Ἀντίδραση στοὺς «Μάρτυρες τοῦ Γιεχωβᾶ»

–Μαμά, ἔχασες!

–Τί ἔγινε, κόρη μου;

–Ὅταν πῆγες στὴν ἀγορὰ γιὰ ψώνια, κυρίευσαν τὴν πολυκατοικία μας δυὸ Γιεχωβάδες.

–Δυὸ Γιεχωβάδες! Καὶ δὲν τοὺς ἔδιωξε κανείς; Καὶ τί ἔκαναν;

–Πῆραν ἕνα-ἕνα μὲ τὴ σειρὰ τὰ διαμερίσματα καὶ μοίραζαν τὰ περιοδικά τους. Ἦλθαν καὶ σὲ μᾶς. Χτύπησαν τὸ κουδούνι μας, τοὺς ἄνοιξα καὶ μοῦ ᾿παν μὲ εὐγένεια: Εἴμαστε Μάρτυρες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἂν θέλετε, νὰ πάρετε ἀπὸ τὰ βιβλία καὶ περιοδικὰ ποὺ ἔχουμε μαζί μας. Θὰ μάθετε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεό.

–Καὶ τί τοὺς εἶπες;

–Ἐγὼ καὶ ὅλοι στὸ σπίτι μας, κύριοι, εἴμαστε πιστοὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἔχουμε τὸν Ἐξομολόγο μας, πηγαίνουμε στὸν ἐνοριακό μας Ναό, κοινωνᾶμε, μελετᾶμε Ὀρθόδοξα Περιοδικὰ καὶ βιβλία. Μᾶς ἀρκοῦν αὐτά. Δὲν μᾶς χρειάζονται ἄλλα καὶ μάλιστα ὕποπτα, δηλαδὴ ὅπως φαίνονται νὰ εἶναι τὰ δικά σας. Μάρτυρες τοῦ Γιεχωβᾶ δὲν εἶστε;

–Μάρτυρες τῆς Βασιλείας τοῦ Κυρίου.

–Ὅσο κι ἂν ἐξωραΐζετε τὸ ὄνομά σας, ἡ οὐσία μένει: Εἶστε αἱρετικοί. Κι ἂν ἡ δημοκρατικὴ Πατρίδα μας σᾶς ἐπιτρέπει νὰ κινεῖσθε ἐλεύθερα καὶ νὰ διαδίδετε τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες σας, δὲν πρέπει νὰ παραπλανᾶτε τὸν κόσμο.

–Μπράβο, κόρη μου! Καλὰ τοὺς ἀπάν­τησες. Καὶ τί ἔκαναν ἐκεῖνοι;

–Ἔφυγαν. Δὲν ἐπέμειναν περισσότερο. Πῆγαν καὶ χτύπησαν τὸ κουδούνι τοῦ διπλανοῦ διαμερίσματος, ὅπου μένει ἡ κ. Φεβρωνία.

Μόλις τοὺς ἄνοιξε ἡ κ. Φεβρωνία καὶ ἄρχισαν νὰ τῆς λένε αὐτὰ ποὺ εἶπαν καὶ σὲ μένα, πετάχθηκα ἐγὼ καὶ φώναξα:

–Κυρία Φεβρωνία, οἱ κύριοι εἶναι αἱρετικοί, Μάρτυρες τοῦ Γιεχωβᾶ, δὲν εἶναι Ὀρθόδοξοι. Ἔχετέ το ὑπ’ ὄψη σας. Αὐ­τὰ εἶπα κι ἔφυγα.

–Καλὰ ἔκανες, κόρη μου. Τὴν ἐνημέρωσες, κι ἂς ἀποφάσιζε μόνη της. Τώρα ὅμως ποὺ μοῦ εἶπες αὐτὸ μὲ τὴ Φεβρωνία, σκέφτηκα κάτι ἄλλο.

–Πές μου το, μανούλα μου. Ξέρω πόσο ἀγαπᾶς ἐσὺ τὴν Πίστη μας.

–Σκέφθηκα λοιπὸν νὰ πάρουμε μαζὶ μὲ τὴ σειρὰ ὅλα τὰ διαμερίσματα τῆς πολυκατοικίας μας καὶ νὰ ἐνημερώσουμε ὅλους τοὺς ἐνοίκους γιὰ τοὺς ἀν­θρώπους αὐτούς, ποὺ πρόλαβαν καὶ τοὺς ἔδωσαν τὰ αἱρετικὰ περιοδικὰ καὶ βιβλία τους καὶ ἔφυγαν. Ἐμᾶς μᾶς ξέρουν ὅλοι στὴν πολυκατοικία ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουμε χρέος νὰ τοὺς ποῦμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ τοὺς προφυλάξουμε ἀπὸ τὴν αἵρεση, πρὶν ἀρχίσουν τὸ διάβασμα τῶν ἐντύπων ποὺ ἄφησαν. Τί λές; Συμφωνεῖς ἢ σκέφτεσαι κάτι ἄλλο;

–Συμφωνῶ ἀπολύτως, μαμά. Μᾶς ξέρουν ὅλοι βέβαια, μὰ σκέφτομαι ἴσως θά ᾿ταν καλύτερο νὰ ἔχουμε νὰ τοὺς δίνουμε καὶ κάποια εἰκονίτσα τῆς Παναγίας ἢ τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ἢ τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἢ καὶ κάποιο Περιοδικὸ Ὀρθόδοξο. Συμφωνεῖς;

–Πολὺ καλὴ ἰδέα. Λοιπὸν ἑτοιμάσου! Πάρε ὅ,τι εἶπες, κάνουμε τὸν σταυρό μας καὶ ξεκινᾶμε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας μας.

Ἄρχισαν ἀπὸ τὸν πέμπτο ὄροφο. Στὸ πρῶτο διαμέρισμα ποὺ χτύπησαν εὐγενικὰ τὸ κουδούνι καὶ περίμεναν νὰ τοὺς ἀνοίξουν, εἶχαν κάποιο δισταγμό, ἐπειδὴ δὲν καλογνώριζαν τοὺς ἐνοίκους αὐτούς, ἀλλ’ ὅλα πῆγαν καλά.

–Συγγνώμη γιὰ τὴν ἐνόχληση, εἶπαν στὴ νέα κυρία ποὺ τοὺς ἄνοιξε τὴν πόρτα. Εἴμαστε συγκάτοικές σας. Μένουμε στὸ δεύτερο ὄροφο. Ἡ μικρὴ εἶναι κόρη μου.

–Σᾶς ξέρω. Σᾶς βλέπω κάθε μέρα. Σὲ τί μπορῶ νὰ σᾶς ἐξυπηρετήσω;

–Ἤλθαμε νὰ σᾶς ποῦμε μὲ ἀγάπη ὅτι σήμερα ἦλθαν στὴν πολυκατοικία μας ἐχθροὶ τῆς Πίστεώς μας καὶ μοίρασαν αἱρετικὰ ἔντυπα σ’ ὅλα τὰ διαμερίσματά μας. Αὐτοὶ εἶναι Μάρτυρες τοῦ Γιεχωβᾶ. Δὲν τιμοῦν τὴν Παναγία, τὸν ἅ­γιο Νεκτάριο, τὸν ἅγιο Παΐσιο, κανέναν Ἅγιο· οὔτε πιστεύουν κανονικὰ τὸν Χριστό, ὅτι εἶναι Θεός, οὔτε κάνουν τὸν σταυρό τους· δὲν προσκυνοῦν τὸν Τίμιο Σταυρό. Ἴσως καὶ νὰ τὰ ξέρετε αὐτά, ἀλλὰ νιώσαμε τὴν ἀνάγκη νὰ σᾶς ἐνημερώσουμε νὰ μὴν ἔχετε τέτοια ἔντυπα στὸ σπίτι σας. Εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία μας.

–Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ. Μὲ ξεγέλασε ἡ εὐγένειά τους καὶ πῆρα δυό – τρία. Καὶ ἤθελα μάλιστα νὰ ρωτήσω κάποιον ἂν εἶναι καλά. Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ. Θὰ τὰ σκίσω καὶ θὰ τὰ πετάξω στὰ σκουπίδια. Μακριὰ ἀπ’ τὸ σπίτι μου δαιμονικὰ βιβλία. Ἔχω μικρὰ παιδιά. Νὰ σᾶς ἔχει ὁ Θεὸς καλά!

Τῆς ἔδωσαν ἕνα Ὀρθόδοξο Περιοδικὸ καὶ μιὰ εἰκονίτσα τοῦ ἁγίου Παϊσίου καὶ τὴν χαιρέτισαν εὐγενικὰ καὶ προχώρησαν στὰ ἄλλα διαμερίσματα. Σὲ μερικὰ ἀπουσίαζαν οἱ ἔνοικοι. Στὰ ὑπόλοιπα τοὺς δέχτηκαν μὲ εὐγένεια καὶ μὲ πολλὴ χαρά. Ἦταν ἄλλωστε πολὺ γνωστὴ σ’ ὅλη τὴν πολυκατοικία ἡ Εὐγενία. Καὶ ὅλοι σχεδὸν ὁμολόγησαν, ὅπως ἡ πρώτη, ὅτι εἶχαν ἐξαπατηθεῖ ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ εὐγένεια τῶν αἱρετικῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ καὶ εἶπαν ὅτι θὰ πετάξουν ἀπὸ τὰ σπίτια τους τὰ αἱρετικὰ ἔντυπα ποὺ τοὺς εἶχαν δώσει. Κάποιες ἡλικιωμένες κυρίες μάλιστα τὰ ὀνόμασαν δαιμονικά.

Σὲ ὅλους ἡ κόρη τῆς Εὐγενίας πρόσ­φερε καὶ ἀπὸ μιὰ εἰκονίτσα.

Ὅταν ἔφθασαν στὴν εἴσοδο τῆς πολυκατοικίας, εἶδαν κάποιον ἡλικιωμένο νὰ κάθεται στὸ κυλικεῖο ποὺ ὑπῆρχε δίπλα στὴν εἴσοδο καὶ νὰ πίνει τὸν καφέ του διαβάζοντας ἕνα ἀπὸ τὰ ἔντυπα ποὺ τοῦ ἔδωσαν λίγο πρὶν οἱ Μάρτυρες τοῦ Γιεχωβᾶ. Τὸν πλησίασαν καὶ τὸν ρώτησαν εὐγενικά:

–Συγγνώμη, κύριε, ἀλλὰ ξέρετε τί εἶναι αὐτὸ τὸ ἔντυπο ποὺ διαβάζετε;

–Δὲν καλοξέρω. Ἐσεῖς ξέρετε;

–Ξέρουμε. Μᾶς μίλησε γι’ αὐτὸ τὸ περιοδικὸ ὁ ἱερέας τῆς ἐνορίας μας. Εἶναι ὄργανο τῶν Γιεχωβάδων, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἦλθαν προηγουμένως καὶ μοίρα­σαν σ’ ὅλα τὰ διαμερίσματά μας τέτοια ἔντυπα. Εἶναι αἱρετικό. Δὲν τιμᾶ τὴν Παναγία οὔτε κανέναν Ἅγιο. Καὶ τὸν Χριστὸ δὲν τὸν θεωρεῖ ὅπως ἐμεῖς Θεό. Δὲν τιμᾶ καὶ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μας.

–Ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ διάβασα, ἀπάντησε ἐκεῖνος, νομίζω πὼς ἔχετε δίκαιο.

Καὶ τὸ ἔσχισε πετώντας το στὸν κάλαθο τῶν ἀχρήστων.

Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε περάσει ἀρκετὰ ἡ ὥρα, καὶ ἡ Εὐγενία μὲ τὴν κόρη της χαρούμενες καὶ δοξάζοντας τὸν Θεὸ ἀνέβηκαν στὸ διαμέρισμά τους. Τὶς περίμεναν οἱ δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ.