Σήμερα 7/5 εορτάζουν:
- Ανάμνηση του εν τω ουρανώ φανέντος σημείου του Τιμίου Σταυρού επί Κωνσταντίου
- Άγιος Κοδράτος και οι μαζί μ’ αυτόν μαρτυρήσαντες
- Εύρεσις του Τιμίου Λειψάνου του Οσίου Νείλου του Νέου του Μυροβλήτη
- Άγιος Ακάκιος
- Σύναξη των Οσίων Κολλυβάδων Πατέρων, των εκ του Αγιωνύμου Άθωνος ορμωμένων
- Άγιοι Ρουφίνος και Σατορνίνος
- Όσιος Ιωάννης ο Ψυχαΐτης
- Άγιος Μάξιμος
- Όσιος Ταράσιος ο θαυματουργός «ὁ ἐν Λυκαονίᾳ»
- Μετάθεση των ιερών λειψάνων του Οσίου Ευθυμίου του Μεγάλου
- Άγιος Ιουβενάλιος ο Μάρτυρας
- Άγιος Φλάβιος ο Ιερομάρτυρας και των συν αυτώ Αγίων Μαρτύρων Αυγούστου και Αυγουστίνου των αυταδέλφων
- Όσιος Ιωάννης και οι μαθητές αυτού
- Όσιος Νείλος εκ Ρωσίας
- Άγιος Αλέξιος Τοθ ο Υπερασπιστής της Ορθοδόξου Πίστεως στην Αμερική
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Λιούμπεχ Ρωσίας
- Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου εν Ζίροβιτς Ρωσίας
- Άγιος Κύριλλος ο μάρτυρας
- Οσία Καλή
- Όσιος Γεώργιος ο εκ Γοματίου
- Όσιος Γερβάσιος o εκ Γοματίου o Αθωνίτης και διά Χριστόν σαλός
Ἐμφάνισις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
Ἡ πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἔγινε στὸ Μεγάλο Κωνσταντῖνο, μὲ τὸ θριαμβευτικὸ ἔμβλημα τῆς νίκης: «ἐν τούτῳ νίκα». Ἐδῶ ἔχουμε μία ἄλλη ἐμφάνιση, ποὺ ἔγινε στὴν Ἱερουσαλήμ, περίπου τὸ 346 μ.Χ. Τότε ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων ἦταν ὁ Κύριλλος καὶ βασιλιὰς ὁ Κωνσταντῖνος, γιὸς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ ἔγινε στὶς 7 Μαΐου. Ἦταν ἡ ὥρα (βυζαντινή) τρίτη, ὅταν ξαφνικὰ στὸν οὐρανὸ φάνηκε ὁ Τίμιος καὶ Ζωοποιὸς Σταυρός, σχηματισμένος ἀπὸ ἐκθαμβωτικὸ φῶς, πάνω ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ, μέχρι καὶ τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Τὸ ὑπερφυσικὸ αὐτὸ θέαμα προκάλεσε μεγάλο θαυμασμὸ καὶ συγκίνηση σὲ ὅλους τοὺς εὑρισκομένους στὴν Ἱερουσαλήμ. Νέοι καὶ γέροι, γυναῖκες καὶ παιδιά, ὅλοι μαζί, ἔτρεξαν στὴν ἐκκλησία καὶ μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ θερμὴ κατάνυξη εὐχαρίστησαν καὶ δόξασαν τὸ Θεό, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ ἁγίασε τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ καὶ κατέστησε τὸ σημεῖο αὐτοῦ ἰσχυρότατο ὅπλο τῶν ἀγωνιζομένων χριστιανῶν κατὰ τοῦ διαβόλου.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνα. Ἔλαμψε καὶ αὐτὸς μεταξὺ τῶν ἀπειραρίθμων ἡρῴων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, στὸν διωγμὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ Γαλερίου Μαξιμιανοῦ. Ὑπηρετοῦσε στὶς στρατιωτικὲς τάξεις, καὶ εἶχε διοικητὴ τὸν ἑκατόνταρχο Φῆρμο. Κάποια μέρα αὐτός, μὲ ἀνωτέρα διαταγή, ἀνέκρινε τοὺς στρατιῶτες του γιὰ νὰ ἐξακριβώσει, πόσοι καὶ ποιοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν χριστιανοί. Μεταξὺ αὐτῶν ποὺ ὁμολόγησαν τὸ Χριστό, ἦταν καὶ ὁ Ἀκάκιος. Ὁ Φῆρμος προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείσει, ἀλλ᾿ ὁ Ἀκάκιος ἀπάντησε μεγαλόφωνα: «Ἐγὼ χριστιανὸς γεννήθηκα, καὶ εἶμαι καὶ θὰ εἶμαι. Διότι ἔτσι μὲ διατάσσει καὶ ἔτσι τὸ θέλει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Καὶ καυχῶμαι μάλιστα, ποὺ κατάγομαι ἀπὸ γενιὰ χριστιανική». Ὁ Φῆρμος τότε, τὸν ἔστειλε στὸν ἀνθύπατο Βιβιανό. Αὐτὸς προσπάθησε μὲ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους – καλοὺς καὶ σκληρούς- νὰ ἀλλαξοπιστήσει τὸν Ἀκάκιο. Μάταια ὅμως. Τὸν ἔστειλε τότε στὴν πιὸ σκοτεινὴ φυλακὴ τοῦ Βυζαντίου, ἀφοῦ ἀνελέητα τὸν μαστίγωσε. Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν κατάφερε τίποτα. Κατόπιν, ἀνέλαβε τὸν Ἀκάκιο ὁ ἀνθύπατος Φλακκῖνος. Αὐτὸς στὴν ἀρχὴ τὸν φυλάκισε, ἀλλ᾿ ὅταν εἶδε τὴν ἄκαμπτη ἐμμονή του, διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἦταν ὁ Ἀκάκιος τότε 25 χρονῶν.
Ὁ Ἅγιος Κοδρᾶτος καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν μαρτυρήσαντες
Ὁ Ἅγιος Κοδράτος ἔζησε στή Νικομήδεια στά μέσα τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνος. Ἦταν τότε ἐποχή δύσκολη. Οἱ αὐτοκράτορες Δέκιος καί Βαλέριος εἶχαν ἐξαπολύσει ἄγριο διωγμό κατά τῶν Χριστιανῶν. Ἄτομα καί ὁλόκληρες ὀμάδες πιστῶν ὁδηγοῦνταν καθημερινά σέ διάφορα θηριώδη βασανιστήρια.
Μπροστά στήν ἀγριότητα αὐτή τῶν διωκτῶν καί τήν ἀπειλή νά θανατώσουν μέ μαρτύρια κάθε Χριστιανό καί στόν κίνδυνο νά πτοηθοῦν οἱ πιστοί, ὁ Κοδράτος δέν ἔμεινε ἀδρανής. Ἀπτόητος, βεβαιωμένος γιά τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως, ἀνέλαβε ἀγώνα τονώσεως καί ἐνισχύσεως τῶν Χριστιανῶν τῆς Νικομήδειας. Καί ἰδιαιτέρως, ἐκείνων πού ἦταν νεοφώτιστοι ἤ ἀστήρικτοι κάπως στήν πίστη, καί ἦταν δυνατόν νά δελεασθοῦν ἀπό τίς ὑποσχέσεις τῶν διωκτῶν γιά ζωή ἄνετη καί πλούσια ἤ νά πτοηθοῦν ἀπό τίς ἀπειλές. Τούς ἐπισκεπτόταν ἰδιαιτέρως, τούς μιλοῦσε μέ δύναμη, τούς ἐνίσχυε στήν πίστη, τούς ἐνέπνεε χαρά γιά τό μαρτύριο. Πόσες φορές ἄραγε καί σέ πόσους Χριστιανούς θά ὑπενθύμισε τόν λόγο τοῦ μεγάλου ἐκείνου Μάρτυρος, τοῦ Παύλου «ὑμῖν ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν»! (Φιλιπ. α΄ 29).
Ἀλλά κι ὅταν οἱ ἔνδοξοι Μάρτυρες ἔδιναν τή θαυμαστή μαρτυρία καί μέ τό μαρτύριό τους μεταφέρονταν στεφανηφόροι ἀπό τή γῆ στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, ὁ Κοδράτος, ὡς ἀδελφός πιστός, ἔστρεφε θερμό τό ἐνδιαφέρον του πρός τίς οἰκογένειές τους. Πρός τούς γονεῖς ἤ συζύγους τῶν Μαρτύρων, τά παιδιά πού ἔμεναν ὀρφανά. Σκοπός του ἦταν καί πάλι ἡ βοήθεια. Κυρίως ἡ πνευματική. Ἡ τόνωση τοῦ ἡρωικοῦ χριστιανικοῦ φρονήματος, γιά νά κρατήσουν τήν πίστη τους στόν Κύριο τῶν δυνάμεων καί Νικητή. Καί τό ἔργο του αὐτό, ἔργο στηριγμοῦ, εἶχε θαυμαστά ἀποτελέσματα. Ὁ Κοδρατος ἔγινε ὁ πολύτιμος συμπαραστάτης τῶν Χριστιανῶν τῆς Νικομήδειας, ὁ ἀγαπητός ἀδελφός ὅλων. Τό παράδειγμά του ἀκολούθησαν καί ἄλλοι, ὥστε νά σχηματισθεῖ γύρω του ἕνας κύκλος συνεργῶν καί φίλων μέ τό ἴδιο ἔργο, τόν στηριγμό τῶν ἀδελφῶν.
Ἦταν ὅμως φυσικό! Κάποτε τό ἔργο του ἔγινε ἀντιληπτό καί ἀπό τούς ἐχθρούς. Ὁ ἔπαρχος τῆς Νικομήδειας Περίνιος συνέλαβε τήν ὁμάδα τους καί ὁδήγησε σέ δίκη πρῶτα τόν Κοδράτο ὡς ἀρχηγό τους. Τότε ὁ θαρραλέος Χριστιανός ὁμολόγησε ὅτι ὁ Χριστός καί ἡ ἀλήθεια του εἶναι ὁ μόνος θησαυρός καί αὐτόν ὡς πολύτιμον μαργαρίτη πρέπει νά κρατήσουν οἱ Χριστιανοί, ἔστω καί μέ θυσία τῆς ζωῆς τους. Ὁμολόγησε τό ἔργο του, γιά τό ὁποῖο καί καυχιόταν ἐν Κυρίῳ.
Ἄρχισαν τότε οἱ βασανισμοί, οἱ φυλακίσεις καί οἱ δαρμοί ὅλης της ὁμάδος, ἰδιαιτέρως ὅμως τοῦ Κοδράτου. Γιά νά τόν κουράσουν καί νά τόν ἀναγκάσουν νά ἀλλαξοπιστήσει, τόν μετέφεραν στίς γύρω πόλεις καί σέ κάθε μία ἀπό αὐτές τόν βασάνιζαν.
Πρῶτα τόν ὁδήγησαν καί τόν φυλάκισαν στή Νίκαια. Ἀλλά καί ἐδῶ ὁ Κοδράτος βρίσκει φυλακισμένους καί ἄλλους Χριστιανούς. Ὅσο ἔμεινε κοντά τους, ἔκανε τό ἴδιο γνωστό ἔργο. Ἔργο δυνάμεως καί ὁμολογίας καί ἐνισχύσεως τῆς πίστεως τῶν Χριστιανῶν. Ἡ φυλακή μεταβλήθηκε σέ αἴθουσα κατηχήσεως καί ναό δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὄχι μόνο πῆραν θάρρος οἱ φυλακισμένοι Χριστιανοί, ἀλλά καί εἰδωλολάτρες πίστευσαν στόν Χριστό καί πολλοί ὁδηγήθηκαν μέ χαρά στόν διά πυρός θάνατο. Τόν Κοδράτο γυμνό τόν κρέμασαν ψηλά, τοῦ ἔξυσαν τό σῶμα μέ σιδερένια ὄργανα καί τόν μαστίγωσαν μέ τήν συνηθισμένη σκληρότητα καί τό μίσος πού εἶχαν οἱ εἰδωλολάτρες.
Ἀπό τή Νίκαια τόν μετέφεραν στήν Ἀπάμεια καί ἀπό ἐκεῖ τόν ὁδηγοῦν δεμένο στήν Καισαρια. Ἐδῶ στήν Καισάρεια, ἀλλάζουν τακτική. Τόν προκαλοῦν νά θυσιάσει στά εἴδωλα, γιά νά τόν ἐλευθερώσουν. Τότε ὁ Κοδρατος ὑψώνει τά χέρια του στόν οὐρανό. Κι ἐνῶ οἱ γύρω του περιμένουν τή θυσία του, αὐτός μέ προσευχή στόν Κύριο τῶν δυνάμεων συντρίβει τά εἴδωλα τῶν ψευδοθεῶν. Οἱ εἰδωλολάτρες πλέον ἔχουν μανιάσει. Δέν ξέρουν τί νά τοῦ κάνουν. Τόν ἀνεβάζουν τότε σέ μιά πυρακτωμένη σχάρα γιά νά ψηθεῖ καί στή συνέχεια τόν ἀποκεφαλίζουν. Ὁ ἡρωικός Μάρτυρας παρέδωσε τό πνεῦμα του μέ τούς ψαλμικούς λόγους: «Εὐλογητός Κύριος, ὅς οὐκ ἔδωκεν ἡμᾶς εἰς πήραν τοῖς ὁδοῦσιν αὐτῶν» (Ψαλμ. ρκγ΄ 6). Κράτησε τήν πίστη του μέχρι τέλους.
Θαυμάζει κανείς τό μαρτύριο καί τόν ἡρωισμό τοῦ Μάρτυρος, τήν πίστη καί τήν παρρησία του καί περισσότερο ἀκόμη τό ἱερό του ἔργο, ἔργο τῆς ἐνισχύσεως τῶν ἀδελφῶν. Δέν ἔχουμε βεβαίως ἐμεῖς στό Ἔθνος μας σήμερα ἐπίσημο διωγμό ἐναντίον τῆς πίστεως. Ἔχουμε ὅμως ὕπουλο πόλεμο ἐναντίον τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεως, τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί ἠθικῆς. Καί ὑπάρχει κίνδυνος νά ἐπηρεασθοῦν οἱ Χριστιανοί, καί ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν πλάνη νά λατρεύουν σύγχρονα εἴδωλα, πού λατρεύονται ἀπό πολλούς καί στίς μέρες μας. Ὅσοι πιστοί, «στῶμεν καλῶς»! Ἀλλά καί σύμφωνα μέ τό παράδειγμα τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Κοδράτου ἄς κάνουμε ἔργο μας τόν στηριγμό τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν ὄχι μόνο στίς ἡμέρες τῆς δοκιμασίας τους καί τῆς θλίψεώς τους, ἀλλά καί σέ περιόδους κινδύνου ἀπό τήν πλάνη καί τήν ἁμαρτία καί τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τούς θησαυρούς τῆς φυλῆς μας. Τό ἔργο τοῦ Κοδράτου μᾶς ὑπενθυμίζει τόν λόγο τοῦ Κυρίου πρός τόν ἀπόστολο Πέτρο «στήριξον τούς ἀδελφούς σου» (Λουκ. κβ΄ 32).
Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Οἱ Ἅγιοι Ῥουφῖνος καὶ Σατορνῖνος
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους στὴν Καισάρεια (τῆς Καππαδοκίας), τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ ἀνθύπατος Νικομήδειας Περίνιος, ὁδηγοῦσε ἐκεῖ τὸν μάρτυρα Κοδράτο.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ψυχαΐτης
Ἔλαμψε στὰ χρόνια της σκληρῆς πάλης γιὰ τὶς ἅγιες εἰκόνες. Ἀσκητικότατος στὴ ζωή, εἶχε φοβερὸ ψυχικὸ σθένος καὶ μεγάλη τόλμη. Ἡ ἐμφάνισή του κλόνιζε τοὺς ἀντιπάλους καὶ στερέωνε τοὺς φίλους καὶ ὁμόδοξους. Οἱ εἰκονομάχοι αὐτοκράτορες τὸν καταδίωξαν. Ἔτσι πέρασε πολλὲς περιπέτειες, τὶς ὁποῖες ὑπερνίκησε καὶ κατέβαλε. Μετὰ ἀπὸ κάθε διωγμὸ ἐπανερχόταν ὀρμητικότερος. Ἐπίσης ἦταν προικισμένος καὶ μὲ θαυματουργικὴ χάρη. Ὁ θάνατος τὸν βρῆκε ὄρθιο στὸ στάδιο τῶν ἱερῶν ἀγώνων καὶ τὸν ἔφερε στὰ ἀθάνατα σκηνώματα τῶν δικαίων.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος
Ἔζησε στὰ σκληρά, ἀλλὰ ἔνδοξα χρόνια τῶν διωγμῶν ποὺ ὑπέστη ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Πιστὸς γνήσιος, πῆρε στοὺς ὤμους τὸν σταυρό του, κήρυττε παντοῦ τὸν Χριστὸ καὶ ἔφερε σ᾿ Αὐτὸν πολυάριθμους εἰδωλολάτρες. Γι᾿ αὐτὸ διώχτηκε καὶ ταλαιπωρήθηκε. Πέρασε δὲ τὴν ζωή του μέσα σὲ διαρκῆ κίνδυνο καὶ μάχη. Τέλος ἔπεσε, ἀφοῦ λιθοβολήθηκε ἀπὸ φανατικοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ἔτσι φόρεσε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ὅσιος Ταράσιος ὁ θαυματουργὸς «ὁ ἐν Λυκαονίᾳ»
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ Delehaye στὶς 8 Μαΐου καὶ ὀτον Λαυρωτικὸ Κώδικα 70 φ. 2176 στὶς 7 Μαΐου μὲ τὸ ἀκόλουθο ὑπόμνημα: «Οὗτος ὁ ἅγιος πατὴρ ἡμῶν ἐκ βρέφους σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ἀνάθημα γέγονε, σκληραγωγίᾳ, νηστείᾳ, προσευχῇ, δάκρυσι, χαμευνίᾳ ἑαυτὸν ἐκδώσας καὶ πάσῃ κακουχίᾳ καὶ ταλαιπωρίᾳ καὶ διὰ τὴν ἄκραν αὐτοῦ ἀρετὴν ἠξιώθη θαυματουργιῶν μεγίστων ἐκ Θεοῦ, δαίμονας ἀποσοβεῖν, νεκροὺς ἐγείρειν, λεπροὺς καθαίρειν, πάθη ἀνίατα θεραπεύειν καὶ ἁπλῶς πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἴωμενος· καὶ ἐν τούτοις τοῖς ἀγαθοῖς πᾶσιν ἐπαγωνιζόμενος μετὰ μικρὸν νοσήσας καὶ προεγνωκὼς τὴν αὐτοῦ πρὸς Θεὸν ἐκδημίαν πρὸς Κύριον, ἀπῆλθε χαριεντιζόμενος μετὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων, τῶν λαβόντων αὐτοῦ τὴν τιμίαν ψυχήν».
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ Νέος, ὁ Μυροβλύτης (Εὕρεση τιμίων λειψάνων του)
Προφητεία τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Νέου τοῦ καὶ Μυροβλήτου, τοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος ἀσκήσαντος, πρὸ 600 ἐτῶν, περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ τῶν ἐν τέλει τοῦ αἰῶνος ἀνθρώπων. «Κατὰ τὸ 1900 ἔτος βαδίζοντες πρὸς τὸν μεσασμὸν τοῦ 8ου αἰῶνος ἄρχεται ὁ κόσμος τοῦ καιροῦ ἐκείνου, νὰ γίνεται ἀγνώριστος. Ὅταν πλησιάσῃ ὁ καιρὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου θὰ σκοτισθῆ ἡ διάνοια τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ πάθη τὰ τῆς σαρκὸς καὶ θὰ πληθυνθῆ σφόδρα ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ ἀνομία. Τότε ἔρχεται ὁ κόσμος νὰ γίνεται ἀγνώριστος, μετασχηματίζωνται αἱ μορφαὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν θὰ γνωρίζωνται οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὰς γυναῖκας διὰ τῆς ἀναισχύντου ἐνδυμασίας καὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς· οἱ τότε ἄνθρωποι θὰ ἀγριέψουν καὶ θὰ γενοῦν ὡσὰν θηρία ἀπὸ τὴν πλάνην τοῦ Ἀντιχρίστου. Δὲν θὰ ὑπάρχει σεβασμὸς εἰς τοὺς γονεῖς καὶ γεροντότερους, ἡ ἀγάπη θὰ ἐκλείψη, οἱ δὲ Ποιμένες τῶν Χριστιανῶν, Ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, θὰ εἶναι τότε ἄνδρες κενόδοξοι, παντελῶς μὴ γνωρίζοντες τὴν δεξιὰν ὁδὸν ἀπὸ τὴν ἀριστεράν, θὰ ἀλλάξουν τὰ ἤθη, αἱ παραδόσεις τῶν Χριστιανῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σωφροσύνη θὰ ἀπολεσθῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ βασιλεύση ἡ ἀσωτεία. Τὸ ψεῦδος καὶ ἡ φιλαργυρία θὰ φθάσουν εἰς τὸν μέγιστον βαθμόν, καὶ οὐαὶ εἰς τοὺς θησαυρίζοντας ἀργύρια. Αἱ πορνεῖαι, μοιχείαι, ἀρσενοκοιτίαι, κλοπαὶ καὶ φόνοι, θὰ πολιτεύωνται, ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ διὰ τὴν ἐνέργειαν τῆς μεγίστης ἁμαρτίας καὶ ἀσελγείας, οἱ ἄνθρωποι θέλουν στερηθῇ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅπου ἔλαβον εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ὡς καὶ τὴν τύψιν τῆς συνειδήσεως. Αἱ Ἐκκλησίαι δὲ τοῦ Θεοῦ θὰ στερηθοῦν εὐλαβῶν καὶ εὐσεβῶν Ποιμένων καὶ ἀλλοίμονον τότε εἰς τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ εὑρισκομένους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι θὰ στερηθοῦν τελείως τὴν πίστιν, διότι θὰ ἀναχωροῦν ἀπὸ τὸν κόσμον εἰς τὰ ἱερὰ Καταφύγια διὰ νὰ εὕρουν ψυχικὴν ἀνακούφισιν τῶν θλίψεών των καὶ παντοῦ θὰ εὑρίσκουν ἐμπόδια καὶ στενοχώριας. Κὰ πάντα ταῦτα γεννήσονται διὰ τὸ ὅτι ὁ Ἀντίχριστος θέλει κυριεύσῃ τὰ πάντα, καὶ γεννήσεται ἐξουσιαστὴς πάσης τῆς Οἰκουμένης καὶ θὰ ποιῇ τέρατα καὶ σημεῖα κατὰ φαντασίαν, θέλῃ δὲ δώσῃ πονηρᾶν σοφίαν εἰς τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον, διὰ νὰ ἐφεύρῃ, νὰ ὁμιλῇ ὁ εἷς πρὸς τὸν ἄλλον, ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν της γῆς, ἕως τὴν ἄλλην, τότε θὰ πέτανται στὸν ἀέρα ὡς πτηνὰ καὶ διασχίζοντες τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης ὡς ἰχθύες. Καὶ ταῦτα πάντα ποιοῦντες οἱ δυστυχεῖς ἄνθρωποι, διαβιοῦντες ἐν ἀνέσει, μὴ γνωρίζοντες οἱ ταλαίπωροι ὅτι ταῦτα ἐστὶ πλάνη τοῦ Ἀντιχρίστου. Καὶ τόσον θὰ προοδεύση τὴν ἐπιστήμην κατὰ φαντασίαν ὁ πονηρός, ὥστε ἀποπλανῆσαι τοὺς ἀνθρώπους καὶ μὴ πιστεύῃ εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ τρισυποστάτου Θεοῦ. Τότε βλέπων ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὴν ἀπώλειαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, θέλει κωλοβώσῃ τὰς ἡμέρας, διὰ τοὺς ὀλίγους σῳζόμενους, διότι θέλει πλανῆσαι εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Τότε αἰφνιδίως θέλει ἔλθῃ ἡ δύστομος ῥομφαῖα καὶ θὰ θανατώση τὸν πλάνον καὶ τοὺς ὀπαδοὺς αὐτοῦ». Καταγόταν – σύμφωνα μὲ τὴν Ἀκολουθία του, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1847 – ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πέτρο τῆς Κυνουρίας. Ὅταν ὁ Νεῖλος ἦλθε σὲ κατάλληλη ἡλικία, μαζὶ μὲ τὸν θεῖο του Μακάριο (ποὺ ἦταν καὶ δάσκαλός του στὰ ἱερὰ γράμματα), ἐντάχθηκαν στὸ Μοναστήρι τῆς Μαλεβῆς. Ἐκεῖ ὁ Νεῖλος χειροτονήθηκε ἱεροδιάκονος καὶ στὴ συνέχεια ἱερομόναχος. Κατόπιν πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀσκήτευσε στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτη (στὸ Καραβοστάσι) ἐπὶ πολλὰ χρόνια καὶ εἶναι ἄγνωστο πὼς τρεφόταν ἀφοῦ τὸ σπήλαιο εἶναι ἀπρόσιτο. Πέθανε εἰρηνικὰ στὶς 12 Νοεμβρίου 1651. Ὁ τάφος του βρέθηκε στὶς 7 Μαΐου 1845 ἀπὸ μοναχὸ ὀνόματι Αἰχμάλωτο ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει τὸν τόπο στὸν ὕπνο του ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος. Κατὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ τάφου ἔγιναν πολλὰ θαύματα. Ἀπὸ τὸν τάφο του ἀνάβλυζε μύρο ποὺ γιάτρευε τοὺς πιστούς. Τὸ λείψανό του βρίσκεται στὸ μοναστήρι τῆς Λαύρας. Τιμᾶται ὡς προστάτης Κυνουρίας. Ὁ Φώτης Κόντογλου ἔχει ζωγραφίσει τὴν σεπτή του εἰκόνα στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Κάτω Πατησίων-Ἀχαρνῶν.