ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (11/5)

Σήμερα 11/5 εορτάζουν:

  • Άγιος Μώκιος ο Ιερομάρτυρας
  • Ανάμνηση των εγκαινίων της Κωνσταντινούπολης
  • Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος Φωτιστές των Σλάβων
  • Άγιος Αργύριος ο Επανομίτης ο Νεομάρτυρας
  • Αγίες Ολυμπία και Ευφροσύνη οι Οσιομάρτυρες
  • Άγιος Διόσκορος ο Νέος
  • Άγιος Αρμόδιος ο Μάρτυρας
  • Όσιος Αγγελάριος Αρχιεπίσκοπος και φωτιστής Βοημίας
  • Άγιοι Βάσσος, Μάξιμος και Φάβιος οι Μάρτυρες
  • Όσιος Νικόδημος Αρχιεπίσκοπος Σερβίας
  • Όσιος Σωφρόνιος ο Έγκλειστος
  • Άγιος Ιωσήφ ο Ιερομάρτυρας
  • Όσιος Χριστόφορος εκ Γεωργίας
  • Άγιος Αλέξανδρος ο Ιερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Χάρκωβ
  • Άγιος Θεοφύλακτος Επίσκοπος Σταυρουπόλεως

Ὁ Ἅγιος Μώκιος ἱερομάρτυρας

11.-Agios-Mokios

Μί­α θαυ­μα­στή πε­ρί­πτω­ση ἀ­κα­τά­βλη­του Μάρ­τυ­ρος τῶν πρώ­των αἰ­ώ­νων τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ ἀ­πο­τε­λεῖ καί ὁ Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυς Μώ­κιος, ἐ­πί­σκο­πος Ἀμ­φι­πό­λε­ως τῆς Μα­κε­δο­νί­ας.

Ὁ Ἅ­γιος γεν­νή­θη­κε στή Ρώ­μη στήν ἐ­πο­χή τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος Δι­ο­κλη­τια­νοῦ. Στά χρό­νια ἐ­κεῖ­να τῶν σκλη­ρῶν δι­ωγ­μῶν ἐναντίον τῶν Χρι­στια­νῶν, εὐ­τύ­χη­σε νά ἔ­χει γο­νεῖς πι­στούς, τόν Εὐ­φρό­συ­νο καί τήν Εὐ­στα­θία, εὐ­γε­νεῖς στήν κα­τα­γω­γή καί τό ἦ­θος, ὅ­πως ἐ­πί­σης ἐ­ξαι­ρε­τι­κά πλου­σί­ους σέ ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά, ἀλ­λά καί σέ εὐ­γε­νή αἰ­σθή­μα­τα.

Καί ἐ­νῶ τά ὑ­λι­κά πλού­τη τῶν γο­νέ­ων του δέν εἴλ­κυαν οὔ­τε ἐ­πη­ρέ­α­ζαν τόν νε­α­ρό Μώ­κιο, ἀν­τι­θέ­τως μέ τρό­πο θαυ­μα­στό καί ἄ­με­σο ὁ πνευ­μα­τι­κός πλοῦ­τος τους καί τό χρι­στι­α­νι­κό ἦ­θος τῶν εὐ­σε­βῶν γο­νέ­ων του ἐ­πέ­δρα­σα καθοριστι­κά πάνω του. Αὐ­τά ἀ­πορ­ρό­φη­σε ἀ­πό τό οἰ­κο­γε­νεια­κό του πε­ρι­βάλ­λον ὁ Μώ­κιος καί τά ἔ­κα­νε καί δι­κό του πό­θο, ἀ­γώ­νι­σμα καί προ­σευ­χή.

Νε­ό­τα­το ἀ­κό­μη τόν εἵλ­κυ­σε «ἡ ἄ­νω­θεν κα­τερ­χό­με­νη σο­φί­α τοῦ Θε­οῦ», καί σ’ αὐ­τήν μα­θή­τευ­ε μέ δι­α­φό­ρους τρό­πους, τή στιγ­μή πού ἄλ­λοι νέ­οι τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρι­κῆς ἐ­κεί­νης ἐ­πο­χῆς σ’ ἀλ­λά δι­έ­θε­ταν καί δι­έ­φθει­ραν τή ζω­ή τους.

Μέ στορ­γή πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε ὁ Κύ­ριος τήν ἐ­ξέ­λι­ξή του καί, ἀν­τα­πο­κρι­νό­με­νος στούς ἱ­ε­ρούς πό­θους του, τόν ἀ­ξί­ω­σε σέ κα­τάλ­λη­λη ἡ­λι­κί­α νά γί­νει ἱ­ε­ρεύς καί στή συ­νέ­χεια Ἐ­πί­σκο­πος τῆς Ἀμ­φι­πό­λε­ως τῆς Μα­κε­δο­νί­ας, τήν ὁ­ποί­α ὁ ἀ­πό­στο­λος τῶν Ἐ­θνῶν Παῦ­λος, συ­νο­δευ­ό­με­νος ἀ­πό τόν Σί­λα, εἶχε ἁ­γιά­σει μέ τήν ἐ­πί­σκε­ψη καί τό κή­ρυγ­μά του (Πράξ. ιζ΄ 1).

«Ἐ­πί τήν λυ­χνί­αν» πλέ­ον ὁ ἐ­πί­σκο­πος Μώ­κιος ἄρ­χι­σε μέ θεῖ­ο ζῆ­λο τό κή­ρυγ­μά του, ἐ­λεγ­κτι­κό, δι­α­φω­τι­στι­κό καί οἰ­κο­δο­μη­τι­κό. Ἐ­λεγ­κτι­κό καί δι­α­φω­τι­στι­κό, γιά νά πα­ρου­σί­α­σει τήν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α ὄ­χι ἁ­πλῶς ὡς ψεύ­τι­κη θρη­σκεί­α, ἀλ­λά καί πο­νη­ρή καί ἀ­νή­θι­κη. Οἰ­κο­δο­μη­τι­κό, γιά νά ἑλ­κύ­σει στόν Χρι­στό ὅ­σους δι­α­φω­τί­ζον­ταν καί ἐ­πι­θυ­μοῦ­σαν τή σω­τη­ρί­α τους, ἀλ­λά κι ἐ­κεί­νους τούς πι­στούς που ἀ­γω­νί­ζον­ταν γιά τή βα­θύ­τε­ρη πνευ­μα­τι­κή τους καλ­λι­έρ­γεια.

Αὐ­τό ὅ­μως τό προ­φη­τι­κό καί ἔν­το­νο, ὅ­σο καί θερ­μό κή­ρυγ­μα τοῦ Ἐ­πι­σκό­που ἐ­ρέ­θι­σε τόν ἐ­κεῖ Ἔ­παρ­χο, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­θώς ἔ­βλε­πε κα­θη­με­ρι­νά τούς κα­λο­προ­αί­ρε­τους νά συγ­κι­νοῦν­ται ἀ­πό τήν ὁ­σί­α μορ­φή καί τό πει­στι­κό κή­ρυγ­μα τοῦ Ἐ­πι­σκό­που καί νά πυ­κνώ­νουν τίς τά­ξεις τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

 Χω­ρίς νά χά­σει και­ρό καί μέ τή σκέ­ψη νά ἀ­παλ­λά­ξει τήν πό­λη καί τήν πε­ρι­ο­χή ἀ­πό τόν ἀ­νε­πι­θύ­μη­το καί ἐ­πι­ζή­μιο αὐ­τόν λα­ο­πλά­νο, τόν συ­νέ­λα­βε καί τόν ὑ­πέ­βα­λε σέ πά­ρα πολ­λά καί ὀ­δυ­νη­ρά βασανιστήρια. Τόν ἔ­φε­ρε σέ κα­τά­στα­ση, πού τό σῶ­μα τοῦ Μάρ­τυ­ρος εἶ­χε με­τα­βλη­θῆ σέ μί­α πλη­γή. Σ’ αὐ­τήν τήν κα­τά­στα­ση αἱ­μό­φυρ­το τόν φυ­λά­κι­σε. Ὅ­μως ὁ Ἅ­γιος τήν ἄλ­λη ἡ­μέ­ρα ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἄ­θι­κτος. Ἄ­θι­κτος καί ὑ­γι­έ­στα­τος στό σῶ­μα· στήν ψυ­χή ὅ­μως γε­μά­τος ἐν­θου­σια­σμό γιά τή συ­νέ­χι­ση τοῦ ἱ­ε­ροῦ ἔρ­γου τοῦ κη­ρύγ­μα­τος. Καί ὅ­σο μέ­νει στή φυ­λα­κή, ἀ­να­πτύσ­σει δρα­στη­ρι­ό­τη­τα με­τα­ξύ τῶν Χρι­στια­νῶν καί εἰ­δω­λο­λα­τρῶν. Ἄλ­λους δι­α­φω­τί­ζει καί ἄλ­λους ἐ­νι­σχύ­ει στήν ἐν Χρι­στῷ πί­στη καί στα­θε­ρό­τη­τα. Ἡ σκέ­ψη πού ἔ­γρα­ψε ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στούς γεί­το­νές του Φι­λιπ­πη­σί­ους ἀ­πό τή φυ­λα­κή τῆς Ρώ­μης, ἦ­ταν καί γιά τόν Μώ­κιο τό προ­σφι­λές του κή­ρυγ­μα: «ὑ­μῖν ἐ­χα­ρί­σθη τό ὑ­πέρ Χρι­στοῦ, οὐ μό­νον τό εἰς αὐ­τόν πι­στεύ­ειν, ἀλ­λά καί τό ὑ­πέρ αὐ­τοῦ πά­σχειν» (Φι­λιπ. α΄ 29).

Ἀρ­γό­τε­ρα ὁ νέ­ος Ἔ­παρ­χος θέ­λη­σε νά ὑ­περ­βεῖ σέ ζῆ­λο τόν προ­η­γού­με­νο καί ἀ­πο­φά­σι­σε νά βα­σα­νί­σει καί νά σκο­τώ­σει τόν Μώ­κιο μέ τό γνω­στό μαρ­τύ­ριο τοῦ τρο­χοῦ. Ἀλ­λά κι ἐ­δῶ ὁ Μάρ­τυς πα­ρέ­μει­νε θαυ­μα­στά ἀ­βλα­βής, ἀ­κέ­ραι­ος. Τόν ἔ­ρι­ξε στή συ­νέ­χεια σέ λάκ­κο μέ θη­ρί­α, γιά νά γί­νει ἕ­να εὐ­χά­ρι­στο παι­χνί­δι καί τελικά τρο­φή τους. Ἀλ­λά καί αὐ­τά ὁ Ἐ­πί­σκο­πος τά τι­θά­σευ­σε, ὅ­πως πα­λαι­ό­τε­ρα ὁ προ­φή­της Δα­νι­ήλ (Ἑ­βρ. ι­α΄ 33).

Ὅ­λα αὐ­τά καί ἄλ­λα πολ­λά δη­μι­ούρ­γη­σαν στόν Ἔ­παρ­χο πρω­το­φα­νη ἐκ­πλή­ξη καί συγ­χρό­νως τόν τα­πεί­νω­σαν πο­λύ βα­θειά. Τόν ἀ­νάγ­κα­σαν νά στεί­λει δέ­σμιο τόν Μώ­κιο στό Βυ­ζάν­τιο, γιά νά ἀ­να­λά­βουν ἐ­κεῖ πλέ­ον τή συ­νέ­χι­ση τῶν κο­λα­στη­ρί­ων γιά τήν ἀ­νε­πα­νά­λη­πτη αὐ­τή πε­ρί­πτω­ση. Στό Βυ­ζάν­τιο δέν τόλ­μη­σαν νά δο­κι­μά­σουν ἄλλα εἴδη βα­σα­νι­στη­ρί­ων. Δέν θέ­λη­σαν νά τα­πει­νω­θοῦν πε­ρισ­σό­τε­ρο μπρο­στά στόν ἀ­προ­στά­τευ­το ἀ­πό ἀν­θρώ­πους αὐ­τόν Χρι­στια­νό, ἀλ­λά τό­σο ἀ­κα­τά­βλη­το Μάρ­τυ­ρα, τόν ὁ­ποῖ­ο ὑ­πο­στή­ρι­ζαν ἄλ­λες ὑ­περ­κό­σμι­ες δυ­νά­μεις. Καί πῶς ὄ­χι; Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου, ὅ­λη ἡ θρι­αμ­βεύ­ου­σα οὐ­ρά­νια στρα­τιά τῶν ἀ­γω­νι­στῶν τόν ἐ­νί­σχυ­αν ἀ­ο­ρά­τως καί θαυ­μα­στῶς μέ τίς θερ­μές δε­ή­σεις τους πρός τόν Κύ­ριο τῶν δυ­νά­με­ων. Δέν εἶ­χαν δυ­στυ­χῶς οἱ ἄρ­χον­τες καί οἱ δή­μιοι, οὔ­τε στήν Ἀμ­φί­πο­λη οὔ­τε στό Βυ­ζάν­τιο, τήν τα­πεί­νω­ση καί τόν φω­τι­σμό νά κλί­νουν τά γό­να­τά τους μπρο­στά στό θαῦ­μα τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί νά ἀ­να­γνω­ρί­σουν τήν ἀ­λή­θεια τοῦ κη­ρύγ­μα­τος τοῦ ἁ­γί­ου Ἐ­πι­σκό­που. Γι’ αὐ­τό καί ἀ­μέ­σως τόν ἀ­πο­κε­φά­λι­σαν. Τόν ἀ­πο­κε­φά­λι­σαν καί τόν ἔ­συ­ραν καί τόν ἔ­θα­ψαν ἔ­ξω ἀ­πό τήν πό­λη.

Ἀρ­γό­τε­ρα ὁ χρι­στια­νός αὐ­το­κρά­τωρ Μέ­γας Κων­σταν­τί­νος ἀ­νέ­συ­ρε τό ἱ­ε­ρό λεί­ψα­νο καί μέ τι­μές ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος καί ἁ­γί­ου, μέ ἱ­ε­ρά πομ­πή, τό ἐ­να­πέ­θε­σε σέ Να­ό, τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­νή­γει­ρε στή μνή­μη τοῦ με­γά­λου αὐ­τοῦ καί ὄν­τως γεν­ναί­ου ἐ­πι­σκό­που Ἀμ­φι­πό­λε­ως, τοῦ ὁ­ποί­ου τήν ἀ­κα­τά­βλη­τη πί­στη κα­λού­μα­στε ὅ­λοι μας νά μι­μη­θοῦ­με.

Ψάλ­λει ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνω­δός:

Χρι­στῷ ἱ­ε­ρουρ­γών, ἱ­ε­ρεύς ὤν τῆς δό­ξης, θυ­σί­αν λο­γι­κήν καί ὁ­λό­κλη­ρον θύ­μα, ἀ­θλή­σε­ως ἄν­θρα­ξι σε­αυ­τόν προ­σε­νή­νο­χας ὅ­θεν Μώ­κι­ε, δι­πλῷ στε­φά­νῳ σέ στέ­φει, ὁ δο­ξά­σας σε, ὡς δο­ξα­σθείς σου τοῖς ἄ­θλοις, Χρι­στός ὁ Φι­λάν­θρω­πος.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθοι τοῦ Παραδείσου»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, Φωτισταὶ τῶν Σλάβων

Δυὸ ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες προσωπικότητες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας γενικότερα κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα. Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἀπὸ εὐγενικὴ οἰκογένεια. Ὁ πατέρας τους ἦταν ἀξιωματοῦχος τοῦ Βυζαντίου στὴ Θεσσαλονίκη. Ὁ μικρότερος Κωνσταντῖνος (Κύριλλος) γεννήθηκε περὶ τὸ 827, ἐνῷ ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του Μεθόδιος τὸ 815. Ἔχασαν τὸν πατέρα τους σὲ μικρὴ ἡλικία, ἀλλὰ ὁ λογοθέτης Θεόκτιστος ἀνέλαβε ὑπὸ τὴν κηδεμονία του τὸν Κωνσταντῖνο καὶ φρόντισε νὰ σπουδάσει στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀντίθετα ὁ Μεθόδιος προτίμησε τὸν διοικητικὸ κλάδο καὶ διορίστηκε «διοικητὴς σλαβικῆς τινὸς ἡγεμονίας». Στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Κωνσταντῖνος προφανῶς μαθήτευσε κοντὰ στὸν Φώτιο καὶ πιθανότατα τὸν διαδέχτηκε ὅταν ὁ Φώτιος διορίστηκε πρωτοσπαθάριος. Ὁρισμένες ὅμως δυσάρεστες καταστάσεις ἀνάγκασαν τὸν Κωνσταντῖνο νὰ καταφύγει στὴ Μονὴ τοῦ Ὀλύμπου Βιθυνίας, ὅπου προηγουμένως, οἰκειοθελῶς εἶχε καταφύγει καὶ ὁ ἀδελφός του Μεθόδιος. Ὁ Φώτιος, ὅταν ἔγινε Πατριάρχης, ἀνέθεσε στοὺς δυὸ ἀδελφοὺς ἀποστολὴ στοὺς Χαζάρους πρὸς ὑποστήριξιν τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἐνάντια στὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ Μωαμεθανισμό. Ἡ ἀποστολὴ αὐτὴ εἶχε μέτρια ἐπιτυχία ἀλλὰ εὐρύτερες καὶ ἀξιόλογες συνέπειες ὡς πρὸς τὴν γνώση τῆς πραγματικῆς κατάστασης τῶν χριστιανῶν τῆς Κριμαίας. Ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ἀποστολή τους ὁ μὲν Μεθόδιος ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Πολυχρονίου, ὁ δὲ Κωνσταντῖνος διορίστηκε καθηγητὴς τῆς φιλοσοφίας στὴν πατριαρχικὴ σχολὴ τῶν Ἅγιων Ἀποστόλων. Περὶ τὸ 862 κατέφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη πρεσβεία ἀπὸ τὸ κράτος τῆς Μοραβίας, σταλμένη ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Ῥαστισλάβο, ποὺ ζητοῦσε ἱεραποστόλους, γνῶστες τῆς σλαβικῆς, ποὺ θὰ κήρυτταν τὸν χριστιανισμὸ στοὺς Μοραβοὺς (οἱ λόγοι ὅμως ἦταν περισσότερο πολιτικοὶ παρὰ θρησκευτικοί). Τὸ ἱεραποστολικὸ αὐτὸ ἔργο ἀνατέθηκε στοὺς δυὸ ἀδελφούς, ποὺ ἦταν καὶ καλοὶ γνῶστες τῆς σλαβικῆς γλώσσας. Ὁ Κωνσταντῖνος ἐμπνεύστηκε ἀλφάβητο γνωστὸ ὡς γλαγολιτική, στὴν ὁποία μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ του Μεθοδίου καὶ τῶν μαθητῶν του μετέφρασε τὶς Ἅγιες Γραφὲς καὶ τὰ λειτουργικὰ βιβλία. Οἱ Βυζαντινοὶ ἱεραπόστολοι ἔγιναν δεκτοὶ μὲ ἐνθουσιασμὸ στὴ Μοραβία. Μάλιστα λίγο πιὸ πέρα, ἀναγκάστηκε νὰ βαπτιστεῖ χριστιανὸς καὶ ὁ Βόρις τῶν Βουλγάρων. Παρὰ τὶς δυσχέρειες ποὺ παρενέβαλλαν οἱ Φράγκοι ἐπίσκοποι REGENSBURG καὶ PASSAU, τὸ ἔργο τῶν Βυζαντινῶν ἱεραποστόλων εὐωδοῦτο. Δυστυχῶς ὅμως, ὁ Κωνσταντῖνος πέθανε τὴν 14η Φεβρουαρίου 869 στὴ Ῥώμη, ὅπου εἶχαν πάει μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Πάπα Νικολάου Α´, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε γίνει μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Κύριλλος. Τάφηκε στὴ Βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος. Ὅλο τὸ ἔργο τότε ἔπεσε στὶς πλάτες τοῦ Μεθοδίου. Δυστυχῶς ὅμως γιὰ τὸν Μεθόδιο ἡ πολιτικὴ κατάσταση εἶχε ἀλλάξει ῥιζικὰ στὴ Μοραβία καὶ εἰς βάρος τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου. Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ συλληφθεῖ ὁ Μεθόδιος καὶ νὰ φυλακιστεῖ σ᾿ ἕνα μοναστήρι τῆς Βαυαρίας στὸν Μέλανα Δρυμὸ γιὰ τρία χρόνια. Ἀπελευθερώθηκε χάρη στὴν ἐπέμβαση τοῦ Πάπα Ἰωάννη Η´. Κατόπιν πάλι συνάντησε δυσκολίες ἀπὸ τὸν φράγκικο κλῆρο καὶ ἰδίως στὴ χρήση τῆς σλαβικῆς γλώσσας στὴ Θεία Λειτουργία, γιὰ τὴν ὁποία τελικὰ ἔλαβε τὴν ἐπικύρωση τοῦ πάπα. Μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου Α´, ὁ Μεθόδιος πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη (882), ὅπου ἔγινε δεκτός με ἐγκαρδιότητα. Ἔπειτα ἀπὸ δυὸ χρόνια, στὶς 6 Ἀπριλίου 884, ὁ Μεθόδιος πέθανε, ἀφήνοντας διάδοχό του τὸν Μοραβὸ μαθητή του Γοράζδο. Παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ φράγκικος κλῆρος ὑπονόμευσε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ ἔργο τῶν δυὸ ἀδελφῶν, ἡ χρυσὴ ἐποχὴ τῆς Βυζαντινῆς ἱεραποστολῆς (9ος καὶ 10ος αἰών) δημιουργήθηκε χάρη στὴ γονιμοποιὸ αὐτὴ ἀναγέννηση, ποὺ ἀποδίδεται στὶς τρεῖς λαμπρὲς προσωπικότητες τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὸν πατριάρχη Φώτιο καὶ τοὺς δυὸ ἀποστόλους τῶν Σλάβων Κύριλλο καὶ Μεθόδιο.

Ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως

Ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος κατέλαβε τὴν πόλη τοῦ Βυζαντίου, τὴν ἔκτισε μεγαλύτερη καὶ τὴν ὀνόμασε Κωνσταντινούπολη. Ἀφοῦ τελείωσε ὅλο τὸ τειχόκαστρο, τὰ σπίτια καὶ τὶς ἱερὲς ἐκκλησίες, ἀφιέρωσε αὐτὴ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Κατόπιν γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεό, γιὰ τὸ μεγαλοπρεπὲς αὐτὸ ἔργο, ἔκανε λιτανεία μὲ τὸν τότε Πατριάρχη, ὅλο τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό. Ὅταν ἀνέβηκαν στὸν Φόρο, ἔστησαν ἐκεῖ οἱ πολῖτες δικό του ἀνδριάντα, ποὺ μέσα στὸ κεφάλι του ἔβαλαν τὰ καρφιὰ μὲ τὰ ὅποια κάρφωσαν τὸν Χριστό. Στὴ βάση τοῦ ἀνδριάντα τοποθέτησαν τὰ δώδεκα καλάθια, ποὺ μέσα εἶχαν μαζέψει τὰ περισσεύματα τῶν πέντε ἄρτων, ποὺ εὐλόγησε ὁ Χριστὸς καὶ πολλαπλασιάστηκαν. Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία, γιορτάζει κάθε χρόνο αὐτὴ τὴν γιορτὴ γιὰ ἀνάμνηση.

Ὁ Ἅγιος Διόσκορος ἢ Διοσκορίδης, ὁ Νέος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Σμύρνη καὶ σ᾿ αὐτὴ μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστό. Ἡ μανία τῶν εἰδωλολατρῶν κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ἄναβε περισσότερο τὸ ζῆλο του γιὰ τὴν ἁγία μας πίστη. Καταγγέλθηκε λοιπὸν σὰ χριστιανός. Ὁμολόγησε ὅτι ἦταν καὶ θὰ μείνει ἀμετακίνητος στὴν ἱερὴ ὁμολογία του. Μὲ τὴν ἰδέα ὅτι οἱ βαρεῖες φυλακίσεις θὰ δάμαζαν τὸ φρόνημά του, τὸν ἔριξαν στὴν πιὸ ἄθλια καὶ σκοτεινὴ φυλακή. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ πάλι διακήρυττε, ὅτι μέχρι τὴν τελευταία του πνοὴ θὰ μείνει πιστὸς στὸν Ἰησοῦ του, τὸν θανάτωσαν μὲ ἀποκεφαλισμό.

Ὁ Ἅγιος Ἀργυρὴς ἢ Ἀργυρός

Γεννήθηκε στὴν Ἐπανωμὴ τῆς Θεσσαλονίκης τὸ 1788. Παιδὶ ἀκόμα πῆγε στὴ Θεσ/νίκη, ὅπου ἔπιασε δουλειὰ κοντὰ σ᾿ ἕναν ῥάφτη. Κάποτε μπῆκε σὲ κάποιο καφενεῖο καὶ μὲ θάῤῥος ἤλεγξε ἕναν ἀρνησίθρησκο. Τὸν προέτρεψε μάλιστα νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἐπανέλθει στὸν χριστιανισμό. Ἀπὸ τὴν τόλμη του αὐτή, πῆραν ἀφορμὴ οἱ γενίτσαροι, συνέλαβαν τὸν Ἀργυρή, τὸν βασάνισαν καὶ τὸν παρέδωσαν στὸν κριτή, ποὺ διέταξε τὴν ἄμεση φυλάκισή του. Σὲ κάθε προσπάθεια τοῦ κριτῆ, ὁ νεομάρτυρας παρέμενε σταθερὸς στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἔτσι θανατώθηκε μὲ ἀπαγχονισμὸ σὲ ἡλικία 18 χρονῶν, στὴν τοποθεσία Καμπάνι τὴν 11η Μαΐου 1806.

Ὁ Ἅγιος Ἀρμόδιος

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του σημειώνεται στὸν Κώδικα Κρυπτοφέρης (11ου αἰῶνα), ὅπου καὶ ἡ Ἀκολουθία του ἀπὸ τὸν Ἀρσένιο.

Ἡ Ὁσία Ὀλυμπία καὶ ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη

Ἡ Ὁσία Ὀλυμπία καὶ ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἔζησαν τὸν ΙΓ´ αἰῶνα καὶ παρέδωσαν τὴν ψυχή τους μὲ μαρτυρικὸ θάνατο στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1235. Ἡ Ὀλυμπία γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς ποὺ καταγότανε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ πατέρας της ἦταν ἱερεὺς καὶ ἡ μητέρα της κόρη ἱερέως. Ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἄγνωστο γιὰ ποιὸ λόγο, ἔφυγαν καὶ κατοίκησαν στὴν Πελοπόννησο. Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἡ Ὀλυμπία ἔχασε τοὺς γονεῖς της καὶ οἱ συγγενεῖς της τὴν ἔστειλαν στὸ μοναστήρι τῶν Καρυῶν τῆς Θερμῆς, τὴν σημερινὴ ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ῥαφαήλ, ὅπου ἡ τότε ἡγουμένη Δωροθέα ἦταν θεία τῆς Ὀλυμπίας. Σὲ ἡλικία 19 ἐτῶν ἔγινε ἡ Ὀλυμπία μοναχὴ καὶ σὲ ἡλικία 25 ἐτῶν, ὅταν ἀπέθανε ἡ θεία της, ἔγινε ἡγουμένη. Ἔπειτα ἀπὸ δέκα χρόνια, στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1235, πειρατὲς ἦλθαν στὴ Μυτιλήνη, πῆγαν στὸ μοναστήρι, διασκόρπισαν τὶς τριάντα μοναχὲς καὶ ὅσες δὲν πρόλαβαν νὰ φύγουν, τὶς κακοποίησαν. Τὴν ἡγουμένη καὶ μία γερόντισσα Εὐφροσύνη τὶς βασάνισαν φοβερά. Τὴν Εὐφροσύνη, ἀφοῦ τὴν κρέμασαν σὲ δένδρο, τὴν ἔκαψαν. Τὴν Ὀλυμπία τὴν ἔκαυσαν σ᾿ ὅλο τὸ σῶμα μὲ λαμπάδες καὶ ἔπειτα πέρασαν πυρωμένη σιδηρόβεργα στὰ αὐτιά της καὶ τέλος κάρφωσαν τὸ βασανισμένο σῶμα της μὲ εἴκοσι καρφιὰ σὲ μία σανίδα καὶ ἔτσι μὲ τὴν σανίδα τὸ ἐνταφίασαν μετὰ τὴν ἀναχώρηση τῶν πειρατῶν. Ὁ βίος καὶ τὸ μαρτύριο τῶν δυὸ τούτων ἁγίων γυναικῶν ἔγιναν γνωστὰ κατὰ τὸ ἔτος 1959, ὅταν βρέθηκαν τὰ σεπτὰ λείψανα τῶν ἁγίων τῆς Θερμῆς καὶ ἔγινε γνωστὴ μὲ θεῖες ἀποκαλύψεις ἡ ἱστορία τους, ὅπως καὶ οἱ τάφοι μὲ τὰ σεπτὰ λείψανά τους. Στὸν τάφο τῆς ἁγίας Ὀλυμπίας βρέθηκαν καὶ τὰ εἴκοσι καρφιὰ μὲ τὰ ὅποια τὴν εἶχαν καρφώσει.