ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (17/5)

Σήμερα 17/5 εορτάζουν:

  • Άγιοι Ανδρόνικος και Ιουνία οι Απόστολοι
  • Άγιος Αθανάσιος ο Νέος, ο Θαυματουργός επίσκοπος Χριστιανουπόλεως
  • Άγιοι Σολόχων, Παμφαμήρ και Παμφυλών
  • Όσιοι Νεκτάριος και Θεοφάνης οι αυτάδελφοι κτήτορες της Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων
  • Άγιος Νικόλαος εκ Μετσόβου
  • Άγιος Θεοδώρητος ο Πρεσβύτερος
  • Μνήμη της Αλώσεως και πυρπολήσεως της Ιερουσαλήμ από τους Πέρσες
  • Μετακομιδή των ιερών λειψάνων του Οσίου Αδριανού
  • Άγιος Νικόλαος ο Μεγαλομάρτυρας
  • Όσιος Θεοφάνης ο Μυροβλύτης Επίσκοπος Σολέας, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου
  • Άγιος Ελεάζαρος
  • Όσιος Ιωνάς της Οδησσού
  • Όσιος Μαϊδούλφος

Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἰουνία οἱ Ἀπόστολοι

17.-Agioi-Andronikos-kai-Iounia

Τὰ σαρκικὰ πάθη, ἰδιαίτερα ὀτην ἐποχή μας, δύσκολα ἀφήνουν νὰ ἀναπτυχθεῖ ἁγνὴ φιλία, καὶ εἰδικότερα ἁγνὴ συνεργασία, μεταξὺ ἑνὸς ἄνδρα καὶ μίας γυναίκας. Ὅμως, δὲν εἶναι ἀκατόρθωτο. Κατορθώνεται, ὅταν μέσα στὶς ψυχὲς καὶ τῶν δυὸ φίλων ῥιζώσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τότε νεκρώνεται τὸ σαρκικὸ φρόνημα καὶ ἐνδιαφέρει μόνο τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς. Μ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο συνεργάσθηκαν καὶ οἱ ἀπόστολοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἰουνία. Μὲ τὴν ἁγνή τους συνεργασία, πέτυχαν νὰ ἀποσπάσουν πολλοὺς εἰδωλολάτρες ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ νὰ κτίσουν πολλὲς ἐκκλησίες. Συνεργάσθηκαν μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, γιὰ τοὺς ὁποίους γράφει στὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολή του: «Ἀσπάσασθε Ἀνδρόνικον καὶ Ἴουνιάν τους συγγενεῖς μου καὶ συναιχμαλώτους μου, οἵτινες εἰσὶν ἐπίσημοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις, οἳ καὶ πρὸ ἐμοῦ γεγόνασιν ἐν Χριστῷ». Δηλαδή, χαιρετῆστε τὸν Ἀνδρόνικο καὶ τήν Ἰουνία, τοὺς συμπατριῶτες μου, ποὺ καταδιώχθηκαν καὶ φυλακίσθηκαν μαζί μου καὶ εἶναι διακεκριμένοι μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἀσκοῦν τὴν ἀποστολὴ τοῦ κηρύγματος, καὶ οἱ ὁποῖοι μάλιστα προσῆλθαν στὸ Χριστὸ πρωτύτερα ἀπὸ μένα. Ὁ Ἀνδρόνικος καὶ ἡ Ἰουνία, ἀφοῦ ἔλαμψαν μὲ τοὺς ἀγῶνες τους γιὰ τὴν πίστη, εἰρηνικὰ ἀποδήμησαν στὴν αἰώνια ζωή. (Κατ΄ ἄλλους Συναξαριστὲς ἡ Ἰουνία λαμβάνεται σὰν Ἰουνίας, δηλ. ἀρσενικοῦ γένους).

Οἱ Ἅγιοι Σολόχων, Παμφαμὴρ καὶ Παμφυλὼν ἢ Παμφαλών

Ἔζησαν στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα καὶ μαρτύρησαν ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Γαλέριος Μαξιμιανός. Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, καὶ ὑπηρετοῦσαν στὸ στρατό. Βρίσκονταν ὅλοι στὴ Χαλκηδόνα, ὅταν ὁ διοικητής τους Καμπάνας ἄρχισε ἀνακρίσεις, γιὰ νὰ μάθει ποιοὶ ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ἦταν τυχὸν Χριστιανοί. Καὶ οἱ τρεῖς ἅγιοι, ὁμολόγησαν ἀπὸ τὴν πρώτη ἐρώτηση ὅτι πράγματι ἦταν. Μάλιστα, ἐπέμειναν στὴν ὁμολογία τους αὐτὴ καὶ πέθαναν μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια. Ἰδιαίτερα τοῦ Σολόχωνος ὁ θάνατος, ἐπῆλθε διὰ σίδηρου ὀργάνου, τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ τοποθετήθηκε στ΄ αὐτί του, διαπέρασε τὸ κεφάλι του!

Μνήμη Ἁλώσεως καὶ Πυρπολήσεως τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Πέρσες

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔγινε τὸ ἔτος 614 καὶ τὸ περιέγραψε λεπτομερῶς ὁ ἁγιοσαββίτης μοναχὸς Ἀντίοχος Στρατήγιος, καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ἑλληνικὴ ὁ Ἀρχιμανδρίτης Κάλλιστος.

Οἱ Ὅσιοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης, οἱ αὐτάδελφοι κτήτορες τῆς Μονῆς Βαρλαὰμ Μετεώρων

Ἦταν ἀδέλφια μεταξύ τους καὶ γεννήθηκαν τὸ δεύτερο μισό του 15ου αἰῶνα στὰ Ἰωάννινα τῆς Ἠπείρου. Ἡ οἰκογένειά τους ἦταν πλούσια καὶ ἀρχοντική, ἀπὸ τὸ γένος τῶν Ἀψαράδων. Ἔγιναν μοναχοὶ ὑπὸ τὴν χειραγωγίαν κάποιου σοφοῦ γέροντα Σάββα ὀνομαζόμενου, μὲ τὸν ὁποῖο ἔμειναν μαζὶ 10 ὁλόκληρα χρόνια. Λίγο πρὶν τὸ θάνατό του τοὺς ἔκανε ἱερεῖς καὶ ἔπειτα αὐτοὶ πῆγαν στὴ Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου συνάντησαν τὸν Ἅγιο Νήφωνα, πρώην Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Κατόπιν ἐπέστρεψαν στὸ προηγούμενο ἀσκητήριό τους (Νησὶ Ἰωαννίνων), γιὰ νὰ τὸ ἐγκαταλείψουν ἀργότερα καὶ νὰ ἔλθουν τὸ 1511 στὰ Μετέωρα. Ἐκεῖ, μετὰ τὴν προσωρινή τους διαμονὴ στὸν ἀπόκρημνο βράχο, ὀνομαζόμενο Στῦλο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τὸ 1518 ἀνέβηκαν στὴν ἀπρόσιτη κορυφή, ὀνομαζομένη Πέτρα τοῦ Βαρλαὰμ καὶ ἔκτισαν ναὸ στὸ ὄνομα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (πάνω στὰ παλιὰ ἐρείπια, ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ) καὶ ἀργότερα οἰκοδόμησαν καὶ ἄλλο ναὸ στὸ ὄνομα τῶν Ἁγίων Πάντων, ποὺ ἀποπερατώθηκε τὸ 1544 καὶ ἀποτέλεσε τὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς Βαρλαάμ. Ἐκεῖ λοιπὸν οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ἀφοῦ ἔζησαν ζωὴ ἀσκητική, μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχή, ἀπεβίωσαν εἰρηνικά. Ὁ μὲν Θεοφάνης 17 Μαΐου 1544, ὁ δὲ Νεκτάριος 7 Ἀπριλίου 1550.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἀπὸ τὸ Μέτσοβο

O ἅ­γιος νε­ο­μάρ­τυς Νι­κό­λα­ος (Μπασ­δά­κης ἢ Βλα­χο­νι­κό­λας) γεν­νή­θη­κε στὰ τέ­λη τοῦ 16ου αἰ­ῶ­νος στὴ γρα­φι­κὴ κω­μό­πο­λη τοῦ Με­τσό­βου. Πα­ρ’ ὅ­λο τὸ πυ­κνὸ σκο­τά­δι τῆς δουλείας, οἱ Ἕλ­λη­νες κρα­τοῦ­σαν τό­τε μέ­σα τους ἀ­ναμ­μέ­νο τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ. Μπο­ρεῖ νὰ ἦ­ταν πτω­χοὶ ρα­γιά­δες, ὅ­μως ἦ­ταν πλού­σιοι ἀ­πὸ πί­στη στὸ Θε­ό. Αὐ­τὴ τὴν πί­στη μετα­λαμ­πά­δευ­σαν καὶ στὸ μι­κρὸ Νι­κό­λα­ο οἱ εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς του. Καὶ μὲ αὐ­τὴ τὴν πί­στη ἐ­φό­διο ἔ­φυ­γε ἀρ­κε­τὰ νέ­ος ἀ­πὸ τὸ Μέ­τσο­βο γιὰ τὰ Τρί­κα­λα γιὰ νὰ βρεῖ κα­λύ­τε­ρη ἐρ­γα­σί­α.

Ὁ μι­κρός Νι­κό­λα­ος κτύ­πη­σε τὴν πόρ­τα ἑ­νὸς ἀρ­το­ποι­εί­ου. Καὶ ἐ­κεῖ τὸ ἀ­φεν­τι­κό, ἕ­νας μου­σουλ­μά­νος, δέ­χθη­κε νὰ τὸν πά­ρει στὴ δου­λειά του μὲ ἕ­ναν τα­πει­νὸ μι­σθό. Οἱ ἡ­μέ­ρες κυ­λοῦ­σαν εἰ­ρη­νι­κά. Κά­πο­τε ὅ­μως ὁ ἐ­χθρὸς δι­ά­βο­λος φθό­νη­σε τὸ ἁ­γνὸ αὐ­τὸ καὶ πι­στὸ Ἠ­πει­ρω­τό­που­λο. Κά­ποι­οι μω­α­με­θα­νοὶ φό­βι­σαν τὸ παλ­λη­κά­ρι καὶ μὲ τε­χνά­σμα­τα ὕ­που­λα τὸν ἀ­νάγ­κα­σαν νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὴν πί­στη του. Τοῦ φό­ρε­σαν καὶ τούρ­κι­κα ροῦ­χα. Τὸν ἐ­πῆ­γαν καὶ στὸ τζα­μί. Δύ­ο χρό­νια πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ τό­τε. Ὁ Νι­κό­λα­ος δὲν ἄν­τε­χε ἄλ­λο. Ἕ­να κε­νὸ ἁ­πλω­νό­ταν στὴν εἰ­λι­κρι­νὴ ψυ­χή του. Κε­νὸ ἀ­πὸ τὴν ἀ­που­σί­α τοῦ Θε­οῦ ποὺ κά­πο­τε λά­τρευ­ε τό­σο πι­στά.

Με­τά­νι­ω­σε λοι­πὸν πι­κρὰ γιὰ τὴν ἐ­πι­πό­λαι­η ἄρ­νη­σή του. Καὶ ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ φύ­γει. Καὶ φεύ­γει κρυ­φά. Ἔρ­χε­ται πί­σω στὴν πα­τρί­δα του τὸ Μέ­τσο­βο, χρι­στια­νὸς τώ­ρα ξα­νά, πιστὸς σὰν καὶ πρῶ­τα…

Κά­πο­τε θέ­λη­σε νὰ πά­ει καὶ πά­λι στὰ Τρί­κα­λα μὲ συμ­πα­τρι­ῶ­τες του γιὰ νὰ που­λή­σουν ξυ­λεί­α δα­διοῦ γιὰ προ­σά­ναμ­μα, ποὺ εἶ­χαν μα­ζέ­ψει ἀ­πὸ τὰ δά­ση τῆς Πίν­δου. Φόρ­τω­σαν τὰ ζῶ­α καὶ ἔ­φθα­σαν στὰ Τρί­κα­λα, στὴν ἀ­γο­ρά.

Ἐ­κεῖ κά­ποι­α στιγ­μὴ ἀ­νε­γνώ­ρι­σε τὸ Νι­κό­λα­ο ἕ­νας κου­ρέ­ας μου­σουλ­μά­νος, πα­λιός του γνώ­ρι­μος, ποὺ ἔ­με­νε δί­πλα στὸ ἀρ­το­ποι­εῖ­ο στὸ ὁ­ποῖ­ο ἐρ­γα­ζό­ταν.

Ξαφ­νι­ά­στη­κε ποὺ τὸν εἶ­δε χρι­στια­νό. Ὅρ­μη­σε λοι­πὸν ἐ­πά­νω του, τὸν ἔ­σφιγ­γε στὸ λαι­μὸ καὶ φώ­να­ζε δυ­να­τά:

–Νι­κό­λα­ε, για­τί ἔ­γι­νες πά­λι χρι­στια­νός;

Φο­βή­θη­κε ὁ Νι­κό­λα­ος καὶ τοῦ λέ­ει:

–Μὴ φω­νά­ζεις. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, μὴ μὲ κα­τα­δώ­σεις!

Ὁ κου­ρέ­ας τὸν ἄ­κου­σε, μὲ τὸν ὅ­ρο ὅ­μως ὅ­τι θὰ τοῦ ἔ­παιρ­νε ὅ­λο τὸ φορ­τί­ο τοῦ δα­διοῦ δω­ρε­άν· καὶ πὼς κά­θε χρό­νο θὰ τοῦ ἔ­φερ­νε ἕ­να φόρ­τω­μα δα­διοῦ.

Ὁ Νι­κό­λα­ος δου­λι­κὰ δέ­χθη­κε τὴ συμ­φω­νί­α. Μὲ ἀ­βά­στα­χτο πό­νο ἐ­πι­στρέ­φει στὸ Μέ­τσο­βο πλη­γω­μέ­νος. Για­τί νὰ δει­λιά­σει μπρο­στὰ σὲ ἕ­ναν κου­ρέ­α; Θέ­λει νὰ θε­ρα­πεύ­σει τὴν πλη­γὴ τῆς ψυ­χῆς του. Θέ­λει νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὰ Τρί­κα­λα καὶ νὰ ὁ­μο­λο­γή­σει δη­μό­σια τὴν ἀ­λή­θεια καὶ νὰ πεῖ: «Εἶ­μαι χρι­στια­νός»!

Προ­η­γου­μέ­νως ὅ­μως τρέ­χει στὸν Πνευ­μα­τι­κό του. Ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται μὲ δά­κρυ­α συν­τρι­βῆς τὴ νέ­α του πτώ­ση. Μα­ζὶ κα­τα­θέ­τει καὶ τὸν με­γά­λο του πό­θο νὰ μαρ­τυ­ρή­σει γιὰ τὸν Χριστό. Ὄ­χι ἀ­πὸ ἐ­πί­δει­ξη. Ἀλ­λὰ γιὰ νὰ ἀ­πο­δεί­ξει τὴ με­γά­λη του με­τά­νοι­α. Ὁ Πνευ­μα­τι­κός του φο­βᾶ­ται τὸ τολ­μη­ρὸ αὐ­τὸ βῆ­μα. Φο­βᾶ­ται μή­πως δει­λιά­σει καὶ γί­νει πά­λι ἐ­ξω­μό­της. Ὅ­μως ὁ Νι­κό­λα­ος ἐ­πι­μέ­νει. Ἐ­πι­μέ­νει τα­πει­νὰ ἐλ­πί­ζον­τας ὅ­τι μὲ τὴ δύ­να­μη τοῦ πα­νί­σχυ­ρου Θε­οῦ θὰ νι­κή­σει στὸ τολ­μη­ρό του ἅλ­μα. Ὁ Πνευ­μα­τι­κός του πεί­θε­ται. Δὲν ἔ­χει λό­γους πλέ­ον νὰ ἀμ­φι­βάλ­λει, για­τὶ βλέ­πει μπρο­στά του μιὰ ἀ­σά­λευ­τη νε­α­νι­κὴ ψυ­χὴ μὲ ἁ­γνὴ δι­ά­θε­ση. Τοῦ δί­νει λοι­πὸν τὶς τε­λευ­ταῖ­ες του ὁ­δη­γί­ες καὶ εὐ­χὲς καὶ τὸν ἀ­πο­λύ­ει ἐν εἰ­ρή­νῃ.

Ἦ­ταν ἄ­νοι­ξη τοῦ 1617. Ἡ φύ­ση εἶ­χε ἀν­θί­σει. Ἀλ­λὰ καὶ ἡ ψυ­χὴ τοῦ Νι­κο­λά­ου καὶ αὐ­τὴ ἦ­ταν ἀν­θι­σμέ­νη καὶ μο­σχο­βο­λοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ μύ­ρο μιᾶς δυ­να­τῆς ἀ­γά­πης γιὰ τὸν Χρι­στό.

Ἀ­να­χω­ρεῖ γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ ἀ­πὸ τὸ Μέ­τσο­βο, τὴν πα­τρί­δα ποὺ τὸν ἀ­νέ­θρε­ψε, γιὰ νὰ βρε­θεῖ στὰ Τρί­κα­λα, στὴν πό­λη ποὺ θὰ τὸν ἑ­τοι­μά­σει γιὰ τὴ δό­ξα τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ.

Ἐ­δῶ στά Τρί­κα­λα τὸν συ­ναν­τᾶ ὁ κου­ρέ­ας. Ἀ­παι­τεῖ τὰ ὀ­φει­λό­με­να. Ὁ Νι­κό­λα­ος ἀρ­νεῖ­ται νὰ τοῦ τὰ δώ­σει. «Δὲν σοῦ χρω­στῶ τί­πο­τε», τοῦ λέ­γει. Καὶ τό­τε σὰν κρυμ­μέ­νο ἡ­φαί­στει­ο ξέ­σπα­σε ὁ κου­ρέ­ας καὶ ἐκ­δι­κού­με­νος τὸν Νι­κό­λα­ο φώ­να­ζε πρὸς ὅ­λους τοὺς πε­ρα­στι­κούς: «Αὐ­τὸς ἀρ­νή­θη­κε τὸν Μω­ά­μεθ καὶ ἔ­γι­νε χρι­στια­νός».

Ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­νοι οἱ μου­σουλ­μά­νοι πε­ρι­κύ­κλω­σαν τὸ θύ­μα τους, τὸν Νι­κό­λα­ο. Καὶ τὸν χτυ­ποῦ­σαν μα­ζὶ μὲ τὸν κου­ρέ­α ἀ­λύ­πη­τα καὶ τὸν μα­στί­γω­σαν. Καὶ δε­μέ­νο τὸν ἔ­φε­ραν στὸ Κριτή­ριο, ὅ­που ἀ­κού­στη­κε ἡ θαρ­ρα­λέ­α ὁ­μο­λο­γί­α

τοῦ Νι­κο­λά­ου, φω­νὴ λι­τὴ καὶ στα­θε­ρή:

«Χρι­στια­νὸς γεν­νή­θη­κα, χρι­στια­νὸς εἶ­μαι καὶ χρι­στια­νὸς θὰ ἀ­πο­θά­νω. Δὲν ἀρ­νοῦ­μαι πο­τὲ τὴν πί­στη μου, ὅ­σο καὶ νὰ μὲ βα­σα­νί­σε­τε». Οὔ­τε οἱ κο­λα­κεῖ­ες ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν, ἀλ­λὰ οὔ­τε καὶ οἱ ἀ­πει­λὲς τοῦ κα­τῆ μπό­ρε­σαν νὰ σβή­σουν τὴ φω­τιὰ τῆς πί­στε­ως ποὺ εἶ­χε ἀ­νά­ψει στὴν ψυ­χὴ τοῦ γεν­ναί­ου παλ­λη­κα­ριοῦ καὶ βι­ο­πα­λαι­στῆ Νι­κο­λά­ου.

Προ­σω­ρι­νὰ τὸν φυ­λά­κι­σαν. Ἐ­κεῖ μέ­σα στὴ φυ­λα­κή, ἀ­πο­μο­νω­μέ­νος, χω­ρὶς νε­ρὸ καὶ φα­γη­τό, χω­ρὶς φῶς καὶ ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας, ὁ Νι­κό­λα­ος προ­ε­τοι­μά­ζε­ται γιὰ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο του ταξί­δι, πρὸς τὴν οὐ­ρά­νια Πα­τρί­δα. Πό­σα δά­κρυ­α με­τα­νοί­ας γιὰ τὰ λά­θη του ἀλ­λὰ καὶ πό­σα δά­κρυ­α εὐ­γνω­μο­σύ­νης πρὸς τὸν εὐ­ερ­γέ­τη του Κύ­ριο δὲν θὰ ἔ­τρε­ξαν καὶ δὲν θὰ πότισαν ἐ­κεῖ­νον τὸν τό­πο… Ὅ­λος χα­ρὰ καὶ προ­σμο­νὴ ἀ­να­μέ­νει τὸ μα­κά­ριο τέ­λος.

Ἀ­κο­λού­θη­σε καὶ δεύ­τε­ρη ἀ­νά­κρι­ση. Μά­ται­α οἱ ἐ­χθροὶ τοῦ Χρι­στοῦ προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ λυ­γί­σουν τὸν μάρ­τυ­ρα. Ὁ Νι­κό­λα­ος ἀ­σά­λευ­τος ἐ­πα­νε­λάμ­βα­νε: «Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι Θε­ὸς ἀλη­θι­νός, Αὐ­τὸν πι­στεύ­ω καὶ δὲν Τὸν ἀρ­νοῦ­μαι πο­τέ!». Γιὰ τὴν ὁ­μο­λο­γί­α του αὐ­τὴ κα­τα­δι­κά­ζε­ται σὲ θά­να­το «διὰ πυ­ρᾶς».

Ἡ ὥ­ρα τοῦ φρι­κτοῦ μαρ­τυ­ρί­ου ἔ­φθα­σε. Στὴ μέ­ση τῆς ἀ­γο­ρᾶς τῶν Τρι­κά­λων οἱ δή­μιοι ἄ­να­ψαν με­γά­λη φω­τιά. Ἐ­κεῖ μέ­σα ἔ­ρι­ξαν τὸν Νι­κό­λα­ο. Καὶ ἐ­κεῖ­νος γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χριστοῦ δέ­χθη­κε νὰ γί­νει θεῖ­ο ὁ­λο­καύ­τω­μα χω­ρὶς νὰ δει­λιά­σει, για­τὶ ἡ ψυ­χή του εἶ­χε πυ­ρα­κτω­θεῖ – κα­τὰ τὸν ὑ­μνο­γρά­φο – μὲ τὸ «ἄ­ϋ­λον πῦρ τῆς θεί­ας ἀ­γά­πης».

Ἦ­ταν 17 Μα­ΐ­ου 1617.

Τὴν ἴ­δια νύ­χτα ἕ­νας χρι­στια­νὸς ἀγ­γει­ο­πλά­στης μὲ δω­ρο­δο­κί­α πα­ρέ­λα­βε τὴν τι­μί­α κά­ρα τοῦ μάρ­τυ­ρος καὶ τὴν ἔ­κρυ­ψε – χω­ρὶς νὰ τὸ ξέ­ρουν οἱ δι­κοί του – μέ­σα σὲ τοῖ­χο τοῦ σπιτιοῦ του. Ἡ κα­τοι­κί­α αὐ­τὴ με­τα­βι­βά­στη­κε με­τὰ τὸν θά­να­το τοῦ ἀγ­γει­ο­πλά­στη σὲ κά­ποι­ο εὐ­σε­βὴ πι­στό, τὸν Μέ­λαν­δρο, χω­ρὶς ὅ­μως νὰ γνω­ρί­ζει τί πλοῦ­το ἔ­κρυ­βε αὐ­τὸ τὸ σπίτι. Ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε ὅ­μως ἀ­πὸ θαυ­μα­στὰ ση­μεῖ­α θεί­ας εὐ­ω­δί­ας καί λάμ­ψε­ων. Ὁ Μέ­λαν­δρος βα­θιὰ συγ­κι­νη­μέ­νος καὶ αἰ­σθα­νό­με­νος τὴν ἀ­να­ξι­ό­τη­τά του πα­ρέ­δω­σε μὲ εὐ­λά­βεια τὸ θη­σαύ­ρι­σμα αὐ­τὸ τῆς τι­μί­ας κά­ρας τοῦ ἁ­γί­ου ἐν­δό­ξου νε­ο­μάρ­τυ­ρος Νι­κο­λά­ου τοῦ Με­τσο­βί­του στὴν ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ Βαρ­λα­ὰμ τῶν Με­τε­ώ­ρων, ὅ­που καὶ φυ­λάσ­σε­ται μέ­χρι σή­με­ρα ἁ­γι­ά­ζον­τας τὸν εὐ­σε­βὴ λα­ὸ τοῦ τό­που μας.

Τὶς εὐ­ερ­γε­σί­ες τοῦ Ἁ­γί­ου εἶ­χαν καὶ ἔ­χουν δε­χθεῖ – μὲ πλῆ­θος θαυ­μά­των – οἱ κά­τοι­κοι τῆς Θεσ­σα­λί­ας, τῆς Ἠ­πεί­ρου (Κα­λαρ­ρύ­τες κ.ἄ.) ἀλ­λὰ καὶ τῆς Κα­το­χῆς Με­σο­λογ­γί­ου, ὅ­που ἰδι­αί­τε­ρα τὸν τι­μοῦν σὲ λό­φο μὲ ἱ­ε­ρὸ Να­ὸ ποὺ φέ­ρει τὸ ὄ­νο­μά του. Πολ­λὲς φο­ρὲς ὁ Ἅ­γιος ἔ­δι­ω­ξε κα­τα­στρε­πτι­κὰ σμή­νη ἀ­κρί­δων καὶ ἔ­σω­σε ἀ­πὸ θα­να­τη­φό­ρες ἀρ­ρώ­στι­ες καὶ πλημ­μύ­ρες τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ποί­μνια τῶν πε­ρι­ο­χῶν αὐ­τῶν.

Ἂς βα­δί­ζου­με καὶ μεῖς στὰ ἴ­χνη τοῦ γεν­ναί­ου αὐ­τοῦ νε­ο­μάρ­τυ­ρος ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου μέ­νον­τας πι­στοὶ «ἄ­χρι θα­νά­του» στὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ζών­τας ζω­ὴ ἀ­λη­θι­νῆς με­τα­νοί­ας.

«Χαί­ροις, τοῦ Με­τσό­βου σε­πτὸς βλα­στός,

Χαί­ροις τῶν Τρι­κά­λων ἄν­θος τερ­πνόν,

Χαί­ροις Με­τε­ώ­ρων ὁ ἀ­τί­μη­τος θη­σαυ­ρός,

Χαί­ροις τῶν ποι­μέ­νων τῆς Κα­το­χῆς προ­στά­της

καί ρύ­στης τῶν σὲ τι­μών­των,

μάρ­τυς Νι­κό­λα­ε!…».

«Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Νέος, ὁ Θαυματουργὸς ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως

Στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου εἶναι ἄγνωστος. Βιογραφικά του στοιχεῖα παίρνουμε ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία του, ποὺ συνέταξε ὁ ἐπίσκοπος Γορτύνης καὶ Μεγαλουπόλεως Ἰωάννης Μαρτῖνος. Σύμφωνα λοιπόν, μὲ τὰ στοιχεῖα αὐτά, ὁ Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα τὸ 1664 ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Εὐφροσύνη. Οἱ γονεῖς του θέλησαν νὰ τὸν παντρέψουν μὲ τὴν βία, ἀλλὰ ὁ Ἀθανάσιος, ποὺ εἶχε ἱερατικὴ κλήση, ἔφυγε ἀπ᾿ αὐτοὺς κρυφὰ καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Γαβριὴλ καὶ ἔπειτα, τὸ 1711, ἐξελέγη ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως (τωρινὴ ἐπαρχία Τριφυλίας, μὲ ὁμώνυμη πρωτεύουσα ποὺ βρισκόταν στὸ τωρινὸ χωριὸ Χριστιάνοι). Ὁσίως ἀφοῦ ποίμανε γιὰ 24 χρόνια τὸ ποίμνιό του, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸν Νοέμβριο 1735, σὲ ἡλικία 71 ἐτῶν.

Ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος ὁ Πρεσβύτερος

Πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια τὸν 4ο αἰῶνα, ποὺ μαρτύρησε κατὰ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη (360-363).