὅλα ὅμως αὐτά δέν ἦταν παρά ἑτοιμασία καί ἀρχή τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ σοφοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Πέτρος χωρίς νά τό ἀντιλαμβάνεται συνεργεῖ στή θεία βουλή. Διότι ἀπό τήν ἐποχή πού τόν γνώρισαν οἱ Ἀργολεῖς, εἶδαν στό πρόσωπό του τόν καλό καί στοργικό ποιμένα τῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ. Κι ὅταν ὁ δικός τους ἐπίσκοπος πέθανε, ἔσπευσαν σ’ αὐτόν, νά τόν ἀναζητήσουν ὡς ἀρχιερέα τους. Ἐκεῖνος ἀρνεῖται κι αὐτοί ἐπιμένουν. Τόν ἀκολουθοῦν στίς περιοδεῖες του καί τοῦ ἐπαναλαμβάνουν τήν ἐπίμονη ἱερή τους ἀπαίτηση. Ἐπικαλοῦνται γιά βοήθεια τόν ἀδελφό του, ἐπίσκοπο Κορίνθου Παῦλο, καί τόν Πατριάρχη Νικόλαο, γιά νά τόν πείσουν. Κι ἐπειδή ὁ ἄξιος κληρικός καί πάλι ἀρνεῖται, τόν ἐκβιάζουν. Ἀπειλοῦν, ὅτι θά ἀφήνουν στό ἑξῆς τούς νεκρούς τους χωρίς νά τούς θάβουν, ἕως ὅτου δεχθεῖ νά ἐκπληρώσει τό αἴτημά τους νά γίνει ἐπίσκοπός της περιοχῆς τους.
Στήν τελευταία αὐτή ἀπειλή ἀναγνωρίζει ὁ Πέτρος τήν κλήση τοῦ Θεοῦ. Ἐάν συνεχίσει νά ἀρνεῖται, θά εἶναι ἀπειθής στό θεῖο θέλημα, τό ὁποῖο τόσο πολύ εὐλαβεῖται. Πείθεται λοιπόν καί δέχεται καί χειροτονεῖται ἐπίσκοπος Ἀργολίδος. Κλῆρος καί λαός τόν ὑποδέχεται μέ ἐνθουσιασμό καί συγκίνηση. Ὅλοι πανηγυρίζουν καί δοξάζουν τόν Θεό γιά τό δῶρο πού τούς χάρισε.
Ἔτσι εἶναι! Ἄνθρωποι πραγματικῆς ἀξίας, ἄνθρωποι μέ τόν θησαυρό τῆς ἀρετῆς καί τῆς εὐσέβειας γίνονται περιζήτητοι. Γίνονται ἀντικείμενο ἀγάπης καί τιμῆς, ἀλλά καί ὠφέλιμοι στό περιβάλλον τους. Ἀπό τέτοιους ἀνθρώπους ἔχει καί σήμερα ἀνάγκη ἡ κοινωνία μας γιά ὅλες τίς θέσεις καί τά ἀξιώματα.
2) Τήν ψυχή ὑπέρ τῶν προβάτων.
Τό ὑψηλό ἐπισκοπικό ἀξίωμα, στό ὁποῖο ἀνῆλθε ὁ Πέτρος, ἀπέδειξε ἀκόμη περισσότερο ποιός θησαυρός κρυβόταν στήν ψυχή τοῦ ἁγίου ἐκείνου ἀνδρός. Ἡ ἐπισκοπική του διακονία ἔλαμψε ὡς διακονία ἱεραποστολῆς καί φιλανθρωπίας καί ἐπισφραγιζόταν μέ τό λαμπρό καί ἀκτινοβόλο παράδειγμά του.
Ποιμένα τῶν ψυχῶν τόν κατέστησε ὁ Θεός καί ὡς τέτοιος ἔπρεπε πρῶτα ἀπό ὅλα νά προσέξει τήν ψυχή τῶν Χριστιανῶν, ἡ ὁποία ἔχει ἀξία μεγαλύτερη ἀπ΄ ὅλο τόν κόσμο. Γι’ αὐτήν ἄλλωστε σαρκώθηκε καί σταυρώθηκε ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Μέ συναίσθηση λοιπόν τῆς ἱερῆς του ἀποστολῆς, μέ θεῖο ζῆλο, μέ γνώση πλήρη τῶν ἀληθειῶν τοῦ Χριστοῦ κήρυττε συνεχῶς, δίδασκε σέ πολλούς καί λίγους καί στόν καθένα ξεχωριστά.
Καί ἦταν ρήτορας ἐξαίρετος ὁ ἐπίσκοπος μέ δύναμη καί πλοκή λόγου καί πνευματικότητα βαθειά. Ἔτρεφε καί πότιζε τίς ψυχές τῶν Χριστιανῶν καί εὐφραινόταν νά τούς βλέπει προοδευμένους καί ἐνάρετους. Τί καί ἄν ὁ κόπος ἦταν πολύς; Τί καί ἄν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι τόν ἀγαποῦσαν, τόν συμβούλευαν νά μήν κουράζεται τόσο πολύ στό κήρυγμα καί τίς περιοδεῖες; Αὐτός τούς ὑπενθύμιζε ὅτι ἦταν ἐπίσκοπος καί ὡς ἐπίσκοπος εἶχε ὑποχρέωση νά διδάσκει τό λαό. Τούς πρόβαλε τόν 58ο ἀποστολικό κανόνα, ὁ ὁποῖος λέει γιά τόν ἐπίσκοπο, ὅτι «ὁ ἀμελῶν του κλήρου ἡ τοῦ λαοῦ καί μή παιδεύων αὐτούς τήν εὐσέβειαν, ἀφοριζέσθω· ἐπιμένων δέ τῇ ἀμελείᾳα καί ραθυμίᾳα, καθαιρείσθω». Τί λοιπόν θέλετε, τούς ρωτοῦσε, νά μέ καθαιρέσουν;
Παράλληλα μέ τό ἔργο τῆς διδασκαλίας, φρόντιζε ὁ Ἅγιος ἐπίσκοπος καί γιά τή φιλανθρωπία. Ἀπό τή στιγμή πού ἀνέβηκε στόν ἐπισκοπικό θρόνο, δήλωσε, ὅτι ἡ οἰκία του θά ἦταν πάντοτε ἀνοικτή γιά ὅσους εἶχαν ἀνάγκη τή συμπαράστασή του. Καί γέμιζε πράγματι καθημερινά τό ἐπισκοπεῖο ἀπό ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν συμβουλή, παρηγοριά, ἐνθάρρυνση, συμπαράσταση, ἠθική καί ὑλική ἐνίσχυση. Κι αὐτός ὡς καλός ποιμήν ἐπαρκοῦσε σέ ὅλα. Δέν δίσταζε καί τά ἀτομικά του ἀπαραίτητα εἴδη νά δίνει, ὅταν ἀντιλαμβανόταν ὅτι ὑπῆρχε πράγματι ἀνάγκη.
Πλούσιοι ἄνθρωποι τοῦ τόπου πρόσφεραν στόν ἐπίσκοπό τους κατά τίς περιοδεῖες του χρηματικά ποσά καί ἀλλά εἰδή γιά τή συντήρησή του καί τό φιλανθρωπικό ἔργο. Κι αὐτός προτοῦ ἀκόμη προλάβει νά ἐπιστρέψει στό σπίτι του, εἶχε ἤδη διανείμει στούς πτωχούς τά δικά του καί τά ξένα.
Ἦλθαν ὅμως καιροί, πού ἡ περιοχή τῆς Ἀργολίδος δοκιμάσθηκε σκληρά ἀπό λιμό καί λοιμό (πείνα καί ἀσθένεια). Καί ἐπιστράτευσε τότε ὅλες του τίς δυνάμεις ὁ καλός ἐπίσκοπος, γιά νά ὑπηρετήσει τίς εἰδικές ἀνάγκες τοῦ λαοῦ, μιμητής τῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν Χρυσοστόμου, Βασιλείου, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος καί μάλιστα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Καί ἔβρισκε τρόφιμα καί ἔδινε ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες, γιά νά διατηρηθοῦν στή ζωή οἱ Χριστιανοί του. Ἀλλά καί στή θανατηφόρο καί μεταδοτική ἀσθένεια πολύ περισσότερο μόχθησε ὁ Ἅγιος. Περιέτρεχε τήν πόλη, ἐνίσχυε καί περιποιοῦνταν τούς ἀσθενεῖς, κήδευε μέ δάκρυα καί θλίψη τούς νεκρούς.
Ἔτσι ὁ ἅγιος Πέτρος μέ ὅλη τή φροντίδα του ἔγινε γιά τό ποίμνιό του ὁ καλός ποιμήν, ὁ ὁποῖος διέθεσε τίς δυνάμεις του καί ὅλη του τή ζωή «ὑπέρ τῶν προβάτων» (Ἰω. ι΄ 11).
Τό ἔτος 922 ὁ Ἅγιος ἀσθένησε. Ἡ ἀσθένειά του ἀνησύχησε κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι μέχρι τελευταῖα στιγμή ἔσπευδαν στό κρεββάτι του νά τόν συμβουλευθοῦν ἤ νά τοῦ προσφέρουν τά δῶρα καί τίς ὑϊικές περιποιήσεις τους. Ἀλλά ἡ ἀσθένεια δέν ἄργησε νά ὁδηγήσει καί στό θάνατο. Καί κατέφθασαν τότε πλήθη λαοῦ ἀπ’ ὅλη τήν ἐπαρχία καί πέρα ἀπ’ αὐτή, νά ἀσπασθοῦν τά τίμια χέρια τοῦ ἁγίου Ἱεράρχου καί νά αἰσθανθοῦν τή θεία εὐωδία, ἡ ὁποία ἐξερχόταν ἀπό τό ἱερό σκήνωμά του. Ἡ τιμία σορός του ἐτάφη στή συνέχεια μέσα σέ βαθύτατο πένθος δίπλα στόν Ἱερό Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Ἀργοῦς. Δυστυχῶς ὅμως τά ἱερά λείψανα τά σύλησε τό ἔτος 1421 ὁ παπικός ἐπίσκοπος Σιγκουαντουνάνης καί τά μετέφερε στήν Ἰταλία, ὅπως καί ἄλλους θησαυρούς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ἀργολίδα ὅμως κρατᾶ ἀμέριστη τήν εὐχή καί τήν εὐλογία τοῦ ἁγίου Ἱεράρχου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τόν πολιοῦχο καί προστάτη τοῦ Ἀργοῦς.
Δικαίως λοιπόν σεμνύνεται ἡ Ἀργολίδα γιά τόν λαμπρό ποιμένα καί Ἅγιό της, τόν Διδάσκαλο καί προστάτη της, ὁ ὁποῖος συγχρόνως εἶναι γιά τούς διαδόχους του Ἱεράρχες, γιά τόν κλῆρο καί τόν λαό της ὑπόδειγμα γιά μίμηση ἐνάρετου, φιλάνθρωπου καί ἱεραποστόλου ἁγίου.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου. Ἦχος πλ. α΄.
Τόν φρουρόν καί προστάτην Ἀργείων ἅπαντες, Ἀργολίδος τέ πάσης τόν ἀντιλήπτορα,
εὐφημήσωμεν, πιστοί, Πέτρον τόν ἔνδοξον, τόν ποιμάναντα σοφῶς τήν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ,
Πατέρων τό θεῖον κλέος, πρεσβεύει γάρ τῷ Κυρίῳ ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Οἱ Ἅγιοι εἰκοσιεπτὰ Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.
Ὁ Ἅγιος Ἀχμὲτ ὁ Κάλφας
Ἦταν μωαμεθανὸς στὸ θρήσκευμα καὶ ὑπηρετοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη σὰν γραφέας τοῦ «δευτεράρη», ἐπικαλούμενος Πατσουρούνης. Στὸ σπίτι του εἶχε σὰν ὑπηρέτρια κάποια χριστιανὴ Ῥωσίδα, στὴν ὁποία ἐπέτρεπε νὰ τελεῖ ἐλεύθερα τὰ θρησκευτικά της καθήκοντα στοὺς ναούς. Ὁ ἴδιος βαπτίσθηκε κρυφὰ καὶ ἔγινεχριστιανός. Σὲ κάποια ἐπίσημη συζήτηση, ποὺ ἔγινε μὲ μορφωμένους μωαμεθανοὺς ἰσχυρίστηκε ὅτι ἡ μόνη ἀληθινὴ θρησκεία εἶναι ἡ Χριστιανικὴ καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Τότε καταγγέλθηκε στὶς τουρκικὲς ἀρχές, συνελήφθη καὶ ἀπαγχονίστηκε στὶς 3 Μαΐου 1682 στὸ Κεάτχανε Μπαξὲ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ μαρτύριό του συνέγραψε ὁ Ἰ. Καρυοφύλλης. Στὸ Μικρὸ Εὐχολόγιο, στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου καὶ στὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Σ. Εὐστρατιάδη, ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ ἀναφέρεται τὴν 24η Δεκεμβρίου.
Ὁ Ἅγιος Οἰκουμένιος ὁ Θαυματουργός, ἐπίσκοπος Τρίκκης
Ὑπάρχει κάποια σύγχυση σχετικῶς μὲ τὰ βιογραφικά του στοιχεῖα. Τὰ σχετικῶς ἐπικρατέστερα εἶναι, ὅτι ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 10ου αἰῶνα (995 μ.Χ.). Μελέτησε ὅλους τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀναδείχτηκε ἄριστος ἑρμηνευτὴς τῶν ἁγίων Γραφῶν. Συγχρόνως συνέγραψε Ἑρμηνεῖες στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, στὶς 14 Ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου καὶ στὶς 7 Καθολικές. Ἔτσι ἀφοῦ ἐκτιμήθηκε ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του γιὰ τὸ ἄμεμπτο ἦθος του καὶ τὴν μεγάλη ἐξωτερική του μόρφωση προκρίθηκε γιὰ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Τρίκκης (στὴ Θεσσαλία), τὸν ὁποῖο ἐκόσμησε σὰν καλὸς Ποιμένας καὶ τοῦΑρχιποιμένα Χριστοῦ μαθητής, καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἀνακομιδὴ Λειψάνων Ὁσίου Λουκᾶ
Τοῦ ἐν τῷ Στειρίῳ τῆς Ἑλλάδος.
Ἡ Ἁγία Ξενία ἡ Μεγαλομάρτυς καὶ θαυματουργή
Ἡ ἁγία Ξενία ἡ Καλαματιανὴ ἀνήκει στὴν ἔνδοξη χορεία τῶν μεγαλομαρτύρων γυναικῶν τοῦ 4ου αἰῶνος. Γεννήθηκε στὴν Καλαμάτα τὸ 291 ἀπὸ πιστοὺς γονεῖς, τὸ Νικόλαο καὶ τὴ Δέσποινα, ποὺ εἶχαν τὴν καταγωγή τους ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ Ἰταλία.
Οἱ σκληροὶ ρωμαϊκοὶ διωγμοὶ τοὺς εἶχαν ἀναγκάσει νὰ ἔλθουν ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Καλαμάτα. Καὶ ζοῦσαν λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, σὲ ἕνα μικρὸ ἀγρόκτημα ποὺ τὸ καλλιεργοῦσαν γιὰ νὰ συντηρηθοῦν.
Στὴ φτωχικὴ αὐτὴ οἰκογένεια βασίλευε ἡ εἰρήνη, γιατὶ ὑπῆρχε ὁ μοναδικὸς πλοῦτος ποὺ χαρίζει εὐτυχία, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς καθοδηγοῦσαν τὴ μονάκριβη κορούλα τους, τὴν Ξενία. Καὶ ἡ μικρὴ δεχόταν μὲ μεγάλη χαρὰ τὰ θεῖα διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου.
Σχολεῖο δὲν μπόρεσε νὰ πάει. Ἔμαθε ὅμως ἀπὸ τοὺς γονεῖς της ἀνάγνωση γιὰ νὰ διαβάζει τὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ ὑπεραγαποῦσε. Ἐργαζόταν στὸ οἰκογενειακό τους κτῆμα καὶ δόξαζε τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του. Κάθε Κυριακὴ μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς της κατέβαιναν στὴν πόλη γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν. Καὶ ἐπέστρεφαν γεμάτοι ἀπὸ τὴ θεία εὐλογία καὶ τὴ χάρη τοῦ πολυέλεου Θεοῦ. Καὶ καθὼς μεγάλωνε ἡ Ξενία, ξεχώριζε ἀπὸ τὶς φίλες της σὲ ἀθωότητα καὶ καλοσύνες. Πολλὲς φορὲς ἔμενε νηστικὴ δίνοντας τὸ φαγητό της σὲ πτωχοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ὅλοι θαύμαζαν τὴν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς της, ποὺ ἀντανακλοῦσε μία σπάνια ὀμορφιὰ καὶ στὸ πρόσωπό της.
Αὐτὴ ὅμως τὴν ὀμορφιὰ τὴ ζήλεψε ὁ φθονερὸς ἐχθρός, ὁ μισάνθρωπος διάβολος, καὶ ἔστησε παγίδα στὴν ἁγνὴ κόρη. Ὁ Δομετιανός, ὁ εἰδωλολάτρης καὶ θηριώδης ἔπαρχος τῆς Καλαμάτας, καθὼς ἐπέστρεφε μιὰ μέρα ἀπὸ τὸ κυνήγι του, εἶδε τὴν ὡραιότατη αὐτὴ νεαρὴ κόρη, καὶ ἡ ὀμορφιά της ἄναψε μέσα του τὸν πόθο νὰ τὴν κάνει γυναίκα του. Προσπάθησε στὴν ἀρχὴ μὲ μαγικὲς τέχνες νὰ τὴν κάμψει. Ὅμως ἡ Ξενία μὲ τὴ δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐξουδετέρωσε κάθε δαιμονικὴ ἐπιρροή.
Ὁ ἔπαρχος προσπάθησε ἔπειτα νὰ δελεάσει τὴν Ξενία. Τῆς ἔταξε δῶρα, πλούτη, τιμὲς καὶ δόξα, ἀκόμα καὶ γάμο εὐτυχισμένο, ἀρκεῖ νὰ θυσίαζε στὰ εἴδωλα. Ἡ ὥρα ἦταν δύσκολη γιὰ μιὰ ἀδύναμη κόρη. Ὅμως ἡ ἀγάπη στὸ Χριστὸ ἔδωσε στὴν Ξενία μοναδικὴ τόλμη, καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς της ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανὴ καὶ ὅτι ἀρνεῖται νὰ θυσιάσει στοὺς ψευτοθεούς. Ἀμέσως ἄρχισαν τὰ μαρτύρια. Ὁ ἔπαρχος γεμάτος ὀργὴ διέταξε νὰ τὴ βασανίσουν μὲ σκληροὺς ραβδισμούς. Ἔπειτα νὰ τὴν κρεμάσουν καὶ μὲ ἀναμμένα δαδιὰ νὰ καψαλίσουν τὶς γυμνωμένες σάρκες της. Τί φρικτὸ θέαμα! Ἀλλὰ καὶ τί θαλπωρὴ οὐράνια! Ἄγγελος Κυρίου – ἀθέατος ἀπὸ τοὺς δημίους – δρόσιζε τὴ μάρτυρα καὶ τῆς ἁπάλυνε τοὺς πόνους.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Δομετιανὸς τιμώρησε τοὺς δημίους ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ πληγώσουν θανάσιμα τὴν Ξενία.
Σὲ λίγο ἀκολούθησε ἡ φυλάκισή της. Ἐκεῖ ἡ Ἁγία δέχθηκε μὲ θεῖο ὅραμα τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου, ποὺ τὴν ἐνίσχυε καὶ θεράπευσε τελείως τὶς πληγές της. Ὁ ἔπαρχος τὰ πληροφορήθηκε ὅλα αὐτὰ καὶ μὲ ἐλπίδα ὅτι θὰ πετύχαινε τώρα τὸν σκοπό του, κάλεσε καὶ πάλι τὴν Ξενία καὶ τὴν καλόπιανε μὲ ὑποσχέσεις καὶ τὴν παρότρυνε νὰ θυσιάσει. Ἡ Ξενία προσποιήθηκε ὅτι τὸ ἤθελε αὐτό, ὅταν ὅμως ἔφθασε στὸ ἄψυχο ἄγαλμα, προσευχήθηκε μὲ πίστη, καὶ ἀκολούθησε μεγάλος σεισμός. Τὸ ἄγαλμα ἔπεσε κάτω μὲ πάταγο καὶ συντρίφθηκε. Πλῆθος κόσμου πίστεψε τότε στὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ Δομετιανὸς ἐξαγριώθηκε τώρα πιὸ πολύ.
Δὲν πίστευε ὅτι θὰ πάθαινε τέτοια ντροπή. Γι’ αὐτὸ διέταξε ἔξαλλος νὰ δέσουν τὴν Ξενία πίσω ἀπὸ ἕνα ἄλογο γιὰ νὰ τὴ σύρει πάνω σὲ κακοτράχαλους δρόμους. Ὅμως τὸ ἄλογο ζῶο σεβάσθηκε τὴ μάρτυρα! Ἀρνήθηκε νὰ προχωρήσει. Καὶ στάθηκε πεισματικὰ ἀκίνητο. Τὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου Θεοῦ μεγαλύνθηκε καὶ πάλι, γιατὶ πολλοὶ καλόπιστοι εἰδωλολάτρες βλέποντας κι αὐτὸ τὸ θαῦμα πίστεψαν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ τῶν χριστιανῶν. Τώρα ἀπέμενε μιὰ μόνο λύση – ἀπόφαση ἀπὸ τὸν ντροπιασμένο ἔπαρχο: «Ἡ Ξενία νὰ τιμωρηθεῖ μὲ θάνατο διὰ ξίφους.
Ἡ καρδιά της νὰ τοῦ δοθεῖ ὡς δῶρο γιὰ νὰ πάρει ἐκδίκηση. Καὶ τὸ νεκρὸ σῶμα της οἱ δήμιοι νὰ τὸ κομματιάσουν καὶ νὰ τὸ κάψουν». Ὅλα ἔγιναν ὅπως τὰ εἶχε διατάξει ὁ αἱμοβόρος τύραννος.
Ἡ Ξενία λίγο πρὶν σφαγιασθεῖ, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ τὴ δόξα τοῦ μαρτυρίου ποὺ τῆς ἑτοίμαζε καὶ Τὸν παρακάλεσε Αὐτὸς νὰ θεραπεύει διὰ πρεσβειῶν της ὅσους θὰ πάσχουν ἀπὸ δαιμονικὲς ἐπήρειες καὶ θὰ τὴν ἐπικαλοῦνται.
Ἦταν ἄνοιξη, 3 Μαΐου τοῦ ἔτους 318, ὅταν ἡ 27χρονη ἁγνὴ παρθένος, ἡ Ξενία – ἀνθισμένη ἀπὸ τὰ ἔνθεα ἄνθη τῶν ἀρετῶν καὶ πιὸ εὐωδιαστὴ ἀπὸ ὅλα τὰ μύρα τῆς ἀνοίξεως – παρέδωσε τὴν ψυχή της στὸ Νυμφίο Χριστό. Τὸ ἄρωμά της ἁπλώθηκε ἀμέσως σ’ ὅλη τὴν Πελοπόννησο, καὶ πέρα ἀπὸ αὐτήν.
Πάμπολλα θαύματα καταγράφηκαν, καὶ ναοὶ κτίστηκαν στὸ ὄνομά της. Καὶ ἐκεῖ ὅπου, κατὰ τὴν Παράδοση, ὑπῆρχε τὸ πατρικὸ ἀγρόκτημα τῆς Ἁγίας, κτίστηκε παρεκκλήσιό της πίσω ἀπὸ τὶς ἐργατικὲς κατοικίες τῆς Καλαμάτας στὴ δυτικὴ ἔξοδο τῆς πόλεως.
Ἡ ἁγία Ξενία ἡ Μεγαλομάρτυς θεωρεῖται προστάτιδα τῶν ψυχικὰ πασχόντων καὶ τῶν καρδιοπαθῶν. Ἂς ἐμπνέει ὅμως καὶ τὶς καρδιὲς τῶν νέων νὰ μένουν ἐλεύθερες καὶ ἀδούλωτες ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νά ’ναι γεμάτες ἀπὸ θεία φλόγα ἀγάπης στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
Ὁ Ἅγιος Παμβὸς «καθολικὸς Γεωργίας»
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνο στὸ ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο σελ. 88 καὶ γιορτάζεται στὴ Γεωργία τῆς Ῥωσίας τὴν 3η Μαΐου.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Ῥῶσος