Πῶς χορταίνει ἡ ψυχή;

Κόπος καὶ μόχθος ἡ ζωή. Προσπάθεια ἐπίπονη καὶ ἀγώνας μεγάλος γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε, νὰ πετύχουμε, νὰ εὐτυχήσουμε.

Πῶς θὰ εὐτυχήσουμε ὅμως; Ποιὸς θεωρεῖται πετυχημένος στὴ ζωή; Ποιὸν ζηλεύουν οἱ ἄλλοι γιὰ τὴν πορεία του στὸν κόσμο αὐτὸ καὶ γιὰ ὅσα ἀπολαμβάνει;

Πετυχημένος θεωρεῖται αὐτὸς ποὺ ἔ­χει: ὁ πλούσιος, ὁ ἔξυπνος ἐπιχειρηματίας, ἐκεῖνος ποὺ ἔχει κτήματα καὶ χρήματα πολλά, αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ταξίδια, νὰ ξοδεύει, νὰ παρακάθεται σὲ συμπόσια μεγάλα καὶ νὰ ἀπολαμβάνει πλούσια τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Αὐτὰ ἐξασφαλίζουν τὴν εὐτυχία στὸν ἄνθρωπο.

Ἔτσι πιστεύουν οἱ περισσότεροι, μάλιστα στὴ σημερινὴ ἐποχή, τὴν ἐποχὴ τῆς ὑλοφροσύνης καὶ τῆς σαρκολατρίας, τῆς λατρείας τοῦ πλούτου καὶ τοῦ μαμωνᾶ.

Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἔτσι. «Πᾶς μόχθος ἀν­θρώπου εἰς στόμα αὐτοῦ, καὶ γε ἡ ψυχὴ οὐ πληρωθήσεται», γράφει ὁ σοφὸς βασιλιὰς Σολομὼν στὸν «Ἐκκλησιαστή» (ς΄ 7). Ὅλες οἱ κοπιώδεις προσ­πάθειες τοῦ ἀνθρώπου ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴ φιλαργυρία ἀποβλέπουν στὸ στόμα του: τί θὰ φάει, τί θὰ πιεῖ, πῶς θὰ ἀπολαύσει τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ἀλλὰ ἡ ψυχὴ δὲν γεμίζει μ’ αὐτά. «Καί γε ἡ ψυχὴ οὐ πληρωθήσεται». Μένει ἀνικανοποίητη καὶ νηστική. Μένει ἄδεια καὶ στερημένη, βυθισμένη στὴ θλίψη καὶ στὴ δυστυχία.

Μὲ τὴν ἁπλὴ λογική μας μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὸ γιατί: Ἡ εὐτυχία εἶναι κατάσταση τῆς ψυχῆς. Ἑπομένως εἶναι μέγεθος πνευματικό. Πῶς λοιπὸν μπορεῖ ἡ ὕλη νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἀνάγκες τοῦ πνεύματος; Πῶς μπορεῖ ἡ σωματικὴ ἀπόλαυση νὰ χαροποιήσει τὴν ψυχή; Πῶς εἶναι δυνατὸν αὐτὸ ποὺ πάει στὸ στόμα καὶ στὸ στομάχι, νὰ γεμίσει τὴν ψυχή;

Σήμερα δυστυχῶς καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ἔχουν λιγοστέψει γιὰ πολλούς, ποὺ οὔ­τε τὸ στομάχι τους δὲν μποροῦν νὰ γεμίσουν. Καὶ ἂν τὰ καταφέρουν, σὲ λίγο πάλι αὐτὸ θὰ διαμαρτύρεται καὶ θὰ ζητεῖ.

Ὢ ἡ ψυχή! Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή! Ἔχει ἀπέραντο βάθος. Τὴν συγκλονίζουν ἀ­μείλικτα ἐρωτήματα. Τὴν δονοῦν ἀσίγα­στοι πόθοι. Στὰ ἀπύθμενα βάθη της κυριαρχοῦν ἐπιθυμίες βαθιές, ἀναζητήσεις μεγάλες. Δὲν ἱκανοποιοῦνται ὅλα αὐ­τὰ μὲ ὑλικὰ ἀγαθά, δὲν χορταίνει ὁ ἄνθρωπος μὲ δολάρια καὶ εὐρώ, δὲν βρίσκει τὴν εὐτυχία του στὰ πλούτη.

Ὁ ἄφρων πλούσιος τῆς γνωστῆς Παραβολῆς ἦταν ἄφρων καὶ γιὰ τὸν λόγο ὅτι ἐξαρτοῦσε τὴν εὐτυχία του ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα ὑλικὰ ἀγαθά. «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου», θὰ ἔλεγε στὴν ψυχή του ὅταν, σύμφωνα μὲ ὅσα σχεδίαζε, θὰ ἔκτιζε μεγαλύτερες ἀποθῆκες καὶ θὰ συγκέντρωνε ἐκεῖ τὰ γενήματά του καὶ τὰ ἀγαθά του (Λουκ. ιβ΄ 19).

Τί παραλογισμός! «Φάγε, πίε», ψυχή μου. Ἀλλὰ ἡ ψυχὴ δὲν τρώει καὶ πίνει, δὲν χορταίνει καὶ εὐφραίνεται μὲ ὅ­σα στοιβάζονται στὶς ἀποθῆκες. Ἄλλη εἶ­ναι ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς, ἄλλο εἶναι τὸ ποτὸ ποὺ τὴν ξεδιψάει, ἄλλη ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐφροσύνης της.

Καὶ ὁ ἄσωτος υἱὸς τῆς ἐπίσης γνω­στῆς καὶ περίφημης Παραβολῆς, ὅταν πιὰ ξόδεψε ὅλη τὴν περιουσία του στὴ μακρινὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας καὶ κατάν­τησε ἕνας ἄθλιος χοιροβοσκός, «ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ» (Λουκ. ιε΄ [15] 16). Ἤθελε νὰ χορτάσει μὲ τὰ ξυλοκέρατα, ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, ἀλλὰ κανένας δὲν τοῦ ἔδινε. Τὰ ξυλοκέρατα εἶναι τροφὴ γιὰ τοὺς χοίρους, ὄχι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὰ ποὺ τρέφουν τὰ πάθη δὲν ἱκανοποιοῦν τὴν ἀθάνατη ψυχή. Τὰ πλούτη τοῦ κόσμου καὶ οἱ ἁμαρτωλὲς ἀπολαύσεις ζητοῦν νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ σῶμα. «Καὶ γε ἡ ψυχὴ οὐ πληρωθήσεται». Φθάνει ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος νὰ ξοδεύει ὅλη τὴν περιουσία του, νὰ δίνει τὰ πάντα, προκειμένου νὰ ζήσει μερικὲς στιγμὲς ἀληθινῆς εὐτυχίας, ἀλλὰ εὐτυχία δὲν βρίσκει. Ἐξαντλημένος καὶ ἀπογοητευμένος, νηστικὸς καὶ πεινασμένος ἐκβάλλει τὴ σπαρακτικὴ κραυγή: «Λιμῷ ἀπόλλυμαι» (Λουκ. ιε΄ [15] 17). Πεθαίνω ἀπὸ τὴν πείνα.

Τὸ ἀπέραντο βάθος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μόνο ὁ ἄπειρος Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸ γεμίσει. Τοὺς βαθύτερους πόθους μας γιὰ πραγματικὴ εὐτυχία, ἀδιατάρακτη εἰρήνη, γιὰ φῶς, ἀλήθεια καὶ ζωή, μόνο Αὐτὸς ποὺ εἶναι τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ἡ αἰώνια ἀλήθεια καὶ ζωή, μόνο ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μπορεῖ νὰ τοὺς ἱκανοποιήσει.

Ὅσοι Τὸν ἀκολουθοῦν, Τὸν πιστεύουν καὶ Τὸν προσκυνοῦν, ζοῦν κοντά Του τὸ πλήρωμα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐτυχίας. Πτωχοὶ ἴσως κατὰ κόσμον, εἶναι πλούσιοι κατὰ Θεόν. Μπορεῖ νὰ ζοῦν «ὡς μηδὲν ἔχοντες» καὶ νὰ εἶναι οἱ τὰ «πάν­τα κατέχοντες» (Β΄ Κορ. ς΄ 10). Διότι ἔχουν τὸν Χριστὸν κατοικοῦντα «διὰ τῆς πίστεως ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν». Γνωρίζουν ἐκ πείρας τὴν ἀγάπη Του, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε μέτρο καὶ ὅριο τῆς ἀνθρωπίνης γνώσεως, καὶ ἀνταποκρίνονται στὴν ἀ­γάπη αὐτὴ μὲ τὴ δική τους ἀφοσίωση καὶ ἀγάπη, ὥστε νὰ γεμίζουν «εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ», νὰ ἀπολαμβάνουν πλούσια στὴν ψυχή τους ὅλες τὶς δωρεὲς καὶ χάριτες ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὸν Θεό (βλ. Ἐφ. γ΄ 17-19). Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ εἶναι «ἐν αὐτῷ πεπληρωμένοι» (Κολασ. β΄ 10). Μέσα στὴν Ἐκκλησία γνωρίζουν τὸν Χριστό, ἑνώνονται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ τὶς χάριτές Του. Ἔχουν τὴ Χάρι τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τους, τὴν Χάρι, ποὺ τοὺς ἐνισχύει στὸν ἀγώνα τους καὶ τοὺς ἐξαγιάζει· ποὺ τοὺς καθιστᾶ τέκνα Θεοῦ καὶ κληρονόμους Του καὶ τοὺς ἀξιώνει νὰ ἀπολαμβάνουν τὴ δική Του ἀληθινὴ χαρὰ καὶ νὰ προγεύονται ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ τὴν αἰώνια χαρὰ τῆς οὐρανίου Βασιλείας Του.