Γερόντισσα ἦταν. Γιαγιά! Μὲ δυνατὴ κράση. Πλησίαζε τὰ 80. Μὲ τρία καλὰ παιδιά, δυὸ γιατροὺς καὶ ἕναν τραπεζικό, καὶ 7 ἐγγονάκια. Τὴν ἔλεγαν Χρυσούλα. Καὶ στὴν καρδιά της χρυσὴ ἦταν. Γεννημένη νὰ ἐξυπηρετεῖ, νὰ προσφέρει, νὰ θυσιάζεται γιὰ ξένους καὶ δικούς της, μὰ πιὸ πολὺ γιὰ τὰ ἐγγονάκια της. Ἔμενε στὶς παρυφὲς τῆς Πάρνηθας, στὴν Ἱπποκράτειο Πολιτεία. Ἀγαποῦσε πολὺ τὸν Θεό. Τηροῦσε τὶς νηστεῖες. Μελετοῦσε τὴ Γραφὴ καὶ τοὺς Βίους τῶν Ἁγίων. Δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Ἀγαπητὴ πρὸς ὅλους ἦταν. Καὶ πάντα πρόσχαρη.
Ὅμως τὸν τελευταῖο καιρὸ ἡ γιαγιὰ Χρυσούλα εἶναι πονεμένη. Ἔπεσε ἀπὸ τὶς σκάλες καὶ χτύπησε. Πονάει πολὺ στὸ δεξιό της ὦμο. Ἔτρεξε σὲ γιατροὺς φημισμένους. Τῆς εἶπαν ὅλοι νὰ κάνει φυσικοθεραπεῖες καὶ νά ʼχει ὑπομονή. Ἕνας χρόνος πέρασε ἀπὸ τότε. Βελτίωση καμιά. Μᾶλλον χειροτέρευση βλέπει. Καὶ τὸ κυριότερο γιὰ τὴ γιαγιὰ Χρυσούλα εἶναι ὅτι ἀδυνατεῖ νὰ προσφέρει χέρι βοήθειας στὰ ἐγγονάκια της ποὺ ὑπεραγαπᾶ καὶ τὴν ἔχουν τόσο ἀνάγκη.
Ὁ γιατρὸς ποὺ τὴν εἶδε τελευταῖα, τῆς εἶπε:
–Ἡ ἐγχείρηση τελικὰ θὰ σώσει τὸ χέρι σου. Γιὰ τρεῖς ἑβδομάδες μετὰ θὰ τὸ ἔχεις σὲ ἀκινησία. Θὰ χρειασθεῖ ὕστερα καὶ ἔντονη φυσικοθεραπεία. Πόσο ὅμως θὰ βελτιωθεῖ ἡ ὑγεία σου δὲν τὸ ξέρουμε.
Τί κάνει ἡ γιαγιά;
Σκέπτεται: «Τὸ χέρι μου εἶναι ἀνάπηρο. Δὲν ἔχω τίποτα νὰ χάσω. Ἂς χειρουργηθῶ καὶ ἂς γίνει ὅ,τι ὁ Θεὸς προστάξει».
Ἡ ἐγχείρηση ἀποφασίσθηκε νὰ γίνει σὲ ἕνα μήνα. Καὶ ἡ γιαγιὰ κατέφυγε στὸ Θεὸ καὶ στοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ, τοὺς Ἁγίους. Εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸν ἅγιο Λουκᾶ, τὸν ἰατρό, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κριμαίας. Κάθε μέρα προσεύχεται μὲ πίστη στὸν ἅγιο Λουκᾶ. Ἔχει πάρει καὶ μιὰ εἰκόνα του καὶ τὴν κρατᾶ μὲ εὐλάβεια πάνω στὸ κεφάλι της τὴν ὥρα ποὺ προσεύχεται.
Κεῖνες τὶς μέρες τελείως συμπτωματικὰ στὴν ἐκκλησία, ὅπου ἐκκλησιαζόταν ἡ πρώτη της κόρη, εἶχαν φέρει γιὰ προσκύνηση τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ ἁγίου Λουκᾶ Κριμαίας. Τό ᾿μαθε ἡ γιαγιὰ Χρυσούλα καὶ σκίρτησε ἀπὸ χαρά. «Ἦρθες κοντά μου, Ἅγιε», εἶπε. Ἔτρεξε καὶ ἀγκάλιασε μὲ πίστη τὰ ἱερὰ Λείψανα καὶ τ’ ἀσπάστηκε μὲ δάκρυα.
Εἶχε καὶ ἐπιθυμία μέσα της νὰ βρεῖ τὴν Παράκληση τοῦ Ἁγίου. Τὴν βρῆκε καὶ αὐτήν, τελείως συμπτωματικὰ στὴ δανειστικὴ βιβλιοθήκη στὸ γειτονικό τους Μοναστήρι. Δῶρο Θεοῦ ἦταν κι αὐτό. Καὶ ἄρχισε ἡ γιαγιὰ Χρυσούλα κάθε πρωὶ νὰ διαβάζει τὴν Παράκληση στὸν Ἅγιο. Καὶ νὰ συμπληρώνει καὶ τὴ δική της προσευχὴ μὲ ἔνταση φωνῆς καὶ δυνατὴ πίστη. Καὶ τοῦ ἔλεγε τοῦ Ἁγίου:
«Ἅγιέ μου Λουκᾶ. Ξέρω πὼς εἶσαι ὁ καλύτερος γιατρὸς τοῦ κόσμου. Θέλω νὰ κρατᾶς τὸ χέρι τοῦ γιατροῦ τὴν ὥρα τῆς ἐγχειρήσεως. Ἐσένα θέλω κοντά μου τὴν ὥρα ἐκείνη. Ἐσένα θέλω νὰ μὲ βοηθήσεις. Καί ’γὼ σοῦ ὑπόσχομαι ὅσο ζῶ, νὰ σοῦ διαβάζω κάθε μέρα τὴν Παράκλησή σου».
Πλησίαζαν οἱ μέρες γιὰ τὴν ἐγχείρηση. Κάποιο πρωινὸ ἡ γιαγιὰ Χρυσούλα μετὰ τὴν προσευχή της πῆγε στὴν κουζίνα νὰ κάνει τὸν καφέ της. Καὶ ξαφνικά – μόνη της ἦταν – ἄκουσε δυνατὴ βοή. Τί ἦταν αὐτό; ἀνεμοστρόβιλος; σεισμός; Τρομαγμένη ἔτρεξε ν’ ἀσφαλισθεῖ κάτω ἀπὸ τὸ κούφωμα τῆς μπαλκονόπορτας. «Παναγιά μου, Παναγιά μου! Σεισμός! Βοήθεια!», φώναξε.
Πῆρε ἀμέσως τηλέφωνο τὴν κόρη της.
– Εἰρήνη μου, ἄκουσες τίποτε; Ἔγινε σεισμὸς στὴν Πάρνηθα;
–Ὄχι, μάνα, μὴ φοβᾶσαι, δὲν ἔγινε, τὴν καθησύχασε ἡ κόρη της καὶ ἔκλεισε τὸ τηλέφωνο.
«Ἴσως νὰ ἔπεσε ἡ κεραία τοῦ ἀλεξικέραυνου ποὺ ἔχουμε στὴ στέγη», σκέφθηκε ἡ γιαγιά. Καὶ περίμενε τὸν γαμπρό της γιὰ νὰ τὸ ἐλέγξει τὸ μεσημέρι. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἦταν στὴ θέση του.
Βράδιασε. Ἡ γιαγιὰ Χρυσούλα ἑτοιμάζεται νὰ προσευχηθεῖ. Ἅπλωσε ὅσο μποροῦσε τὸ χέρι της – ὅπως τό ᾿κανε κάθε βράδυ – γιὰ νὰ πάρει ἀπὸ τὸ κομοδίνο της τὸ προσευχητάρι της. Τὸ χέρι της ὅμως αὐτὴ τὴ φορὰ ἁπλώθηκε μὲ εὐκολία ὁλόκληρο, ἄνοιξε χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἀκαμψία, χωρὶς πόνο. Δοκίμασε ξανὰ καὶ ξανά. Δὲν πίστευε σ’ αὐτὸ ποὺ ἔνιωθε. Τὸ ἄρρωστο, τὸ δεξί, τὸ δικό της ἄρρωστο χέρι εἶχε γίνει καλά, τελείως καλά, πιὸ καλὰ ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ἔκανε μὲ εὐκολία τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἔφερε ἀστραπιαῖα στὸ νοῦ της τὰ θαυμαστὰ γεγονότα κείνης τῆς μέρας καὶ φώναξε μὲ δάκρυα μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου: «Θαῦμα! Ἅγιέ μου Λουκᾶ, μοῦ ἔκανες θαῦμα σήμερα. Σ’ εὐχαριστῶ, εὐεργέτη μου!».
Μὲ συγκρατημένη τὴ συγκίνησή της ἡ γιαγιὰ κοιμήθηκε ἥσυχα χωρὶς πόνο.Μὲ δοξολογία, μὲ θερμὴ δοξολογία. Καὶ τὸ πρωὶ εἰδοποίησε τὰ παιδιά της. Καὶ ἔτρεξαν. Καὶ εἶδαν. Καὶ βεβαιώθηκαν καὶ πίστεψαν καὶ αὐτὰ στὸ θαῦμα. Τὴν ἴδια μέρα ἔβγαλαν καινούργια ἀκτινογραφία. Καὶ ὅλα ἦταν πεντακάθαρα.
Ὁ καλύτερος γιατρὸς τοῦ κόσμου, ὁ ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας, εἶχε ἐπέμβει πρὶν ἀπὸ τὸ χειρουργεῖο. Καὶ ὁ ὀρθοπεδικὸς ἀπόμεινε ἐκστατικὸς νὰ ἀπορεῖ καὶ νὰ θαυμάζει τὴ δύναμη τῶν Ἁγίων.
Καὶ ἡ γιαγιὰ ἡ Χρυσούλα δὲν παύει μὲ δάκρυα στὰ μάτια κάθε βράδυ νὰ κάνει τὴν εὐχαριστήρια Παράκληση στὸν Ἅγιο καὶ νὰ περιγράφει τὸ μεγάλο του θαῦμα, σὲ γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους, σὲ συγγενεῖς καὶ φίλους. Καὶ ὅλοι χαίρονται καὶ διδάσκονται γιὰ τὴ δύναμη πού ᾿χει ἡ Πίστη. Καὶ πιὸ πολὺ τὰ ἐγγονάκια τὰ 7 ποὺ ἔχουν νὰ τὸ λένε: «Ἔχουμε Προστάτη στὴν οἰκογένειά μας τὸν καλύτερο Γιατρὸ τοῦ κόσμου, τὸν Ἅγιο Λουκᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Κριμαίας, καὶ μιὰ καλὴ γιαγιὰ ποὺ μᾶς φροντίζει καὶ μᾶς ἀγαπᾶ μὲ περισσὴ ἀγάπη».