Σήμερα 17/5 εορτάζουν:
- Άγιοι Ανδρόνικος και Ιουνία οι Απόστολοι
- Άγιος Αθανάσιος ο Νέος, ο Θαυματουργός επίσκοπος Χριστιανουπόλεως
- Άγιοι Σολόχων, Παμφαμήρ και Παμφυλών
- Όσιοι Νεκτάριος και Θεοφάνης οι αυτάδελφοι κτήτορες της Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων
- Άγιος Νικόλαος εκ Μετσόβου
- Άγιος Θεοδώρητος ο Πρεσβύτερος
- Μνήμη της Αλώσεως και πυρπολήσεως της Ιερουσαλήμ από τους Πέρσες
- Μετακομιδή των ιερών λειψάνων του Οσίου Αδριανού
- Άγιος Νικόλαος ο Μεγαλομάρτυρας
- Όσιος Θεοφάνης ο Μυροβλύτης Επίσκοπος Σολέας, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου
- Άγιος Ελεάζαρος
- Όσιος Ιωνάς της Οδησσού
- Όσιος Μαϊδούλφος
Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἰουνία οἱ Ἀπόστολοι
Τὰ σαρκικὰ πάθη, ἰδιαίτερα ὀτην ἐποχή μας, δύσκολα ἀφήνουν νὰ ἀναπτυχθεῖ ἁγνὴ φιλία, καὶ εἰδικότερα ἁγνὴ συνεργασία, μεταξὺ ἑνὸς ἄνδρα καὶ μίας γυναίκας. Ὅμως, δὲν εἶναι ἀκατόρθωτο. Κατορθώνεται, ὅταν μέσα στὶς ψυχὲς καὶ τῶν δυὸ φίλων ῥιζώσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τότε νεκρώνεται τὸ σαρκικὸ φρόνημα καὶ ἐνδιαφέρει μόνο τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς. Μ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο συνεργάσθηκαν καὶ οἱ ἀπόστολοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἰουνία. Μὲ τὴν ἁγνή τους συνεργασία, πέτυχαν νὰ ἀποσπάσουν πολλοὺς εἰδωλολάτρες ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ νὰ κτίσουν πολλὲς ἐκκλησίες. Συνεργάσθηκαν μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, γιὰ τοὺς ὁποίους γράφει στὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολή του: «Ἀσπάσασθε Ἀνδρόνικον καὶ Ἴουνιάν τους συγγενεῖς μου καὶ συναιχμαλώτους μου, οἵτινες εἰσὶν ἐπίσημοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις, οἳ καὶ πρὸ ἐμοῦ γεγόνασιν ἐν Χριστῷ». Δηλαδή, χαιρετῆστε τὸν Ἀνδρόνικο καὶ τήν Ἰουνία, τοὺς συμπατριῶτες μου, ποὺ καταδιώχθηκαν καὶ φυλακίσθηκαν μαζί μου καὶ εἶναι διακεκριμένοι μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἀσκοῦν τὴν ἀποστολὴ τοῦ κηρύγματος, καὶ οἱ ὁποῖοι μάλιστα προσῆλθαν στὸ Χριστὸ πρωτύτερα ἀπὸ μένα. Ὁ Ἀνδρόνικος καὶ ἡ Ἰουνία, ἀφοῦ ἔλαμψαν μὲ τοὺς ἀγῶνες τους γιὰ τὴν πίστη, εἰρηνικὰ ἀποδήμησαν στὴν αἰώνια ζωή. (Κατ΄ ἄλλους Συναξαριστὲς ἡ Ἰουνία λαμβάνεται σὰν Ἰουνίας, δηλ. ἀρσενικοῦ γένους).
Οἱ Ἅγιοι Σολόχων, Παμφαμὴρ καὶ Παμφυλὼν ἢ Παμφαλών
Ἔζησαν στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα καὶ μαρτύρησαν ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Γαλέριος Μαξιμιανός. Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, καὶ ὑπηρετοῦσαν στὸ στρατό. Βρίσκονταν ὅλοι στὴ Χαλκηδόνα, ὅταν ὁ διοικητής τους Καμπάνας ἄρχισε ἀνακρίσεις, γιὰ νὰ μάθει ποιοὶ ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ἦταν τυχὸν Χριστιανοί. Καὶ οἱ τρεῖς ἅγιοι, ὁμολόγησαν ἀπὸ τὴν πρώτη ἐρώτηση ὅτι πράγματι ἦταν. Μάλιστα, ἐπέμειναν στὴν ὁμολογία τους αὐτὴ καὶ πέθαναν μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια. Ἰδιαίτερα τοῦ Σολόχωνος ὁ θάνατος, ἐπῆλθε διὰ σίδηρου ὀργάνου, τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ τοποθετήθηκε στ΄ αὐτί του, διαπέρασε τὸ κεφάλι του!
Μνήμη Ἁλώσεως καὶ Πυρπολήσεως τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Πέρσες
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔγινε τὸ ἔτος 614 καὶ τὸ περιέγραψε λεπτομερῶς ὁ ἁγιοσαββίτης μοναχὸς Ἀντίοχος Στρατήγιος, καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ἑλληνικὴ ὁ Ἀρχιμανδρίτης Κάλλιστος.
Οἱ Ὅσιοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης, οἱ αὐτάδελφοι κτήτορες τῆς Μονῆς Βαρλαὰμ Μετεώρων
Ἦταν ἀδέλφια μεταξύ τους καὶ γεννήθηκαν τὸ δεύτερο μισό του 15ου αἰῶνα στὰ Ἰωάννινα τῆς Ἠπείρου. Ἡ οἰκογένειά τους ἦταν πλούσια καὶ ἀρχοντική, ἀπὸ τὸ γένος τῶν Ἀψαράδων. Ἔγιναν μοναχοὶ ὑπὸ τὴν χειραγωγίαν κάποιου σοφοῦ γέροντα Σάββα ὀνομαζόμενου, μὲ τὸν ὁποῖο ἔμειναν μαζὶ 10 ὁλόκληρα χρόνια. Λίγο πρὶν τὸ θάνατό του τοὺς ἔκανε ἱερεῖς καὶ ἔπειτα αὐτοὶ πῆγαν στὴ Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου συνάντησαν τὸν Ἅγιο Νήφωνα, πρώην Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Κατόπιν ἐπέστρεψαν στὸ προηγούμενο ἀσκητήριό τους (Νησὶ Ἰωαννίνων), γιὰ νὰ τὸ ἐγκαταλείψουν ἀργότερα καὶ νὰ ἔλθουν τὸ 1511 στὰ Μετέωρα. Ἐκεῖ, μετὰ τὴν προσωρινή τους διαμονὴ στὸν ἀπόκρημνο βράχο, ὀνομαζόμενο Στῦλο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τὸ 1518 ἀνέβηκαν στὴν ἀπρόσιτη κορυφή, ὀνομαζομένη Πέτρα τοῦ Βαρλαὰμ καὶ ἔκτισαν ναὸ στὸ ὄνομα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (πάνω στὰ παλιὰ ἐρείπια, ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ) καὶ ἀργότερα οἰκοδόμησαν καὶ ἄλλο ναὸ στὸ ὄνομα τῶν Ἁγίων Πάντων, ποὺ ἀποπερατώθηκε τὸ 1544 καὶ ἀποτέλεσε τὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς Βαρλαάμ. Ἐκεῖ λοιπὸν οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ἀφοῦ ἔζησαν ζωὴ ἀσκητική, μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχή, ἀπεβίωσαν εἰρηνικά. Ὁ μὲν Θεοφάνης 17 Μαΐου 1544, ὁ δὲ Νεκτάριος 7 Ἀπριλίου 1550.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἀπὸ τὸ Μέτσοβο
O ἅγιος νεομάρτυς Νικόλαος (Μπασδάκης ἢ Βλαχονικόλας) γεννήθηκε στὰ τέλη τοῦ 16ου αἰῶνος στὴ γραφικὴ κωμόπολη τοῦ Μετσόβου. Παρ’ ὅλο τὸ πυκνὸ σκοτάδι τῆς δουλείας, οἱ Ἕλληνες κρατοῦσαν τότε μέσα τους ἀναμμένο τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ νὰ ἦταν πτωχοὶ ραγιάδες, ὅμως ἦταν πλούσιοι ἀπὸ πίστη στὸ Θεό. Αὐτὴ τὴν πίστη μεταλαμπάδευσαν καὶ στὸ μικρὸ Νικόλαο οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του. Καὶ μὲ αὐτὴ τὴν πίστη ἐφόδιο ἔφυγε ἀρκετὰ νέος ἀπὸ τὸ Μέτσοβο γιὰ τὰ Τρίκαλα γιὰ νὰ βρεῖ καλύτερη ἐργασία.
Ὁ μικρός Νικόλαος κτύπησε τὴν πόρτα ἑνὸς ἀρτοποιείου. Καὶ ἐκεῖ τὸ ἀφεντικό, ἕνας μουσουλμάνος, δέχθηκε νὰ τὸν πάρει στὴ δουλειά του μὲ ἕναν ταπεινὸ μισθό. Οἱ ἡμέρες κυλοῦσαν εἰρηνικά. Κάποτε ὅμως ὁ ἐχθρὸς διάβολος φθόνησε τὸ ἁγνὸ αὐτὸ καὶ πιστὸ Ἠπειρωτόπουλο. Κάποιοι μωαμεθανοὶ φόβισαν τὸ παλληκάρι καὶ μὲ τεχνάσματα ὕπουλα τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Τοῦ φόρεσαν καὶ τούρκικα ροῦχα. Τὸν ἐπῆγαν καὶ στὸ τζαμί. Δύο χρόνια πέρασαν ἀπὸ τότε. Ὁ Νικόλαος δὲν ἄντεχε ἄλλο. Ἕνα κενὸ ἁπλωνόταν στὴν εἰλικρινὴ ψυχή του. Κενὸ ἀπὸ τὴν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ ποὺ κάποτε λάτρευε τόσο πιστά.
Μετάνιωσε λοιπὸν πικρὰ γιὰ τὴν ἐπιπόλαιη ἄρνησή του. Καὶ ἀποφάσισε νὰ φύγει. Καὶ φεύγει κρυφά. Ἔρχεται πίσω στὴν πατρίδα του τὸ Μέτσοβο, χριστιανὸς τώρα ξανά, πιστὸς σὰν καὶ πρῶτα…
Κάποτε θέλησε νὰ πάει καὶ πάλι στὰ Τρίκαλα μὲ συμπατριῶτες του γιὰ νὰ πουλήσουν ξυλεία δαδιοῦ γιὰ προσάναμμα, ποὺ εἶχαν μαζέψει ἀπὸ τὰ δάση τῆς Πίνδου. Φόρτωσαν τὰ ζῶα καὶ ἔφθασαν στὰ Τρίκαλα, στὴν ἀγορά.
Ἐκεῖ κάποια στιγμὴ ἀνεγνώρισε τὸ Νικόλαο ἕνας κουρέας μουσουλμάνος, παλιός του γνώριμος, ποὺ ἔμενε δίπλα στὸ ἀρτοποιεῖο στὸ ὁποῖο ἐργαζόταν.
Ξαφνιάστηκε ποὺ τὸν εἶδε χριστιανό. Ὅρμησε λοιπὸν ἐπάνω του, τὸν ἔσφιγγε στὸ λαιμὸ καὶ φώναζε δυνατά:
–Νικόλαε, γιατί ἔγινες πάλι χριστιανός;
Φοβήθηκε ὁ Νικόλαος καὶ τοῦ λέει:
–Μὴ φωνάζεις. Σὲ παρακαλῶ, μὴ μὲ καταδώσεις!
Ὁ κουρέας τὸν ἄκουσε, μὲ τὸν ὅρο ὅμως ὅτι θὰ τοῦ ἔπαιρνε ὅλο τὸ φορτίο τοῦ δαδιοῦ δωρεάν· καὶ πὼς κάθε χρόνο θὰ τοῦ ἔφερνε ἕνα φόρτωμα δαδιοῦ.
Ὁ Νικόλαος δουλικὰ δέχθηκε τὴ συμφωνία. Μὲ ἀβάσταχτο πόνο ἐπιστρέφει στὸ Μέτσοβο πληγωμένος. Γιατί νὰ δειλιάσει μπροστὰ σὲ ἕναν κουρέα; Θέλει νὰ θεραπεύσει τὴν πληγὴ τῆς ψυχῆς του. Θέλει νὰ ἐπιστρέψει στὰ Τρίκαλα καὶ νὰ ὁμολογήσει δημόσια τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ πεῖ: «Εἶμαι χριστιανός»!
Προηγουμένως ὅμως τρέχει στὸν Πνευματικό του. Ἐξομολογεῖται μὲ δάκρυα συντριβῆς τὴ νέα του πτώση. Μαζὶ καταθέτει καὶ τὸν μεγάλο του πόθο νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Ὄχι ἀπὸ ἐπίδειξη. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴ μεγάλη του μετάνοια. Ὁ Πνευματικός του φοβᾶται τὸ τολμηρὸ αὐτὸ βῆμα. Φοβᾶται μήπως δειλιάσει καὶ γίνει πάλι ἐξωμότης. Ὅμως ὁ Νικόλαος ἐπιμένει. Ἐπιμένει ταπεινὰ ἐλπίζοντας ὅτι μὲ τὴ δύναμη τοῦ πανίσχυρου Θεοῦ θὰ νικήσει στὸ τολμηρό του ἅλμα. Ὁ Πνευματικός του πείθεται. Δὲν ἔχει λόγους πλέον νὰ ἀμφιβάλλει, γιατὶ βλέπει μπροστά του μιὰ ἀσάλευτη νεανικὴ ψυχὴ μὲ ἁγνὴ διάθεση. Τοῦ δίνει λοιπὸν τὶς τελευταῖες του ὁδηγίες καὶ εὐχὲς καὶ τὸν ἀπολύει ἐν εἰρήνῃ.
Ἦταν ἄνοιξη τοῦ 1617. Ἡ φύση εἶχε ἀνθίσει. Ἀλλὰ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Νικολάου καὶ αὐτὴ ἦταν ἀνθισμένη καὶ μοσχοβολοῦσε ἀπὸ τὸ μύρο μιᾶς δυνατῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Χριστό.
Ἀναχωρεῖ γιὰ τελευταία φορὰ ἀπὸ τὸ Μέτσοβο, τὴν πατρίδα ποὺ τὸν ἀνέθρεψε, γιὰ νὰ βρεθεῖ στὰ Τρίκαλα, στὴν πόλη ποὺ θὰ τὸν ἑτοιμάσει γιὰ τὴ δόξα τοῦ Οὐρανοῦ.
Ἐδῶ στά Τρίκαλα τὸν συναντᾶ ὁ κουρέας. Ἀπαιτεῖ τὰ ὀφειλόμενα. Ὁ Νικόλαος ἀρνεῖται νὰ τοῦ τὰ δώσει. «Δὲν σοῦ χρωστῶ τίποτε», τοῦ λέγει. Καὶ τότε σὰν κρυμμένο ἡφαίστειο ξέσπασε ὁ κουρέας καὶ ἐκδικούμενος τὸν Νικόλαο φώναζε πρὸς ὅλους τοὺς περαστικούς: «Αὐτὸς ἀρνήθηκε τὸν Μωάμεθ καὶ ἔγινε χριστιανός».
Ἐξαγριωμένοι οἱ μουσουλμάνοι περικύκλωσαν τὸ θύμα τους, τὸν Νικόλαο. Καὶ τὸν χτυποῦσαν μαζὶ μὲ τὸν κουρέα ἀλύπητα καὶ τὸν μαστίγωσαν. Καὶ δεμένο τὸν ἔφεραν στὸ Κριτήριο, ὅπου ἀκούστηκε ἡ θαρραλέα ὁμολογία
τοῦ Νικολάου, φωνὴ λιτὴ καὶ σταθερή:
«Χριστιανὸς γεννήθηκα, χριστιανὸς εἶμαι καὶ χριστιανὸς θὰ ἀποθάνω. Δὲν ἀρνοῦμαι ποτὲ τὴν πίστη μου, ὅσο καὶ νὰ μὲ βασανίσετε». Οὔτε οἱ κολακεῖες ποὺ ἀκολούθησαν, ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ ἀπειλὲς τοῦ κατῆ μπόρεσαν νὰ σβήσουν τὴ φωτιὰ τῆς πίστεως ποὺ εἶχε ἀνάψει στὴν ψυχὴ τοῦ γενναίου παλληκαριοῦ καὶ βιοπαλαιστῆ Νικολάου.
Προσωρινὰ τὸν φυλάκισαν. Ἐκεῖ μέσα στὴ φυλακή, ἀπομονωμένος, χωρὶς νερὸ καὶ φαγητό, χωρὶς φῶς καὶ ἐλπίδα σωτηρίας, ὁ Νικόλαος προετοιμάζεται γιὰ τὸ τελευταῖο του ταξίδι, πρὸς τὴν οὐράνια Πατρίδα. Πόσα δάκρυα μετανοίας γιὰ τὰ λάθη του ἀλλὰ καὶ πόσα δάκρυα εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν εὐεργέτη του Κύριο δὲν θὰ ἔτρεξαν καὶ δὲν θὰ πότισαν ἐκεῖνον τὸν τόπο… Ὅλος χαρὰ καὶ προσμονὴ ἀναμένει τὸ μακάριο τέλος.
Ἀκολούθησε καὶ δεύτερη ἀνάκριση. Μάταια οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ προσπαθοῦσαν νὰ λυγίσουν τὸν μάρτυρα. Ὁ Νικόλαος ἀσάλευτος ἐπανελάμβανε: «Ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινός, Αὐτὸν πιστεύω καὶ δὲν Τὸν ἀρνοῦμαι ποτέ!». Γιὰ τὴν ὁμολογία του αὐτὴ καταδικάζεται σὲ θάνατο «διὰ πυρᾶς».
Ἡ ὥρα τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου ἔφθασε. Στὴ μέση τῆς ἀγορᾶς τῶν Τρικάλων οἱ δήμιοι ἄναψαν μεγάλη φωτιά. Ἐκεῖ μέσα ἔριξαν τὸν Νικόλαο. Καὶ ἐκεῖνος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δέχθηκε νὰ γίνει θεῖο ὁλοκαύτωμα χωρὶς νὰ δειλιάσει, γιατὶ ἡ ψυχή του εἶχε πυρακτωθεῖ – κατὰ τὸν ὑμνογράφο – μὲ τὸ «ἄϋλον πῦρ τῆς θείας ἀγάπης».
Ἦταν 17 Μαΐου 1617.
Τὴν ἴδια νύχτα ἕνας χριστιανὸς ἀγγειοπλάστης μὲ δωροδοκία παρέλαβε τὴν τιμία κάρα τοῦ μάρτυρος καὶ τὴν ἔκρυψε – χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν οἱ δικοί του – μέσα σὲ τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ του. Ἡ κατοικία αὐτὴ μεταβιβάστηκε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀγγειοπλάστη σὲ κάποιο εὐσεβὴ πιστό, τὸν Μέλανδρο, χωρὶς ὅμως νὰ γνωρίζει τί πλοῦτο ἔκρυβε αὐτὸ τὸ σπίτι. Ἀποκαλύφθηκε ὅμως ἀπὸ θαυμαστὰ σημεῖα θείας εὐωδίας καί λάμψεων. Ὁ Μέλανδρος βαθιὰ συγκινημένος καὶ αἰσθανόμενος τὴν ἀναξιότητά του παρέδωσε μὲ εὐλάβεια τὸ θησαύρισμα αὐτὸ τῆς τιμίας κάρας τοῦ ἁγίου ἐνδόξου νεομάρτυρος Νικολάου τοῦ Μετσοβίτου στὴν ἱερὰ Μονὴ Βαρλαὰμ τῶν Μετεώρων, ὅπου καὶ φυλάσσεται μέχρι σήμερα ἁγιάζοντας τὸν εὐσεβὴ λαὸ τοῦ τόπου μας.
Τὶς εὐεργεσίες τοῦ Ἁγίου εἶχαν καὶ ἔχουν δεχθεῖ – μὲ πλῆθος θαυμάτων – οἱ κάτοικοι τῆς Θεσσαλίας, τῆς Ἠπείρου (Καλαρρύτες κ.ἄ.) ἀλλὰ καὶ τῆς Κατοχῆς Μεσολογγίου, ὅπου ἰδιαίτερα τὸν τιμοῦν σὲ λόφο μὲ ἱερὸ Ναὸ ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του. Πολλὲς φορὲς ὁ Ἅγιος ἔδιωξε καταστρεπτικὰ σμήνη ἀκρίδων καὶ ἔσωσε ἀπὸ θανατηφόρες ἀρρώστιες καὶ πλημμύρες τοὺς ἀνθρώπους καὶ ποίμνια τῶν περιοχῶν αὐτῶν.
Ἂς βαδίζουμε καὶ μεῖς στὰ ἴχνη τοῦ γενναίου αὐτοῦ νεομάρτυρος ἁγίου Νικολάου μένοντας πιστοὶ «ἄχρι θανάτου» στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ζώντας ζωὴ ἀληθινῆς μετανοίας.
«Χαίροις, τοῦ Μετσόβου σεπτὸς βλαστός,
Χαίροις τῶν Τρικάλων ἄνθος τερπνόν,
Χαίροις Μετεώρων ὁ ἀτίμητος θησαυρός,
Χαίροις τῶν ποιμένων τῆς Κατοχῆς προστάτης
καί ρύστης τῶν σὲ τιμώντων,
μάρτυς Νικόλαε!…».
«Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Νέος, ὁ Θαυματουργὸς ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως
Στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου εἶναι ἄγνωστος. Βιογραφικά του στοιχεῖα παίρνουμε ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία του, ποὺ συνέταξε ὁ ἐπίσκοπος Γορτύνης καὶ Μεγαλουπόλεως Ἰωάννης Μαρτῖνος. Σύμφωνα λοιπόν, μὲ τὰ στοιχεῖα αὐτά, ὁ Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα τὸ 1664 ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Εὐφροσύνη. Οἱ γονεῖς του θέλησαν νὰ τὸν παντρέψουν μὲ τὴν βία, ἀλλὰ ὁ Ἀθανάσιος, ποὺ εἶχε ἱερατικὴ κλήση, ἔφυγε ἀπ᾿ αὐτοὺς κρυφὰ καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Γαβριὴλ καὶ ἔπειτα, τὸ 1711, ἐξελέγη ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως (τωρινὴ ἐπαρχία Τριφυλίας, μὲ ὁμώνυμη πρωτεύουσα ποὺ βρισκόταν στὸ τωρινὸ χωριὸ Χριστιάνοι). Ὁσίως ἀφοῦ ποίμανε γιὰ 24 χρόνια τὸ ποίμνιό του, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸν Νοέμβριο 1735, σὲ ἡλικία 71 ἐτῶν.
Ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος ὁ Πρεσβύτερος
Πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια τὸν 4ο αἰῶνα, ποὺ μαρτύρησε κατὰ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη (360-363).