Σήμερα 11/5 εορτάζουν:
- Άγιος Μώκιος ο Ιερομάρτυρας
- Ανάμνηση των εγκαινίων της Κωνσταντινούπολης
- Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος Φωτιστές των Σλάβων
- Άγιος Αργύριος ο Επανομίτης ο Νεομάρτυρας
- Αγίες Ολυμπία και Ευφροσύνη οι Οσιομάρτυρες
- Άγιος Διόσκορος ο Νέος
- Άγιος Αρμόδιος ο Μάρτυρας
- Όσιος Αγγελάριος Αρχιεπίσκοπος και φωτιστής Βοημίας
- Άγιοι Βάσσος, Μάξιμος και Φάβιος οι Μάρτυρες
- Όσιος Νικόδημος Αρχιεπίσκοπος Σερβίας
- Όσιος Σωφρόνιος ο Έγκλειστος
- Άγιος Ιωσήφ ο Ιερομάρτυρας
- Όσιος Χριστόφορος εκ Γεωργίας
- Άγιος Αλέξανδρος ο Ιερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Χάρκωβ
- Άγιος Θεοφύλακτος Επίσκοπος Σταυρουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Μώκιος ἱερομάρτυρας
Μία θαυμαστή περίπτωση ἀκατάβλητου Μάρτυρος τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀποτελεῖ καί ὁ Ἱερομάρτυς Μώκιος, ἐπίσκοπος Ἀμφιπόλεως τῆς Μακεδονίας.
Ὁ Ἅγιος γεννήθηκε στή Ρώμη στήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ. Στά χρόνια ἐκεῖνα τῶν σκληρῶν διωγμῶν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, εὐτύχησε νά ἔχει γονεῖς πιστούς, τόν Εὐφρόσυνο καί τήν Εὐσταθία, εὐγενεῖς στήν καταγωγή καί τό ἦθος, ὅπως ἐπίσης ἐξαιρετικά πλουσίους σέ ὑλικά ἀγαθά, ἀλλά καί σέ εὐγενή αἰσθήματα.
Καί ἐνῶ τά ὑλικά πλούτη τῶν γονέων του δέν εἴλκυαν οὔτε ἐπηρέαζαν τόν νεαρό Μώκιο, ἀντιθέτως μέ τρόπο θαυμαστό καί ἄμεσο ὁ πνευματικός πλοῦτος τους καί τό χριστιανικό ἦθος τῶν εὐσεβῶν γονέων του ἐπέδρασα καθοριστικά πάνω του. Αὐτά ἀπορρόφησε ἀπό τό οἰκογενειακό του περιβάλλον ὁ Μώκιος καί τά ἔκανε καί δικό του πόθο, ἀγώνισμα καί προσευχή.
Νεότατο ἀκόμη τόν εἵλκυσε «ἡ ἄνωθεν κατερχόμενη σοφία τοῦ Θεοῦ», καί σ’ αὐτήν μαθήτευε μέ διαφόρους τρόπους, τή στιγμή πού ἄλλοι νέοι τῆς εἰδωλολατρικῆς ἐκείνης ἐποχῆς σ’ ἀλλά διέθεταν καί διέφθειραν τή ζωή τους.
Μέ στοργή παρακολουθοῦσε ὁ Κύριος τήν ἐξέλιξή του καί, ἀνταποκρινόμενος στούς ἱερούς πόθους του, τόν ἀξίωσε σέ κατάλληλη ἡλικία νά γίνει ἱερεύς καί στή συνέχεια Ἐπίσκοπος τῆς Ἀμφιπόλεως τῆς Μακεδονίας, τήν ὁποία ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος, συνοδευόμενος ἀπό τόν Σίλα, εἶχε ἁγιάσει μέ τήν ἐπίσκεψη καί τό κήρυγμά του (Πράξ. ιζ΄ 1).
«Ἐπί τήν λυχνίαν» πλέον ὁ ἐπίσκοπος Μώκιος ἄρχισε μέ θεῖο ζῆλο τό κήρυγμά του, ἐλεγκτικό, διαφωτιστικό καί οἰκοδομητικό. Ἐλεγκτικό καί διαφωτιστικό, γιά νά παρουσίασει τήν εἰδωλολατρία ὄχι ἁπλῶς ὡς ψεύτικη θρησκεία, ἀλλά καί πονηρή καί ἀνήθικη. Οἰκοδομητικό, γιά νά ἑλκύσει στόν Χριστό ὅσους διαφωτίζονταν καί ἐπιθυμοῦσαν τή σωτηρία τους, ἀλλά κι ἐκείνους τούς πιστούς που ἀγωνίζονταν γιά τή βαθύτερη πνευματική τους καλλιέργεια.
Αὐτό ὅμως τό προφητικό καί ἔντονο, ὅσο καί θερμό κήρυγμα τοῦ Ἐπισκόπου ἐρέθισε τόν ἐκεῖ Ἔπαρχο, πολύ περισσότερο καθώς ἔβλεπε καθημερινά τούς καλοπροαίρετους νά συγκινοῦνται ἀπό τήν ὁσία μορφή καί τό πειστικό κήρυγμα τοῦ Ἐπισκόπου καί νά πυκνώνουν τίς τάξεις τῆς Ἐκκλησίας.
Χωρίς νά χάσει καιρό καί μέ τή σκέψη νά ἀπαλλάξει τήν πόλη καί τήν περιοχή ἀπό τόν ἀνεπιθύμητο καί ἐπιζήμιο αὐτόν λαοπλάνο, τόν συνέλαβε καί τόν ὑπέβαλε σέ πάρα πολλά καί ὀδυνηρά βασανιστήρια. Τόν ἔφερε σέ κατάσταση, πού τό σῶμα τοῦ Μάρτυρος εἶχε μεταβληθῆ σέ μία πληγή. Σ’ αὐτήν τήν κατάσταση αἱμόφυρτο τόν φυλάκισε. Ὅμως ὁ Ἅγιος τήν ἄλλη ἡμέρα ἐμφανίζεται ἄθικτος. Ἄθικτος καί ὑγιέστατος στό σῶμα· στήν ψυχή ὅμως γεμάτος ἐνθουσιασμό γιά τή συνέχιση τοῦ ἱεροῦ ἔργου τοῦ κηρύγματος. Καί ὅσο μένει στή φυλακή, ἀναπτύσσει δραστηριότητα μεταξύ τῶν Χριστιανῶν καί εἰδωλολατρῶν. Ἄλλους διαφωτίζει καί ἄλλους ἐνισχύει στήν ἐν Χριστῷ πίστη καί σταθερότητα. Ἡ σκέψη πού ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς γείτονές του Φιλιππησίους ἀπό τή φυλακή τῆς Ρώμης, ἦταν καί γιά τόν Μώκιο τό προσφιλές του κήρυγμα: «ὑμῖν ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλιπ. α΄ 29).
Ἀργότερα ὁ νέος Ἔπαρχος θέλησε νά ὑπερβεῖ σέ ζῆλο τόν προηγούμενο καί ἀποφάσισε νά βασανίσει καί νά σκοτώσει τόν Μώκιο μέ τό γνωστό μαρτύριο τοῦ τροχοῦ. Ἀλλά κι ἐδῶ ὁ Μάρτυς παρέμεινε θαυμαστά ἀβλαβής, ἀκέραιος. Τόν ἔριξε στή συνέχεια σέ λάκκο μέ θηρία, γιά νά γίνει ἕνα εὐχάριστο παιχνίδι καί τελικά τροφή τους. Ἀλλά καί αὐτά ὁ Ἐπίσκοπος τά τιθάσευσε, ὅπως παλαιότερα ὁ προφήτης Δανιήλ (Ἑβρ. ια΄ 33).
Ὅλα αὐτά καί ἄλλα πολλά δημιούργησαν στόν Ἔπαρχο πρωτοφανη ἐκπλήξη καί συγχρόνως τόν ταπείνωσαν πολύ βαθειά. Τόν ἀνάγκασαν νά στείλει δέσμιο τόν Μώκιο στό Βυζάντιο, γιά νά ἀναλάβουν ἐκεῖ πλέον τή συνέχιση τῶν κολαστηρίων γιά τήν ἀνεπανάληπτη αὐτή περίπτωση. Στό Βυζάντιο δέν τόλμησαν νά δοκιμάσουν ἄλλα εἴδη βασανιστηρίων. Δέν θέλησαν νά ταπεινωθοῦν περισσότερο μπροστά στόν ἀπροστάτευτο ἀπό ἀνθρώπους αὐτόν Χριστιανό, ἀλλά τόσο ἀκατάβλητο Μάρτυρα, τόν ὁποῖο ὑποστήριζαν ἄλλες ὑπερκόσμιες δυνάμεις. Καί πῶς ὄχι; Ἄγγελος Κυρίου, ὅλη ἡ θριαμβεύουσα οὐράνια στρατιά τῶν ἀγωνιστῶν τόν ἐνίσχυαν ἀοράτως καί θαυμαστῶς μέ τίς θερμές δεήσεις τους πρός τόν Κύριο τῶν δυνάμεων. Δέν εἶχαν δυστυχῶς οἱ ἄρχοντες καί οἱ δήμιοι, οὔτε στήν Ἀμφίπολη οὔτε στό Βυζάντιο, τήν ταπείνωση καί τόν φωτισμό νά κλίνουν τά γόνατά τους μπροστά στό θαῦμα τοῦ οὐρανοῦ καί νά ἀναγνωρίσουν τήν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματος τοῦ ἁγίου Ἐπισκόπου. Γι’ αὐτό καί ἀμέσως τόν ἀποκεφάλισαν. Τόν ἀποκεφάλισαν καί τόν ἔσυραν καί τόν ἔθαψαν ἔξω ἀπό τήν πόλη.
Ἀργότερα ὁ χριστιανός αὐτοκράτωρ Μέγας Κωνσταντίνος ἀνέσυρε τό ἱερό λείψανο καί μέ τιμές ἱερομάρτυρος καί ἁγίου, μέ ἱερά πομπή, τό ἐναπέθεσε σέ Ναό, τόν ὁποῖο ἀνήγειρε στή μνήμη τοῦ μεγάλου αὐτοῦ καί ὄντως γενναίου ἐπισκόπου Ἀμφιπόλεως, τοῦ ὁποίου τήν ἀκατάβλητη πίστη καλούμαστε ὅλοι μας νά μιμηθοῦμε.
Ψάλλει ὁ ἱερός ὑμνωδός:
Χριστῷ ἱερουργών, ἱερεύς ὤν τῆς δόξης, θυσίαν λογικήν καί ὁλόκληρον θύμα, ἀθλήσεως ἄνθραξι σεαυτόν προσενήνοχας ὅθεν Μώκιε, διπλῷ στεφάνῳ σέ στέφει, ὁ δοξάσας σε, ὡς δοξασθείς σου τοῖς ἄθλοις, Χριστός ὁ Φιλάνθρωπος.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθοι τοῦ Παραδείσου»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, Φωτισταὶ τῶν Σλάβων
Δυὸ ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες προσωπικότητες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας γενικότερα κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα. Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἀπὸ εὐγενικὴ οἰκογένεια. Ὁ πατέρας τους ἦταν ἀξιωματοῦχος τοῦ Βυζαντίου στὴ Θεσσαλονίκη. Ὁ μικρότερος Κωνσταντῖνος (Κύριλλος) γεννήθηκε περὶ τὸ 827, ἐνῷ ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του Μεθόδιος τὸ 815. Ἔχασαν τὸν πατέρα τους σὲ μικρὴ ἡλικία, ἀλλὰ ὁ λογοθέτης Θεόκτιστος ἀνέλαβε ὑπὸ τὴν κηδεμονία του τὸν Κωνσταντῖνο καὶ φρόντισε νὰ σπουδάσει στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀντίθετα ὁ Μεθόδιος προτίμησε τὸν διοικητικὸ κλάδο καὶ διορίστηκε «διοικητὴς σλαβικῆς τινὸς ἡγεμονίας». Στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Κωνσταντῖνος προφανῶς μαθήτευσε κοντὰ στὸν Φώτιο καὶ πιθανότατα τὸν διαδέχτηκε ὅταν ὁ Φώτιος διορίστηκε πρωτοσπαθάριος. Ὁρισμένες ὅμως δυσάρεστες καταστάσεις ἀνάγκασαν τὸν Κωνσταντῖνο νὰ καταφύγει στὴ Μονὴ τοῦ Ὀλύμπου Βιθυνίας, ὅπου προηγουμένως, οἰκειοθελῶς εἶχε καταφύγει καὶ ὁ ἀδελφός του Μεθόδιος. Ὁ Φώτιος, ὅταν ἔγινε Πατριάρχης, ἀνέθεσε στοὺς δυὸ ἀδελφοὺς ἀποστολὴ στοὺς Χαζάρους πρὸς ὑποστήριξιν τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἐνάντια στὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ Μωαμεθανισμό. Ἡ ἀποστολὴ αὐτὴ εἶχε μέτρια ἐπιτυχία ἀλλὰ εὐρύτερες καὶ ἀξιόλογες συνέπειες ὡς πρὸς τὴν γνώση τῆς πραγματικῆς κατάστασης τῶν χριστιανῶν τῆς Κριμαίας. Ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ἀποστολή τους ὁ μὲν Μεθόδιος ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Πολυχρονίου, ὁ δὲ Κωνσταντῖνος διορίστηκε καθηγητὴς τῆς φιλοσοφίας στὴν πατριαρχικὴ σχολὴ τῶν Ἅγιων Ἀποστόλων. Περὶ τὸ 862 κατέφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη πρεσβεία ἀπὸ τὸ κράτος τῆς Μοραβίας, σταλμένη ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Ῥαστισλάβο, ποὺ ζητοῦσε ἱεραποστόλους, γνῶστες τῆς σλαβικῆς, ποὺ θὰ κήρυτταν τὸν χριστιανισμὸ στοὺς Μοραβοὺς (οἱ λόγοι ὅμως ἦταν περισσότερο πολιτικοὶ παρὰ θρησκευτικοί). Τὸ ἱεραποστολικὸ αὐτὸ ἔργο ἀνατέθηκε στοὺς δυὸ ἀδελφούς, ποὺ ἦταν καὶ καλοὶ γνῶστες τῆς σλαβικῆς γλώσσας. Ὁ Κωνσταντῖνος ἐμπνεύστηκε ἀλφάβητο γνωστὸ ὡς γλαγολιτική, στὴν ὁποία μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ του Μεθοδίου καὶ τῶν μαθητῶν του μετέφρασε τὶς Ἅγιες Γραφὲς καὶ τὰ λειτουργικὰ βιβλία. Οἱ Βυζαντινοὶ ἱεραπόστολοι ἔγιναν δεκτοὶ μὲ ἐνθουσιασμὸ στὴ Μοραβία. Μάλιστα λίγο πιὸ πέρα, ἀναγκάστηκε νὰ βαπτιστεῖ χριστιανὸς καὶ ὁ Βόρις τῶν Βουλγάρων. Παρὰ τὶς δυσχέρειες ποὺ παρενέβαλλαν οἱ Φράγκοι ἐπίσκοποι REGENSBURG καὶ PASSAU, τὸ ἔργο τῶν Βυζαντινῶν ἱεραποστόλων εὐωδοῦτο. Δυστυχῶς ὅμως, ὁ Κωνσταντῖνος πέθανε τὴν 14η Φεβρουαρίου 869 στὴ Ῥώμη, ὅπου εἶχαν πάει μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Πάπα Νικολάου Α´, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε γίνει μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Κύριλλος. Τάφηκε στὴ Βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος. Ὅλο τὸ ἔργο τότε ἔπεσε στὶς πλάτες τοῦ Μεθοδίου. Δυστυχῶς ὅμως γιὰ τὸν Μεθόδιο ἡ πολιτικὴ κατάσταση εἶχε ἀλλάξει ῥιζικὰ στὴ Μοραβία καὶ εἰς βάρος τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου. Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ συλληφθεῖ ὁ Μεθόδιος καὶ νὰ φυλακιστεῖ σ᾿ ἕνα μοναστήρι τῆς Βαυαρίας στὸν Μέλανα Δρυμὸ γιὰ τρία χρόνια. Ἀπελευθερώθηκε χάρη στὴν ἐπέμβαση τοῦ Πάπα Ἰωάννη Η´. Κατόπιν πάλι συνάντησε δυσκολίες ἀπὸ τὸν φράγκικο κλῆρο καὶ ἰδίως στὴ χρήση τῆς σλαβικῆς γλώσσας στὴ Θεία Λειτουργία, γιὰ τὴν ὁποία τελικὰ ἔλαβε τὴν ἐπικύρωση τοῦ πάπα. Μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου Α´, ὁ Μεθόδιος πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη (882), ὅπου ἔγινε δεκτός με ἐγκαρδιότητα. Ἔπειτα ἀπὸ δυὸ χρόνια, στὶς 6 Ἀπριλίου 884, ὁ Μεθόδιος πέθανε, ἀφήνοντας διάδοχό του τὸν Μοραβὸ μαθητή του Γοράζδο. Παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ φράγκικος κλῆρος ὑπονόμευσε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ ἔργο τῶν δυὸ ἀδελφῶν, ἡ χρυσὴ ἐποχὴ τῆς Βυζαντινῆς ἱεραποστολῆς (9ος καὶ 10ος αἰών) δημιουργήθηκε χάρη στὴ γονιμοποιὸ αὐτὴ ἀναγέννηση, ποὺ ἀποδίδεται στὶς τρεῖς λαμπρὲς προσωπικότητες τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὸν πατριάρχη Φώτιο καὶ τοὺς δυὸ ἀποστόλους τῶν Σλάβων Κύριλλο καὶ Μεθόδιο.
Ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως
Ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος κατέλαβε τὴν πόλη τοῦ Βυζαντίου, τὴν ἔκτισε μεγαλύτερη καὶ τὴν ὀνόμασε Κωνσταντινούπολη. Ἀφοῦ τελείωσε ὅλο τὸ τειχόκαστρο, τὰ σπίτια καὶ τὶς ἱερὲς ἐκκλησίες, ἀφιέρωσε αὐτὴ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Κατόπιν γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεό, γιὰ τὸ μεγαλοπρεπὲς αὐτὸ ἔργο, ἔκανε λιτανεία μὲ τὸν τότε Πατριάρχη, ὅλο τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό. Ὅταν ἀνέβηκαν στὸν Φόρο, ἔστησαν ἐκεῖ οἱ πολῖτες δικό του ἀνδριάντα, ποὺ μέσα στὸ κεφάλι του ἔβαλαν τὰ καρφιὰ μὲ τὰ ὅποια κάρφωσαν τὸν Χριστό. Στὴ βάση τοῦ ἀνδριάντα τοποθέτησαν τὰ δώδεκα καλάθια, ποὺ μέσα εἶχαν μαζέψει τὰ περισσεύματα τῶν πέντε ἄρτων, ποὺ εὐλόγησε ὁ Χριστὸς καὶ πολλαπλασιάστηκαν. Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία, γιορτάζει κάθε χρόνο αὐτὴ τὴν γιορτὴ γιὰ ἀνάμνηση.
Ὁ Ἅγιος Διόσκορος ἢ Διοσκορίδης, ὁ Νέος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Σμύρνη καὶ σ᾿ αὐτὴ μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστό. Ἡ μανία τῶν εἰδωλολατρῶν κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ἄναβε περισσότερο τὸ ζῆλο του γιὰ τὴν ἁγία μας πίστη. Καταγγέλθηκε λοιπὸν σὰ χριστιανός. Ὁμολόγησε ὅτι ἦταν καὶ θὰ μείνει ἀμετακίνητος στὴν ἱερὴ ὁμολογία του. Μὲ τὴν ἰδέα ὅτι οἱ βαρεῖες φυλακίσεις θὰ δάμαζαν τὸ φρόνημά του, τὸν ἔριξαν στὴν πιὸ ἄθλια καὶ σκοτεινὴ φυλακή. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ πάλι διακήρυττε, ὅτι μέχρι τὴν τελευταία του πνοὴ θὰ μείνει πιστὸς στὸν Ἰησοῦ του, τὸν θανάτωσαν μὲ ἀποκεφαλισμό.
Ὁ Ἅγιος Ἀργυρὴς ἢ Ἀργυρός
Γεννήθηκε στὴν Ἐπανωμὴ τῆς Θεσσαλονίκης τὸ 1788. Παιδὶ ἀκόμα πῆγε στὴ Θεσ/νίκη, ὅπου ἔπιασε δουλειὰ κοντὰ σ᾿ ἕναν ῥάφτη. Κάποτε μπῆκε σὲ κάποιο καφενεῖο καὶ μὲ θάῤῥος ἤλεγξε ἕναν ἀρνησίθρησκο. Τὸν προέτρεψε μάλιστα νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἐπανέλθει στὸν χριστιανισμό. Ἀπὸ τὴν τόλμη του αὐτή, πῆραν ἀφορμὴ οἱ γενίτσαροι, συνέλαβαν τὸν Ἀργυρή, τὸν βασάνισαν καὶ τὸν παρέδωσαν στὸν κριτή, ποὺ διέταξε τὴν ἄμεση φυλάκισή του. Σὲ κάθε προσπάθεια τοῦ κριτῆ, ὁ νεομάρτυρας παρέμενε σταθερὸς στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἔτσι θανατώθηκε μὲ ἀπαγχονισμὸ σὲ ἡλικία 18 χρονῶν, στὴν τοποθεσία Καμπάνι τὴν 11η Μαΐου 1806.
Ὁ Ἅγιος Ἀρμόδιος
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του σημειώνεται στὸν Κώδικα Κρυπτοφέρης (11ου αἰῶνα), ὅπου καὶ ἡ Ἀκολουθία του ἀπὸ τὸν Ἀρσένιο.
Ἡ Ὁσία Ὀλυμπία καὶ ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη
Ἡ Ὁσία Ὀλυμπία καὶ ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἔζησαν τὸν ΙΓ´ αἰῶνα καὶ παρέδωσαν τὴν ψυχή τους μὲ μαρτυρικὸ θάνατο στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1235. Ἡ Ὀλυμπία γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς ποὺ καταγότανε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ πατέρας της ἦταν ἱερεὺς καὶ ἡ μητέρα της κόρη ἱερέως. Ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἄγνωστο γιὰ ποιὸ λόγο, ἔφυγαν καὶ κατοίκησαν στὴν Πελοπόννησο. Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἡ Ὀλυμπία ἔχασε τοὺς γονεῖς της καὶ οἱ συγγενεῖς της τὴν ἔστειλαν στὸ μοναστήρι τῶν Καρυῶν τῆς Θερμῆς, τὴν σημερινὴ ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ῥαφαήλ, ὅπου ἡ τότε ἡγουμένη Δωροθέα ἦταν θεία τῆς Ὀλυμπίας. Σὲ ἡλικία 19 ἐτῶν ἔγινε ἡ Ὀλυμπία μοναχὴ καὶ σὲ ἡλικία 25 ἐτῶν, ὅταν ἀπέθανε ἡ θεία της, ἔγινε ἡγουμένη. Ἔπειτα ἀπὸ δέκα χρόνια, στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1235, πειρατὲς ἦλθαν στὴ Μυτιλήνη, πῆγαν στὸ μοναστήρι, διασκόρπισαν τὶς τριάντα μοναχὲς καὶ ὅσες δὲν πρόλαβαν νὰ φύγουν, τὶς κακοποίησαν. Τὴν ἡγουμένη καὶ μία γερόντισσα Εὐφροσύνη τὶς βασάνισαν φοβερά. Τὴν Εὐφροσύνη, ἀφοῦ τὴν κρέμασαν σὲ δένδρο, τὴν ἔκαψαν. Τὴν Ὀλυμπία τὴν ἔκαυσαν σ᾿ ὅλο τὸ σῶμα μὲ λαμπάδες καὶ ἔπειτα πέρασαν πυρωμένη σιδηρόβεργα στὰ αὐτιά της καὶ τέλος κάρφωσαν τὸ βασανισμένο σῶμα της μὲ εἴκοσι καρφιὰ σὲ μία σανίδα καὶ ἔτσι μὲ τὴν σανίδα τὸ ἐνταφίασαν μετὰ τὴν ἀναχώρηση τῶν πειρατῶν. Ὁ βίος καὶ τὸ μαρτύριο τῶν δυὸ τούτων ἁγίων γυναικῶν ἔγιναν γνωστὰ κατὰ τὸ ἔτος 1959, ὅταν βρέθηκαν τὰ σεπτὰ λείψανα τῶν ἁγίων τῆς Θερμῆς καὶ ἔγινε γνωστὴ μὲ θεῖες ἀποκαλύψεις ἡ ἱστορία τους, ὅπως καὶ οἱ τάφοι μὲ τὰ σεπτὰ λείψανά τους. Στὸν τάφο τῆς ἁγίας Ὀλυμπίας βρέθηκαν καὶ τὰ εἴκοσι καρφιὰ μὲ τὰ ὅποια τὴν εἶχαν καρφώσει.