Ὅταν τὰ τυφλωμένα ὄργανα τοῦ διαβόλου Τὸν κάρφωναν πάνω στὸ Σταυρό, τὸ παμπόνηρο πνεῦμα τοῦ κακοῦ κάγχασε χλευαστικά. Εἶχε, νόμιζε, ἐξοντώσει τὸν μέγιστο ἐχθρό του. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ παράφρονες ὑπηρέτες τῶν σχεδίων του. «Οὐά», κραύγαζαν ἐμπαίζοντες. Ὁ ἥλιος ντράπηκε καὶ μάζεψε τὸ φῶς του, ἀλλὰ οἱ τυφλοὶ δὲν ἐννοοῦσαν νὰ συνέλθουν. Ἐνέπαιζαν, χλεύαζαν, προκαλοῦσαν.
Τὸ τέρας τῆς κολάσεως θριάμβευε.
Δὲν ἔβλεπε. Δὲν καταλάβαινε ὅτι ἦταν ἤδη περικυκλωμένο.
Κι αὐτὸ κι ὅλη ἡ στρατιὰ τῶν δαιμόνων του.
Λίγες μόνο ὧρες βάσταξαν οἱ πανηγυρισμοί του. Ἔπειτα ἔνιωσε τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου του νὰ σείονται. Οἱ πύλες τῆς ὑψίστης ἀσφαλείας φυλακῆς ποὺ εἶχε ἐμπήξει στὰ ἔγκατα τοῦ Ἅδη συντρίφτηκαν παταγωδῶς. Οἱ ἀπὸ αἰώνων φυλακισμένοι του ἐλευθερώθηκαν. Τὸ στράτευμά του αἰχμαλωτίσθηκε.
Καὶ τώρα – σαράντα μέρες μετὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ συντριβή του – ὁ ἴδιος καὶ ὅλος ὁ στρατός του σύρονται αἰχμάλωτοι ἀπὸ τὸν μεγάλο Ἐλευθερωτή.
Τώρα ὁ Ἐλευθερωτὴς ἀνεβαίνει θριαμβευτής. Ἀφοῦ κατέβηκε πρῶτα «εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς», «ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν»· συνέλαβε αἰχμαλώτους τοὺς τυράννους τῶν πλασμάτων Του καὶ τώρα σέρνοντάς τους ἀνεβαίνει «εἰς ὕψος» (Ἐφ. δ΄ 8)· ἀνεβαίνει στὸ θεϊκό Του ὕψος. Σὲ κεῖνο ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατέβηκε γιὰ νὰ ἀναστήσει τὸν κόσμο.
Ἀλλὰ τώρα δὲν ἀνεβαίνει οὔτε ἔτσι ὅπως κατέβηκε οὔτε μόνος.
Κατέβηκε ὡς Θεός. Ἀνεβαίνει ὡς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Θὰ εἶναι γιὰ πάντα στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, ἀλλὰ πλέον καὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση Του, δοξασμένη, τεθεωμένη ὑπέρλαμπρη.
Κατέβηκε μόνος. Ἀνεβαίνει μὲ δύο ὁμάδες αἰχμαλώτων. Τὴ μία ἀποτελοῦν οἱ ἐχθροί Του, αὐτοὶ τοὺς ὁποίους συνέλαβε στὰ τάρταρα τοῦ Ἅδη καὶ τώρα τοὺς ἔχει καὶ ὡς ἄνθρωπος κάτω ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη ἐξουσία Του. Καὶ ὡς ἄνθρωπος! Αὐτὸ ἔχει σημασία. Διότι ὡς Θεὸς πάντα τοὺς εἶχε ὑπὸ τὴν κυριαρχία Του.
Τὴ δεύτερη ὁμάδα αἰχμαλώτων τὴν ἀποτελοῦν οἱ αἰχμάλωτοι τῆς ἀγάπης Του. Αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ κυριαρχία καὶ τώρα Τὸν ἀγαποῦν μὲ πάθος. Αἰχμάλωτοι καὶ αὐτοί. Ἀλλὰ ὄχι δεμένοι μὲ ἁλυσίδες ἀνίκητης ἐξουσίας. Δεμένοι μᾶλλον μὲ ἀκατάλυτους δεσμοὺς αἰώνιας εὐγνώμονος ἀγάπης.
Ὅταν κατέβηκε στὸν Ἅδη, σείστηκαν τὰ κατοχθόνια. Τώρα ποὺ ἀνεβαίνει στὸν Πατρικὸ Θρόνο σείεται τὸ σύμπαν! Ὁ προφήτης τὸ περιέγραψε μὲ εἰκόνα ἐκπληκτική. Εἶδε τὶς οὐράνιες δυνάμεις τῶν ἀγγέλων ἔκθαμβες νὰ ἀναφωνοῦν: «Τίς οὗτος ὁ παραγενόμενος ἐξ Ἐδώμ;» (Ἡσ. ξγ΄ [63] 1)· ποιὸς εἶναι Αὐτὸς ποὺ ἔχει καταφθάσει ἀπὸ τὸν κάτω κόσμο τῶν ἀνθρώπων;
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἑρμηνεία ποὺ δίνει ἡ Ἐκκλησία μας στὸ σχετικὸ κείμενο τοῦ προφήτου Ἡσαΐα, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ τοποθέτησε στὰ Ἀναγνώσματα τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως. Καὶ ἐφαρμόζει στὸ Πάθος τοῦ Κυρίου τὰ ἑπόμενα προφητικὰ λόγια: «διατί σου ἐρυθρὰ τὰ ἱμάτια καὶ τὰ ἐνδύματά σου ὡς ἀπὸ πατητοῦ ληνοῦ;». Οἱ ἄγγελοι ἐξακολουθοῦν νὰ ἀποροῦν βλέποντας τὸν Κύριο νὰ ἀνέρχεται. Καὶ γεμάτοι θάμβος ρωτοῦν: Γιατί εἶναι κόκκινα τὰ ἱμάτιά Σου καὶ τὰ ἐνδύματά Σου σὰν νὰ πάτησες σταφύλια;
Βλέπουν κατὰ κάποιον τρόπο τὰ αἵματα τῆς θυσίας Του. Τὸν βλέπουν νὰ ἀνεβαίνει αἱματωμένος. Ἐλευθερωτὴς μὲ τὸ Αἷμα Του τῶν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες αἰχμαλώτων.
Αἰχμάλωτοι καὶ ἐμεῖς τῆς ἀγάπης Σου, μεγάλε Ἐλευθερωτή! Μᾶς συνέλαβες γιὰ πάντα στὰ δίχτυα τῆς μέχρι θανάτου ἀγάπης Σου.
Δὲν μᾶς τρομάζουν οἱ λυσσαλέες ἐπιθέσεις τοῦ κακοῦ. Δὲν μᾶς πτοοῦν οἱ ἀπειλές, οἱ εἰρωνεῖες, οἱ χλευασμοί, τὸ μίσος τῶν ἐχθρῶν Σου.
Διότι αὐτὰ εἶναι σκόνη ποὺ τὴ σκορπίζει ὁ ἄνεμος. Ἐσὺ εἶσαι αἰώνιος. Εἶσαι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ἡ ἄπειρη χαρά, ἡ ἀτέλειωτη εὐτυχία, τὸ ὑπέρλαμπρο φῶς, ἡ ἄσβεστη φλόγα τοῦ κόσμου.
Ἐσὺ εἶσαι τὸ πᾶν!