Ἀπόστολος: ἡμέρας, Τρ. ε΄ ἑβδ. Πράξεων (Πραξ. ιβ΄ 25-ιγ΄ 12)
25 Βαρνάβας δὲ καὶ Σαῦλος ὑπέστρεψαν ἐξ Ἱερουσαλὴμ πληρώσαντες τὴν διακονίαν, συμπαραλαβόντες καὶ Ἰωάννην τὸν ἐπικληθέντα Μᾶρκον.
ιγ΄ 1 Ἦσαν δέ τινες ἐν Ἀντιοχείᾳ κατὰ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν προφῆται καὶ διδάσκαλοι, ὅ τε Βαρνάβας καὶ Συμεὼν ὁ ἐπικαλούμενος Νίγερ, καὶ Λούκιος ὁ Κυρηναῖος, Μαναήν τε Ἡρῴδου τοῦ τετράρχου σύντροφος καὶ Σαῦλος. 2 λειτουργούντων δὲ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καὶ νηστευόντων εἶπε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· ἀφορίσατε δή μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς. 3 τότε νηστεύσαντες καὶ προσευξάμενοι καὶ ἐπιθέντες αὐτοῖς τὰς χεῖρας ἀπέλυσαν. 4 Οὗτοι μὲν οὖν ἐκπεμφθέντες ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου κατῆλθον εἰς τὴν Σελεύκειαν, ἐκεῖθέν τε ἀπέπλευσαν εἰς τὴν Κύπρον, 5 καὶ γενόμενοι ἐν Σαλαμῖνι κατήγγελλον τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς συναγωγαῖς τῶν Ἰουδαίων· εἶχον δὲ καὶ Ἰωάννην ὑπηρέτην. 6 Διελθόντες δὲ τὴν νῆσον ἄχρι Πάφου εὗρόν τινα μάγον ψευδοπροφήτην Ἰουδαῖον ᾧ ὄνομα Βαριησοῦς, 7 ὃς ἦν σὺν τῷ ἀνθυπάτῳ Σεργίῳ Παύλῳ, ἀνδρὶ συνετῷ. οὗτος προσκαλεσάμενος Βαρνάβαν καὶ Σαῦλον ἐπεζήτησεν ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· 8 ἀνθίστατο δὲ αὐτοῖς Ἐλύμας ὁ μάγος – οὕτω γὰρ μεθερμηνεύεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ – ζητῶν διαστρέψαι τὸν ἀνθύπατον ἀπὸ τῆς πίστεως. 9 Σαῦλος δέ, ὁ καὶ Παῦλος, πλησθεὶς Πνεύματος Ἁγίου καὶ ἀτενίσας πρὸς αὐτὸν 10 εἶπεν· ὦ πλήρης παντὸς δόλου καὶ πάσης ραδιουργίας, υἱὲ διαβόλου, ἐχθρὲ πάσης δικαιοσύνης, οὐ παύσῃ διαστρέφων τὰς ὁδοὺς Κυρίου τὰς εὐθείας; 11 καὶ νῦν ἰδοὺ χεὶρ Κυρίου ἐπὶ σέ, καὶ ἔσῃ τυφλὸς μὴ βλέπων τὸν ἥλιον ἄχρι καιροῦ. παραχρῆμα δὲ ἔπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος, καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς. 12 τότε ἰδὼν ὁ ἀνθύπατος τὸ γεγονὸς ἐπίστευσεν, ἐκπλησσόμενος ἐπὶ τῇ διδαχῇ τοῦ Κυρίου.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
25 Στό μεταξύ ὁ Βαρνάβας καί ὁ Σαῦλος, ἀφοῦ μετέφεραν τίς συνεισφορές τῶν ἀδελφῶν στά Ἱεροσόλυμα καί τελείωσαν τήν διακονία πού τούς εἶχαν ἀναθέσει οἱ Χριστιανοί τῆς Ἀντιοχείας, ἐπέστρεψαν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα παίρνοντας μαζί τους ἀπό ἐκεῖ καί τόν Ἰωάννη πού τήν ἐποχή ἐκείνη πῆρε καί τό ὄνομα Μάρκος. Στήν Ἀντιόχεια ὑπῆρχαν καί μερικοί προφῆτες καί διδάσκαλοι πού ἀνῆκαν στήν τοπική Ἐκκλησία πού ὑπῆρχε ἐκεῖ. Κι αὐτοί ἦταν ὁ Βαρνάβας καί ὁ Συμεών πού ὀνομαζόταν καί Νίγερ, ὁ Λούκιος πού καταγόταν ἀπό τήν Κυρήνη, ὁ Μαναήν πού εἶχε ἀνατραφεῖ καί ἐκπαιδευθεῖ μαζί μέ τόν τετράρχη Ἡρώδη, καί ὁ Σαῦλος. 2 Κάποια μέρα, ἐνῶ αὐτοί βρίσκονταν σέ λειτουργική σύναξη καί ἐπιτελοῦσαν τήν κοινή λατρεία πρός τόν Κύριο, κήρυτταν τό θεῖο λόγο καί νήστευαν, εἶπε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον διαμέσου τῶν προφητῶν ἤ κάποιων Χριστιανῶν ἀπό ἐκείνους πού εἶχαν εἰδικά χαρίσματα: Ξεχωρίστε μου ἀμέσως τόν Βαρνάβα καί τόν Σαῦλο γιά τό ἔργο στό ὁποῖο τούς ἔχω καλέσει καί τό ἔχω ἐμπνεύσει μέσα στίς καρδιές τους. 3 Τότε, ἀφοῦ καί πάλι νήστεψαν καί προσευχήθηκαν, ἔβαλαν τά χέρια ἐπάνω τους, ὄχι γιά νά τούς προχειρίσουν στό ἀποστολικό ἤ σέ ἄλλο ἱερατικό ἀξίωμα, διότι τά εἶχαν αὐτά ἤδη οἱ δύο ἀπόστολοι, ἀλλά ἁπλῶς γιά νά τούς καθιερώσουν καί νά τούς ξεχωρίσουν ἐπίσημα γιά τό εἰδικό αὐτό ἔργο. Κι ἔπειτα τούς ἀπέστειλαν. 4 Αὐτοί λοιπόν, ἀφοῦ ἔλαβαν προσωπικῶς τήν ἀποστολή αὐτή ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἔχοντας ἔτσι τήν ἐνίσχυσή του στό ἔργο τους, κατέβηκαν στή Σελεύκεια καί ἀπό ἐκεῖ ἀπέπλευσαν στήν Κύπρο. 5 Ὅταν ἔφθασαν στήν πόλη Σαλαμίνα, ἄρχισαν νά κηρύττουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ μέσα στίς συναγωγές τῶν Ἰουδαίων. Ἐπιπλέον εἶχαν μαζί τους ὡς βοηθό καί τόν Ἰωάννη. 6 Κι ἀφοῦ διέσχισαν τό νησί τῆς Κύπρου ἀπό τό ἕνα ἄκρο ὥς τό ἄλλο, ἔφθασαν μέχρι τήν πόλη τῆς Πάφου.Ἐκεῖ βρῆκαν κάποιο μάγο ψευδοπροφήτη Ἰουδαῖο, πού λεγόταν Βαριησοῦς. 7 Αὐτός ἦταν πρόσωπο τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἀνθυπάτου Σεργίου Παύλου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄνθρωπος συνετός καί σοβαρός. Αὐτός λοιπόν ὁ Σέργιος προσκάλεσε τόν Βαρνάβα καί τόν Παῦλο, καί ζήτησε μέ ἐνδιαφέρον νά ἀκούσει τό λόγο τοῦ Θεοῦ πού αὐτοί κήρυτταν. 8 Ἀντιστεκόταν ὅμως σ’ αὐτούς ὁ Ἐλύμας ὁ μάγος – διότι ἔτσι, μέ τή λέξη δηλαδή «μάγος», μεταφράζεται τό ὄνομα Ἐλύμας, μέ τό ὁποῖο ἦταν γνωστός στούς Ἕλληνες ὁ Βαριησοῦς. Προσπαθοῦσε λοιπόν ὁ Ἐλύμας μέ ἐνστάσεις, διαστρεβλώσεις καί ραδιουργίες νά ἀπομακρύνει τόν ἀνθύπατο ἀπό τήν πίστη. 9 Ἀλλά ὁ Σαῦλος, ὁ ὁποῖος εἶχε καί τό ἐθνικό ὄνομα Παῦλος, ἐπειδή εἶχε τήν ἰδιότητα τοῦ Ρωμαίου πολίτη, ἀφοῦ γέμισε μέσα του μέ Πνεῦμα Ἅγιον καί ἔριξε ἕνα διαπεραστικό βλέμμα στό μάγο, 10 εἶπε: Γιέ τοῦ διαβόλου, πού εἶσαι γεμάτος ἀπό κάθε εἴδους δόλο καί ἀπάτη, κάθε πονηριά καί ραδιουργία· ἐσύ πού εἶσαι ἐχθρός κάθε ἀρετῆς, δέν θά σταματήσεις νά διαστρέφεις καί νά παρουσιάζεις πλανεμένους καί στραβούς τούς εὐθεῖς καί ἴσιους δρόμους τοῦ Θεοῦ; (δηλαδή τό φωτιστικό καί ἀληθινό κήρυγμα τῆς θείας διδασκαλίας, μέ τό ὁποῖο ὁ Κύριος θέλει νά ὁδηγήσει τούς ἀνθρώπους στή σωτηρία). 11 Κι ἀφοῦ εἶσαι τέτοιος, νά, τώρα θά ἐπιπέσει ἐναντίον σου ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ· καί θά μείνεις τυφλός, χωρίς νά βλέπεις τόν ἥλιο καί τό φῶς του γιά ἕνα ὁρισμένο διάστημα. Κι ἀμέσως ἔπεσε πάνω στό μάγο θαμπάδα καί σκοτάδι, κι ἄρχισε νά περιφέρεται ἐδῶ κι ἐκεῖ ζητώντας ἀνθρώπους πού θά τόν ὁδηγοῦσαν ἀπό τό χέρι. 12 Τότε, ὅταν εἶδε ὁ ἀνθύπατος τό θαυμαστό αὐτό γεγονός, πίστεψε. Κι ὅσο περισσότερο μάθαινε καί κατανοοῦσε τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου, τόσο καί περισσότερο γέμιζε θαυμασμό κι ἔκπληξη γι’ αὐτήν.