ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (15/5)

Σήμερα 15/5 εορτάζουν:

  • Όσιος Παχώμιος ο Μέγας
  • Όσιος Αχίλλιος Επίσκοπος Λαρίσης
  • Όσιος Βάρβαρος ο Μυροβλύτης
  • Όσιος Ανδρέας ο Ερημίτης και Θαυματουργός
  • Άγιος Ησαΐας ο Θαυματουργός Επίσκοπος Ροστώβ
  • Άγιος Δημήτριος ο Μοσχοβίτης, ο Θαυματουργός
  • Όσιος Ησαΐας ο Θαυματουργός
  • Μνήμη εν τω περιτειχίσματι και η ανάδειξις της αχειροποιήτου εικόνος εν Καμουλιανοίς
  • Ανακομιδή της τιμίας Κάρας του Αγίου Αποστόλου Τίτου
  • Όσιος Πανηγύριος ο θαυματουργός
  • Οσία Καλή
  • Όσιος Σιλβανός ο Ταβεννησιώτης
  • Όσιος Ευφρόσυνος ο Θαυματουργός
  • Όσιος Σεραπίων του Πσκωφ
  • Όσιος Παχώμιος ο Αναχωρητής
  • Όσιος Παχώμιος του Κένο
  • Ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του Αγίου Τύχωνος Επισκόπου Ζαντόνσκ
  • Άγιος Νικόλαος ο Ιερομάρτυρας
  • Άγιος Αβέρκιος ο Ιερομάρτυρας
  • Άγιος Παχώμιος ο Ιερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ
  • Άγιος Αρέθας των Αλταΐων
  • Άγιοι Dymphna και Gerebernus
  • Σύναξη των εν Μεσσηνία Αγίων
  • Σύναξη πάντων των εν Λαγκαδά Αγίων
  • Αγία Ταμάρα η βασίλισσα
  • Σύναξη της Παναγίας της Ατταλειώτισσας στον Ταύρο
  • Ανάμνηση Θαύματος Αγίας Βαρβάρας στην Λευκάδα
  • Όσιοι Απόστολος και Θεοχάρης οι αυτάδελφοι
  • Σύναξη πάντων των εν Θεσσαλονίκη αγίων
  • Μετακομιδή τμημάτων των Ιερών Λειψάνων των Αγίων Φανέντων

Ὁ Ὅσιος Παχώμιος

15.-Osios-Paxomios

Ἡ Ἄνω Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου εἶναι ὁ τόπος ὅπου γεννήθηκε ὁ Παχώμιος ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες, τὸ 292 μ.Χ. Σὲ ἡλικία 20 χρονῶν, κατατάχθηκε στὸν αὐτοκρατορικὸ στρατό, ὅπου συνδέθηκε μὲ χριστιανοὺς στρατιῶτες καὶ ἔτσι γνώρισε τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Ὅταν ἀπολύθηκε ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ, βαπτίσθηκε. Ἡ ψυχή του, ὅμως, ἐπιθυμοῦσε κάτι περισσότερο καὶ ἀνώτερο πνευματικά. Πῆγε, λοιπόν, κοντὰ σὲ ἕναν φημισμένο ἡσυχαστή, τὸν Παλαίμονα, ὅπου κοντά του προόδευσε στὴν ἄσκηση, τὴν ἀρετὴ καὶ ἰδιαίτερα στὴ βαθειὰ ταπεινοφροσύνη. Ὅταν πέθανε ὁ Παλαίμονας, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ Παχώμιος ἔκτισε δικό του κελλὶ στὸν τόπο Ταβενησία, κοντὰ στὸ Νεῖλο. Μὲ τὸ χρόνο σχηματίσθηκε ἀδελφότητα, καὶ ἔτσι ἔγινε ἐκεῖ ὁλόκληρη Μονή. Καταπληκτικὰ ὀργανωτικὸ πνεῦμα ὁ Παχώμιος καὶ μὲ βοηθὸ τὴν ταπεινοφροσύνη, κατόρθωσε νὰ δημιουργήσει ἄριστο κοινοβιακὸ σύστημα καὶ διοικοῦσε ἁρμονικότατα τοὺς 3.000 περίπου μοναχοὺς ποὺ ἦταν γύρω ἀπ᾿ αὐτόν. Θεωρεῖται, μάλιστα, καὶ ὁ ἱδρυτὴς τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς. Ὁ Παχώμιος δὲν ἦταν καὶ τόσο πολὺ ἐγγράμματος, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸν ἐπηρέαζε, διότι πάντα εἶχε κατὰ νοῦ τὴν συμβουλὴ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου: «Τὴν ταπεινοφροσύνην ἐγκομβώσασθε· ὅτι ὁ Θεὸς ταπεινοῖς δίδωσι χάριν». Δηλαδή, κουμπωθεῖτε σὰν ἄλλο ῥοῦχο τὴν ταπεινοφροσύνη, διότι ὁ Θεὸς στοὺς ταπεινοὺς δίνει χάρη. Ἔτσι καὶ ὁ Παχώμιος, μὲ τὸ ταπεινὸ φρόνημα εἶχε τὴν χάρη νὰ συζητᾷ κατὰ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο τὰ θεολογικὰ ζητήματα. Τὸ Μάιο τοῦ 348, προσβλήθηκε ἀπὸ πανώλη καὶ πέθανε.

Ὁ Ὅσιος Ἀχίλλειος ἐπίσκοπος Λαρίσης

Ἡ πρω­τεύ­ου­σα τῆς Θεσ­σα­λί­ας, ἡ Λά­ρι­σα, πα­νη­γυ­ρί­ζει τήν 15η Μα­ΐ­ου τήν ἑ­ορ­τή τοῦ πο­λι­ού­χου της ἁ­γί­ου Ἀ­χιλ­λί­ου. Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας τοῦ 4ου αἰ­ώ­να ὁ Ἀ­χίλ­λιος μέ τή λαμ­πρό­τη­τα τῆς ἀ­κτι­νο­βό­λου φυ­σι­ο­γνω­μί­ας του κα­ταύ­γα­σε τήν ἐ­πο­χή του καί ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά φω­­­τί­ζει τίς γε­νε­ές τῶν ὀρ­θο­δό­ξων πι­στῶν. Ἀ­πο­τε­λεῖ δέ ὄ­χι μό­νο καύ­χη­μα καί προ­στά­τη τῆς Λά­ρι­σας ἀλ­λά καί πα­ρά­δειγ­μα ἐμ­πνευ­σμέ­νου, ἀ­ξί­ου καί ἁ­γί­ου κλη­ρι­κοῦ.

Ἡ ἔν­δο­ξη Καπ­πα­δο­κί­α εἶ­ναι ἡ πα­τρί­δα του. Γεν­νή­θη­κε καί γα­λου­χή­θη­κε ἀ­πό γο­νεῖς εὐ­σε­βεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐν­δι­α­φέρ­θη­καν νά με­τα­δώ­σουν ἀ­πό πο­λύ νω­ρίς στό τρυ­φε­ρό τους βλα­στά­ρι ὅ,τι πιό πο­λύ­τι­μο δι­έ­θε­ταν, τήν πί­στη στό Χρι­στό καί τήν εὐ­σέ­βεια. Καί αὐ­τός ἀ­πό τά παι­δι­κά του χρό­νια ἐκ­δή­λω­σε τήν ἀ­γα­θή του φύ­ση καί ἀν­τα­πο­κρί­θη­κε στούς ἵ­ε­ρους πό­θους τῶν γο­νέ­ων τοῦ προ­σπα­θών­τας νά μι­μη­θεῖ τίς ἀ­ρε­τές τους. Νέ­ος ἀ­κό­μη πα­ρου­σί­α­σε προ­σω­πι­κό­τη­τα σε­βα­στῆ μέ μόρ­φω­ση φι­λο­σο­φι­κή καί θε­ο­λο­γι­κή καί συγ­χρό­νως καλ­λι­έρ­γεια ἀ­ξι­ό­λο­γή της ψυ­χῆς.

Σ αὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τήν ἡ­λι­κία τῆς νε­ό­τη­τάς του, πού ἄλ­λοι νέ­οι ἑλ­κύ­ον­ται καί τέρ­πον­ται ἀ­πό κα­τα­κτή­σεις θέ­σε­ων, ἀ­ξι­ω­μά­των καί πλού­του ὑ­λι­κοῦ, ὁ Ἀ­χίλ­λιος αἰ­σθάν­θη­κε ἔν­το­νη μέ­σα του τήν κλή­ση τοῦ Θε­οῦ καί τόν πό­θο τῆς ἀ­φι­ε­ρώ­σε­ως σ’ αὐ­τόν. Τό­τε πῆ­ρε τήν ἀ­πό­φα­ση νά ἐ­πι­σκε­φθεῖ τούς τό­πους πού ἔ­ζη­σε, δί­δα­ξε καί ἔ­πα­θε ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς, ἀλ­λά καί τή Ρώ­μη, ὅ­που μαρ­τύ­ρη­σαν οἱ δυ­ό με­γά­λοι πρω­το­κο­ρυ­φαῖ­οι ἀ­πό­στο­λοι Πέ­τρος καί Παῦ­λος. Πῆ­γε ὡς εὐ­λα­βής προ­σκυ­νη­τής καί εἶ­δε καί ἀ­να­πό­λη­σε ἱερές σκη­νές καί θεῖ­ες δι­δα­σκα­λί­ες. Συγ­κι­νή­θη­κε καί ἐν­θου­σι­ά­σθη­κε. Γέ­μι­σε ὁ ἐ­σω­τε­ρι­κός του κό­σμος ἀ­πό ἱερά συ­ναι­σθή­μα­τα. Οἱ προ­σκυ­νη­μα­τι­κές αὐ­τές εὐ­λα­βεῖς ἐ­πι­σκέ­ψεις του ἔ­γι­ναν φω­νή τοῦ Θε­οῦ, ἡ ὁποί­α τόν κα­λοῦ­σε πλέ­ον μό­νι­μα καί ὑ­πεύ­θυ­να στή δι­α­κο­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί πῆ­ρε ὁ Ἀ­χίλ­λιος τήν τε­λι­κή πλέ­ον ἀ­πό­φα­ση νά ἀ­φι­ε­ρώ­σει τή ζω­ή του στό κή­ρυγ­μα τοῦ θεί­ου λό­γου.

Ἀρ­χί­ζει ἀ­πό τό­τε τήν πε­ρι­ο­δεί­α του καί κη­ρύτ­τει συ­νέ­χεια τό λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­ψη­φᾶ δυ­σκο­λί­ες, ἐμ­πό­δια, δυ­σμε­νεῖς συν­θῆ­κες. Θαυ­μα­στής καί μι­μη­τής τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου θά μπο­ροῦ­σε καί αὐ­τός νά ἐ­πα­να­λά­βει: Ἐν κό­πῳ καί μό­χθῳ, ἐν ἀ­γρυ­πνί­αις πολ­λά­κις, ἐν λι­μῷ καί δί­ψει, ἐν νη­στεί­αις πολ­λά­κις, ἐν ψύ­χει καί γυ­μνό­τη­τι… (Β΄ Κορ. ι­α΄ 27).

Ἡ σπου­δαί­α ὅ­μως προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ Ἀ­χιλ­λί­ου καί ἡ ἐν­θου­σι­ώ­δης ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή δρά­ση του ἦ­ταν φυ­σι­κό νά γί­νει γρή­γο­ρα γνω­στή ὄ­χι μό­νο στά μέ­ρη ἀ­πό ὅ­που αὐ­τός πέ­ρα­σε ἀλ­λά καί πιό πέ­ρα. Ἔ­τσι ἔ­γι­νε ἀ­πό τούς ἐγ­γύς καί τούς μα­κράν πο­λύ ἀ­γα­πη­τός καί σε­βα­στός.

Ἀλ­λά ἦρ­θε καί ὁ και­ρός πού ὁ Κύ­ριος τόν τί­μιο καί κα­λά δι­α­κο­νή­σαν­τα ἐρ­γά­τη Του θά τόν ἀ­νε­βά­σει ψη­λό­τε­ρα. Οἱ γάρ κα­λῶς δι­α­κο­νή­σαν­τες βαθ­μόν ἑ­αυ­τοῖς κα­λόν πε­ρι­ποι­οῦν­ται (Α΄ Τίμ. γ΄ 13). Συγ­χρό­νως ὅ­μως θά ζη­τή­σει ἀ­πό αὐ­τόν δι­α­κο­νί­α πιό ὑ­πεύ­θυ­νη. Καί νά ὅ­τι ὁ πι­στός λα­ός τῆς Λά­ρι­σας, ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε καί εἶ­δε τόν ζη­λω­τή κή­ρυ­κα, ζή­τη­σε νά τόν κά­νει Ἐ­πί­σκο­πό του. Δι­α­κρι­νό­ταν ἄλ­λω­στε ὁ Ἀ­χίλ­λιος καί συγ­κέν­τρω­νε τά ἀ­πα­ραί­τη­τα προ­σόν­τα τά ὁποῖ­α ζη­τοῦ­σε ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­πό τούς Ἐ­πι­σκό­πους (Α΄ Τιμ. γ΄ 1 καί ἑ­ξῆς).

Μιά τέ­τοι­α μορ­φή ὅ­πως ὁ Ἀ­χίλ­λιος, ὅ­ταν ἀ­νέ­βη­κε στό ἀ­ξί­ω­μα τῆς Ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νης, δέν πρό­σε­ξε μό­νο τό μέ­γε­θος τῆς τι­μῆς ἀλ­λά κυ­ρί­ως τή βα­ρύ­τη­τα τῆς εὐ­θύ­νης. Τό συ­νε­χές κή­ρυγ­μα καί ἡ ἄ­σκη­ση τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας ἦ­ταν τό κύ­ριο ἔρ­γο τοῦ νέ­ου Ἐ­πι­σκό­που. Ἡ ἀ­λή­θεια τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου πρέ­πει νά γί­νει γνω­στή σ’ ἐ­κεί­νους πού τήν ἀ­γνο­οῦν καί ἀ­κό­μη πιό γνω­στή καί πιό ἀ­γα­πη­τή σ’ ἐ­κεί­νους πού τήν κα­τέ­χουν.

Ὅ­μως ἐ­κεί­νη ἡ ἐ­πο­χή ἦ­ταν κρί­σι­μη γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ αἵ­ρε­ση τοῦ Ἀ­ρεί­ου σάν ἀρ­ρώ­στια ἐ­πι­δη­μι­κή μά­στι­ζε τήν Ἐκ­κλη­σί­α ὁ­λό­κλη­ρη μέ κίν­δυ­νο νά μο­λύ­νει τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη. Μπρο­στά στό με­γά­λο αὐ­τό κίν­δυ­νο ὁ πρῶ­τος Χρι­στια­νός αὐ­το­κρά­το­ρας, ὁ Μέ­γας Κων­σταν­τῖ­νος, συγ­κά­λε­σε στή Νί­και­α τήν Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο. Με­τα­ξύ τῶν 318 θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων συμ­με­τεῖ­χε καί ὁ ἐ­πί­σκο­πος Λα­ρί­σης Ἀ­χίλ­λιος. Μέ τή συ­ναί­σθη­ση τῆς κρι­σι­μό­τη­τας τῶν και­ρῶν καί τῆς ἐ­πι­σκο­πι­κῆς του εὐ­θύ­νης πα­ρα­κο­λού­θη­σε τίς ἐρ­γα­σί­ες τῆς Συ­νό­δου μέ πολ­λή σο­βα­ρό­τη­τα καί συ­νο­χή. Ὕ­ψω­σε φω­νή δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας καί στη­λί­τευ­σε τήν αἵ­ρε­ση καί τόν αἱ­ρε­σιά­ρχη Ἄ­ρει­ο.

Τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα κα­τηύ­γα­σε τή Σύ­νο­δο καί ἔ­δω­σε τήν ὄρ­θη λύ­ση καί τή με­γά­λη νί­κη τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Στό τέ­λος πε­ρι­χα­ρής γιά τή νί­κη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, εὐ­γνώ­μων πρός τόν Θε­ό ὑ­πέ­γρα­ψε καί ὁ Ἀ­χίλ­λιος τά πρα­κτι­κά της ἁ­γί­ας Συ­νό­δου, ἡ ὁποί­α θά μεί­νει στήν ἱ­στο­ρία ὡς λαμ­πρός κα­θο­δη­γη­τι­κός προ­βο­λέ­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Στή Σύ­νο­δο δό­θη­κε εὐ­και­ρί­α καί στό Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο, πού πολ­λά ἄ­κου­γε γιά τόν Ἀ­χίλ­λιο, νά τόν γνω­ρί­σει προ­σω­πι­κά. Καί μα­ζί μέ τήν τι­μή καί τόν ἔκ­δη­λο σε­βα­σμό του τοῦ πρό­σφε­ρε ἀ­ξι­ό­λο­γο χρη­μα­τι­κό πο­σό γιά τίς ἀ­νάγ­κες τῆς ἐ­παρ­χί­ας του.

Ἀ­πό τήν Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο ὁ Ἀ­χίλ­λιος ἐ­πέ­στρε­ψε ἀ­να­νε­ω­μέ­νος στή Λά­ρι­σα. Μέ νέ­ες δυ­νά­μεις συ­νε­χί­ζει τό ἔρ­γο του. Μα­ζί μέ τήν πε­ρι­ο­δεί­α, τό κή­ρυγ­μα καί τή φι­λαν­θρω­πί­α, κτί­ζει να­ούς πε­ρι­καλ­λεῖς στή θέ­ση τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κῶν να­ῶν καί συγ­χρό­νως κά­νει πολ­λά θαύ­μα­τα. Ὁ Θε­ός ἀ­μεί­βον­τας τήν πί­στη του τοῦ ἔ­δω­σε τό θαυ­μα­τουρ­γι­κό χά­ρι­σμα, γιά νά εὐ­ερ­γε­τεῖ τά πνευ­μα­τι­κά του τέ­κνα μέ τά ὁποῖ­α ἔρ­χε­ται σέ συ­νε­χῆ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α ὡς πραγ­μα­τι­κός καί φι­λό­στορ­γος πα­τέ­ρας.

Γιά ὅ­λα αὐ­τά ἡ πό­λη τῆς Λά­ρι­σας τι­μᾶ τόν Ἅ­γιο. Βε­βαί­ως στε­ρή­θη­κε τό ἱ­ε­ρό του λεί­ψα­νο, για­τί ὁ Σα­μου­ήλ, ὁ βα­σι­λιάς τῶν Βουλ­γά­ρων, σέ μιά ἐ­πί­θε­ση ἐ­ναν­τί­ον τῆς Θεσ­σα­λί­ας τόν 10ο αἰ­ώ­να τό με­τέ­φε­ρε στή Βουλ­γα­ρί­α. Ἡ θε­ό­σω­στη ὅ­μως ἐ­παρ­χί­α του μπο­ρεῖ νά μήν ἔ­χει τό ἅ­γιο λεί­ψα­νο, ἔ­χει ὅ­μως τή με­σι­τεί­α καί τίς ὅ­λο­θερ­μες εὐ­χές τοῦ ἁ­γί­ου της Ἐ­πι­σκό­που κον­τά στό θρό­νο τοῦ Θε­οῦ!

Ἅς φι­λο­τι­μεῖ ἡ μορ­φή τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­χιλ­λί­ου ὅ­λους τούς κλη­ρι­κούς νά τόν μι­μη­θοῦν στή ση­με­ρι­νή μά­λι­στα κρί­σι­μη ἐ­πο­χή μας. Ἄς γί­νει πρό­τυ­πο καί γιά ὅ­σους ἑ­τοι­μά­ζον­ται νά γί­νουν ἐρ­γά­τες καί κή­ρυ­κες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του. Ἄς προ­τρέ­πει καί ὅ­λους ἐ­μᾶς νά συ­νερ­γοῦ­με κα­τά τό δυ­να­τόν, γιά νά ἀ­να­δει­κνύ­ον­ται τέ­τοι­οι ἐρ­γά­τες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, «φω­στῆ­ρες ἐν κό­σμῳ, λό­γον ζω­ῆς ἐ­πέ­χον­τες» (Φι­λιπ. 6 15-16), ὅ­πως καί ὁ Ἀ­χίλ­λιος.

Κον­τά­κιον τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἦ­χος πλ. δ΄

Τῆς οἰ­κου­μέ­νης τόν ἀ­στέ­ρα τόν ἀ­νέ­σπε­ρον καί Λα­­ρι­σαί­ων τόν ποι­μέ­να τόν ἀ­κοί­μη­τον,

τόν Ἀ­χίλ­λιον ὑ­μνή­σω­μεν ἐκ­βο­ών­τες· Παρ­ρη­σί­αν κε­κτη­μέ­νος πρός τόν Κύ­ριον,

ἐκ παν­τοί­ας τρι­κυ­μί­ας ἡμᾶς λύ­τρω­σαι, ἵ­να κρά­ζω­μεν Χαί­ροις, πά­τερ Ἀ­χίλ­λι­ε.

Ἀπό τό βιβλίο «Καλλίνικοι Μάρτυρες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ἅγιος Βάρβαρος ὁ Μυροβλήτης

Στοὺς Συναξαριστὲς δὲν ὑπάρχουν στοιχεῖα γιὰ τὴν ζωή του, μόνο ὅτι μαρτύρησε διὰ ξίφους. Στὸν Λαυριωτικὸ ὅμως Κώδικα 70φ. 244 ὑπάρχουν τὰ ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν βάρβαρος, λεηλατοῦσε καὶ ἔτρωγε σάρκες ἀνθρώπων. Κάποιος ἱερέας ὅμως, μαζὶ μ΄ ἕναν βοηθό του, ἦλθαν σὲ ἕνα τόπο ποὺ ὀνομαζόταν Νῆσα γιὰ νὰ λειτουργήσει στὸν ἐκεῖ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅρμησε ὁ Βάρβαρος γιὰ νὰ τοὺς φάει, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ εἶδε Ἄγγελο Κυρίου νὰ συλλειτουργεῖ μὲ τὸν ἱερέα. Τότε μετανόησε γιὰ ὅλα καὶ τέθηκε ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ ἱερέα, ἀφοῦ κατηχήθηκε καὶ βαπτίστηκε χριστιανός. Τότε μὲ τὴν ἄδεια τοῦ πνευματικοῦ του, γιὰ τρία χρόνια βάδιζε σὰν τετράποδο καὶ ἔτρωγε χόρτα καὶ ῥίζες ἀπὸ διάφορα φυτά. Κάποτε ὅμως, ἕνας γεωργὸς τὸν πέρασε γιὰ ἀρκούδα καὶ τὸν χτύπησε θανάσιμα στὴ δεξιά του πλευρά, καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό. Στὸν τόπο ὅπου μαρτύρησε ἀναβλύζει μύρο καὶ γίνονται ἰάσεις ἀσθενειῶν.

Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ Ἐρημίτης καὶ Θαυματουργός

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Στοιχεῖα γιὰ τὴν ζωή του καθὼς καὶ τὴν Ἀκολουθία του, ἔγραψε ὁ Ἀνδρέας ὁ Ἱδρωμένος ὁ Ὑπάργιος (+ 1847). Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὰ στοιχεῖα αὐτά, ὁ Ὅσιος αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Μονοδένδρι τῆς Ἠπείρου καὶ ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Μιχαὴλ Β΄ τοῦ Κομνηνοῦ δεσπότη τῆς Ἠπείρου (1237- 1271). Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε ἡδονὲς χρημάτων, περιουσίας καὶ συζύγου, κατοίκησε στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ, μὲ ἄσκηση καὶ προσευχὴ ἁγίασε τὴν ζωή του καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.