Σήμερα 22/5 εορτάζουν:
- Άγιος Βασιλίσκος
- Μνήμη της Β’ Αγίας Οικουμενικής Συνόδου
- Άγιος Παύλος ο Πελοποννήσιος ο Οσιομάρτυρας
- Άγιος Μάρκελλος
- Άγιος Κόδρος
- Αγία Σοφία η Ιατρός
- Άγιος Ιωάννης ο Βλαδίμηρος ο βασιλεύς και θαυματουργός
- Άγιος Ζαχαρίας ο Νέος ο Ιερομάρτυρας του Προυσκέως
- Μνήμη της Θεοτόκου «εν Σοφιανοίς»
- Άγιοι Αιμίλιος και Κάστος οι Αφρικανοί
- Οσία Καλή
- Αγία Ελένη της Ωξέρρης
- Άγιος Ιάκωβος ο Δίκαιος
- Σύναξη πάντων των Ευβοέων Αγίων
- Ανάμνηση Θαύματος Αγίου Θεοδώρου του Βυζαντίου
Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος
Ὁ ἅγιος μάρτυς Βασιλίσκος ἔζησε καὶ μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285-305). Ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Χουμιαλὰ τῆς Ἀμασείας. Ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἔχει συγγενή, θεῖο του, τὸν ἅγιο ἔνδοξο μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο τὸν Τήρωνα.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς στρατιωτικῆς του θητείας συνελήφθη μαζὶ μὲ ἄλλους δύο χριστιανοὺς συστρατιῶτες του, τὸν Εὐτρόπιο καὶ τὸν Κλεόνικο, ἐπειδὴ εἶχαν ἀρνηθεῖ καὶ οἱ τρεῖς νὰ θυσιάσουν στὸ βωμὸ τῶν εἰδώλων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὑποβλήθηκαν καὶ οἱ τρεῖς σὲ ὀδυνηρὰ μαρτύρια ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Καππαδοκίας Ἀσκληπιάδη.
Ὁ Κλεόνικος καὶ ὁ Εὐτρόπιος σύντομα παρέδωσαν τὸ πνεῦμα τους στὸν Κύριο (ἑορτάζουν στὶς 3 Μαρτίου). Ὁ Βασιλίσκος μετὰ τὴν ἐκδημία τῶν δύο συναθλητῶν του ὁδηγήθηκε στὴ φυλακὴ τῆς Ἀμασείας.
Οἱ μέρες περνοῦσαν... Οἱ εἰδωλολάτρες πίστευαν ὅτι θὰ κάμψουν τὸ φρόνημα τοῦ γενναίου αὐτοῦ στρατιώτη. Ὅμως ματαιοπονοῦσαν. Γιατὶ ὁ Βασιλίσκος ἦταν στενὰ συνδεδεμένος μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Εἶχε μάλιστα δεῖ ἐκεῖ μέσα στὴ φυλακὴ ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου, ποὺ τὸν παρηγοροῦσε καὶ τὸν διαβεβαίωνε ὅτι τὸ ὄνομά του ἦταν γραμμένο «ἐν οὐρανοῖς». Τὸν παρότρυνε ἀκόμα νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς γονεῖς του γιὰ νὰ τοὺς ἀποχαιρετήσει. Καὶ πράγματι ὁ Βασιλίσκος μὲ τὸν εὐγενικό του χαρακτήρα ἀπέσπασε τὴν ἄδεια καὶ μὲ συνοδεία φυλάκων ἔφθασε στὸ χωριό του.
Ζήτησε τὶς εὐχὲς τῶν γονέων του γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ δρόμου τοῦ μαρτυρίου του. Ἐνίσχυσε καὶ παρηγόρησε συγγενεῖς καὶ φίλους ἀφήνοντάς τους τελευταία του εὐχὴ καὶ ἐπιθυμία: «νὰ παραμείνουν πιστοὶ στὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ».
Ἐπιστρέφοντας στὴν Ἀμάσεια ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Κυρίου βρέθηκε μπροστὰ σὲ πανηγυρισμούς. Ὁ λαὸς πανηγύριζε τὴν ἀλλαγὴ τοῦ διοικητῆ. Ὁ νέος διοικητὴς Ἀγρίππας – ἕνας σκληρόκαρδος ἄνδρας – ὀργάνωνε συμπόσιο χαρᾶς γιὰ τοὺς ἐπισήμους. Καὶ ἐκείνη τὴν ὥρα τὸν ἐνημέρωσαν γιὰ τὴν ἀσέβεια πρὸς τοὺς θεοὺς τοῦ χριστιανοῦ στρατιώτη Βασιλίσκου. Ἀμέσως τὸν συνέλαβε καὶ διέταξε νὰ τοῦ φορέσουν σιδερένια ὑποδήματα μὲ ἐσωτερικὰ ἀνεστραμμένα καρφιὰ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὰ Κόμανα τοῦ Πόντου μὲ συνοδεία 13 στρατιωτῶν γιὰ νὰ τὸν δικάσει.
Ἡ πορεία ἡ μαρτυρικὴ ξεκίνησε. Τὰ πέλματα τοῦ γενναίου Βασιλίσκου εἶχαν γίνει μιὰ ἀνοιχτὴ πληγή. Τὸ αἷμα ἔβαφε τοὺς δρόμους, καὶ συχνὰ δεχόταν ἐξουθενώσεις καὶ ραβδισμοὺς ἀπὸ τοὺς ἀπάνθρωπους συνοδούς του. Στὸ χωριὸ τῶν Δακῶν (Δακοζάρα) ἡ πομπὴ σταμάτησε. Οἱ στρατιῶτες ἀφοῦ ἔδεσαν τὸν Μάρτυρα στὸν κορμὸ ἑνὸς ξεροῦ πλατάνου, ἔφυγαν γιὰ νὰ γευματίσουν στὸ σπίτι μιᾶς εὐγενοῦς κυρίας, τῆς Τραϊανῆς. Ἐπιστρέφοντας ὅμως ἀντίκρισαν παράδοξο θέαμα. Ὁ ξερὸς πλάτανος εἶχε βγάλει πλούσια θαλερὴ φυλλωσιά, καὶ δίπλα του ἀνέβλυζε γάργαρο καθαρὸ νερό. Ὅλοι συγκλονίστηκαν. «Μέγα θαῦμα!», φώναξαν. Κόσμος πολὺς ἔτρεξε νὰ δεῖ! Ὁ Ἅγιος ἐπίσης μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς του ἐλευθέρωσε δαιμονιζομένους ἀπὸ πονηρὰ πνεύματα καὶ θεράπευσε πολλοὺς ἀρρώστους. Πλῆθος πολὺ ἀπὸ τὴν πόλη ἐκείνη πίστεψε στὸν Κύριο καθὼς καὶ ὅλοι οἱ συνοδοί του στρατιῶτες.
Τὸ ὑπόλοιπο ταξίδι ἦταν πορεία εἰρηνικῆς ἱεραποστολῆς. Ὁ ὑποψήφιος μάρτυρας σκόρπιζε καλοσύνες, ἔκανε θαύματα, κήρυττε τὸν Χριστό. Καὶ οἱ στρατιῶτες ἀπολάμβαναν μαζί του τὶς πλούσιες εὐλογίες τοῦ παντοδύναμου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κάποτε ἔφθασαν στὰ Κόμανα. Μὲ ἐντολὴ τοῦ Ἀγρίππα ὁ Βασιλίσκος ὁδηγήθηκε στὸν εἰδωλολατρικὸ ναό. Καὶ ἐκεῖ τὸν πίεσαν μὲ χλευασμούς, εἰρωνεῖες καὶ κτυπήματα νὰ θυσιάσει στὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνα.
Ὁ Βασιλίσκος ἀτρόμητος ἀπάντησε:
–Ἡ θυσία ποὺ πάντοτε προσέφερα στὸ Θεό μου ἦταν «θυσία αἰνέσεως», ὕμνου χειλέων καὶ ζωῆς θεαρέστου.
–Καὶ πῶς λέγεται ὁ Θεός σου; τὸν ρώτησαν.
–Ὁ Θεός μου λέγεται πατέρας, σωτήρ, πολυέλεος, παντοδύναμος καὶ οἰκτίρμων.
–Θυσίασε τότε στὸ ὄνομα τοῦ δικοῦ σου Θεοῦ καὶ ὄχι τῶν δικῶν μας!
Τότε ὁ μάρτυρας ἀντὶ ἄλλης θυσίας ὕψωσε ἱκετευτικὰ τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε μὲ θέρμη.
Ξαφνικὰ μιὰ ἀπροσδόκητη φωτιὰ τύλιξε τὸ ναὸ στὶς φλόγες, ἐνῶ τὸ ἄγαλμα τοῦ ψεύτικου θεοῦ κατέπεσε μὲ πάταγο καὶ θρυμματίστηκε. Ἔγινε ὅλο σκόνη. Ἔντρομος ὁ Ἀγρίππας, ντροπιασμένος καὶ ἡττημένος, διέταξε ἀμέσως τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Βασιλίσκου μὲ ξίφος. Εὐλαβεῖς χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς περισυνέλεξαν τὰ ἱερά του λείψανα. Ἀργότερα ὁ εὐσεβὴς ἄρχοντας τῶν Κομάνων Μαρῖνος τὰ τοποθέτησε ὡς πολύτιμο θησαυρὸ σὲ περίλαμπρο Ναό, ποὺ ἔκτισε στὸ ὄνομα τοῦ μάρτυρος.
Στὸν ἱστορικὸ αὐτὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλίσκου στὶς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ 407 – πορευόμενος ἐξόριστος γιὰ τὴν Κουκουσό – ἐξουθενημένος καὶ ἐξαντλημένος ἀπὸ τοὺς πυρετούς, στάθμευσε ὁ μαρτυρικὸς Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος! Τὴ νύχτα ἐκείνη εἶδε σὲ ὅραμα τὸν μάρτυρα Βασιλίσκο ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Ἔχε θάρρος, ἀδελφὲ Ἰωάννη!
Αὔριο θὰ εἴμαστε μαζί». Καὶ τήν ἑπομένη, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀφοῦ φόρεσε ὁ μέγας καὶ γενναῖος Ἀρχιεπίσκοπος λευκὰ ἄμφια καὶ κοινώνησε, «πέταξε» στὰ οὐράνια γιὰ νὰ συναντήσει καὶ τὸν ἅγιο Βασιλίσκο στὸν κόσμο τῆς οὐράνιας Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἂς παρακαλοῦμε θερμὰ τοὺς ἁγίους νὰ πρεσβεύουν γιὰ μᾶς. Ἀλλὰ καὶ μεῖς ἂς βαδίζουμε τὸ δικό τους δρόμο, τὸ δρόμο τῆς θυσίας καὶ τῆς αὐταπαρνήσεως, δρόμο τηρήσεως τοῦ Εὐαγγελίου, μέχρι τελευταίας μας ἀναπνοῆς.
Μνήμη τῆς Ἁγίας Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Αὐτὴ συγκροτήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 381, μὲ πρωτοβουλία τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ μεγάλου. Τὴ Σύνοδο αὐτὴ ἀποτελοῦσαν 150 πατέρες, μὲ πρόεδρο τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντιοχείας Μελέτιο. Τὸ θέμα τῆς Συνόδου ἦταν ἡ ἐξέταση τῆς διδασκαλίας τοῦ Μακεδονίου, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (355-369), καὶ τῶν ὀπαδῶν του, ποὺ θεωροῦσαν τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας, δηλ. τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, κτίσμα. Οἱ πατέρες λοιπὸν τῆς Συνόδου κατέκριναν καὶ ἀναθεμάτισαν τὴν κακόδοξη αὐτὴ διδασκαλία, καὶ συγχρόνως συμπλήρωσαν τὸ σύμβολο τῆς πίστεως τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ εἶχε γίνει στὴ Νίκαια. Δηλαδή, «Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον, τὸ Ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν» κ.λ.π.
Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν πότισαν μὲ βραστὸ μολύβι.
Ὁ Ἅγιος Κόδρος (ἢ Κοδράτος)
Μαρτύρησε συρόμενος κατὰ γῆς ἀπὸ ἄγρια ἄλογα.
Ἡ Ἁγία Σοφία ἡ ἰατρός
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βλαδίμηρος ὁ βασιλεὺς καὶ θαυματουργός
Καταγόταν ἀπὸ ἕνα Βουλγαρικὸ χωριό, τὸ Βλαδίμηρο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πῆρε καὶ τὴν ἐπωνυμία Βλαδίμηρος. Ἦταν γιὸς τοῦ Νεεμᾶν, γιοῦ τοῦ Συμεὼν (890-1025), πρώτου βασιλιᾶ τῶν Ἀχριδῶν. Τὴ δὲ μητέρα του ἔλεγαν Ἄννα. Διαδέχτηκε στὸ θρόνο τῆς Σερβίας τὸν ἀποθανόντα βασιλιὰ καὶ πῆρε γυναῖκα τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ Σαμουήλ. Ὁ Ἰωάννης ἦταν εὐσεβέστατος καὶ ἔκτισε ἐκκλησιές, νοσοκομεῖα, πολλὰ φιλανθρωπικὰ Ἱδρύματα καὶ Μονή, στὴν ὁποία πήγαινε συχνὰ καὶ προσευχόταν. Ἡ ζωή του ἦταν πολὺ ἀσκητική. Ἐπειδὴ δὲ ἀπεῖχε ἀπὸ κάθε σαρκικὴ ἐπαφὴ μὲ τὴν βασίλισσα γυναῖκα του, αὐτή, ὑποπτεύθηκε ὅτι ὁ Ἰωάννης πήγαινε μὲ ξένες γυναῖκες. Τὸν διέβαλε λοιπὸν στὸν ἀδελφό της, ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ ἐξετάσει τὰ πράγματα, τὸν ἀποκεφάλισε στὶς 22 Μαΐου 1015.
Μνήμη τῆς Θεοτόκου «ἐν Σοφιανοῖς»
Τὸ γεγονὸς σύμφωνα μὲ τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Delehaye.
Ὁ Νέος Ὁσιομάρτυς Παῦλος ὁ Πελοποννήσιος
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σοποτὸ τῆς Ἐπαρχίας Καλαβρύτων καὶ ἀνατράφηκε μὲ χριστιανοπρέπεια ἀπὸ γονεῖς φτωχοὺς μέν, ἀλλ᾿ ἐναρέτους ὀρθοδόξους χριστιανούς. Τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Παναγιώτης. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἦλθε στὴν Πάτρα, ὅπου ἔμαθε τὴν τέχνη τοῦ σανδαλοποιοῦ καὶ παρέμεινε ἐκεῖ ἐργαζόμενος ἔντιμα, γιὰ 14 χρόνια. Κατόπιν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Πάτρα καὶ ἦλθε στὰ Καλάβρυτα, ὅπου γιὰ τὴν ἐξάσκηση τοῦ ἐπαγγέλματός του, νοίκιασε ἕνα ἐργαστήριο. Οἱ ἰδιοκτῆτες ὅμως τοῦ ἐργαστηρίου ἀπαίτησαν ἀπὸ τὸν Παναγιώτη περισσότερο νοῖκι ἀπ᾿ ὅτι συμφώνησαν καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή, ὅπου πιεζόμενος ὁ μάρτυρας καὶ ἐπάνω στὸν θυμό του εἶπε: «Τοῦρκος νὰ γίνω ἂν δώσω περισσότερα». Τελικὰ τοὺς ἔδωσε τὸ νοῖκι ποὺ ζητοῦσαν καὶ ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακή, ἔφυγε ἀπὸ τὰ Καλάβρυτα καὶ πῆγε στὴν Τρίπολη, ὅπου διασκέδαζε στὰ περίχωρά της μὲ δυὸ ἄλλους φίλους του, λέγοντας ὅτι ἦταν Τοῦρκος. Ἡ συνείδησή του ὅμως τὸν ἤλεγξε καὶ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ πῆγε στὴν ἱερὰ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, κοντὰ σ᾿ ἕνα σοφὸ Πελοποννήσιο γέροντα τὸν Τιμόθεο, στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε καὶ ἔτυχε πνευματικῆς παρηγοριᾶς. Ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Παῦλος. Μετὰ μὲ τὸν γέροντά του Τιμόθεο ἦλθε σὲ Ῥώσικο κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἔμεινε τρία χρόνια. Ἐκεῖ ἄναψε καὶ ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου μέσα του. Σὲ ἡλικία 25 ἐτῶν πῆγε στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ ὑποτάχθηκε στὸν πνευματικὸ πατέρα ἱερομόναχο Ἀνανία, στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε τὸν πόθο του γιὰ τὸ μαρτύριο. Ἐκεῖ δοκιμάστηκε γιὰ 40 ἡμέρες πῆρε τὴν εὐλογία τῶν Πατέρων καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὸ μαρτύριο. Ἔφθασε στὴ Μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ὅπου ἀγωνίστηκε μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ γιὰ 40 ὁλόκληρες ἡμέρες. Κατόπιν ἀναχώρησε γιὰ τὰ Καλάβρυτα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν Τρίπολη. Πληροφορήθηκε ὅτι στὸ Ναύπλιο βρισκόταν ἕνας ἐξάδελφός του ἐξωμότης καὶ ἔτσι ἀναχώρησε γιὰ τὴν πόλη αὐτή, προκειμένου νὰ διορθώσει τὸν ἐξάδελφό του. Παρέλαβε τὸν ἐξωμότη αὐτὸν σὰν συνοδίτη, ἐπανῆλθε στὴν Τρίπολη καὶ παρουσιάστηκε στὸν Μουφτὴ τῆς πόλης, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβε ἔγγραφη διαταγὴ νὰ παραστεῖ μπροστὰ στὸν κριτή, τὴν ἡμέρα μεγάλης σύναξης πολλῶν προκρίτων χριστιανῶν καὶ Ἀρχιερέων. Στὴ σύναξη λοιπὸν αὐτή, ὁ Παῦλος, μπροστὰ σ᾿ ὅλους κήρυξε τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔκανε δριμύτατο ἔλεγχο τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας. Ὁ κριτής, μπροστὰ στὴν ἀμετάθετη γνώμη τοῦ μάρτυρα, τὸν καταδίκασε νὰ καεῖ ζωντανός. Κάποιοι Τοῦρκοι ὅμως, εἶπαν ὅτι ἐνδέχεται οἱ χριστιανοὶ νὰ πάρουν τὴν στάχτη καὶ τὰ λείψανα τοῦ μάρτυρα, ὁ κριτὴς μετέβαλε τὴν ἀπόφασή του καὶ ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 22 Μαΐου 1818 στὴν Τρίπολη. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ πέταξαν στὸ χῶρο ἀκαθαρσιῶν τοῦ σπιτιοῦ ἑνὸς Τούρκου ἡγεμόνα. Τὸ παρέλαβαν ὅμως κρυφὰ οἱ χριστιανοὶ καὶ ἀφοῦ τὸ καθάρισαν στὴν ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν, τὸ ἐνταφίασαν. Τὸ μαρτύριό του συνέγραψε ὁ ἱερομόναχος Ἰάκωβος Βερτσάγιας ὁ Ζακυνθινός, Ἁγιορείτης τοῦ Ῥωσικοῦ κοινοβίου. Ναὸς τοῦΑγίου βρίσκεται στὴν Τρίπολη καὶ εἰκόνα του στὸν ναὸ τῶν Εἰσοδίών της Θεοτόκου στὴν Ἀθήνα (Καπνικαρέα). Ὁρισμένοι Συναξαριστές, αὐτὴ τὴν μέρα καὶ μαζὶ μὲ τὴν μνήμη τοῦ νέου ὁσιομάρτυρα Παύλου, ἀναφέρουν καὶ τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρα Μήτρου ἢ Δημητρίου τοῦ Πελοποννήσιου, ποὺ ἡ κυρίως μνήμη του εἶναι τὴν 28η Μάιου, ὅπου καὶ ἡ ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του. Αὐτὸ γίνεται, προφανῶς διότι καὶ οἱ δυὸ τιμῶνται στὴν ἴδια πόλη τὴν Τρίπολη τῆς Ἀρκαδίας, ὅπου βρίσκονται καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους.
Οἱ Ἅγιοι Αἰμίλιος καὶ Κάστος οἱ Ἀφρικανοί
Οἱ ἐν Καρχηδόνι ἐπὶ Σεπτιμίου Σεβήρου, Μάρτυρες (+ 251).