ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (9/5)

Σήμερα 9/5 εορτάζουν:

  • Προφήτης Ησαΐας
  • Άγιος Χριστόφορος ο Μεγαλομάρτυρας
  • Άγιος Νικόλαος ο εν Βουνένοις
  • Αγίες Ακυλίνα και Καλλινίκη
  • Άγιοι Επίμαχος και Γορδιανός
  • Άγιος Μάξιμος Πατριάρχης Ιεροσολύμων
  • Άγιος Κωνσταντίνος ο Μάρτυρας, βασιλέας των Σκώτων
  • Όσιος Ιωσήφ της Όπτινα
  • Σύναξη της Παναγίας της Παραβουνιώτισσας στην Ερέτρια
  • Σύναξη της Παναγίας Βοηθείας στην Χίο
  • Σύναξη της Παναγίας Βοηθείας στην Πάτρα
  • Σύναξη της Παναγίας Χρυσαφίτισσας στην Μονεμβασία

Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας

9.-Profitis-Hsaias

«Εὐαγγελικὸς προφήτης» ὀνομάστηκε ὁ προφήτης Ἡσαΐας ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὸ βιβλίο τῶν προφητειῶν του, «κατὰ Ἡσαΐαν Εὐαγγέλιον», διότι μὲ καταπληκτικὴ ἀκρίβεια προφητεύει τὴν ἔλευση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τὰ πάθη Του καὶ τὴν θριαμβευτικὴ αἰώνια βασιλεία Του. Εἶναι ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν τεσσάρων μεγάλων προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Γεννήθηκε στὴν Ἱερουσαλὴμ τὸ 774 καὶ πέθανε τὸ 690 π.Χ. Πατέρας του ἦταν ὁ Ἀμώς. Προφήτευσε ὅταν βασιλεῖς ἦταν οἱ Ὀζίας, Ἰωάθαμ, Ἄχαζ καὶ Ἐζεκίας. Ὁ Ἡσαΐας, ἐκτὸς ἀπὸ προφητεῖες, ἀναφέρει καὶ περὶ μετανοίας: «Ζητήσατε τὸν Κύριον καὶ ἐν τῷ εὑρίσκειν αὐτὸν ἐπικαλέσασθε ἤνικα δ΄ ἂν ἐγγίζῃ ἡμῖν, ἀπολιπέτω ὁ ἀσεβὴς τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ ἀνὴρ ἄνομος τὰς βουλὰς αὐτοῦ καὶ ἐπιστραφήτω ἐπὶ Κύριον, καὶ ἐλεηθήσεται, ὅτι ἐπὶ πολὺ ἀφήσει τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν». Δηλαδή, ἀναζητῆστε τὸν Κύριό με προθυμία, καὶ ὅταν τὸν βρεῖτε, ἐπικαλεσθεῖτε μὲ πίστη τὴν βοήθειά του. Ὅταν δὲ ὁ Κύριος σᾶς πλησιάζει, ὁ ἀσεβὴς ἂς ἐγκαταλείψει τοὺς ἁμαρτωλούς του δρόμους καὶ ὁ παράνομος ἄνθρωπος ἂς ἐπιστρέψει μὲ μετάνοια πρὸς τὸν Κύριο. Καὶ τότε ὁ Κύριος θὰ τὸν ἐλεήσει, διότι σὲ μεγάλη ἔκταση θὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες ἐκείνου καὶ ὅλων σας.

Ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος ὁ Μεγαλομάρτυρας

Ὅ­που ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ ἐ­πεμ­βαί­νει καί ἐ­πι­σκιά­ζει, ἐ­κεῖ ἀλ­λά­ζουν τά πάν­τα. Ἀ­γρί­ους ἀν­θρώ­πους τούς με­τα­βάλ­λει σέ ἁ­γί­ους καί κα­κούρ­γους τούς με­τα­ποι­εῖ σέ θαυ­μα­στούς κοι­νω­νι­κούς ἐρ­γά­τες. Ἕ­να ἀ­πό τά πολ­λά τέτοι­α πα­ρα­δείγ­μα­τα εἶ­ναι καί ὁ Μάρ­τυς Χρι­στό­φο­ρος.

Τό ὄ­νο­μά του ἀρ­χι­κά ἦ­ταν Ρέ­προ­βος, ἐ­νῶ ἡ ὄ­ψη του φο­βε­ρά ἄ­σχη­μη, γι’ αὐ­τό καί τόν πα­ρου­σιά­ζουν ὡς κυ­νό­μορ­φο. Ἀ­νῆ­κε σέ φυ­λή ἀν­θρω­πο­φά­γων, ἦ­ταν πά­ρα πο­λύ ψη­λός μέ ἀ­κα­τά­βλη­τη μυι­κή δύ­να­μη. Ὅ­μως στόν δύ­σμορ­φο αὐ­τόν ἄν­δρα, τόν βάρ­βα­ρο, κα­τοι­κοῦ­σε μιά ψυ­χή δε­κτι­κή της θεί­ας Χά­ρι­τος, ὅ­πως ἀ­πέ­δει­ξαν τά πε­ρι­στα­τι­κά στή συ­νέ­χεια.

Ἦ­ταν τό­τε ἡ ἐ­πο­χή τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος Δε­κί­ου (249 – 251 μ.Χ.) καί σέ μί­α ἐκ­στρα­τεί­α τούς οἱ Ρω­μαῖ­οι στρα­τι­ῶ­τες αἰχ­μα­λώ­τευ­σαν καί τόν Ρέ­προ­βο. Στήν αἰχ­μα­λω­σί­α του μά­λι­στα, κα­θώς ἀ­να­στρε­φό­ταν μέ ἄλ­λου εἴ­δους ἀν­θρώ­πους, δέ­χθη­κε τήν ἐ­πί­δρα­ση τοῦ ρω­μα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Ἀ­να­δεί­χθη­κε ὅ­μως πο­λύ ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πό τούς κυ­ρί­ους του πού τόν αἰχ­μα­λώ­τευ­σαν. Δοῦ­λος αὐ­τός τώ­ρα καί πα­λιός ἀν­θρω­πο­φά­γος, ἔ­κρυ­βε μέ­σα του «σπλάγ­χνα οἰ­κτιρ­μοῦ» καί δέν ἀ­νε­χό­ταν νά βλέ­πει τούς κυ­ρί­ους του Ρω­μαί­ους, πο­λι­τι­σμέ­νους δῆ­θεν, μέ τά ἄ­γριά τους καί ἀν­θρω­πο­κτό­να αἰ­σθή­μα­τα νά ἀ­δι­κοῦν τούς Χρι­στια­νούς καί νά τούς ὑ­πο­βάλ­λουν χω­ρίς αἰ­τί­α στά γνω­στά βα­σα­νι­στή­ρια. Αὐ­τός συμ­πα­θοῦ­σε τούς εἰ­ρη­νι­κούς Χρι­στια­νούς καί τούς ὑ­πε­ρά­σπι­ζε ὅσο μποροῦσε. Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τή ζω­ή τους, ἔ­βλε­πε τήν δι­α­φο­ρά τῆς ἀ­να­στρο­φῆς τους καί ἐ­πη­ρε­ά­σθη­κε βα­θύ­τα­τα. Ἔ­τσι μέ τήν πά­ρο­δο τοῦ χρό­νου, τοῦ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ὁ πό­θος νά γί­νει κι αὐ­τός, ὅ­πως κι ἐ­κεῖ­νοι, Χρι­στια­νός, μέ­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ. Καί τόν ἀ­ξί­ω­σε ὁ Θε­ός μέ βα­θειά συ­ναί­σθη­ση, κρυ­φά βε­βαί­ως ἀ­πό τούς πολ­λούς, νά πά­ρει τό ἅ­γιο βά­πτι­σμα, νά γί­νει Χρι­στια­νός καί νά πά­ρει τό ὄ­νο­μα Χρι­στό­φο­ρος, μέ τόν πό­θο καί τήν εὐ­χή νά φέ­ρει γιά πάν­τα μέ­σα του τόν Χρι­στό καί νά ζεῖ καί νά ἐρ­γά­ζε­ται ὡς Χρι­στό­φο­ρος.

Κά­ποι­α μέ­ρα εἶ­δε στό πε­ρι­βάλ­λον του νά βα­σα­νί­ζον­ται ἀ­πό τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες δή­μιους ὁ­ρι­σμέ­νοι Χρι­στια­νοί. Ἡ εὐ­αί­σθη­τη καρ­διά του δέν ἄν­τε­ξε σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­στα­ση. Βα­πτι­σμέ­νος Χρι­στια­νός αὐ­τός πλέ­ον, αἰ­σθάν­θη­κε τήν ἀ­νάγ­κη νά δι­α­μαρ­τυ­ρη­θεῖ. Πρό­βα­λε τό ἀ­νά­στη­μά του καί τήν μυι­κή του δύ­να­μη καί ἔ­λεγ­ξε μέ δρι­μύ­τη­τα ὅ­σους ἔ­δω­σαν τήν ἐν­το­λή κι ἐ­κεί­νους πού τήν ἐ­φάρ­μο­ζαν. Ἐ­πει­δή ὅ­μως γνώ­ρι­ζε ὅ­τι οἱ δι­ῶ­κτες θά στρέ­φον­ταν γρή­γο­ρα καί ἐ­ναν­τί­ον του, ἔ­πει­τα ἀ­πό συμ­βου­λή καί τῶν γύ­ρω τοῦ Χρι­στια­νῶν, ἔ­φυ­γε καί κα­τέ­φυ­γε σέ μα­κρι­νούς καί ἀ­κα­τοί­κη­τους τό­πους.

Ἐ­κεῖ, ἔ­πει­τα ἀ­πό πολ­λές πε­ρι­πλα­νή­σεις καί κό­πους, με­τά τήν πά­ρο­δο ἡ­με­ρῶν, τόν βρῆ­κε τό στρα­τι­ω­τι­κό ἀ­πό­σπα­σμα, τό ὁ­ποῖ­ο στάλ­θη­κε νά τόν ἀ­να­ζη­τή­σει καί νά τόν ὁ­δη­γή­σει, ζων­τα­νό ἤ νε­κρό, στόν ἄρ­χον­τα. Ὅ­μως, τούς Ρω­μαί­ους αὐ­τούς στρα­τι­ῶ­τες, τό ἀ­νά­στη­μα, ἡ δύ­να­μη, ἡ μορ­φή τοῦ Χρι­στό­φο­ρου τούς ἐν­τυ­πω­σί­α­σε καί συγ­χρό­νως τούς τρό­μα­ξε. Ἀλ­λά τούς σα­γή­νευ­σε ἡ μει­λι­χι­ό­τη­τα, ἡ εὐ­γέ­νεια, ἡ γε­νι­κό­τε­ρη ἀ­ρε­τή τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ ἀν­τί­θε­ση ἐμ­φα­νί­σε­ως καί συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τούς ἐ­ξέ­πλη­ξε. Ἄ­κου­σαν τά λό­για του, τίς συμ­βου­λές καί προ­τρο­πές του· ὅ­λα τους φά­νη­καν οὐ­ρά­νια μη­νύ­μα­τα, καί συγ­κι­νή­θη­καν. Ἦ­ταν καί γι’ αὐ­τούς ἡ ὥ­ρα τῆς Χά­ρι­τος. Ἀ­πο­στάλ­θη­καν γιά νά συλ­λά­βουν τόν Χρι­στο­φό­ρο καί νά τόν ὁ­δη­γή­σουν στόν ἄρ­χον­τα, γιά νά τόν βα­σα­νί­σουν καί νά τόν θα­να­τώ­σουν. Κι αὐ­τοί συ­νε­λή­φθη­καν ἀ­π’ αὐ­τόν καί ὁ­δη­γή­θη­καν στόν Βα­σι­λέ­α Κύ­ριο, γιά νά ἀ­πο­κτή­σουν τή ζω­ή, τήν ἐν Χρι­στῷ ἀ­να­γέν­νη­ση καί τή σω­τη­ρί­α.

Πράγ­μα­τι ὁ Χρι­στό­φο­ρος ὁ­δή­γη­σε τούς στρα­τι­ῶ­τες στήν Ἀν­τι­ό­χεια καί τούς πα­ρου­σί­α­σε στόν Ἐ­πί­σκο­πο Βα­βύ­λα. Ὁ Ἐ­πί­σκο­πος μέ συγ­κί­νη­ση ἄ­κου­σε τά πε­ρι­στα­τι­κά καί μέ θαυ­μα­σμό ἀν­τί­κρυ­σε τό νέ­ο θαῦ­μα τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς πί­στε­ώς του, σέ και­ρό μά­λι­στα δι­ωγ­μοῦ καί ἀ­νάμ­εσ­α σέ δι­ῶ­κτες. Ἐ­δῶ στήν Ἀν­τι­ό­χεια ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε τό θαῦ­μα. Ὁ Ἐ­πί­σκο­πος μέ πολ­λή ἐ­πι­μέ­λεια φρόν­τι­σε γιά τήν κα­τάλ­λη­λη καί ἐ­παρ­κή, ἔ­στω καί σύν­το­μη, κα­τή­χη­ση τῶν στρα­τι­ω­τῶν καί στή συ­νέ­χεια τούς βά­πτι­σε μέ­σα σέ ἀ­τμό­σφαι­ρα κα­τα­νύ­ξε­ως, ἀλ­λά καί ἐν­θου­σια­σμοῦ, ὕ­μνων καί δο­ξο­λο­γί­ας πρός τόν Κύ­ριο.

Ὅ­μως στόν Χρι­στο­φό­ρο ἐ­πι­φύ­λα­ξε ὁ Θε­ός καί ἄλ­λη δό­ξα: τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Κά­πο­τε δη­λα­δή ὁ αὐ­το­κρά­τωρ μέ τά ὄρ­γα­νά του τόν ἀ­νε­κά­λυ­ψε. Καί ἔ­τσι ὅ­πως τόν ἤ­ξε­ρε καί τόν εἶ­δε, ἐν­τυ­πω­σια­κό, δυ­να­τό καί δυ­να­μι­κό, θέ­λη­σε νά τόν κερ­δί­σει ὡς μό­νι­μο στέ­λε­χος τοῦ στρα­τοῦ του. Προ­σπά­θη­σε λοι­πόν νά τόν δε­λε­ά­σει καί νά τόν ἐ­πη­ρε­ά­σει. Κι ὅ­ταν δι­α­πί­στω­σε ὅ­τι ἀ­πο­τυγ­χά­νει, χρη­σι­μο­ποί­η­σε ἄλ­λο μέ­σο. Πο­νη­ρό μέ­σο, ἀλ­λά καί πά­λι εὐ­και­ρί­α δό­ξας τοῦ Κυ­ρί­ου καί τοῦ Μάρ­τυ­ρός του. Ἔ­κλει­σε δη­λα­δή τόν Χρι­στο­φό­ρο στή φυ­λα­κή κι ἐ­κεῖ ἔ­βα­λε δυ­ό ἄ­σε­μνες γυ­ναῖ­κες (τήν Καλ­λι­νί­κη καί τήν Ἀ­κυ­λί­να), γιά νά τόν δε­λε­ά­σουν μέ τά φερ­σί­μα­τά τους. Ἀλ­λά κι αὐ­τές ἀν­τί­κρυ­σαν ὅ,τι στήν ἔ­ρη­μο πρίν ἀ­πό και­ρό εἶ­χαν ἀν­τι­κρύ­σει οἱ Ρω­μαῖ­οι στρα­τι­ῶ­τες. Ὄ­χι, δέν ἦ­ταν δι­ε­φθαρ­μέ­νες φύ­σεις, ἀλ­λά θύ­μα­τα τῶν πε­ρι­στά­σε­ων, τά ὁ­ποῖα κυ­νή­γη­σε ἡ ἀ­γά­πη καί ἡ Πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ, γιά νά τίς σώ­σει. Μα­λά­κω­σε ἡ ψυ­χή τους, ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν τά σχέ­δια τους, ἄ­κου­σαν μέ προ­σο­χή τά λό­για του φυ­λα­κι­σμέ­νου Χρι­στια­νοῦ καί ὁ­λό­ψυ­χα, ὁ­μό­ψυ­χα, δή­λω­σαν με­τά­νοι­α καί πί­στη στόν Χρι­στό. Τήν ἀλ­λα­γή τους αὐ­τή οἱ δυ­ό γυ­ναῖ­κες, Καλ­λί­νι­κη καί Ἀ­κυ­λί­να, τήν ἐ­πι­σφρά­γι­σαν μέ μαρ­τύ­ριο, στό ὁ­ποῖ­ο μέ πεῖ­σμα τίς ὑ­πέ­βα­λαν οἱ δή­μιοι.

Καί τώ­ρα ἡ σει­ρά τοῦ Χρι­στό­φο­ρου. Συγ­κι­νη­μέ­νος ἔ­πει­τα ἀ­πό τό πλῆ­θος τῶν θεί­ων δω­ρε­ῶν, δέ­χθη­κε καί αὐ­τός τό φρι­κτό μαρ­τύ­ριο. Τόν ξά­πλω­σαν σ’ ἕ­να χάλ­κω­μα καί ἄ­να­ψαν ἀ­πό κά­τω φω­τιά, γιά νά ψη­θεῖ. Στή συ­νέ­χεια τόν ἔ­ρι­ξαν σ’ ἕ­να πη­γά­δι καί, ὅ­ταν τε­λι­κά τόν ἔ­βγα­λαν ἀ­πό ἐ­κεῖ σῶ­ο, τοῦ ἔ­κο­ψαν τό κε­φά­λι. Ἔ­τσι τε­λεί­ω­σε ἡ ζω­ή τοῦ θαυ­μα­στοῦ ἀν­θρώ­που, τοῦ με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Χρι­στό­φο­ρου, πού ὅ­λη ἦ­ταν ἕ­να συ­νε­χές θαῦ­μα μέ πλῆ­θος ἐ­πι­μέ­ρους ἐκ­πλη­κτι­κά θαύ­μα­τα.

Ἡ πα­ρά­δο­ση ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ὁ Χρι­στό­φο­ρος, μέ τήν πα­ρα­κί­νη­ση κά­ποι­ου μο­να­χοῦ, ἀ­νέ­λα­βε νά με­τα­φέ­ρει στούς ὤ­μους του τα­ξι­δι­ῶ­τες ἀ­πό τή μί­α ὄ­χθη κά­ποι­ου πο­τα­μοῦ στήν ἄλ­λη. Πράγ­μα γι’ αὐ­τόν εὔ­κο­λο, λό­γῳ τοῦ γι­γαν­τια­ίου σώ­μα­τός του καί τῆς δυ­νά­με­ώς του. Κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα λοι­πόν ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά με­τα­φέ­ρει αὐ­τόν τόν ἴ­διο τόν Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρου­σι­ά­σθη­κε ὡς μι­κρό παι­δί. Ἀ­π’ αὐ­τό τό γε­γο­νός ἀ­πέ­κτη­σε λέ­νε καί τό ὄ­νο­μα Χρι­στο­φό­ρος. Ἀ­π’ αὐ­τήν τήν πα­ρά­δο­ση ἐμ­πνεύ­σθη­καν καί οἱ ση­με­ρι­νοί ὁ­δη­γοί τῶν αὐ­το­κι­νή­των καί ἔ­χουν κά­νει τόν ἅ­γιο Χρι­στο­φό­ρο προ­στά­τη τους. Αὐ­τοῦ τήν πί­στη καί τή ζω­ή ἄς μι­μη­θοῦν, ὅ­πως καί ὅ­λοι μας, γιά νά ἔ­χου­με τήν προ­στα­σί­α καί τίς πρε­σβεῖ­ες του.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Οἱ Ἁγίες Καλλινίκη καὶ Ἀκυλίνα

Πόρνες ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Δέκιο, γιὰ νὰ δελεάσουν καὶ νὰ ἑλκύσουν στὴν εἰδωλολατρία τὸν μάρτυρα Χριστόφορο. Πίστεψαν ὅμως στὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Χριστόφορου καὶ μαρτύρησαν, ἀφοῦ θανατώθηκαν μὲ σοῦβλες ποὺ διαπέρασαν ἀπὸ τὰ πόδια μέχρι τοὺς ὤμους τους.

Ὁ Ὁσιομάρτυς Νικόλαος ὁ ἐν Βουνένοις

Ἡ ζωή του ὁσιομάρτυρα αὐτοῦ, ποὺ ἄθλησε στὴ Θεσσαλία, εἶναι πολὺ συγκεχυμένη, γενικὴ καὶ χωρὶς τεκμηριωμένα ἱστορικὰ στοιχεῖα, ὅπως τουλάχιστον φαίνεται ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία του (ἔκδοση 1930 ἀπὸ τὸν Θεσσαλιώτιδος Ἰεζεκιὴλ σ. 37). Σύμφωνα μὲ τὸν ἀνώνυμο βιογράφο του, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ ἦταν στρατιωτικός. Προβιβάστηκε σὲ Δούκα ἀπὸ τὸν βασιλιά, ἐστάλη στὴ Θεσσαλία καὶ ἀπέτυχε. Ἔγινε μοναχὸς στὸ ὄρος τῆς Βουνένης (ἀρχαία πόλη τῆς Θεσσαλίας), ἀλλὰ σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Ἀβάρων (πότε;) αἰχμαλωτίσθηκε καὶ ἀποκεφαλίστηκε, ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ ἐξωμόσει. Πότε ἔγιναν αὐτά, ἄγνωστο. Ὁ ἐκδότης τῆς Ἀκολουθίας του, Θεσσαλιώτιδος Ἰεζεκιήλ, στὸν πρόλογό του προσπαθεῖ νὰ βρεῖ τὰ ἴχνη τῆς ἐποχῆς τῆς ἀθλήσεώς του, ἀλλὰ λόγω πολλῶν δυσκολιῶν τὸ ζήτημα μένει ἄλυτο.

Οἱ Ἅγιοι Ἐπίμαχος καὶ Γορδιανός

ΟΙ Ἅγιοι αὐτοὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ μὲ θάῤῥος ὁμολογοῦσαν τὸν Χριστό. Συνελήφθησαν καὶ ὁ ἄρχοντας τοὺς πίεζε ν΄ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ ὅμως ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴν πίστη τους, βασανίστηκαν σκληρὰ καὶ κατόπιν ἀποκεφαλίστηκαν, παίρνοντας ἔτσι τὰ στεφάνια τῆς ἀθλήσεως. Ἡ Σύναξή τους γίνεται στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Στρατονίκου.