ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (8/5)

Σήμερα 8/5 εορτάζουν:

  • Άγιος Νικήτας ο Νέος Ιερομάρτυρας
  • Άγιοι Γεώργιος, Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος και Μιχαήλ από τη Σαμοθράκη
  • Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής (Σύναξις της αγίας κόνεως της εκπορευομένης εκ του τάφου του Ιωάννου του Θεολόγου)
  • Όσιος Αρσένιος ο Μέγας
  • Όσιος Μήλης ο Υμνωδός
  • Άγιοι Στρατιώτες οι Μάρτυρες
  • Ανάμνηση Θαύματος της Υπεραγίας Θεοτόκου στην πόλη Κασσιόπη
  • Αγία Αυγουστίνη η Μάρτυρας, η εν Βυζαντίω
  • Όσιος Αρσένιος Βαρνακοβίτης
  • Όσιος Αρσένιος του Νόβγκοροντ, ο διά Χριστόν σαλός
  • Όσιος Αρσένιος ο εν τη Λαύρα του Κιέβου ασκήσας
  • Όσιος Κασσιανός ο Έγκλειστος
  • Άγιος Ελλάδιος Επίσκοπος Ωξέρρης
  • Άγιος Διονύσιος ο Ιερομάρτυρας
  • Όσιοι Ζωσιμάς και Ανδριανός
  • Σύναξη της Παναγίας της Κασσωπίτρας στην Κέρκυρα
  • Σύναξη της Παναγίας της Κασσωπίτρας στην Άρτα
  • Σύναξη των Χιλίων Διακοσίων Σαράντα Ένα Νεομαρτύρων της Νάουσας
  • Σύναξη της Παναγίας της Παντάνασσας στον Μυστρά

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καὶ Εὐαγγελιστής

8.-Euaggelistis-Ioannis

Α. Ὁ μα­θη­τής τῆς ἀ­γά­πης.

Μ’ αὐ­τό τό ὡ­ραῖ­ο ὄ­νο­μα εἶ­ναι γνω­στός ὁ ἅ­γιος Εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης. Δι­ό­τι καί γε­μά­τος ἀ­γά­πη ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ἀ­πέ­ναν­τι τοῦ Κυ­ρί­ου, καί μέ ἀ­γά­πη πολ­λή τόν πε­ρι­έ­βαλ­λε ὁ Θε­ός τῆς ἀ­γά­πης, καί τῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι δι­α­πρύ­σιος κῆ­ρυξ τό­σο στό Ἱ­ε­ρό Εὐ­αγ­γέ­λιό του, ὅ­σο καί στίς τρεῖς Κα­θο­λι­κές ἐ­πι­στο­λές του καί τήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη. Ἑ­κα­τό πε­ρί­που φο­ρές ἀπαντᾶ­ται ἡ λέ­ξη ἀ­γά­πη καί ἀ­γα­πῶ στίς θε­ο­πνεύ­στους συγ­γρα­φές του. Καί δι­α­κη­ρύτ­τει μ’ αὐ­τές ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες τή δύ­να­μη, τήν ὁ­ποί­α πε­ρι­κλεί­ει ἡ πο­λύ σπου­δαί­α αὐ­τή ἀ­ρε­τή τῆς ἀ­γά­πης. Ἄλ­λα ἄς πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με μέ βά­ση τά ἱ­ε­ρά κεί­με­να τή με­γά­λη αὐ­τή φυ­σι­ο­γνω­μί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἐν­σάρ­κω­σε τήν ἀ­γά­πη.

Ἀ­πό τή Βηθ­σαϊ­δά της Γα­λι­λαῖ­ος κα­τα­γό­ταν ὁ Ἰ­ω­άν­νης, τήν πό­λη πού εἶ­χε τήν ἐ­ξαι­ρε­τι­κή τι­μή νά ἀ­να­δεί­ξει τό­σους μα­θη­τές καί Ἀ­πο­στό­λους. Ἦ­ταν γιός τοῦ Ζε­βε­δαί­ου καί τῆς Σαλώ­μης, ἀ­δελ­φός τοῦ Ἰ­α­κώ­βου, τοῦ ἐ­πί­σης με­γά­λου Ἀ­πο­στό­λου τοῦ Χρι­στοῦ. Οἰ­κο­γέ­νεια ἁ­λι­έ­ων ἦ­ταν ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του. Καί στήν ἁ­λι­εί­α ἐ­πι­δό­θη­κε καί ὁ ἴ­διος. Ἁ­λι­εύς ἰ­χθύ­ων ἦταν. Ἀλ­λά καρ­δί­α εὐ­γε­νής, μέ πό­θους ὑ­ψη­λούς καί ὁ­ρα­μα­τι­σμούς εὐ­γε­νεῖς, κα­θώς ἦ­ταν, δέν ἰ­κα­νο­ποι­οῦν­ταν ἀ­πό τό βι­ο­πο­ρι­στι­κό ἔρ­γο του. Ἄλ­λες ἀ­νώ­τε­ρες καί πνευματικότερες ἐ­πι­θυ­μί­ες γέ­μι­ζαν τήν καρ­διά του. Καί γί­νον­ταν ἰ­σχυ­ρές καί ἐ­πι­τα­κτι­κές ἀ­πό τή με­λέ­τη τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, στήν ὁ­ποί­α μέ ὅ­λη τή δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς τοῦ ἐπιδιδόταν. Καί οἱ μυ­στι­κοί του παλ­μοί καί ὁ πό­θός του νά ἔλ­θει σύν­τομα ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος, πού θά ἰ­δρυ­σει τή νέ­α πνευ­μα­τι­κή κοι­νω­νί­α, τήν ἰ­δα­νι­κή κοι­νω­νί­α, τήν ὁ­ποί­α προφήτευ­αν οἱ προ­φῆ­τες, ξε­σποῦ­σαν σέ θερ­μή δέ­η­ση καί ἱ­κε­σί­α πρός τόν Θε­ό. Μέ τό δρά­μα τῆς νέ­ας αὐ­τῆς ἐ­πο­χῆς ζοῦ­σε ὁ τα­πει­νός ἁ­λι­εύς τῆς Γα­λι­λαί­ας.

Καί ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη ὥ­ρα ἔ­φθα­σε. Ὁ μέ­γας ἀ­να­με­νό­με­νος, πού θά γι­νό­ταν ὁ θεῖ­ος ἱ­δρυ­τής τῆς νέ­ας βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, ἦλ­θε. Εἶ­ναι Ἐ­κεῖ­νος, τόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­δει­ξε ὁ Πρό­δρο­μός Του, ὁ Ἰ­ω­άν­νης, στά πλή­θη καί εἶ­πε: «ἰ­δέ ὁ ἀ­μνός τοῦ Θε­οῦ ὁ αἴ­ρων τήν ἁ­μαρ­τί­αν τοῦ κό­σμου». Εἶ­ναι, λοι­πόν, νά πε­ρι­μέ­νει ἀ­κό­μη καί νά ἀ­να­βάλ­λει ὁ μα­θη­τής; Πό­θος καί προ­σμο­νή ἐ­τῶν πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται. Μπο­ρεῖ νά μεί­νει ἀ­συγ­κί­νη­τη ἡ εὐ­γε­νής ψυ­χή; Γι’ αὐ­τό, ὅ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς, πού γνώ­ρι­ζε τήν ἁ­γί­α του ἐ­πι­θυ­μί­α, τόν κα­λεῖ μα­ζί μέ τόν ἀ­δελ­φό του Ἰ­ά­κω­βο στό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­ξί­ω­μα, ἐ­κεῖ­νος μέ κά­θε προ­θυ­μί­α ἀ­φή­νει καί πλοῖ­ο καί δί­κτυ­α καί ἁ­λί­ευ­μα καί πα­τέ­ρα καί οἰ­κο­γέ­νεια καί προ­σκολ­λᾶ­ται στόν Ἰ­η­σοῦ καί ἀ­φο­σι­ώ­νε­ται σ’ αὐ­τόν μέ μί­αν ἀ­γά­πη ὁ­λό­θερ­μη καί θαυ­μα­στή, ἡ ὁ­ποί­α τοῦ ἐ­ξα­σφά­λι­σε θέ­ση ἐ­ξαί­ρε­τη μέ­σα στόν κύ­κλο τῶν δώ­δε­κα μα­θη­τῶν καί Ἀ­πο­στό­λων.

Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἀ­γά­πη­σε τόν Ἰ­η­σοῦ καί ἀ­γα­πή­θη­κε ἀ­π’ αὐ­τόν. Πρό­θυ­μος στούς κό­πους τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κῆς ἐρ­γα­σί­ας, γε­μά­τος ἀν­το­χή στίς ὁ­δοι­πο­ρί­ες, τρέ­χει παν­τοῦ, ὅ­που ὁ Ἴησοῦς τόν ἀ­πο­στέλ­λει, γιά νά κη­ρύ­ξει τά μυ­στή­ρια της νέ­ας βα­σι­λεί­ας, καί νά ἑ­τοι­μά­σει τό ἔ­δα­φος νά ἀ­κού­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι τόν ἐρ­χό­με­νο Σω­τή­ρα. Ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι τό ὄ­νο­μα πού πε­ρι­φέ­ρει στά χεί­λη καί κλεί­νει στήν καρ­διά. Ὁ Ἰ­η­σους εἶ­ναι τό ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς ὁ­λό­θερ­μης ἀ­γά­πης του. Ἡ δό­ξα τοῦ Ἰ­η­σοῦ εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς ψυ­χῆς του. Δέν ἔ­χει ση­μα­σί­α, ἄν στήν ὑ­περ­βο­λή τῆς ἀ­γά­πης του ζη­τᾶ νά τοῦ δο­θεῖ ἄ­δεια νά προ­σευ­χη­θεῖ γιά νά κα­τέλ­θει «πῦρ ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ», γιά νά κα­τα­κά­ψει τούς κα­τοί­κους μιᾶς πό­λε­ως τῆς Σαμαρείας, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἤ­θε­λαν νά δε­χθοῦν τόν Κύ­ριο. Θά τόν ἐ­πα­να­φέ­ρει ὁ Κύ­ριος μέ τούς λό­γους του ἐ­κεί­νους· «οὐκ οἴ­δα­τε οἰ­ου πνεύ­μα­τος ἐ­στε ὑ­μεῖς». Ὅ­μως καί τό περιστα­τι­κό αὐ­τό δεί­χνει τήν θερ­μή ἀ­γά­πη τοῦ Ἰ­ω­άν­νη πρός τόν Δι­δά­σκα­λο.

Τί­πο­τε δέν μπο­ρεῖ νά χω­ρί­σει ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τόν μα­θη­τή ἀ­πό τόν Δι­δά­σκα­λό του. Οὔ­τε οἱ συ­κο­φαν­τι­κές κα­τη­γο­ρί­ες τῶν ἐ­χθρῶν του. Οὔ­τε οἱ δο­κι­μα­σί­ες καί οἱ θλί­ψεις τῆς ἀποστο­λι­κῆς ζω­ῆς, οὔ­τε οἱ στε­ρή­σεις καί οἱ κό­ποι. Τόν ἀ­κο­λου­θεῖ παν­τοῦ. Τόν λα­τρεύ­ει κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά. Τοῦ ἔ­χει πα­ρα­δώ­σει ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά τήν καρ­διά του. Σκέ­πτε­ται τόν Χρι­στό, ἀ­να­πνέ­ει τή ζω­ή τοῦ Χρί­στου. Ζεῖ μό­νο γιά τόν Χρι­στό. Καί γι’ αὐ­τό, ὅ­ταν οἱ πάν­τες τόν ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν κα­τά τίς δρα­μα­τι­κές ὧ­ρες τῆς σταυ­ρώ­σε­ως καί «οἱ μα­θη­ταί πάν­τες ἀ­φέν­τες αὐ­τόν ἔφυ­γον» καί δι­α­σκορ­πί­σθη­καν ἀ­πό τόν φό­βο τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, ὁ Ἰ­ω­άν­νης μό­νος μέ­νει κά­τω ἀ­πό τό Σταυ­ρό. Μέ­νει καί πα­ρα­κο­λου­θεῖ μέ σπα­ραγ­μό ψυ­χῆς τόν δι­δά­σκα­λο κα­θη­λω­μέ­νο στό ξύ­λο τῆς ὀ­δύ­νης. Μέ­νει κον­τά του καί σ’ αὐ­τές τίς δρα­μα­τι­κές ὧ­ρες γιά νά δεί­ξει, ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­τοι­μος καί τή ζω­ή του ἀ­κό­μη νά θυ­σιά­σει γιά χά­ρη τοῦ Δι­δα­σκά­λου. Νά τό μέ­γε­θος τῆς ἀ­γά­πης τοῦ εὐ­γε­νοῦς καί πι­στοῦ μα­θη­τοῦ· ἀ­γά­πης, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρα­κο­λου­θεῖ­ται ἀ­πό θάρ­ρος ἄ­καμ­πτο καί παρ­ρη­σί­α πολ­λή καί τόλ­μη θαυ­μα­στή καί σταθερότητα ἔ­ξο­χη.

Σέ μί­α τέ­τοι­α ἀ­γά­πη ἦ­ταν δυ­να­τόν νά μή ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ ὁ Κύ­ριος; Πο­τέ. Καί νά ὅ­τι ἐκ­δη­λώ­νει τέ­τοι­α ἀ­γά­πη πρός τόν μα­θη­τή, ὥ­στε εἶ­ναι γνω­στός ὡς μα­θη­τής, «ὅν ἠ­γά­πα ὁ Ἰησοῦς». Μα­ζί μέ τόν ἀ­δελ­φό του Ἰ­ά­κω­βο καί τόν Πέ­τρο τόν παίρ­νει μάρ­τυ­ρα τῶν με­γά­λων γε­γο­νό­των τῆς ζω­ῆς του. Στήν οἰ­κί­α τοῦ Ἰ­α­εί­ρου, στό ὅ­ρος τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως, στήν Γεθ­ση­μα­νή εἶ­ναι μα­ζί μέ τόν Δι­δά­σκα­λο. Ἀλ­λά καί στόν Μυ­στι­κό Δεῖ­πνο κά­θε­ται πο­λύ κον­τά στόν Δι­δά­σκα­λο. Καί ὅ­ταν Ἐ­κεῖ­νος προ­λέ­γει, ὅ­τι «εἷς ἐξ ὑ­μῶν πα­ρα­δώ­σει με» ὁ Ἰ­ω­άν­νης γέρ­νει πά­νω στό στῆ­θος τοῦ Δι­δα­σκά­λου γιά νά τόν ρω­τή­σει: «Κύ­ρι­ε, τίς ἐ­στιν ὁ πα­ρα­δι­δούς σέ;» Μί­α στά­ση συγ­κι­νη­τι­κή, κα­τά τήν ὁ­ποί­α δέν γνω­ρί­ζει κα­νείς τί νά θαυ­μά­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο, τήν ἀ­γά­πη τοῦ Δι­δα­σκά­λου ἤ τήν ἀ­φο­σί­ω­ση τοῦ μα­θη­τοῦ.

Καί τό ἐ­πι­στέ­γα­σμα τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Δι­δα­σκά­λου πρός τόν μα­θη­τή ὁ Ἰ­η­σοῦς ἀ­πό τό ὕ­ψος τοῦ σταυ­ροῦ πα­ρα­δί­δει στή στορ­γι­κή φρον­τί­δα τοῦ μα­θη­τοῦ τήν Πα­να­γί­α Μη­τέ­ρα Του. Ἰ­ω­άν­νη, «ἰ­δού ἡ μή­τηρ σου», ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πό τούς λό­γους, πού πρό­φε­ρε ὁ Κύ­ριος πά­νω ἀ­πό τόν σταυ­ρό. Καί «ἀπ’ ἐ­κεί­νης τῆς ὥ­ρας ἔ­λα­βεν ὁ μα­θη­τής αὐ­τήν εἰς τά ἴ­δια».

Με­γά­λη πράγ­μα­τι ἡ δύ­να­μη τῆς ἀ­γά­πης. Ἑ­νώ­νει τόν μι­κρό ἄν­θρω­πο μέ τόν Παν­το­δύ­να­μο Θε­ό. Καί τόν κα­θι­στᾶ ἄ­ξιο νά γί­νε­ται μέ­το­χος τῆς δι­κῆς του μα­κα­ρι­ό­τη­τος. Ἐ­ξευ­γε­νί­ζει τήν ψυ­χή καί τήν κά­νει ὁ­μοί­ω­μα τοῦ Θε­οῦ, ἀ­ξί­α νά ζεῖ μέ­σα στό Πνεῦ­μα καί τίς εὐ­λο­γί­ες του.

Ἔ­χου­με ἄ­ρα­γε ἐ­μεῖς τήν ἀ­γά­πη αὐ­τή;

Β. Ὁ ἀ­κα­τα­πό­νη­τος Ἀ­πό­στο­λος.

Τά λυ­πη­ρά γε­γο­νό­τα τῆς σταυ­ρώ­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου ἔ­χουν πε­ρά­σει πλέ­ον. Ἡ ἀ­να­το­λή τῆς Κυ­ρια­κῆς φέρ­νει τά χαρ­μό­συ­να μη­νύ­μα­τα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Ἄγ­γε­λοι λευ­κο­φο­ρε­μέ­νοι με­τα­δί­δουν στίς Μυ­ρο­φό­ρες τή με­γά­λη εἴ­δη­ση: Ὁ Ἰ­η­σοῦς ἠ­γέρ­θη. «Οὐκ ἐ­στιν ὧ­δε. Ἴ­δε ὁ τό­πος, ὅ­που ἔ­θη­καν αὐ­τόν». Εἶ­ναι τό μή­νυ­μα, πού θά τό πά­ρουν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι καί θά τό με­τα­φέ­ρουν στά πέ­ρα­τα τοῦ κό­σμου. Εἶ­ναι τό μή­νυ­μα, ἐ­πά­νω στό ὁ­ποῖ­ο θά στη­ρι­χθεῖ ὁ­λό­κλη­ρο τό οἰ­κο­δό­μη­μα τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος. Εἶ­ναι ἡ με­γά­λη, ἡ ἀ­κα­τα­νί­κη­τη ἀ­λή­θεια, πού θά δώ­σει φτε­ρά στούς Ἀ­πο­στό­λους γιά νά ἀ­φι­ε­ρω­θοῦν στή με­γά­λη ὑ­πό­θε­ση τῆς δι­α­κη­ρύ­ξε­ως τῆς θε­ό­τη­τος τοῦ Κυ­ρί­ου. Οἱ Μυ­ρο­φό­ρες με­τα­δί­δουν τήν εἴ­δη­ση στούς μα­θη­τές. Καί νά δυ­ό μα­θη­τές, ὁ Πέ­τρος καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἑ­τοι­μά­ζον­ται νά ἐ­πι­σκε­φθοῦν τό μνη­μεῖ­ο. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὡς νε­ώ­τε­ρος τρέ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τόν Πέ­τρο. Τρέ­χει νά φθά­σει ὅ­σο τό δυ­να­τόν γρη­γο­ρό­τε­ρα στό μνη­μεῖ­ο. Φθά­νει. Ρί­χνει μί­α βι­α­στι­κή μα­τιά στό ἐ­σω­τε­ρι­κό του τά­φου. Δι­α­κρί­νει τά ὀ­θό­νια καί τό σου­δά­ριο χω­ρι­στά καί ἀ­να­χω­ρεῖ. Δέν ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πό ἄλ­λη μαρ­τυ­ρί­α. Τοῦ εἶ­ναι αὐ­τή ἀρ­κε­τή. Θά τήν δι­α­κη­ρύτ­τει ἀρ­γό­τε­ρα τήν ἐ­πί­σκε­ψή του αὐ­τή καί μ’ αὐ­τήν θά πεί­θει πολ­λούς γιά τήν Ἄ­να­στα­σή του Δι­δα­σκά­λου.

Οἱ μέ­ρες περ­νοῦν. Ὁ ἀ­να­στάς Κύ­ριος μέ σει­ρά ἐμ­φα­νί­σε­ων σέ μι­κρό­τε­ρους καί με­γα­λύ­τε­ρους ὁ­μί­λους μα­θη­τῶν πι­στο­ποι­εῖ τήν Ἀ­νά­στα­σή Του. Ἡ ἡ­μέρα τῆς ἐν­δό­ξου Ἀναλήψεως Κυ­ρί­ου στόν οὐ­ρα­νό φθά­νει. Καί ὁ Πα­ρά­κλη­τος τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς κα­τέρ­χε­ται στούς μα­θη­τές. Δυ­να­μω­μέ­νοι τώ­ρα ἐ­κεῖ­νοι ἀ­πό τή δύ­να­μή Του, φω­τι­σμέ­νοι ἀ­πό τό φῶς Του, πυ­ρα­κτω­μέ­νοι ἀ­πό τή φλό­γα τῆς ἀ­γά­πης πού τούς με­τέ­δω­σε, ἐ­ξέρ­χον­ται στό κή­ρυγ­μα, γιά νά κα­λέ­σουν Ἰ­ου­δαί­ους καί Ἐ­θνι­κούς σέ με­τά­νοι­α. Τό ἱ­ε­ρό βι­βλί­ο τῶν Πρά­ξε­ων τῶν Ἀ­πο­στό­λων καί ἡ Ἱ­ε­ρά Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας πα­ρέ­χουν πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τήν Ἀ­πο­στο­λι­κή δρά­ση τοῦ τολ­μη­ροῦ μα­θη­τοῦ, τοῦ μα­θη­τοῦ πού συν­δύ­α­ζε τή φλό­γα τῆς ἀ­γά­πης μέ τή δύ­να­μη τῆς θε­λή­σε­ως. Ἀρ­χι­κά οἱ Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων μας πλη­ρο­φο­ροῦν, ὅ­τι ἔ­πει­τα ἀ­πό ἕ­να θαῦ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­κα­νε ὁ Πέ­τρος καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης, οἱ ὁ­ποῖ­οι θε­ρά­πευ­σαν ἕ­ναν ἐκ γε­νε­τῆς χω­λό, ξε­ση­κώ­θη­κε σά­λος ἐ­ναν­τί­ον τούς ἐκ μέ­ρους τῶν ἀρ­χόν­των τῶν Ἰ­ου­δαί­ων· τούς κά­λε­σαν καί μέ ἀ­πει­λές με­γά­λες τούς ἐ­πέ­στη­σαν τήν προ­σο­χή νά μήν κη­ρύ­ξουν πλέ­ον τό ὄ­νο­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Καί οἱ δυ­ό ὅ­μως Ἀ­πό­στο­λοι ἀ­πήν­τη­σαν μέ πο­λύ θάρ­ρος: «Εἰ δί­και­όν ἐ­στιν ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ ὑ­μῶν ἀ­κού­ειν μᾶλ­λον ἤ τοῦ Θε­οῦ, κρί­να­τε. Οὐ δυ­νά­με­θα γάρ ἡ­μεῖς ἅ εἴ­δο­μεν καί ἠ­κού­σα­μεν μή λα­λεῖν» (Πράξ. δ΄ 19-20). Θά γρά­ψει ἀρ­γό­τε­ρα στήν Α΄ ἐ­πι­στο­λή του: «Ὅ ἀ­κη­κό­α­μεν, ὅ ἐ­ω­ρά­κα­μεν τοῖς ὀ­φθαλ­μοῖς ἡ­μῶν, ὅ ἐ­θε­α­σά­με­θα καί αἱ χεῖ­ρες ἡ­μῶν ἐ­ψη­λά­φη­σαν, ἀ­παγ­γέλ­λο­μεν ὑ­μῖν» (α΄ 1, 3). Σᾶς τό με­τα­δί­δου­με γιά νά ἔ­χε­τε καί σεῖς κοι­νω­νί­α μα­ζί μέ τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό.

Μέ τό ἴ­διο θάρ­ρος καί τήν ἴ­δια παρ­ρη­σί­α συ­νε­χί­ζει ὁ Ἰ­ω­άν­νης τό ἀ­πο­στο­λι­κό του ἔρ­γο στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Καί εἶ­ναι τό­σο τό κύ­ρος, τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει ἀ­νά­με­σα στούς Χρι­στια­νούς τῆς πρώ­της Ἐκ­κλη­σί­ας, ὥ­στε ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τόν ὀ­νο­μά­ζει στήν πρός Γα­λά­τας ἐ­πι­στο­λή του ἕ­ναν ἀ­πό τούς στύ­λους της (Γα­λάτ. β 9). Εἶ­ναι γνω­στό, ὅ­τι ὅ­ταν κη­ρύ­χθη­κε ὁ λόγος τοῦ Θε­οῦ στή Σα­μά­ρεια, οἱ Ἀ­πό­στο­λοι γιά νά ἐ­νι­σχύ­σουν τούς πι­στούς της πε­ρι­ο­χῆς ἐ­κεί­νης ἔ­στει­λαν ἐ­κεῖ τόν Πέ­τρο καί τόν Ἰ­ω­άν­νη. Μέ τό ἀ­πο­στο­λι­κό τους κύ­ρος ἐ­κεῖ­νοι καί τό θεῖ­ο φω­τι­σμό ἐ­νί­σχυ­σαν τήν προ­σπά­θεια καί διά τῆς ἐ­πι­θέ­σε­ως τῶν χει­ρῶν τους πάνω σ’ αὐ­τούς πού εἶχαν πιστέψει καί βαπτισθεῖ με­τέ­δι­δαν τήν χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύμα­τος. Ἀλλά καί στήν Ἀ­πο­στο­λι­κή Σύ­νο­δο στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα με­τέ­χει καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης καί μέ τήν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς δι­α­νοί­ας του καί τήν φω­τι­σμέ­νη τοῦ πί­στη συν­τε­λεῖ καθοριστικά στό νά λη­φθοῦν ἀ­π’ αὐ­τήν οἱ ὀρ­θές ἀ­πο­φά­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες τό­σο κα­λά ἐ­πρό­κει­το νά τα­κτο­ποι­ή­σουν ὁ­ρι­σμέ­να φλέ­γον­τα ζη­τή­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Τίς αὐ­θεν­τι­κές αὐ­τές πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τήν ἀ­πο­στο­λι­κή ζω­ή τοῦ Ἰ­ω­άν­νου, οἱ ὁ­ποῖ­ες πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἔρ­χον­ται νά συμ­πλη­ρώ­σουν πλη­ρο­φο­ρί­ες ἀ­πό τήν Παρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἔ­τσι μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ἡ Πα­ρά­δο­ση ὅ­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης κή­ρυ­ξε ἐ­πί ἔ­τη στήν Ἀ­σί­α τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­χε ἀ­πο­μεί­νει ὁ μό­νος ἀ­πό τούς Ἀ­πο­στό­λους. Ὁ Ἰάκω­βος εἶ­χε φο­νευ­θεῖ. Ὁ Παῦ­λος εἶ­χε θα­να­τω­θεῖ. Ὅ­λο τό βά­ρος, λοι­πόν, τοῦ ἔρ­γου τό κρα­τοῦ­σε στούς ὤ­μους του. Ἦ­ταν τό μό­νο στή­ριγ­μα τῶν πι­στῶν στήν Ἀ­σί­α. Ἐρ­γά­ζε­ται ἀ­κα­τα­πό­νη­τα. Τρέ­χει παν­τοῦ. Τέ­λος κα­τα­λή­γει στήν Ἔ­φε­σο. Ἡ πό­λη αὐ­τή ἦ­ταν σέ πο­λύ με­γά­λη ἀ­κμή τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη. Πο­λυ­άν­θρω­πη καί πλου­σί­α, ἦ­ταν πο­λύ με­γά­λο κέν­τρο ἐμ­πο­ρί­ου καί βι­ο­τε­χνί­ας. Ἀλλά καί πό­λη τῶν γραμ­μά­των καί τῶν τε­χνῶν. Ἐ­κτός ἀ­πό αὐ­τά ἦ­ταν καί με­γά­λο κέν­­τρο τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας, δι­ό­τι ἐ­κεῖ λα­τρευ­ό­ταν μέ με­γα­λο­πρέ­πεια καί μέ με­γά­λες πα­νη­γύ­ρεις ἡ θε­ά Ἄρ­τε­μις. Τό ὀ­χυ­ρό ἐ­κεῖ­νο τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας ἔ­πρε­πε νά πέ­σει. Καί ἡ εἰδωλολατρική Ἔφεσος νά γί­νει κέν­τρο λα­τρεί­ας τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ. Ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος, ὁ ὁ­ποῖ­ος πρίν ἀ­πό τόν Ἰ­ω­άν­νη εἶ­χε πε­ρά­σει ἀ­πό ἐ­κεῖ, εἶ­χε ἐ­πι­φέ­ρει πλήγ­μα­τα ἐ­ναν­τί­ον τῆς πα­λαι­ᾶς θρη­σκεί­ας. Ἀλλά τό ὀ­χυ­ρό ἀ­κό­μη ἀν­τι­στε­κό­ταν. Ὁ Ἰωάν­νης μέ τήν θερ­μή του πί­στη ἐ­πέ­δρα­σε βα­θύ­τα­τα πά­νω στήν κοι­νω­νί­α τῆς Ἐ­φέ­σου. Εἵλ­κυ­σε πολ­λούς στήν πί­στη καί δη­μι­ουρ­γή­θη­κε με­γά­λη καί ἐ­πί­ση­μη Ἐκ­κλη­σί­α. Οἱ πιστοί μέ βα­θύ­τα­το σε­βα­σμό ἄ­κου­γαν τόν θεῖ­ο Εὐ­αγ­γε­λι­στή καί ἀ­φω­σι­ώ­νον­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο στόν Χρι­στό, ὁ­δη­γού­με­νοι ἀ­πό τό πα­ρά­δειγ­μα καί τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ Ἀ­πο­στό­λου. Ἔ­κει χει­ρο­το­νοῦ­σε καί ἐγ­κα­θι­στοῦ­σε ἐ­πι­σκό­πους καί ἄλ­λους κλη­ρι­κούς γιά τίς ἀ­νάγ­κες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί ἐ­πι­δι­δό­ταν στήν κα­λύ­τε­ρη ὀρ­γά­νω­σή της.

Με­τά τήν Ἔ­φε­σο ἡ Πα­ρά­δο­ση φέρ­νει τόν Ἰ­ω­άν­νη ἐ­ξό­ρι­στο στή νῆ­σο Πά­τμο, ὅ­που ἔ­γρα­ψε τήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη. Σώ­ζε­ται καί σή­με­ρα τό σπή­λαι­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως, ὅ­που κα­τέ­φυ­γε ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής καί συ­νέ­γρα­ψε τό μό­νο ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κό βι­βλί­ο τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης.

Ἐ­πι­στρέ­φει ἀ­κο­λού­θως στήν Ἔ­φε­σο. Δι­δά­σκει, πα­ρά τό βα­θειά γηρατειά του. Νου­θε­τεῖ. Κα­θο­δη­γεῖ. Ἀρ­χαί­α ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μαρ­τυ­ρί­α μας λέ­ει, ὅ­τι μή μπο­ρών­τας λό­γω τῆς ἐξαντλή­σε­ως τῶν δυ­νά­με­ών του νά ἐκ­φω­νεῖ ὁ­μι­λί­ες, πε­ρι­ο­ρι­ζό­ταν νά λέ­ει: «Τε­κνί­α μου, ἀ­γα­πᾶ­τε ἀλ­λή­λους». Σέ βα­θειά γε­ρά­μα­τα ἐ­κοι­μή­θη στήν Ἐ­φε­σο. Ἀ­να­παύ­θη­κε ἀ­πό τούς κό­πους τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ του ἔρ­γου καί με­τέ­στη στούς οὐρανούς, κον­τά στόν μι­σθα­πο­δό­τη Κύ­ριο γιά νά λά­­βει τόν μι­σθό τοῦ κό­που του, τῶν θυ­σι­ῶν του, τῶν μαρ­τυ­­ρί­ων του. Τι­μή καί δό­ξα ἀ­λη­θι­νή τόν πε­ρί­με­νε στούς οὐ­ρα­νούς. Ἀλ­λά τι­μή καί δό­ξα πε­ρι­μέ­νει καί κά­θε πι­στό, πού θά ἀ­φι­έ­ρω­σει τίς δυ­νά­μεις του γιά νά δο­ξα­σθεῖ τό ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Τό σκε­φθή­κα­με ἄ­ρα­γε;

Γ. Ὁ θε­ό­πνευ­στος συγ­γρα­φεύς.

Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἀ­ξι­ώ­θη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό νά γί­νει συγ­γρα­φεύς πο­λύ σπου­δαί­ων βι­βλί­ων τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Ἔ­τσι, φω­τι­σ­μέ­νος ἀ­πό τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, ἔ­γρα­ψε τό ὁ­μώ­νυ­μο Εὐαγγέλιο, τρεῖς Κα­θο­λι­κές ἐ­πι­στο­λές καί τήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη. Καί δι­δά­σκει καί θά δι­δά­σκει μέ­χρις ὅ­του θά ὑ­πάρ­χει κό­σμος μέ τίς θε­ό­πνευ­στες αὐ­τές συγ­γρα­φές του τήν πί­στη στόν Κύ­ριό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό καί τήν ἀ­γά­πη, τήν ὁ­ποί­α χρω­στᾶ ὁ ἄν­θρω­πος στόν Θε­ό καί τούς ἀ­δελ­φούς του. Ἅς ρί­ξου­με ἕ­να σύν­το­μο βλέμ­μα στά θε­ό­πνευ­στα αὐ­τά ἔρ­γα τοῦ ἱ­ε­ροῦ Εὐαγγε­λι­στοῦ.

1. Τό Εὐ­αγ­γέλιο.

Δέν θά ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λή ἄν ἔ­λε­γε κα­νείς, ὅ­τι ἄν τό κα­τά Ἰ­ω­άν­νην Εὐ­αγ­γέ­λιον ἔ­λει­πε ἀ­πό τήν Και­νή Δι­α­θή­κη, θά ἔ­λει­πε ἕ­να πο­λύ ση­μαν­τι­κό τμῆ­μα τῆς ζω­ῆς καί τῶν λό­γων καί διδα­σκα­λι­ῶν τοῦ Κυ­ρί­ου. Δι­ό­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης σ’ αὐ­τό δέν πε­ρι­έ­λα­βε ὅ­σα οἱ τρεῖς Συ­νο­πτι­κοί Εὐ­αγ­γε­λι­στές ἐ­ξέ­θε­σαν στά Εὐ­αγ­γέ­λια τους, ἀλ­λά πρά­ξεις καί θαύ­μα­τα καί δι­δα­σκα­λίες τοῦ Κυ­ρί­ου πού τέ­λε­σε καί δί­δα­ξε ἰ­δι­αι­τέ­ρως στήν Ἰ­ου­δαί­α καί μέ τά ὁποῖα δέν ἀ­σχο­λοῦν­ται οἱ ἄλ­λοι Εὐ­αγ­γε­λι­στές. Γιά ποι­ό σκο­πό ἔ­γρα­ψε τό Εὐ­αγ­γέ­λιό του; Τόν σκο­πό τόν καθο­ρί­ζει ὁ ἴ­διος στό 20ο κε­φά­λαι­ο, στίχ. 31. Τί λέ­ει; «Ταῦ­τα δέ γέ­γρα­πται, ἵ­να πι­στεύ­ση­τε, ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ Χρι­στός ὁ Υἱός τοῦ Θε­οῦ, καί ἵ­να πισ­τεύ­ον­τες ζω­ήν ἔ­χη­τε ἐν τῷ ὀνό­μα­τι αὐ­τοῦ». Νά πι­ο­τεύ­σουν οἱ ἀ­να­γνῶ­στες κά­θε ἐ­πο­χῆς, ὅ­τι ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ὁ προ­αι­ώ­νιος Υἱ­ός καί Λό­γος τοῦ Θε­οῦ. Καί γιά νά ἀ­πο­κτή­σουν μα­ζί μέ τήν πί­στη καί ζω­ή πνευμα­τι­κή, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται ἀ­πό τήν ἕ­νω­ση μα­ζί του. Πῶς ἐ­πι­τυγ­χά­νει τόν με­γά­λο καί ὑ­ψη­λό αὐ­τό σκο­πό; Πα­ρα­θέ­τει σει­ρά ὑ­περ­φυ­σι­κῶν ση­μεί­ων, τά ὁ­ποῖ­α μέ τή θαυματουρ­γι­κη του δύ­να­μη τέ­λε­σε ὁ Κύ­ριος. Τήν με­τα­βο­λή τοῦ ὕ­δα­τος σέ οἶ­νο στό γά­μο στήν Κα­νά, τή θε­ρα­πεί­α τοῦ πα­ρα­λυ­τι­κοῦ τῆς Βη­θεσ­δᾶ· τήν ἀ­νά­βλε­ψη τοῦ ἐκ γε­νε­τῆς τυ­φλοῦ, τό ἐκ­πλη­κτι­κό θαῦ­μα τῆς ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ τε­τρα­η­μέ­ρου νε­κροῦ Λα­ζά­ρου. Ἀλλά καί τό ἄλ­λο ἐ­κεῖ­νο θαῦ­μα τῆς με­τά­νοι­ας τῆς Σα­μα­ρεί­τι­δος.

Ἔ­αν ὅ­μως μέ τά θαυ­μα­στά ση­μεῖ­α ἐ­ξαί­ρε­ται στό κα­τά Ἰ­ω­άν­νην Εὐ­αγ­γέ­λιο τό θεῖ­ο πρό­σω­πο τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰη­σοῦ Χρί­στου, πι­στο­ποι­εῖ­ται ὄ­χι λι­γό­τε­ρο αὐ­τό μέ τίς ὑ­πέ­ρο­χες διδα­σκα­λί­ες καί τούς ἄ­φθα­στους σέ νο­ή­μα­τα καί πνευ­μα­τι­κό­τη­τα λό­γους, πού ὁ θεῖ­ος Δι­δά­σκα­λος εἶ­πε. Ἄς κά­νει τόν κό­πο ὁ ἀ­γα­πη­τός ἀ­να­γνώ­στης νά με­λε­τή­σει τίς ὁ­μι­λί­ες τοῦ Κυ­ρί­ου πρός τόν Νι­κό­δη­μο (κεφ. γ΄), πρός τούς Κα­περ­ναΐ­τες γιά τήν ἀ­νάγ­κη τοῦ ἄρ­του τῆς ζω­ῆς (κεφ. στ΄), τούς λό­γους του πρός τούς Ἰ­ου­δαί­ους κα­τά τήν ἑ­ορ­τή τῆς Σκηνοπηγί­ας (κεφ. ζ΄), τούς λό­γους του στό Ἱ­ε­ρό τοῦ Να­οῦ τοῦ Σο­λο­μῶν­τος (κεφ. η΄), καί μά­λι­στα τή με­γά­λη καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως κα­τα­νυ­κτι­κή ὁ­μι­λί­α του πρός τούς μα­θη­τές Του τό βράδυ τῆς Με­γά­λης Πέμ­πτης, καί θά πει­σθεῖ ἀ­πο­λύ­τως, ὅ­τι ἡ ἁ­γί­α πνευ­μα­τι­κή ζω­ή πού κρύ­πτε­ται στόν Κύ­ριο με­τα­δί­δε­ται σ’ ὅ­ποι­ον προ­σέρ­χε­ται σ’ αὐ­τόν. Θά πει­σθεῖ ἀπολύτως γιά τήν ἀ­λή­θεια πού ἐκ­φρά­ζει καί δι­α­τυ­πώ­νει ὁ Ἱ­ε­ρός συγ­γρα­φεύς στόν πρό­λο­γο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου του, δι­α­κη­ρύτ­τον­τας τή θεί­α φύ­ση τοῦ Κυ­ρί­ου. «Ἐν ἀρ­χῃ ἦν ὁ Λό­γος καί ὁ Λό­γος ἦν πρός τόν Θε­όν καί Θε­ός ἦν ὁ Λό­γος». Ἀ­λή­θεια τό­σο σπου­δαί­α γιά τή ζω­ή καί τήν σω­τη­ρί­α μας.

2. Οἱ τρεῖς Κα­θο­λι­κοί Ἐ­πι­στο­λές του.

Μέ­σα σ’ αὐ­τές ὁ ἱ­ε­ρός Εὐ­αγ­γε­λι­στής ἀ­φή­νει νά ἐκ­χυ­θεῖ ὅ­λος ὁ πλοῦ­τος τῆς ἀ­γά­πης του πρός τόν Χρι­στό, ἀλ­λά καί πρός τούς πι­στούς, τούς ὁ­ποί­ους ζη­τεῖ νά ἑ­νώ­σει μέ τόν Κύριο Ἰ­η­σοῦ. Δέν ὑ­πάρ­χει καμ­μί­α σχέ­ση, λέ­ει στήν πρώ­τη ἐ­πι­στο­λή του, με­τα­ξύ τοῦ Χρι­στοῦ καί τοῦ ἀν­τι­χρί­στου, με­τα­ξύ τῶν πι­στῶν καί τοῦ κό­σμου τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, με­τα­ξύ τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ καί τῆς ἀ­γά­πης τοῦ κό­σμου, με­τα­ξύ δι­και­ο­σύ­νης καί ἀ­δι­κί­ας. Ὁ πι­στός πο­ρεύ­ε­ται στό φῶς, ὁ ἄ­πι­στος καί ἁ­μαρ­τω­λός πο­ρεύ­ε­ται στό σκό­τος. Ὁ Θε­ός εἶ­ναι τό φῶς καί ἡ ἀ­γά­πη. Ὅ­ποι­ος δέν πο­ρεύ­ε­ται ἐν Χρι­στῷ, δέν ἔ­χει οὔ­τε φῶς, οὔ­τε ἀ­γά­πη. Ἄλ­λα καί δέν μπο­ρεῖ νά λέ­ει ὁ πι­στός, ὅ­τι ἀ­γα­πᾶ τόν Θε­ό καί μι­σεῖ τόν ἀ­δελ­φό του. Ὅ­ποι­ος θέ­λει νά εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νος μέ τόν Χρι­στό, πού ἦλ­θε γιά νά λύ­σει τά ἔρ­γα τοῦ δι­α­βό­λου καί νά χα­ρί­σει στόν ἄν­θρω­πο τή ζω­ή, ἐ­κεῖ­νος ἁ­γνί­ζει ἑ­αυ­τόν, κα­θώς Ἐ­κεῖ­νος ἁ­γνός ἐ­στι καί ἔ­τσι ἑ­τοι­μά­ζε­ται γιά τήν ἀ­πό­λαυ­ση τῆς αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς, πού εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός. Ἡ ζω­ή αὐ­τή, ἡ ζω­ή ἐν τῷ Θε­ῷ, εἶ­ναι τό τέρ­μα καί ὁ σκο­πός, πρός τόν ὁ­ποῖ­ο κα­τευ­θύ­νει τούς ἀναγνῶ­στες ὁ ἱ­ε­ρός συγ­γρα­φεύς. Καί ἀ­σφα­λῶς γιά τήν ἐ­πι­τυ­χί­α της ἐκ μέ­ρους ὅ­λων τῶν ἀ­να­γνω­στῶν θά προ­σεύ­χε­ται στόν οὐ­ρα­νό.

Ἡ δεύτερη καί ἡ τρί­τη Κα­θο­λι­κή ἐ­πι­στο­λή ἔ­χουν χα­ρα­κτή­ρα ἰ­δι­ω­τι­κό. Δέν ἀ­πευ­θύ­νον­ται σέ εὐ­ρύ κύ­κλο ἀ­να­γνω­στῶν, ὅ­πως ἡ πρώ­τη, ἀλ­λά σέ κά­ποι­α Ἐκ­κλη­σία, τήν ὁ­ποί­α μεταφο­ρι­κῶς στή δευ­τέ­ρα του ἐ­πι­στο­λή τήν ὑ­πο­ση­μαί­νει μέ τή φρά­ση «ἐ­κλε­κτή κυ­ρί­α» ἐ­νῶ στήν τρί­τη του ἐ­πι­το­λή ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ ὁ­ρι­σμέ­νο πρό­σω­πο, τόν Γά­ι­ο. Καί οἱ δυ­ό αὐτές ἐ­πι­στο­λές ἀ­πο­σκο­ποῦν στό νά στη­ρί­ξουν τούς πι­στούς στήν ἀ­λή­θεια καί νά ἀ­πο­φεύ­γουν τίς πλά­νες καί τίς ψευ­δο­δι­δα­σκα­λί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἄρ­χι­σαν νά ἐμ­φα­νί­ζον­ται. Πό­τε καί ποῦ γρά­φη­καν αὐ­τές; Στήν Ἔ­φε­σο το­πο­θε­τεῖ­ται ἡ συγ­γρα­φή τους, ἡ ὁ­ποί­α συμ­πί­πτει μέ τήν τε­λευ­ταί­α πε­ρί­ο­δο τῆς ζω­ῆς τοῦ Ἰ­ω­άν­νου.

3. Ἡ Ἀ­πο­κά­λυ­ψις.

Τό τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης καί ὅ­λης τῆς Ἁ­­γί­ας Γρα­φῆς. Τό βι­βλί­ο τό κα­τε­σφρα­γι­σμέ­νο μέ ἑπτά σφρα­γίδες. Βι­βλί­ο προ­φη­τι­κό καί ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κό. Βι­βλί­ο, στό ὁ­ποῖ­ο τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο φώ­τι­σε τόν Ἰ­ω­άν­νη νά γρά­ψει «ἅ δεῖ γε­νέ­σθαι ἐν τά­χει», ὅ­πως ση­μει­ώ­νε­ται στό προ­οί­μιο. Πε­ρι­γρά­φει τήν κα­τά­στα­ση τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν τῶν δι­α­φό­ρων πό­λε­ων τῆς Μ. Ἀ­σί­ας ὑ­πό ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κό φῶς. Πε­ρι­γρά­φει ἀκό­μη τό μέλ­λον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, ἡ ὁ­ποί­α πα­λεύ­ει μέ τίς σκο­τει­νές δυ­νά­μεις τῆς ἀ­πι­στί­ας, τε­λι­κῶς ὅμως θά θρι­άμ­βευ­σει ἐ­ναν­τί­ον αὐ­τῶν καί θά βα­σι­λεύ­σει ὁ Χρι­στός στούς αἰῶνες. Ὅ­ποι­ος με­λε­τᾶ τό ὑ­πέ­ρο­χο καί θε­ό­πνευ­στο αὐ­τό βι­βλί­ο, αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι μα­ζί μέ τόν Χρι­στό καί τήν Ἐκ­κλη­σία θά ἀ­ξι­ω­θεῖ ἀ­πό τόν Θε­ό, ἐ­φό­σον καί αὐ­τός ἀ­γω­νί­ζε­ται, νά νι­κή­σει τό κα­κό πού τόν πε­ρι­βάλ­λει καί νά τύ­χει τῆς αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς. Ἀ­κού­ει τόν Χρι­στό νά τόν βε­βαι­ώ­νει· Ναί ἔρ­χο­μαι τα­χύ. Καί πα­ρα­κα­λεῖ καί ἐ­κεῖ­νος, λέ­γοντας: Ναί ἔρ­χου, Κύ­ρι­ε Ἰησοῦ.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ μεγάλος

Ἔζησε μεταξὺ τοῦ 4ου καὶ 5ου αἰῶνα μ.Χ., στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Γρατιανοῦ (375- 383). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ διακρίθηκε νωρὶς ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἀρετή του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν μεγάλη του προκοπὴ καὶ ἐπίδοση στὴ φιλοσοφία καὶ τὴν ῥητορική. Χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ῥώμης διάκονος, καὶ ἀποτελοῦσε καύχημα τῶν κληρικῶν τῆς Ῥώμης, γιὰ τὴν σοφία καὶ τὸ ἄμεμπτο ἦθος του. Ὅταν ἀργότερα ὁ αὐτοκράτωρ τῆς Ἀνατολῆς Θεοδόσιος ὁ Α΄ ζήτησε παιδαγωγὸ τῶν παιδιῶν του, ὁ αὐτοκράτωρ τῆς Δύσης Γρατιανός, τοῦ ἔστειλε μὲ τὶς καλύτερες συστάσεις τὸν Ἀρσένιο. Τὸ ἕνα ὅμως ἀπὸ τὰ δυὸ βασιλοπαίδια, ὁ Ἀρκάδιος, κατοπινὸς διώκτης τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἦταν τύπος ἀτίθασος καὶ ἀνεπίδεκτος τῆς ἀρίστης παιδαγωγίας τοῦ Ἀρσενίου. Ἐξ αἰτίας λοιπὸν τῶν προβλημάτων, ποὺ δημιουργοῦσε ὁ Ἀρκάδιος στὸν Ἀρσένιο, αὐτὸς ἀποφάσισε νὰ παραιτηθεῖ. Ὁ Θεοδόσιος δὲν δέχτηκε τὴν παραίτησή του καὶ ὁ Ἀρσένιος ἀναγκάστηκε νὰ φύγει κρυφὰ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ κατέφυγε στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Αἰγύπτου, ὅπου καὶ ἔγινε μοναχός. Μάλιστα, τόσο πολὺ εὐδοκίμησε στὴ διδασκαλία καὶ στὴ μέθοδο τῆς πνευματικῆς οἰκοδομῆς, ὥστε πολλοὶ ἀπὸ τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, ἐρχόταν νὰ τὸν ἀκούσουν. Πέθανε τὸ 445 μ.Χ. σὲ ἡλικία 120 ἐτῶν. Ἀπὸ αὐτά, 55 τὰ πέρασε στὴν ἔρημο!

Ὁ Ὅσιος Μήλης ὁ Ὑμνῳδὸς

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Οἱ Ἅγιοι Στρατιῶται ὁλόκληρη σπεῖρα (τάγμα)

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Θαῦμα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στὴν πόλη Κασσιόπη

Ἔγινε περίπου τὸ 1530 καὶ πρόκειται γιὰ τὴν θεραπεία τῶν ματιῶν κάποιου νεαροῦ Στεφάνου, ποὺ εἶχε τιμωρηθεῖ ἄδικα μὲ τύφλωση.