ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (7/5)

Σήμερα 7/5 εορτάζουν:

  • Ανάμνηση του εν τω ουρανώ φανέντος σημείου του Τιμίου Σταυρού επί Κωνσταντίου
  • Άγιος Κοδράτος και οι μαζί μ’ αυτόν μαρτυρήσαντες
  • Εύρεσις του Τιμίου Λειψάνου του Οσίου Νείλου του Νέου του Μυροβλήτη
  • Άγιος Ακάκιος
  • Σύναξη των Οσίων Κολλυβάδων Πατέρων, των εκ του Αγιωνύμου Άθωνος ορμωμένων
  • Άγιοι Ρουφίνος και Σατορνίνος
  • Όσιος Ιωάννης ο Ψυχαΐτης
  • Άγιος Μάξιμος
  • Όσιος Ταράσιος ο θαυματουργός «ὁ ἐν Λυκαονίᾳ»
  • Μετάθεση των ιερών λειψάνων του Οσίου Ευθυμίου του Μεγάλου
  • Άγιος Ιουβενάλιος ο Μάρτυρας
  • Άγιος Φλάβιος ο Ιερομάρτυρας και των συν αυτώ Αγίων Μαρτύρων Αυγούστου και Αυγουστίνου των αυταδέλφων
  • Όσιος Ιωάννης και οι μαθητές αυτού
  • Όσιος Νείλος εκ Ρωσίας
  • Άγιος Αλέξιος Τοθ ο Υπερασπιστής της Ορθοδόξου Πίστεως στην Αμερική
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Λιούμπεχ Ρωσίας
  • Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου εν Ζίροβιτς Ρωσίας
  • Άγιος Κύριλλος ο μάρτυρας
  • Οσία Καλή
  • Όσιος Γεώργιος ο εκ Γοματίου
  • Όσιος Γερβάσιος o εκ Γοματίου o Αθωνίτης και διά Χριστόν σαλός

Ἐμφάνισις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

Ἡ πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἔγινε στὸ Μεγάλο Κωνσταντῖνο, μὲ τὸ θριαμβευτικὸ ἔμβλημα τῆς νίκης: «ἐν τούτῳ νίκα». Ἐδῶ ἔχουμε μία ἄλλη ἐμφάνιση, ποὺ ἔγινε στὴν Ἱερουσαλήμ, περίπου τὸ 346 μ.Χ. Τότε ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων ἦταν ὁ Κύριλλος καὶ βασιλιὰς ὁ Κωνσταντῖνος, γιὸς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ ἔγινε στὶς 7 Μαΐου. Ἦταν ἡ ὥρα (βυζαντινή) τρίτη, ὅταν ξαφνικὰ στὸν οὐρανὸ φάνηκε ὁ Τίμιος καὶ Ζωοποιὸς Σταυρός, σχηματισμένος ἀπὸ ἐκθαμβωτικὸ φῶς, πάνω ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ, μέχρι καὶ τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Τὸ ὑπερφυσικὸ αὐτὸ θέαμα προκάλεσε μεγάλο θαυμασμὸ καὶ συγκίνηση σὲ ὅλους τοὺς εὑρισκομένους στὴν Ἱερουσαλήμ. Νέοι καὶ γέροι, γυναῖκες καὶ παιδιά, ὅλοι μαζί, ἔτρεξαν στὴν ἐκκλησία καὶ μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ θερμὴ κατάνυξη εὐχαρίστησαν καὶ δόξασαν τὸ Θεό, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ ἁγίασε τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ καὶ κατέστησε τὸ σημεῖο αὐτοῦ ἰσχυρότατο ὅπλο τῶν ἀγωνιζομένων χριστιανῶν κατὰ τοῦ διαβόλου.

Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνα. Ἔλαμψε καὶ αὐτὸς μεταξὺ τῶν ἀπειραρίθμων ἡρῴων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, στὸν διωγμὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ Γαλερίου Μαξιμιανοῦ. Ὑπηρετοῦσε στὶς στρατιωτικὲς τάξεις, καὶ εἶχε διοικητὴ τὸν ἑκατόνταρχο Φῆρμο. Κάποια μέρα αὐτός, μὲ ἀνωτέρα διαταγή, ἀνέκρινε τοὺς στρατιῶτες του γιὰ νὰ ἐξακριβώσει, πόσοι καὶ ποιοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν χριστιανοί. Μεταξὺ αὐτῶν ποὺ ὁμολόγησαν τὸ Χριστό, ἦταν καὶ ὁ Ἀκάκιος. Ὁ Φῆρμος προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείσει, ἀλλ᾿ ὁ Ἀκάκιος ἀπάντησε μεγαλόφωνα: «Ἐγὼ χριστιανὸς γεννήθηκα, καὶ εἶμαι καὶ θὰ εἶμαι. Διότι ἔτσι μὲ διατάσσει καὶ ἔτσι τὸ θέλει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Καὶ καυχῶμαι μάλιστα, ποὺ κατάγομαι ἀπὸ γενιὰ χριστιανική». Ὁ Φῆρμος τότε, τὸν ἔστειλε στὸν ἀνθύπατο Βιβιανό. Αὐτὸς προσπάθησε μὲ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους – καλοὺς καὶ σκληρούς- νὰ ἀλλαξοπιστήσει τὸν Ἀκάκιο. Μάταια ὅμως. Τὸν ἔστειλε τότε στὴν πιὸ σκοτεινὴ φυλακὴ τοῦ Βυζαντίου, ἀφοῦ ἀνελέητα τὸν μαστίγωσε. Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν κατάφερε τίποτα. Κατόπιν, ἀνέλαβε τὸν Ἀκάκιο ὁ ἀνθύπατος Φλακκῖνος. Αὐτὸς στὴν ἀρχὴ τὸν φυλάκισε, ἀλλ᾿ ὅταν εἶδε τὴν ἄκαμπτη ἐμμονή του, διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἦταν ὁ Ἀκάκιος τότε 25 χρονῶν.

Ὁ Ἅγιος Κοδρᾶτος καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν μαρτυρήσαντες

Ὁ Ἅ­γιος Κο­δρά­τος ἔ­ζη­σε στή Νι­κο­μή­δεια στά μέ­σα τοῦ 3ου μ.Χ. αἰ­ῶ­νος. Ἦ­ταν τό­τε ἐ­πο­χή δύ­σκο­λη. Οἱ αὐ­το­κρά­το­ρες Δέ­κιος καί Βα­λέ­ριος εἶ­χαν ἐ­ξα­πο­λύ­σει ἄ­γριο δι­ωγ­μό κα­τά τῶν Χρι­στια­νῶν. Ἄ­το­μα καί ὁ­λό­κλη­ρες ὀ­μά­δες πι­στῶν ὁ­δη­γοῦν­ταν κα­θη­με­ρι­νά σέ δι­ά­φο­ρα θη­ρι­ώ­δη βα­σα­νι­στή­ρια.

Μπρο­στά στήν ἀ­γρι­ό­τη­τα αὐ­τή τῶν δι­ω­κτῶν καί τήν ἀ­πει­λή νά θα­να­τώ­σουν μέ μαρ­τύ­ρια κά­θε Χρι­στια­νό καί στόν κίν­δυ­νο νά πτο­η­θοῦν οἱ πι­στοί, ὁ Κο­δρά­τος δέν ἔ­μει­νε ἀ­δρα­νής. Ἀ­πτό­η­τος, βε­βαι­ω­μέ­νος γιά τήν ἀ­λή­θεια τῆς πί­στε­ως, ἀ­νέ­λα­βε ἀ­γώ­να το­νώ­σε­ως καί ἐ­νι­σχύ­σε­ως τῶν Χρι­στια­νῶν τῆς Νι­κο­μή­δειας. Καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως, ἐ­κεί­νων πού ἦ­ταν νε­ο­φώ­τι­στοι ἤ ἀ­στή­ρι­κτοι κά­πως στήν πί­στη, καί ἦ­ταν δυ­να­τόν νά δε­λε­α­σθοῦν ἀ­πό τίς ὑ­πο­σχέ­σεις τῶν δι­ω­κτῶν γιά ζω­ή ἄ­νε­τη καί πλού­σια ἤ νά πτο­η­θοῦν ἀ­πό τίς ἀ­πει­λές. Τούς ἐ­πι­σκε­πτό­ταν ἰ­δι­αι­τέ­ρως, τούς μι­λοῦ­σε μέ δύ­να­μη, τούς ἐ­νί­σχυ­ε στήν πί­στη, τούς ἐ­νέ­πνε­ε χα­ρά γιά τό μαρ­τύ­ριο. Πό­σες φο­ρές ἄ­ρα­γε καί σέ πό­σους Χρι­στια­νούς θά ὑ­πεν­θύ­μι­σε τόν λό­γο τοῦ με­γά­λου ἐ­κεί­νου Μάρ­τυ­ρος, τοῦ Παύ­λου «ὑ­μῖν ἐ­χα­ρί­σθη τό ὑ­πέρ Χρι­στοῦ, οὐ μό­νον τό εἰς αὐ­τόν πι­στεύ­ειν, ἀλ­λά καί τό ὑ­πέρ αὐ­τοῦ πά­σχειν»! (Φι­λιπ. α΄ 29).

Ἀλλά κι ὅ­ταν οἱ ἔν­δο­ξοι Μάρ­τυ­ρες ἔ­δι­ναν τή θαυ­μα­στή μαρ­τυ­ρί­α καί μέ τό μαρ­τύ­ριό τους με­τα­φέ­ρον­ταν στε­φα­νη­φό­ροι ἀ­πό τή γῆ στό θρό­νο τοῦ Θε­οῦ, ὁ Κο­δρά­τος, ὡς ἀ­δελ­φός πι­στός, ἔ­στρε­φε θερ­μό τό ἐν­δι­α­φέ­ρον του πρός τίς οἰ­κο­γέ­νει­ές τους. Πρός τούς γο­νεῖς ἤ συ­ζύ­γους τῶν Μαρ­τύ­ρων, τά παι­διά πού ἔ­με­ναν ὀρ­φα­νά. Σκο­πός του ἦταν καί πά­λι ἡ βο­ή­θεια. Κυ­ρί­ως ἡ πνευ­μα­τι­κή. Ἡ τό­νω­ση τοῦ ἡ­ρω­ι­κοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ φρο­νή­μα­τος, γιά νά κρα­τή­σουν τήν πί­στη τους στόν Κύ­ριο τῶν δυ­νά­με­ων καί Νι­κη­τή. Καί τό ἔρ­γο του αὐ­τό, ἔρ­γο στη­ριγ­μοῦ, εἶ­χε θαυ­μα­στά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Ὁ Κο­δρα­τος ἔ­γι­νε ὁ πο­λύ­τι­μος συμ­πα­ρα­στά­της τῶν Χρι­στια­νῶν τῆς Νι­κο­μή­δειας, ὁ ἀ­γα­πη­τός ἀ­δελ­φός ὅ­λων. Τό πα­ρά­δειγ­μά του ἀ­κο­λού­θη­σαν καί ἄλ­λοι, ὥ­στε νά σχη­μα­τι­σθεῖ γύ­ρω του ἕ­νας κύ­κλος συ­νερ­γῶν καί φί­λων μέ τό ἴ­διο ἔρ­γο, τόν στη­ριγ­μ­ό τῶν ἀ­δελ­φῶν.

Ἦ­ταν ὅ­μως φυ­σι­κό! Κά­πο­τε τό ἔρ­γο του ἔ­γι­νε ἀν­τι­λη­πτό καί ἀ­πό τούς ἐ­χθρούς. Ὁ ἔ­παρ­χος τῆς Νι­κο­μή­δειας Πε­ρί­νιος συ­νέ­λα­βε τήν ὁ­μά­δα τους καί ὁ­δή­γη­σε σέ δί­κη πρῶ­τα τόν Κο­δράτο ὡς ἀρ­χη­γό τους. Τό­τε ὁ θαρ­ρα­λέ­ος Χρι­στια­νός ὁ­μο­λό­γη­σε ὅ­τι ὁ Χρι­στός καί ἡ ἀ­λή­θεια του εἶ­ναι ὁ μό­νος θη­σαυ­ρός καί αὐ­τόν ὡς πο­λύ­τι­μον μαρ­γα­ρί­τη πρέ­πει νά κρα­τή­σουν οἱ Χρι­στια­νοί, ἔ­στω καί μέ θυ­σί­α τῆς ζω­ῆς τους. Ὁ­μο­λό­γη­σε τό ἔρ­γο του, γιά τό ὁ­ποῖ­ο καί καυ­χι­ό­ταν ἐν Κυ­ρί­ῳ.

Ἄρ­χι­σαν τό­τε οἱ βα­σα­νι­σμοί, οἱ φυ­λα­κί­σεις καί οἱ δαρ­μοί ὅ­λης της ὁ­μά­δος, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­μως τοῦ Κο­δρά­του. Γιά νά τόν κου­ρά­σουν καί νά τόν ἀ­ναγ­κά­σουν νά ἀλ­λα­ξο­πι­στή­σει, τόν με­τέ­φε­ραν στίς γύ­ρω πό­λεις καί σέ κά­θε μί­α ἀ­πό αὐ­τές τόν βα­σά­νι­ζαν.

Πρῶ­τα τόν ὁ­δή­γη­σαν καί τόν φυ­λά­κι­σαν στή Νί­και­α. Ἀλ­λά καί ἐ­δῶ ὁ Κο­δρά­τος βρί­σκει φυ­λα­κι­σμέ­νους καί ἄλ­λους Χρι­στια­νούς. Ὅ­σο ἔ­μει­νε κον­τά τους, ἔ­κα­νε τό ἴ­διο γνω­στό ἔρ­γο. Ἔρ­γο δυ­νά­με­ως καί ὁ­μο­λο­γί­ας καί ἐ­νι­σχύ­σε­ως τῆς πί­στε­ως τῶν Χρι­στια­νῶν. Ἡ φυ­λα­κή με­τα­βλή­θη­κε σέ αἴ­θου­σα κα­τη­χή­σε­ως καί να­ό δο­ξο­λο­γί­ας τοῦ Θε­οῦ. Ἔ­τσι, ὄ­χι μό­νο πῆ­ραν θάρ­ρος οἱ φυ­λα­κι­σμέ­νοι Χρι­στια­νοί, ἀλ­λά καί εἰ­δω­λο­λά­τρες πί­στευ­σαν στόν Χρι­στό καί πολ­λοί ὁ­δη­γή­θη­καν μέ χα­ρά στόν διά πυ­ρός θά­να­το. Τόν Κο­δρά­το γυ­μνό τόν κρέ­μα­σαν ψη­λά, τοῦ ἔ­ξυ­σαν τό σῶ­μα μέ σι­δε­ρέ­νια ὄρ­γα­να καί τόν μα­στί­γω­σαν μέ τήν συ­νηθισμένη σκλη­ρό­τη­τα καί τό μί­σος πού εἶχαν οἱ εἰδωλολάτρες.

Ἀ­πό τή Νί­και­α τόν με­τέ­φε­ραν στήν Ἀ­πά­μεια καί ἀ­πό ἐ­κεῖ τόν ὁ­δη­γοῦν δε­μέ­νο στήν Και­σα­ρια. Ἐ­δῶ στήν Και­σά­ρεια, ἀλ­λά­ζουν τα­κτι­κή. Τόν προ­κα­λοῦν νά θυ­σιά­σει στά εἴ­δω­λα, γιά νά τόν ἐ­λευ­θε­ρώ­σουν. Τό­τε ὁ Κο­δρα­τος ὑ­ψώ­νει τά χέ­ρια του στόν οὐ­ρα­νό. Κι ἐ­νῶ οἱ γύ­ρω του πε­ρι­μέ­νουν τή θυ­σί­α του, αὐ­τός μέ προ­σευ­χή στόν Κύ­ριο τῶν δυ­νά­με­ων συν­τρί­βει τά εἴ­δω­λα τῶν ψευ­δο­θε­ῶν. Οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες πλέ­ον ἔ­χουν μα­νιά­σει. Δέν ξέ­ρουν τί νά τοῦ κά­νουν. Τόν ἀ­νε­βά­ζουν τό­τε σέ μιά πυ­ρα­κτω­μέ­νη σχά­ρα γιά νά ψη­θεῖ καί στή συ­νέ­χεια τόν ἀ­πο­κε­φα­λί­ζουν. Ὁ ἡ­ρω­ι­κός Μάρ­τυρας πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του μέ τούς ψαλ­μι­κούς λό­γους: «Εὐ­λο­γη­τός Κύ­ριος, ὅς οὐκ ἔ­δω­κεν ἡ­μᾶς εἰς πήραν τοῖς ὁ­δοῦ­σιν αὐ­τῶν» (Ψαλμ. ρκγ΄ 6). Κρά­τη­σε τήν πί­στη του μέ­χρι τέ­λους.

Θαυ­μά­ζει κα­νείς τό μαρ­τύ­ριο καί τόν ἡ­ρω­ι­σμό τοῦ Μάρ­τυ­ρος, τήν πί­στη καί τήν παρ­ρη­σί­α του καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­κό­μη τό ἱ­ε­ρό του ἔρ­γο, ἔργο τῆς ἐ­νι­σχύ­σε­ως τῶν ἀ­δελ­φῶν. Δέν ἔ­χου­με βε­βαί­ως ἐ­μεῖς στό Ἔ­θνος μας σή­με­ρα ἐ­πί­ση­μο δι­ωγ­μό ἐ­ναν­τί­ον τῆς πί­στε­ως. Ἔ­χου­με ὅ­μως ὕ­που­λο πό­λε­μο ἐ­ναν­τί­ον τῆς ἀ­λή­θει­ας τῆς πί­στε­ως, τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς καί ἠ­θι­κῆς. Καί ὑ­πάρ­χει κίν­δυ­νος νά ἐ­πη­ρε­α­σθοῦν οἱ Χρι­στια­νοί, καί ἐ­πη­ρε­α­σμέ­νοι ἀ­πό τήν πλά­νη νά λα­τρεύ­ουν σύγ­χρο­να εἴ­δω­λα, πού λα­τρεύ­ον­ται ἀ­πό πολ­λούς καί στίς μέ­ρες μας. Ὅ­σοι πι­στοί,   «στῶ­μεν κα­λῶς»! Ἀλ­λά καί σύμ­φω­να μέ τό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ ἁ­γί­ου Μάρ­τυ­ρος Κο­δρά­του ἄς κά­νου­με ἔρ­γο μας τόν στη­ριγ­μό τῶν ἀ­δελ­φῶν Χρι­στια­νῶν ὄ­χι μό­νο στίς ἡμέ­ρες τῆς δο­κι­μα­σί­ας τους καί τῆς θλί­ψε­ώς τους, ἀλ­λά καί σέ πε­ρι­ό­δους κιν­δύ­νου ἀ­πό τήν πλά­νη καί τήν ἁ­μαρ­τί­α καί τήν ἀ­πο­μά­κρυν­ση ἀ­πό τούς θη­σαυ­ρούς τῆς φυ­λῆς μας. Τό ἔρ­γο τοῦ Κο­δρά­του μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τόν λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου πρός τόν ἀ­πό­στο­λο Πέ­τρο «στή­ρι­ξον τούς ἀ­δελ­φούς σου» (Λουκ. κβ΄ 32).

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Οἱ Ἅγιοι Ῥουφῖνος καὶ Σατορνῖνος

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους στὴν Καισάρεια (τῆς Καππαδοκίας), τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ ἀνθύπατος Νικομήδειας Περίνιος, ὁδηγοῦσε ἐκεῖ τὸν μάρτυρα Κοδράτο.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ψυχαΐτης

Ἔλαμψε στὰ χρόνια της σκληρῆς πάλης γιὰ τὶς ἅγιες εἰκόνες. Ἀσκητικότατος στὴ ζωή, εἶχε φοβερὸ ψυχικὸ σθένος καὶ μεγάλη τόλμη. Ἡ ἐμφάνισή του κλόνιζε τοὺς ἀντιπάλους καὶ στερέωνε τοὺς φίλους καὶ ὁμόδοξους. Οἱ εἰκονομάχοι αὐτοκράτορες τὸν καταδίωξαν. Ἔτσι πέρασε πολλὲς περιπέτειες, τὶς ὁποῖες ὑπερνίκησε καὶ κατέβαλε. Μετὰ ἀπὸ κάθε διωγμὸ ἐπανερχόταν ὀρμητικότερος. Ἐπίσης ἦταν προικισμένος καὶ μὲ θαυματουργικὴ χάρη. Ὁ θάνατος τὸν βρῆκε ὄρθιο στὸ στάδιο τῶν ἱερῶν ἀγώνων καὶ τὸν ἔφερε στὰ ἀθάνατα σκηνώματα τῶν δικαίων.

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος

Ἔζησε στὰ σκληρά, ἀλλὰ ἔνδοξα χρόνια τῶν διωγμῶν ποὺ ὑπέστη ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Πιστὸς γνήσιος, πῆρε στοὺς ὤμους τὸν σταυρό του, κήρυττε παντοῦ τὸν Χριστὸ καὶ ἔφερε σ᾿ Αὐτὸν πολυάριθμους εἰδωλολάτρες. Γι᾿ αὐτὸ διώχτηκε καὶ ταλαιπωρήθηκε. Πέρασε δὲ τὴν ζωή του μέσα σὲ διαρκῆ κίνδυνο καὶ μάχη. Τέλος ἔπεσε, ἀφοῦ λιθοβολήθηκε ἀπὸ φανατικοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ἔτσι φόρεσε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ὁ Ὅσιος Ταράσιος ὁ θαυματουργὸς «ὁ ἐν Λυκαονίᾳ»

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ Delehaye στὶς 8 Μαΐου καὶ ὀτον Λαυρωτικὸ Κώδικα 70 φ. 2176 στὶς 7 Μαΐου μὲ τὸ ἀκόλουθο ὑπόμνημα: «Οὗτος ὁ ἅγιος πατὴρ ἡμῶν ἐκ βρέφους σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ἀνάθημα γέγονε, σκληραγωγίᾳ, νηστείᾳ, προσευχῇ, δάκρυσι, χαμευνίᾳ ἑαυτὸν ἐκδώσας καὶ πάσῃ κακουχίᾳ καὶ ταλαιπωρίᾳ καὶ διὰ τὴν ἄκραν αὐτοῦ ἀρετὴν ἠξιώθη θαυματουργιῶν μεγίστων ἐκ Θεοῦ, δαίμονας ἀποσοβεῖν, νεκροὺς ἐγείρειν, λεπροὺς καθαίρειν, πάθη ἀνίατα θεραπεύειν καὶ ἁπλῶς πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἴωμενος· καὶ ἐν τούτοις τοῖς ἀγαθοῖς πᾶσιν ἐπαγωνιζόμενος μετὰ μικρὸν νοσήσας καὶ προεγνωκὼς τὴν αὐτοῦ πρὸς Θεὸν ἐκδημίαν πρὸς Κύριον, ἀπῆλθε χαριεντιζόμενος μετὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων, τῶν λαβόντων αὐτοῦ τὴν τιμίαν ψυχήν».

Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ Νέος, ὁ Μυροβλύτης (Εὕρεση τιμίων λειψάνων του)

Προφητεία τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Νέου τοῦ καὶ Μυροβλήτου, τοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος ἀσκήσαντος, πρὸ 600 ἐτῶν, περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ τῶν ἐν τέλει τοῦ αἰῶνος ἀνθρώπων. «Κατὰ τὸ 1900 ἔτος βαδίζοντες πρὸς τὸν μεσασμὸν τοῦ 8ου αἰῶνος ἄρχεται ὁ κόσμος τοῦ καιροῦ ἐκείνου, νὰ γίνεται ἀγνώριστος. Ὅταν πλησιάσῃ ὁ καιρὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου θὰ σκοτισθῆ ἡ διάνοια τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ πάθη τὰ τῆς σαρκὸς καὶ θὰ πληθυνθῆ σφόδρα ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ ἀνομία. Τότε ἔρχεται ὁ κόσμος νὰ γίνεται ἀγνώριστος, μετασχηματίζωνται αἱ μορφαὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν θὰ γνωρίζωνται οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὰς γυναῖκας διὰ τῆς ἀναισχύντου ἐνδυμασίας καὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς· οἱ τότε ἄνθρωποι θὰ ἀγριέψουν καὶ θὰ γενοῦν ὡσὰν θηρία ἀπὸ τὴν πλάνην τοῦ Ἀντιχρίστου. Δὲν θὰ ὑπάρχει σεβασμὸς εἰς τοὺς γονεῖς καὶ γεροντότερους, ἡ ἀγάπη θὰ ἐκλείψη, οἱ δὲ Ποιμένες τῶν Χριστιανῶν, Ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, θὰ εἶναι τότε ἄνδρες κενόδοξοι, παντελῶς μὴ γνωρίζοντες τὴν δεξιὰν ὁδὸν ἀπὸ τὴν ἀριστεράν, θὰ ἀλλάξουν τὰ ἤθη, αἱ παραδόσεις τῶν Χριστιανῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σωφροσύνη θὰ ἀπολεσθῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ βασιλεύση ἡ ἀσωτεία. Τὸ ψεῦδος καὶ ἡ φιλαργυρία θὰ φθάσουν εἰς τὸν μέγιστον βαθμόν, καὶ οὐαὶ εἰς τοὺς θησαυρίζοντας ἀργύρια. Αἱ πορνεῖαι, μοιχείαι, ἀρσενοκοιτίαι, κλοπαὶ καὶ φόνοι, θὰ πολιτεύωνται, ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ διὰ τὴν ἐνέργειαν τῆς μεγίστης ἁμαρτίας καὶ ἀσελγείας, οἱ ἄνθρωποι θέλουν στερηθῇ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅπου ἔλαβον εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ὡς καὶ τὴν τύψιν τῆς συνειδήσεως. Αἱ Ἐκκλησίαι δὲ τοῦ Θεοῦ θὰ στερηθοῦν εὐλαβῶν καὶ εὐσεβῶν Ποιμένων καὶ ἀλλοίμονον τότε εἰς τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ εὑρισκομένους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι θὰ στερηθοῦν τελείως τὴν πίστιν, διότι θὰ ἀναχωροῦν ἀπὸ τὸν κόσμον εἰς τὰ ἱερὰ Καταφύγια διὰ νὰ εὕρουν ψυχικὴν ἀνακούφισιν τῶν θλίψεών των καὶ παντοῦ θὰ εὑρίσκουν ἐμπόδια καὶ στενοχώριας. Κὰ πάντα ταῦτα γεννήσονται διὰ τὸ ὅτι ὁ Ἀντίχριστος θέλει κυριεύσῃ τὰ πάντα, καὶ γεννήσεται ἐξουσιαστὴς πάσης τῆς Οἰκουμένης καὶ θὰ ποιῇ τέρατα καὶ σημεῖα κατὰ φαντασίαν, θέλῃ δὲ δώσῃ πονηρᾶν σοφίαν εἰς τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον, διὰ νὰ ἐφεύρῃ, νὰ ὁμιλῇ ὁ εἷς πρὸς τὸν ἄλλον, ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν της γῆς, ἕως τὴν ἄλλην, τότε θὰ πέτανται στὸν ἀέρα ὡς πτηνὰ καὶ διασχίζοντες τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης ὡς ἰχθύες. Καὶ ταῦτα πάντα ποιοῦντες οἱ δυστυχεῖς ἄνθρωποι, διαβιοῦντες ἐν ἀνέσει, μὴ γνωρίζοντες οἱ ταλαίπωροι ὅτι ταῦτα ἐστὶ πλάνη τοῦ Ἀντιχρίστου. Καὶ τόσον θὰ προοδεύση τὴν ἐπιστήμην κατὰ φαντασίαν ὁ πονηρός, ὥστε ἀποπλανῆσαι τοὺς ἀνθρώπους καὶ μὴ πιστεύῃ εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ τρισυποστάτου Θεοῦ. Τότε βλέπων ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὴν ἀπώλειαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, θέλει κωλοβώσῃ τὰς ἡμέρας, διὰ τοὺς ὀλίγους σῳζόμενους, διότι θέλει πλανῆσαι εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Τότε αἰφνιδίως θέλει ἔλθῃ ἡ δύστομος ῥομφαῖα καὶ θὰ θανατώση τὸν πλάνον καὶ τοὺς ὀπαδοὺς αὐτοῦ». Καταγόταν – σύμφωνα μὲ τὴν Ἀκολουθία του, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1847 – ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πέτρο τῆς Κυνουρίας. Ὅταν ὁ Νεῖλος ἦλθε σὲ κατάλληλη ἡλικία, μαζὶ μὲ τὸν θεῖο του Μακάριο (ποὺ ἦταν καὶ δάσκαλός του στὰ ἱερὰ γράμματα), ἐντάχθηκαν στὸ Μοναστήρι τῆς Μαλεβῆς. Ἐκεῖ ὁ Νεῖλος χειροτονήθηκε ἱεροδιάκονος καὶ στὴ συνέχεια ἱερομόναχος. Κατόπιν πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀσκήτευσε στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτη (στὸ Καραβοστάσι) ἐπὶ πολλὰ χρόνια καὶ εἶναι ἄγνωστο πὼς τρεφόταν ἀφοῦ τὸ σπήλαιο εἶναι ἀπρόσιτο. Πέθανε εἰρηνικὰ στὶς 12 Νοεμβρίου 1651. Ὁ τάφος του βρέθηκε στὶς 7 Μαΐου 1845 ἀπὸ μοναχὸ ὀνόματι Αἰχμάλωτο ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει τὸν τόπο στὸν ὕπνο του ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος. Κατὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ τάφου ἔγιναν πολλὰ θαύματα. Ἀπὸ τὸν τάφο του ἀνάβλυζε μύρο ποὺ γιάτρευε τοὺς πιστούς. Τὸ λείψανό του βρίσκεται στὸ μοναστήρι τῆς Λαύρας. Τιμᾶται ὡς προστάτης Κυνουρίας. Ὁ Φώτης Κόντογλου ἔχει ζωγραφίσει τὴν σεπτή του εἰκόνα στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Κάτω Πατησίων-Ἀχαρνῶν.