ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (14/5)

Σήμερα 14/5 εορτάζουν:

  • Άγιος Ισίδωρος που μαρτύρησε στη Χίο
  • Άγιος Θεράπων επίσκοπος Κύπρου
  • Άγιος Λεόντιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων
  • Άγιος Αλέξανδρος που μαρτύρησε στις Κεντουκέλλες
  • Άγιοι Αλέξανδρος, Βάρβαρος και Ακόλουθος
  • Άγιος Μάρκος ο Νεομάρτυρας ο Κρής που μαρτύρησε στη Σμύρνη
  • Άγιος Ιωάννης ο Νεομάρτυρας ο Βούλγαρος ο χρυσοχόος
  • Άγιος Cartage Επίσκοπος Λίσμορ
  • Όσιος Νικήτας εκ Κιέβου
  • Άγιος Ισίδωρος ο Θαυματουργός ο διά Χριστόν σαλός
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Ιαροσλάβλ
  • Άγιος Ανδρέας ηγούμενος της μονής Ραφαήλ (Τομπόλσκ)
  • Άγιοι Αριστοτέλης και Λέανδρος οι μάρτυρες

Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ποὺ μαρτύρησε στὴ Χίο

14.-Agios-Isidoros-Xiou

Ὁ Ἰσίδωρος ἦταν ναύτης τοῦ βασιλικοῦ στόλου, στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Δεκίου, καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Κάποια μέρα ποὺ μοῖρα τοῦ στόλου ἦταν ἀγκυροβολημένη στὴ Χίο, καταγγέλθηκε στὸ Ναύαρχο Νουμέριο ὅτι ὁ Ἰσίδωρος εἶναι χριστιανός. Ὁ Νουμέριος δὲν ἄργησε νὰ ἀκούσει τὸ ἴδιο καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἰσίδωρο, ὅταν τὸν προσκάλεσε νὰ ὁμολογήσει. Τότε τὸν ἔδειραν σκληρὰ καὶ κατόπιν τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ὁ πατέρας του μόλις ἔμαθε τὸ γεγονὸς αὐτό, ἀμέσως κίνησε γιὰ τὴν Χίο, πολὺ στενοχωρημένος, διότι ὁ γιός του ἐγκατέλειψε τὴν πατροπαράδοτη εἰδωλολατρικὴ θρησκεία. Ὅταν ἔφθασε στὴ Χίο, δὲ δυσκολεύτηκε νὰ δεῖ τὸ γιό του. Ὁ Ἰσίδωρος, μόλις ἀντίκρισε τὸν πατέρα του, μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ στοργὴ τὸν ἀσπάσθηκε συγκινημένος. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ πατέρας του, ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ ἐκφράσει καὶ τὴν θλίψη του γι΄ αὐτόν. Ὁ Ἰσίδωρος τοῦ εἶπε ὅτι μᾶλλον ἔπρεπε νὰ χαίρεται, διότι εἶδε τὸ φῶς ποὺ προσφέρει ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ πατέρας του τὸν παρακάλεσε θερμὰ νὰ ἐπιστρέψει στὴν εἰδωλολατρία, ἀλλὰ ὁ Ἰσίδωρος ἔμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη του. Τότε, ὀργισμένος αὐτός, τὸν καταράστηκε καὶ παρότρυνε τὸ Νουμέριο νὰ τὸν θανατώσει τὸ συντομότερο. Καὶ πράγματι, ὁ Ἰσίδωρος μετὰ ἀπὸ διάφορα βασανιστήρια ἀποκεφαλίσθηκε. Ἔτσι, ἐπαληθεύεται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ὅτι «παραδώσει εἰς θάνατον πατὴρ τέκνον». Δὲ θὰ εἶναι, δηλαδή, μόνο οἱ ξένοι ἐναντίον τῶν ἀγωνιζομένων χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ τους. Καὶ θὰ παραδώσει στὸ θάνατο ὁ ἄπιστος πατέρας τὸ πιστὸ παιδί του.

Ὁ Ἅγιος Θεράπων ἐπίσκοπος Κύπρου

Ἀπὸ ποὺ καταγόταν, ποιοὺς εἶχε γονεῖς καὶ σὲ ποιοὺς χρόνους ὁμολόγησε τὸ Χριστὸ καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου δὲν τὸ γνωρίζουμε. Ἡ ἁγιογραφία μας, τὸν ἱστορεῖ ὅτι ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν μοναχῶν, ἐκείνων ποὺ ἀπαρνοῦνται στ΄ ἀλήθεια τὸ δικό τους θέλημα καὶ κουβαλᾶνε εὐχάριστα τὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἡ προφορικὴ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεράπων ἔγινε ἐπίσκοπος Κύπρου, καὶ ὅτι ἐκεῖ τελείωσε μαρτυρικὰ τὴν ζωή του. Τὸ τίμιο λείψανό του μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅταν οἱ Τοῦρκοι σχεδίαζαν νὰ λεηλατήσουν τὴν Κύπρο. Τώρα, ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται, ἀναβλύζει μύρο καὶ πραγματοποιεῖ θαύματα, σ΄ αὐτοὺς ποὺ προστρέχουν σ΄ αὐτὸ μὲ εἰλικρινὴ πίστη.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ποὺ μαρτύρησε στὶς Κεντουκέλλες

Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Γαλερίου Μαξιμιανοῦ (286-305) καὶ ἦταν στρατιώτης στὸ τάγμα τοῦ κόμη Τιβεριανοῦ. Διακρινόταν γιὰ τὸ ὡραῖο του παράστημα καὶ γιὰ τὴν ἄψογη ἠθικὴ ζωή του. Ὅταν κάποτε ὁ Τιβεριανὸς θυσίαζε στὰ εἴδωλα, ὁ Ἀλέξανδρος ἀρνήθηκε νὰ συμμετάσχει στὶς θυσίες αὐτὲς καὶ δήλωσε μὲ θάῤῥος ὅτι ἦταν χριστιανός. Τότε ὑποβλήθηκε σὲ σκληρὰ βασανιστήρια. Ἡ δὲ μητέρα του Ποιμενία, μόλις πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, ἔτρεξε καὶ ζήτησε τὴν ἄδεια νὰ δεῖ τὸν γιό της. Ὅταν τὸν εἶδε τὸν ἐνθάῤῥυνε νὰ φανεῖ ἀληθινὸς χριστιανὸς καὶ νὰ πεθάνει μὲ τὴν γενναιότητα ποὺ ἁρμόζει στοὺς στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ γιὸς δὲν διέψευσε τὶς ἐλπίδες τῆς μητέρας του. Ἀφοῦ τοῦ ἄνοιξαν τὶς πλευρές, κατόπιν τὶς ἔκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, ἀλλ΄ ἐκεῖνος δὲν ὑποχώρησε στὸ τόσο σκληρὸ βασανιστήριο, ἐνισχυόμενος ἀπὸ τὴν θεία χάρη. Τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι κατατάχθηκε στὸν ἔνδοξο χορὸ τῶν μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος, Βάρβαρος, Μάξιμος καὶ Ἀκόλουθος

ΟΙ Ἅγιοι αὐτοί, ἀφοῦ ἔζησαν ζωὴ ἁγία καὶ ἔφεραν στὴ χριστιανικὴ πίστη πολλοὺς εἰδωλολάτρες, μαρτύρησαν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ. Ἡ Σύναξη καὶ ἡ γιορτὴ τους γίνεται στὸν ναὸ τῆς ἁγίας Εἰρήνης, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ θάλασσα.

Ὁ Ἅγιος Λεόντιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων

Ἔζησε τὸν 12ο αἰῶνα καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Τιβεριούπολη (Στρώμνιτσα) ἀπὸ πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς. Σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴν Πάτμο, ὑπὸ τὴν χειραγωγίαν τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς Θεοκτίστου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ ἐκπαιδεύτηκε στὴ μοναχικὴ ζωή. Ὅταν πέθανε ὁ Θεόκτιστος, μὲ ὁμόφωνη ψῆφο τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ καὶ μὲ γραπτὴ ὑπόδειξη τοῦ ἀποθανόντος Θεοκτίστου, ποὺ βρέθηκε μετὰ τὸν θάνατό του, τὸν διαδέχτηκε ὁ Λεόντιος. Κατόπιν ὁ Λεόντιος πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ ὑποθέσεις τῆς Μονῆς του, ὅπου ἐξελέγη πατριάρχης Ἱεροσολύμων τὸ 1170. Στὴ νέα του θέση ὁ Λεόντιος διέπρεψε γιὰ τὴν ὁσιότητα τῆς ζωῆς του καὶ τὸν ἀποστολικό του ζῆλο. Πέθανε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1175, ὅταν εἶχε πάει γιὰ ὑποθέσεις τοῦ θρόνου του. Ἀσματικὴ Ἀκολουθία του ἐκδόθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα τὸ 1912.

Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Νεομάρτυρας ποὺ μαρτύρησε στὴ Σμύρνη

Ἦταν Κρητικὸς καὶ ἔμενε στὴ Σμύρνη, ὅπου, παιδὶ ἀκόμα ἐξισλαμίστηκε μὲ τὴν βία ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀργότερα ἔφυγε ἀπὸ τὴν Σμύρνη καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔτρεξε κοντὰ στὸν ἐνάρετο καὶ πολυμαθῆ διδάσκαλο Μελέτιο Συρίγου, ποὺ τὸν νουθέτησε καὶ τὸν ἐνδυνάμωσε στὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου. Ἐπανῆλθε στὴ Σμύρνη καὶ κήρυξε δημόσια τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό. Συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸ κριτήριο, ὅπου καὶ ἐκεῖ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Τότε τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ἀφοῦ ἀνελέητα τὸν ἔδειραν. Κατόπιν μὲ κολακεῖες καὶ διάφορα ἄλλα βασανιστήρια προσπάθησαν νὰ κάμψουν τὸ φρόνημά του, ἀλλὰ ὁ Μᾶρκος ἔμεινε ἀμετακίνητος σ΄ αὐτό. Τότε στὶς 14 Μαΐου 1643, στὴ Σμύρνη, ἀποκεφαλίστηκε καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τὸ ἱερό του λείψανο παρέλαβαν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ τιμὲς στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς Σμύρνης. Τὸ μαρτύριο τοῦ Νεομάρτυρα αὐτοῦ διηγήθηκε ὁ Ἰσουΐτης Ἰσαὰκ α΄.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσοχόος

1) Πρό­σκλη­ση καί συ­κο­φαν­τί­α.

Ἔ­τσι εἶ­ναι γνω­στός ὁ πο­λύ­α­θλος αὐ­τός Ἅ­γιος, ὁ νε­ο­μάρ­τυς Ἰ­ω­άν­νης, ὡς χρυ­σο­χό­ος. Καί ἀ­πο­δεί­χθη­κε καί ὁ ἴ­διος στή ζω­ή του πράγ­μα­τι χρυ­σός γνή­σιος, πο­λύ­τι­μος ἀ­γω­νι­στής καί παλ­λη­κά­ρι τοῦ Χρι­στοῦ γνή­σιο καί γεν­ναῖ­ο.

Στήν πό­λη Σού­μνα τῆς Βουλ­γα­ρί­ας γεν­νή­θη­κε κι ἐ­κεῖ με­γά­λω­σε ὁ Ἰ­ω­άν­νης. Στά πρῶ­τα ἐ­φη­βι­κά του χρό­νια μα­θή­τευ­σε κον­τά σέ κά­ποι­ον χρυ­σο­χό­ο, κι ὅ­ταν πλέ­ον ἔ­μα­θε κα­λά τήν τέ­χνη, ἄ­νοι­ξε δι­κό του ἐρ­γα­στή­ριο. Καί ἔ­τσι ὅ­πως ἦ­ταν ἔ­ξυ­πνος καί δρα­στή­ριος, ἁ­γνός καί τί­μιος, ἀλ­λά καί εὐ­πα­ρου­σί­α­στος, εὐ­προ­σή­γο­ρος νέ­ος, τρά­βη­ξε τό ἐν­δι­α­φέ­ρον πολ­λῶν καί γρή­γο­ρα δη­μι­ούρ­γη­σε κα­λή πε­λα­τεί­α.

Ὅ­μως ἡ εὐ­γε­νι­κή καί ἑλ­κυ­στι­κή μορ­φή του, οἱ κα­λοί του τρό­ποι, κέν­τρι­σαν τό ἁ­μαρ­τω­λό ἐν­δι­α­φέ­ρον μιᾶς νέ­ας τουρ­κά­λας, τῆς ὁ­ποί­ας τό σπί­τι βρι­σκό­ταν πο­λύ κον­τά στό ἐρ­γα­στή­ριο τοῦ Ἰ­ω­άν­νου. Κι αὐ­τή, ἀ­δί­στα­κτη καί προ­πε­τής, μέ θρά­σος καί ἐ­πι­μο­νή, ζή­τη­σε νά τόν κά­νει σύ­ζυ­γό της, καί μά­λι­στα μέ τή συγ­κα­τά­θε­ση καί ἐ­πι­μο­νή τῶν γο­νέ­ων της. Καί εἶ­χε νά τοῦ προ­σφέ­ρει, ὅ­πως τοῦ τό­νι­ζε, πολ­λά πλού­τη, με­γά­λη πε­ρι­ου­σί­α, μέ τά ὁ­πο­ῖ­α νό­μι­ζε ὅ­τι θά τόν δε­λε­ά­σει. Ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­τι ὁ γά­μος μέ τή μω­α­με­θα­νή θά εἶ­χε ὡς πρου­πό­θε­ση τήν ἀλ­λα­ξο­πι­στί­α τοῦ Ἰ­ω­άν­νου καί τήν προ­σχώ­ρη­σή του στόν Μω­α­με­θα­νι­σμό.

Ὅ­λα ὅ­μως αὐ­τά τά δό­λια σχέ­δια ἄ­φη­ναν ἀ­συγ­κί­νη­το τόν νε­α­ρό δε­κα­ο­κτά­χρο­νο Χρι­στια­νό χρυ­σο­χό­ο. Αὐ­τόν δέν τόν ἐν­δι­έ­φε­ραν τά πλού­τη. Διότι θε­ω­ρεῖ ὡς τόν με­γα­λύ­τε­ρο πλοῦ­το τῆς ψυ­χῆς του καί εὐ­τυ­χί­α τῆς ζω­ῆς του τήν ἀ­ρε­τή τοῦ Χρι­στοῦ. Καί ὡς θλι­βε­ρό κα­τάν­τη­μα, τό θλι­βε­ρό­τε­ρο ἀ­πό ὅ­λα, θε­ω­ρεῖ τήν ἀλ­λα­ξο­πι­στί­α. Νά ἀ­φή­σει τόν Χρι­στό καί νά γί­νει μω­α­με­θα­νός; Ὡς ἔγ­κλη­μα ἀ­πο­τρο­πι­α­στι­κό τό αἰ­σθά­νε­ται καί τό ἀ­πο­κρού­ει μέ ὅ­λες του τίς δυ­νά­μεις! Αὐ­τός θά ζή­σει μέ τόν Χρι­στό μέ­χρι τήν τε­λευ­ταί­α του πνο­ή. Καί ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει τά λό­για τοῦ ἁ­γί­ου ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου: «Κἄν δέ­ῃ με σύν σοί ἀ­πο­θα­νεῖν, οὐ μή σέ ἀ­παρ­νή­σο­μαι» (Ματθ. κστ΄ 35). Ναί, θά ἔλ­θει ἡ ὥ­ρα νά κά­νει κι αὐ­τός, σάν νέ­ος πού εἶ­ναι, τό σπι­τι­κό του. Τό­τε ὅ­μως θά ἀ­να­ζη­τή­σει ὡς σύν­τρο­φο τῆς ζω­ῆς του καί μη­τέ­ρα τῶν παι­δι­ῶν του, μιά Χρι­στια­νή Ὀρ­θό­δο­ξη νέ­α, σε­μνή καί ἐ­νά­ρε­τη, μα­θή­τρια τοῦ Χρι­στοῦ καί ὄ­χι ἀλ­λό­θρη­σκη.

Ὑ­ψώ­νει λοι­πόν τό ἀ­νά­στη­μά του ὁ χρυ­σός χρυ­σο­χό­ος Ἰ­ω­άν­νης καί ἀρ­νεῖ­ται τίς δε­λε­α­στι­κές προ­τά­σεις τῆς μω­α­με­θα­νι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας.

Τό­τε οἱ ἀ­σε­βεῖς Τοῦρ­κοι ἀλ­λά­ζουν συμ­πε­ρι­φο­ρά. Τή συμ­πά­θειά τους τήν με­τα­τρέ­πουν σέ ἔ­χθρα καί μί­σος ἄ­σπον­δο· καί μέ τό μί­σος αὐ­τό ἀ­πο­φα­σί­ζουν νά ἐκ­δι­κη­θοῦν καί μά­λι­στα σκλη­ρά. Γο­νεῖς καί κό­ρη σκέ­πτον­ται καί συ­σκέ­πτον­ται νά βροῦν τόν πιό ὀ­δυ­νη­ρό τρό­πο γιά τήν ἐκ­δί­κη­ση. Καί τόν βρί­σκουν! Ὁ­δη­γοῦν τόν Χρι­στια­νό χρυ­σο­χό­ο μέ βί­α στόν δι­κα­στή καί τόν κα­τη­γο­ροῦν, τόν συ­κο­φαν­τοῦν. Λέ­νε ὅ­τι αὐ­τός, ὁ Χρι­στια­νός, τολ­μᾶ νά προ­κα­λεῖ συ­νε­χῶς τή νέ­α καί ἀ­παι­τεῖ ἀ­π’ αὐ­τήν νά ἀλ­λα­ξο­πι­στή­σει, νά γί­νει Χρι­στια­νή. Ζη­τᾶ νά τήν κά­νει σύ­ζυ­γό του, γιά νά κά­νει δι­κή του τήν πε­ρι­ου­σί­α της.

Ὁ ἔμ­πει­ρος Τοῦρ­κος δι­κα­στής ἀν­τι­λή­φθη­κε ἀ­μέ­σως τήν πλε­κτά­νη, κα­τά­λα­βε τήν συ­κο­φαν­τί­α καί τήν ἀ­θω­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στια­νοῦ. Ἄλ­λω­στε πολ­λοί αὐ­θόρ­μη­τοι μάρ­τυ­ρες κα­τέ­θε­σαν στόν δι­κα­στή καί βε­βαί­ω­σαν γιά τή σε­μνό­τη­τα καί τήν ἀ­θω­ό­τη­τα τοῦ Ἰ­ω­άν­νου. Ὅ­μως, Τοῦρ­κος καί αὐ­τός, ἐ­χθρός τῶν Χρι­στια­νῶν, τό βρῆ­κε ὡς εὐ­και­ρί­α νά κερ­δί­σει ἡ θρη­σκεί­α του ἕ­ναν ἀ­κό­μη καί ἀ­ξι­ό­λο­γο μά­λι­στα ὀ­πα­δό. Ἔ­τσι, ἔ­θε­σε μπρο­στά στόν Ἰ­ω­άν­νη τό δί­λημ­μα: Ἤ θά ἀρ­νη­θεῖς τήν πί­στη σου, θά τουρ­κέ­ψεις καί θά πά­ρεις γιά σύ­ζυ­γό σου τήν Τουρ­κά­λα, ἤ θά τι­μω­ρη­θεῖς μέ βα­ρειά βα­σα­νι­στή­ρια καί θά πε­θά­νεις μέ θά­να­το μαρ­τυ­ρι­κό! Τό­τε ἀ­κρι­βῶς μέ ὑ­πο­κρι­τι­κή με­γα­λο­ψυ­χί­α πα­ρε­νέ­βη ὁ πα­τέ­ρας τῆς κό­ρης καί δή­λω­σε ὅ­τι τόν συγ­χω­ρεῖ γιά ὅ­λα ὅ­σα ἔ­κα­νε, ἐ­άν, ἔ­στω καί τώ­ρα, δε­χθεῖ νά πά­ρει σύ­ζυ­γο τήν κό­ρη του.

Τό­τε ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἀ­γα­να­κτεῖ μπρο­στά στήν ἀ­προ­κά­λυ­πτη συ­κο­φαν­τί­α καί τήν ἐκ­πλη­κτι­κή ἀ­ναι­σχυν­τί­α. Ἀλ­λά συγ­χρό­νως καί συγ­κι­νεῖ­ται βα­θειά, δι­ό­τι ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὅ­τι ὁ­δη­γεῖ­ται στό μαρ­τύ­ριο γιά τήν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ. Μέ δά­κρυ­α στά μά­τια, μέ φω­νή παλ­λό­με­νη ἀ­πό συγ­κί­νη­ση, ὁ­μο­λο­γεῖ καί ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει πολ­λές φο­ρές: Χρι­στια­νός εἶ­μαι καί Χρι­στια­νός θά πε­θά­νω!

Ὁ εὐ­γε­νής αὐ­τός νέ­ος λοι­πόν δέν δε­λε­ά­σθη­κε ἀ­πό τά πλού­τη καί τίς πι­έ­σεις τῆς μω­α­με­θα­νῆς νέ­ας, γιά νά τήν κά­νει σύν­τρο­φό της ζω­ῆς του. Κρι­τή­ρια γιά τήν ἐ­κλο­γή συν­τρό­φου ζω­ῆς εἶ­χε τήν ὀρ­θό­δο­ξη χρι­στι­α­νι­κή πί­στη, τήν ἀ­ρε­τή ἐν Χρι­στῷ καί τήν ἠ­θι­κή ζω­ή. Με­γά­λο δί­δαγ­μα γιά τούς νέ­ους καί τίς νέ­ες, τό ὁ­ποῖ­ο πρέ­πει νά τούς κά­νει προ­σε­κτι­κούς στήν ἐ­κλο­γή συν­τρό­φου ζω­ῆς. Διότι πολλοί σπεύ­­δουν μέ ἐ­πι­πο­λαι­ό­τη­τα καί ἀ­πε­ρι­σκε­ψί­α νά συ­νά­ψουν δε­σμούς καί νά κά­νουν γά­μο μέ ἀλ­λο­δό­ξους καί ἀλ­λό­θρη­σκους, χω­ρίς βέ­βαι­α στήν πε­ρί­πτω­σή τους νά τούς ζη­τεῖ­ται, ὅ­πως ζη­τή­θη­κε ἀ­πό τόν μάρ­τυ­ρα Ἰ­ω­άν­νη, νά ἀλ­λα­ξο­πι­στή­σουν. Κα­τά κα­νό­να ὅ­μως τέ­τοι­ες συμ­βα­τι­κές οἰ­κο­γέ­νει­ες δύ­σκο­λα ὀρ­θο­πο­δοῦν. Δι­ό­τι τίς πρῶ­τες εὐ­χά­ρι­στες ἴ­σως ἐν­τυ­πώ­σεις δι­α­δέ­χον­ται συ­χνά ἀ­συ­νε­ννο­η­σί­ες, ἀ­πο­γο­ητεύσεις, κά­πο­τε καί δι­ά­λυ­ση, ἰ­σό­βια βα­σα­νι­στι­κά προ­βλή­μα­τα. Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ χρυ­σο­χό­ος καί στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό εἶ­ναι ὑ­πό­δειγ­μα.

2. Τό Μαρ­τύ­ριο.

Ὁ Χρι­στια­νός νέ­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ χρυ­σο­χό­ος ἀρ­νή­θη­κε κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά ἀ­παρ­νη­θεῖ τόν Σω­τή­ρα τοῦ Χρι­στό. Ἡ­ρω­ι­­κός καί μέ πλή­ρη συ­ναί­σθη­ση τοῦ τί τόν πε­ρί­με­νε, προ­χώ­ρη­σε πρός τό μαρ­τύ­ριο μέ ὑ­ψω­μέ­να τά βλέμ­μα­τά του πρός τόν οὐ­ρα­νό καί μέ φω­νή ἱ­κε­σί­ας πρός «τόν Ἀρ­χη­γόν τῆς πί­στε­ως καί τε­λει­ω­τήν Ἰ­η­σοῦν» (Ἑ­βρ. ιβ΄ 2). Καί ἀρ­χί­ζει λοι­πόν τό φο­βε­ρό μαρ­τύ­ριό του, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­πέ­δει­ξε καί ἀ­νέ­δει­ξε τόν Ἰ­ω­άν­νη ἔν­δο­ξο Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρα τοῦ Χρι­στοῦ.

Πρῶ­τα τόν δέρ­νουν. Καί τόν δέρ­νουν τό­σο πο­λύ, ὥ­στε ὅ­λο τό σῶ­μα του νά γί­νει μί­α με­γά­λη πλη­γή. Ἀ­πό τό πο­λύ ξύ­λο ἀ­πο­σπά­σθη­καν καί ἔ­πε­σαν τά νύ­χια του. Στήν κα­τά­στα­ση αὐ­τή τόν δέ­νουν ἀ­πό τίς μα­σχά­λες καί τόν κρε­μοῦν ψη­λά γυ­μνό στή θέ­α ὅ­λων ὅ­σων ἦ­ταν ἐ­κεῖ μπρο­στά. Κι ἔ­τσι ὅ­πως τό σῶ­μα του εἶ­ναι γε­μά­το πλη­γές καί αἵ­μα­τα, τά δι­ά­φο­ρα ἔν­το­μα πέ­φτουν στίς ἀ­νοι­κτές πλη­γές του καί τόν βα­σα­νί­ζουν ἀ­φάν­τα­στα, χω­ρίς ὁ ἴ­διος νά μπο­ρεῖ νά βο­η­θή­σει στό πα­ρα­μι­κρό τόν ἑ­αυ­τό του. Γύ­ρω του οἱ δή­μιοι καί οἱ πε­ρί­ερ­γοι φα­να­τι­κοί Τοῦρ­κοι ὅ­λη τή μέ­ρα, ἄλ­λο­τε τόν προ­τρέ­πουν μέ κο­λα­κεῖ­ες καί τα­ξί­μα­τα νά ἀρ­νη­θεῖ τήν πί­στη του καί ἄλ­λο­τε τόν ἀ­πει­λοῦν ὅ­τι τόν πε­ρι­μέ­νουν φρι­κτό­τε­ρα βα­σα­νι­στή­ρια.

Στή συ­νέ­χεια τόν φυ­λα­κί­ζουν, γιά νά σκε­φθεῖ κα­λύ­τε­ρα καί ἀ­πο­φα­σί­σει. Δέν γνω­ρί­ζου­με βε­βαί­ως, ἐ­άν καί τή νύ­κτα ἀ­κό­μη τόν ἄ­φη­σαν ἥ­συ­χο. Αὐ­τό μό­νο ξέ­ρου­με, ὅ­τι τήν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα θά ἐ­πα­να­λά­βουν τό ἴ­διο πρό­γραμ­μα, μέ σκο­πό νά σπά­σουν τό ἠ­θι­κό του. Ὅ­μως αὐ­τός μι­μεῖ­ται τούς ἀ­πο­στό­λους Παῦ­λο καί Σί­λα, οἱ ὁ­ποῖ­οι, ὅ­ταν δαρ­μέ­νοι σκλη­ρά βρί­σκον­ταν στή φυ­λα­κή τῶν Φι­λίπ­πων, «τό με­σο­νύ­κτιον προ­σευ­χό­με­νοι ὑ­μνοῦν τόν Θε­όν»  (Πράξ. ι­στ΄ 23).

Ἀ­φοῦ τό συ­νε­χές αὐ­τό μαρ­τύ­ριο δέν ἔ­φε­ρε ἀ­πο­τέ­λε­σμα, δο­κι­μά­ζουν ἄλ­λο φο­βε­ρό­τε­ρο. Περ­νοῦν τό σῶ­μα τοῦ Ἰ­ω­άν­νη ἀ­πό τόν τρο­χό, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἔ­τσι ὅ­πως πε­ρι­στρέ­φε­ται, ξε­σχί­ζει μέ τίς σι­δε­ρέ­νι­ες λε­πί­δες του τίς σάρ­κες τοῦ Μάρ­τυ­ρος. Νά πε­ρι­γρά­ψει κα­νείς τόν πό­νο καί τήν ὀ­δύ­νη τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου αὐ­τοῦ; Εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον! Νά ἐ­ξη­γή­σει πῶς ἀν­τέ­χει ὁ Μάρ­τυς; Μό­νο μί­α ἐ­ξή­γη­ση ὑ­πάρ­χει: θαῦ­μα! Στίς δύ­σκο­λες αὐ­τές καί μαρ­τυ­ρι­κές στιγ­μές Ἄγ­γε­λος ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό τόν ἐ­νι­σχύ­ει καί τόν ἐν­δυ­να­μώ­νει (Λουκ. κβ΄ 43) καί μέ­νει ὁ στα­θε­ρός καί ἱ­λα­ρός!

Τώ­ρα ὅ­μως πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἄλ­λος πει­ρα­σμός: Ἕ­νας Τοῦρ­κος ἰα­τρός τόν πλη­σιά­ζει μέ ὑ­πο­κρι­τι­κό ἐν­δι­α­φέ­ρον καί βε­βαι­ώ­νει, ὅ­τι καί στήν κα­τά­στα­ση αὐ­τή πού βρί­σκε­ται, δέν ὑ­πάρ­χει φό­βος θα­νά­του. Οἱ πλη­γές μπο­ροῦν νά θε­ρα­πευ­θοῦν, ἀρ­κεῖ νά δε­χθεῖ νά τουρ­κέ­ψει. Καί ὁ Μάρ­τυς ἀν­τί γιά ἄλ­λη ἀ­πάν­τη­ση φω­νά­ζει δυ­να­τά: Πι­στεύ­ω στόν Χρι­στό. Εἶ­μαι Χρι­στια­νός!

Καί τό μαρ­τύ­ριο προ­χω­ρεῖ σκλη­ρό­τε­ρο. Στίς ἀ­νοι­κτές πλη­γές τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Ἰ­ω­άν­νου ρί­χνουν ἁ­λά­τι καί μέ ἀ­ναμ­μέ­νες λαμ­πά­δες ἀ­πό κά­τω τίς καῖ­νε. Κι ἐ­νῶ ὁ Μάρ­τυς σφα­δά­ζει ἀ­πό τούς πό­νους, αὐ­τοί γύ­ρω του στή­νουν χο­ρό, πί­νουν, τρα­γου­δοῦν, γε­λοῦν καί σαρ­κά­ζουν. Στή συ­νέ­χεια ἐ­φαρ­μό­ζουν στό κε­φά­λι του ἀ­στρα­γά­λους, ἕ­να σι­δε­ρέ­νιο δη­λα­δή στε­φά­νι, πού εἶ­χε ἀ­πό μέ­σα κόμ­πους, καί σφίγ­γουν δυ­να­τά, τό­σο, ὥ­στε τό κε­φά­λι νά κιν­δυ­νεύ­ει νά σπά­σει. Καί πά­λι ὁ χρι­στια­νός νέ­ος μέ­νει ἀ­λύ­γι­στος. Θυ­μᾶ­ται τόν λό­γο τοῦ ἱ­ε­ροῦ Ψαλ­μω­δοῦ: «Προ­ω­ρώ­μην τόν Κύ­ριόν μου ἐ­νώ­πιόν μου δι­α­παν­τός, ὅ­τι ἐκ δε­ξι­ῶν μου ἐ­στιν, ἵνα μή σα­λευ­θῶ» (Ψάλμ. ι­ε΄ [15] 8). Καί πράγ­μα­τι δέν σα­λεύ­θη­κε οὔ­τε γιά μί­α στιγ­μή.

Ὁ Μάρ­τυς δέν ὑ­πο­χώ­ρη­σε. Δέν ἀ­πέ­κα­με, γιά νά πεῖ στούς δη­μί­ους του φθά­νει πιά, ὑ­πο­χω­ρῶ. Κου­ρά­σθη­καν ὅ­μως καί ἀ­πέ­κα­μαν οἱ δή­μιοι. Τί ἄλ­λο βα­σα­νι­στή­ριο μπο­ροῦ­σαν νά χρη­σι­μο­πο­ή­σουν; Τε­λι­κά ὁ δι­κα­στής δι­έ­τα­ξε νά τόν ἀ­πο­κε­φα­λί­σουν. Τό γι­α­τα­γά­νι κά­ποι­ου ἄ­καρ­δου καί αἱ­μο­βό­ρου Τούρ­κου ἔ­ρι­ξε στό ἔ­δα­φος κε­φά­λι τοῦ Ἰ­ω­άν­νου, τό στε­φα­νω­μέ­νο μέ τό στε­φά­νι τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου.

14 Μαί­ου 1802. Ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κη ἡ­μέ­ρα καί ἕ­να εὐ­ω­δια­στό λου­λού­δι στήν ἄ­νοι­ξη τῆς ζω­ῆς του κό­πη­κε ἀ­πό τή γῆ καί με­τα­φέρ­θη­κε στόν οὐ­ρα­νό. Ἦ­ταν ὁ πο­λυ­νί­κης 18χρονος χρυ­σο­χό­ος Ἰ­ω­άν­νης ἀ­πό τή Σού­μνα τῆς Βουλ­γα­ρί­ας.

Ἔ­τσι κρά­τη­σαν οἱ Μάρ­τυ­ρες τήν πί­στη τους. Δι­ό­τι ἡ χρι­στι­α­νι­κή πί­στη εἶ­ναι ἀ­ξί­α ἀ­τί­μη­τη καί δέν πα­ρα­δί­δε­ται. Ἀ­ξί­α γιά τήν πρό­σκαι­ρη αὐ­τή ζω­ή καί γιά τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. «Ἐ­παγ­γε­λί­αν ἔ­χου­σα ζω­ῆς τῆς νῦν καί τῆς μελ­λού­σης» (Α΄ Τιμ. δ΄ 8). Ἄς τό ἀ­κού­σουν αὐ­τό οἱ ση­με­ρι­νοί νέ­οι ἀ­πό τόν συ­νο­μή­λι­κό τους μάρ­τυ­ρα Ἰ­ω­άν­νη κι ἄς κρα­τή­σουν τήν πί­στη τους ὡς θη­σαυ­ρό ἱ­ε­ρό καί ἀ­ναν­τι­κα­τά­στα­το.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη