ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (5/5)

Σήμερα 5/5 εορτάζουν:

  • Αγία Ειρήνη η Μεγαλομάρτυς
  • Άγιος Ευθύμιος ο Θαυματουργός Επίσκοπος Μαδύτου
  • Άγιος Εφραίμ ο Μεγαλομάρτυρας και θαυματουργός
  • Άγιοι Νεόφυτος, Γάιος και Γαϊανός οι Μάρτυρες
  • Ανάμνηση των εγκαινίων του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου εν τοις Κύρου
  • Άγιοι Ειρηναίος, Ειρήνη και Περεγρίνος οι Μάρτυρες εκ Θεσσαλονίκης
  • Όσιος Μιχαίας του Ραντονέζ
  • Άγιος Γερόντιος Επίσκοπος Μιλάνου
  • Όσιος Αδριανός εκ Ρωσίας
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Σιέρπουχωφ Ρωσίας
  • Οσία Μάρθα Μονεμβασίας
  • Άγιος Μιχαήλ ο Μαυρουδής
  • Σύναξη της Παναγίας της Καμαριώτισσας στην Σαμοθράκη

Ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἡ Μεγαλομάρτυς

5.-Agia-Eirini

Ἀ­πό τήν Περ­σί­α κα­τα­γό­ταν. Καί ἔ­ζη­σε τόν 4ο μ.Χ. αἰ­ώ­να. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά της ἦ­ταν ἐ­πί­ση­μη. Βα­σι­λεύς ἑ­νός τμή­μα­τος τῆς Περ­σί­ας ἦ­ταν ὁ πα­τέ­ρας της καί ὀ­νο­μα­ζό­ταν Λι­κί­νιος. Λικι­νί­α ἦ­ταν καί τό ὄ­νο­μα τῆς μη­τέ­ρας της. Μο­να­δι­κός βλα­στός τῆς συ­ζυ­γί­ας τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν γο­νέ­ων της, μέ τά πλού­σια οἰ­κο­νο­μι­κά μέ­σα καί τή θερ­μή ἀ­γά­πη, μέ τήν ὁ­ποί­α τήν πε­ρι­έ­βαλ­λαν, ἀ­να­τρά­φη­κε μέ ἐ­ξαι­ρε­τι­κή φρον­τί­δα καί ἐ­πι­μέ­λεια ἡ κό­ρη. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως με­ρί­μνη­σαν γιά τήν μόρ­φω­σή της. Καί γι’ αὐ­τό ἀ­πό τή μι­κρή της ἡ­λι­κί­α τήν πα­ρέ­δω­σαν στή δι­α­παι­δα­γώ­γη­ση ἑ­νός σο­βα­ροῦ καί ἰ­δι­αί­τε­ρα μορ­φω­μέ­νου δι­δα­σκά­λου, γέ­ρον­τα στήν ἡ­λι­κί­α, τοῦ Ἀ­πελ­λια­νοῦ. Κον­τά του ἡ νε­α­ρή Πη­νε­λό­πη — αὐ­τό ἦ­ταν τό ὄ­νο­μά της πρίν βα­πτι­σθεῖ — ἀ­πέ­κτη­σε με­γά­λο πλοῦ­το γνώ­σε­ων, ὥ­στε νά θαυ­μά­ζε­ται ἀ­πό πολ­λούς γι’ αὐ­τές, ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στή νε­α­νι­κή της ἡ­λι­κί­α. Προ­ση­λω­μέ­νος τόσο ὁ Ἀ­πελ­λια­νός ὅ­σο καί οἱ γο­νεῖς της στήν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κή θρη­σκεί­α, με­ρί­μνη­σε μέ κά­θε τρό­πο νά τῆς ἐμ­πνεύ­σει βα­θύ σε­βα­σμό πρός τήν ψεύ­τι­κη πί­στη τῶν εἰ­δώ­λων καί νά προ­σφέ­ρει θυ­σί­ες στούς ἀνύ­παρ­κτους θε­ούς τῆς πα­τρί­δος της. Ἀ­πό παν­τοῦ ἀ­κού­γον­ταν ἔ­παι­νοι γιά τήν κό­ρη τοῦ Λι­κι­νί­ου, ἡ ὁ­ποί­α ἰ­δι­αι­τέ­ρως κο­λα­κεύ­ον­ταν ἀ­πό αὐ­τούς, ἀ­φοῦ αὐτοί τό­σο πολύ ἐξέτρεφαν τήν κο­σμι­κή της μα­ται­ο­δο­ξί­α.

Ἀλ­λά ὁ Θε­ός, ὁ ἀ­λη­θι­νός Θε­ός, ἄλ­λα, βα­θύ­τε­ρα, ἐ­σω­τε­ρι­κά προ­σόν­τα δι­έ­κρι­νε στήν καρ­δί­α τῆς νε­α­ρῆς παρ­θέ­νου. Δι­έ­κρι­νε μί­α ψυ­χή λε­πτή καί καλ­λι­ερ­γη­μέ­νη, ἕ­τοι­μη νά δε­χθεῖ τήν ἀ­λή­θεια καί νά κα­ταυ­γα­σθεῖ ἀ­πό τό φῶς τῆς ἀ­λη­θεί­ας Του. Τήν εἶ­χε Ἐ­κεῖ­νος προ­ο­ρί­σει μέ­σα στήν ἄ­πει­ρη σο­φί­α του νά γί­νει Χρι­στια­νή καί ὄρ­γα­νο δι­κό του, ὥ­στε καί ἡ οἰκογέ­νειά της νά ὁ­δη­γη­θεῖ κον­τά του, ἀλλά καί ἄλ­λες ψυ­χές ἐ­πι­δε­κτι­κές νά τόν γνω­ρί­σουν καί νά τόν λα­τρεύ­σουν.

Καί εἶ­ναι νά θαυ­μά­ζει κα­νείς τόν τρό­πο πού χρη­σι­μο­ποί­η­σε ἡ ἀ­γα­θό­τη­τά του, προ­κει­μέ­νου νά φθά­σει τό φῶς τῆς ἁ­γί­ας δι­δα­σκα­λί­ας του στό σπί­τι καί στήν ψυ­χή τῆς Πη­νε­λό­πης στή μα­κρυ­νή Μα­γε­δώ, τήν πα­τρί­δα της. Ποιός ἦ­ταν ὁ τρό­πος; Στό σπί­τι τοῦ Λι­κι­νί­ου προσ­λαμ­βά­νε­ται βο­η­θός μί­α νέ­α. Ποι­ά ση­μα­σί­α ἦ­ταν δυ­να­τόν νά δώ­σει ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε σέ μί­α πτω­χή βο­η­θό τοῦ σπι­τιοῦ, πού γιά νά ἐ­ξοι­κο­νο­μή­σει τό ψω­μί της δε­χό­ταν νά ὑ­πη­ρε­τή­σει στό πλού­σιο σπί­τι τοῦ Λι­κι­νί­ου; Ὅ­μως ἡ νέ­α αὐ­τή δέν μοιά­ζει μέ τίς ἄλ­λες! Ἡ σεμνό­τη­τά της, ἡ προ­σο­χή της, ἡ προ­θυ­μί­α της μα­ζί μέ μί­α γλυ­κύ­τη­τα καί ἔκ­φρα­ση τοῦ προ­σώ­που της, πού ἀν­τι­φέγ­γι­ζαν τήν εὐ­γέ­νεια μιᾶς ψυ­χῆς ἀ­νώ­τε­ρης, ἔ­κα­ναν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση στήν κό­ρη τοῦ Λι­κι­νί­ου. Δέν ἄρ­γη­σε λοι­πόν νά ἀν­τι­λη­φθεῖ τήν αἰ­τί­α. Ἡ νε­α­ρή βο­η­θός ἦ­ταν Χρι­στια­νή. Σύν­το­μα τήν πί­στη γιά τόν Ἰ­η­σοῦ τόν Να­ζω­ραῖ­ο, τόν Σω­τή­ρα καί Λυ­τρω­τή, τήν με­τέ­δω­σε στήν εὐ­γε­νι­κή καί μορ­φω­μέ­νη κό­ρη τοῦ Λι­κι­νί­ου, ἡ ὁ­ποί­α τήν ἐγ­κολ­πώ­θη­κε μέ ὅ­λη της τήν καρ­διά. Κι ἀ­φοῦ κα­τη­χή­θη­κε, ἔ­φθα­σε καί ἡ ἡ­μέρα τῆς βαπτίσε­ώς της, τήν ὁ­ποί­α μυ­στι­κά σέ μί­α νύ­κτα πραγ­μα­το­ποί­η­σε κά­ποι­ος εὐ­λα­βής Χρι­στια­νός Ἱ­ε­ρεύς, πού γιά με­γά­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα συ­νεν­νο­οῦν­ταν μέ τήν βο­η­θό τῆς οἰκογε­νεί­ας.

Ὤ! Πό­ση οὐ­ρα­νί­α γα­λή­νη ἁ­πλώ­θη­κε στήν καρ­διά τῆς Εἰ­ρή­νης, ὅ­ταν αἰ­σθάν­θη­κε ὅ­τι μέ τό ἅ­γιο Βά­πτι­σμα ἔ­γι­νε πι­στή Χρι­στια­νή, καί ἀ­παρ­νή­θη­κε τό ψεῦ­δος τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας! Δέν φο­βᾶ­ται κα­νέ­να. Δέν ἀ­νη­συ­χεῖ ἄν ἀ­να­κα­λυ­φθεῖ. Ἀν­τί­θε­τα εἶ­ναι ἕ­τοι­μη τά πάν­τα νά προ­σφέ­ρει στόν Χρι­στό. Κι αὐ­τήν ἀ­κό­μη τή ζω­ή της. Ὁ­ρι­σμέ­να μά­λι­στα γε­γο­νό­τα τήν ἔπει­σαν ὅ­τι ὁ και­ρός τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου της δέν θά ἀρ­γοῦ­σε νά ἔλ­θει.

Τό μυ­στι­κό της ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως δέν μπο­ροῦ­σε νά κρα­τη­θεῖ κρυ­φό. Ἡ ἀρ­νη­σή της νά με­τά­σχει σέ εἰ­δω­λο­λα­τρι­κές ἐκ­δη­λώ­σεις, σέ θυ­σί­ες καί τι­μές τῶν ψεύ­τι­κων θε­ῶν, ἦ­ταν μί­α ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι κά­τι εἶ­χε συμ­βεῖ στήν καρ­διά της. Δέν δί­στα­σε νά τό ἀναγνωρίσει καί ἡ ἰ­δί­α. Μέ θάρ­ρος καί παρ­ρη­σί­α τό ὁ­μο­λό­γη­σε. Ἔκ­πλη­κτος ὁ Λι­κί­νιος ἀ­κού­ει τήν στα­θε­ρή της ὁ­μο­λο­γί­α. Τά πράγ­μα­τα πλέ­ον ἀ­κο­λου­θοῦν τόν δρό­μο τους. Προ­σπά­θεια με­τα­πεί­σε­ως· ὑ­πο­σχέ­σεις· ἀ­πει­λές· δά­κρυ­α, ἀλ­λά καί σκλη­ρό­τη­τα. Μα­ζί μέ τούς γο­νεῖς οἱ ἱ­ε­ρεῖς τῶν εἰδώ­λων κα­τα­βάλ­λουν ἀ­πε­γνω­σμέ­νες προ­σπά­θει­ες νά τήν με­τα­πεί­σουν. Μά­ται­α ὅ­μως. Ἐ­κεί­νη πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρή, ἀ­κλό­νη­τη στή θέ­ση της. «Πει­θαρ­χεῖν δεῖ Θε­ῶ μᾶλ­λον ἤ ἀνθρώ­ποις» (Πράξ. ε΄ 29), ἦ­ταν ἡ ἀ­πάν­τη­σή της, τήν ὁ­ποί­α ἀ­κο­λού­θη­σαν τά μαρ­τύ­ρια. Τί δέν μη­χα­νεύ­θη­καν γιά νά τήν ἐκ­δι­κη­θοῦν μέ τόν σκλη­ρό­τε­ρο τρό­πο! Θέ­λη­σαν νά τήν δέ­σουν πί­σω ἀ­πό ἄ­γρια καί ἀ­τί­θα­σα ἄ­λο­γα, γιά νά πε­θά­νει ἀ­πό τά λα­κτί­σμα­τά τους. Τήν ἔ­ρι­ξαν σέ λάκ­κο γε­μά­το ἀ­πό δη­λη­τη­ρι­ώ­δη φί­δια. Τήν πέ­τα­ξαν ἀ­νά­με­σα ἀ­πό πει­να­σμέ­να καί ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­να λι­ον­τά­ρια. Κι ὅ­μως ὁ Θε­ός ἔ­στελ­νε κον­τά της ἀγ­γέ­λους καί τήν κρα­τοῦ­σε σώ­α καί ἀ­λώ­βη­τη. Συγ­χύ­ζον­ται οἱ τύ­ραν­νοι· ἀ­πο­ροῦν οἱ βα­σα­νι­στές· θαυ­μά­ζει ὁ λα­ός. Χι­λιά­δες ἀ­πό τούς Πέρ­σες πι­στεύ­ουν στόν Θε­ό, βα­πτί­ζον­ται καί γί­νον­ται μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ Εἰ­ρή­νη κά­θε φο­ρά πού δι­α­σώ­ζε­ται καί ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­νε­ται ἀ­πό τό νέ­ο μαρτύ­ριο, κη­ρύτ­τει μέ παρ­ρη­σί­α τόν Χρι­στό. Κι ἔ­τσι προ­στί­θεν­ται στήν ἁ­γί­α Του ποί­μνη πλή­θη Περ­σῶν. Στή συ­νεί­δη­ση τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν ἔ­χει ἐ­πι­βλη­θεῖ. Γι’ αὐ­τό καί τά μαρτύρια στα­μα­τοῦν. Καί τό ἔρ­γο τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς συ­νε­χί­ζε­ται ἀ­νεμ­πό­δι­στα. Ἤ­δη καί ὁ πα­τέ­ρας της ἔ­χει ἀ­σπα­σθεῖ τήν πί­στη.

Ἀλ­λά ἡ μάρ­τυς ἔ­χει τώ­ρα μί­α νέα ἐ­πι­θυ­μί­α. Θέ­λει νά ἐ­πι­σκε­φθεῖ τήν με­γά­λη πό­λη τῆς Ἐ­φέ­σου, ὅ­που ἔ­ζη­σε καί δί­δα­ξε ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης. Καί πράγ­μα­τι ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τήν Ἔ­φε­σο μα­ζί μέ τόν δι­δά­σκα­λό της Ἀ­πελ­λια­νό, πού κι αὐ­τός ἔ­χει γί­νει τώ­ρα Χρι­στια­νός. Ἐρ­γά­ζε­ται καί στήν Ἔ­φε­σο γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ καί γί­νε­ται ἀ­φορ­μή πολ­λοί νά μεταστρα­φοῦν στήν ὀρ­θή πί­στη. Τέ­λος εἰρηνικά πα­ρα­δί­δει τό πνεῦ­μα της στόν Θε­ό, τόν ὁ­ποῖ­ο τό­σο ἀ­γά­πη­σε καί γιά τή δό­ξα τοῦ ὁ­ποί­ου θυ­σί­α­σε τά πάν­τα.

Τί κα­τορ­θώ­νει, ἀ­λή­θεια, ἡ πί­στη, ὅ­ταν φουν­τώ­σει στήν καρ­δί­α τοῦ ἀν­θρώ­που! Θαύ­μα­τα ἀ­λη­θι­νά. Καί εἶ­ναι ἄ­ρα­γε μι­κρά τά θαύ­μα­τα, πού ὀ­φεί­λον­ται στίς δυ­ό αὐ­τές γυ­ναῖ­κες, στήν ἄ­ση­μη καί ἄ­γνω­στη νέ­α πού ἔ­γι­νε ἀ­φορ­μή νά πι­στεύ­σει ἡ Εἰ­ρή­νη καί νά ἐ­ξα­σφά­λι­σει τό ἄ­φθαρ­το στε­φά­νι τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, καί στή με­γα­λο­μάρ­τυ­ρα πού κα­τέ­πλη­ξε ἀγ­γέ­λους καί ἀν­θρώ­πους μέ τό ζῆ­λο της ὑ­πέρ Χρι­στοῦ; Τήν ἔ­χου­με ἄ­ρα­γε ἐ­μεῖς τήν πί­στη αὐ­τή;

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου

Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Θαυματουργός, ἐπίσκοπος Μαδύτου

Ἔζησε τὸν 10ο μ.Χ. αἰῶνα καὶ καταγόταν ἀπὸ τοὺς Ἐπιβάτες τῆς Θρᾴκης. Ὁ πατέρας του ἦταν εὔπορος καὶ ὀνομαζόταν Νικήτας. Ὁ Εὐθύμιος ἀπὸ παιδὶ ζοῦσε ζωὴ σύμφωνα μὲ τὰ διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου, προσευχόταν ἐγκάρδια καὶ ἀγαποῦσε τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ὁ Εὐθύμιος, ἀφοῦ ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι, ἀφιερώθηκε στὸ μοναχικὸ βίο καὶ διέπρεψε στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες. Κατόπιν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι του, καὶ ἀπομονώθηκε γιὰ ἀκόμα αὐστηρότερη καὶ σκληρότερη ἀσκητικὴ ζωή. Ὅταν χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Μαδύτου, ποίμανε τὴν Ἐκκλησία μέχρι ποὺ πέθανε, σὰν ἀληθινὸς ποιμένας μὲ πολλὰ ἔργα φιλανθρωπίας. Μετὰ τὸν ὅσιο θάνατό του, δοξάστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ κάνει θαύματα, τὰ ὁποῖα γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ ἐγκώμιο πρὸς αὐτὸν τοῦ Γεωργίου Κυπρίου, μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ ἔγραψε μὲ αἴτηση τοῦ Ἀθηνῶν Μελετίου, ποὺ προήδρευε τότε τῆς Ἐκκλησίας Μαδύτου καὶ Κοίλης.

Οἱ Ἅγιοι Νεόφυτος, Γάϊος καὶ Γαϊανός

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Ἡ σύναξις αὐτῶν τελεῖται στὸν σεβάσμιο ναὸ τῶν Ἁγίων ἐνδόξων καὶ θαυματουργῶν Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ ἐν τοῖς Δαρείου.

Ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Μεγαλομάρτυρας καὶ θαυματουργός

Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ γεννήθηκε στὶς 14 Σεπτεμβρίου 1384. Ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα σὲ μικρὴ ἡλικία μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ἀδέλφια του, τὴν δὲ φροντίδα τους, μετὰ τὸν Θεό, ἀνέλαβε ἡ εὐσεβὴς μητέρα του. Σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν εἰσῆλθε στὴν ἀκμάζουσα τότε ἱερὰ Μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ ὄρους τῶν Ἀμώμων (Καθαρῶν) τῆς Ἀττικῆς. Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ἀκολούθησε μὲ ἔνθεο ζῆλο τὸν Χριστό, καὶ διέπρεψε μὲ τὴν λαμπρότητα τῆς ζωῆς του καὶ τοὺς πόνους τῆς ἀθλήσεώς του στὸ ὄρος τῶν Ἀμώμων Ἀττικῆς (Περιοχὴ Νέας Μάκρης). Ἀξιώθηκε ἀκόμα νὰ λάβει τὸ μέγα Μυστήριο τῆς ἱερωσύνης καὶ τὸ χάρισμα νὰ ὑπηρετεῖ τὸ ἅγιο θυσιαστήριο, σὰν ἄγγελος Θεοῦ, μὲ φόβο Θεοῦ καὶ πολλὴ κατάνυξη. Στὶς 14 Σεπτεμβρίου, γιορτὴ τῆς ὕψωσης τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ 1425, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ ἕνα ἀσκητήριό του στὴ Μονή, τὴν εἶδε τελείως κατεστραμμένη καὶ χωρὶς Πατέρες, (εἶχαν σφαγιασθεῖ ἀπὸ βαρβάρους Τούρκους), συνελήφθη καὶ ἄρχισαν τὰ μαρτύριά του, ποὺ τελείωσαν στὶς 5 Μαΐου 1426, ἡμέρα Τρίτη καὶ ὥρα 9.00΄ τὸ πρωί. Τὸν κρέμασαν ἀνάποδα σ΄ ἕνα δένδρο, ποὺ σῴζεται ἀκόμα, τὸν κάρφωσαν στὰ πόδια καὶ τὸ κεφάλι, καὶ τέλος τὸ καταπληγωμένο καὶ μαρτυρικὸ σῶμα του τὸ διαπέρασαν μὲ ἀναμμένο ξύλο καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν στεφανοδότη Χριστό. Ἡ εὕρεση τῶν μαρτυρικῶν του λειψάνων, ἔγινε στὶς 3 Ἰανουαρίου 1950. Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ γιορτάζεται δυὸ φορὲς τὸ χρόνο, στὶς 3 Ἰανουαρίου ἡ εὕρεση τῶν τιμίων λειψάνων του, καὶ στὶς 5 Μαΐου τὸ μαρτυρικό του τέλος.

Οἱ Ἅγιοι Εἰρηναῖος, Εἰρήνη καὶ Περεγρῖνος

Μαρτύρησαν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ, ἀρνούμενοι νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, διὰ πυρός στὴ Θεσσαλονίκη.