ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (22/5)

Σήμερα 22/5 εορτάζουν:

  • Άγιος Βασιλίσκος
  • Μνήμη της Β’ Αγίας Οικουμενικής Συνόδου
  • Άγιος Παύλος ο Πελοποννήσιος ο Οσιομάρτυρας
  • Άγιος Μάρκελλος
  • Άγιος Κόδρος
  • Αγία Σοφία η Ιατρός
  • Άγιος Ιωάννης ο Βλαδίμηρος ο βασιλεύς και θαυματουργός
  • Άγιος Ζαχαρίας ο Νέος ο Ιερομάρτυρας του Προυσκέως
  • Μνήμη της Θεοτόκου «εν Σοφιανοίς»
  • Άγιοι Αιμίλιος και Κάστος οι Αφρικανοί
  • Οσία Καλή
  • Αγία Ελένη της Ωξέρρης
  • Άγιος Ιάκωβος ο Δίκαιος
  • Σύναξη πάντων των Ευβοέων Αγίων
  • Ανάμνηση Θαύματος Αγίου Θεοδώρου του Βυζαντίου

Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος

22.-Agios-Basiliskos

Ὁ ἅ­γιος μάρ­τυς Βα­σι­λί­σκος ἔ­ζη­σε καὶ μαρ­τύ­ρη­σε στὰ χρό­νια τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος Μα­ξι­μια­νοῦ (285-305). Ἡ κα­τα­γω­γή του ἦ­ταν ἀ­πὸ τὸ χω­ριὸ Χου­μια­λὰ τῆς Ἀ­μα­σεί­ας. Ἀ­ξι­ώ­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ νὰ ἔ­χει συγ­γε­νή, θεῖ­ο του, τὸν ἅ­γιο ἔν­δο­ξο με­γα­λο­μάρ­τυ­ρα Θε­ό­δω­ρο τὸν Τή­ρω­να.

Κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς στρα­τι­ω­τι­κῆς του θη­τεί­ας συ­νε­λή­φθη μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους δύ­ο χρι­στια­νοὺς συ­στρα­τι­ῶ­τες του, τὸν Εὐ­τρό­πιο καὶ τὸν Κλε­ό­νι­κο, ἐ­πει­δὴ εἶ­χαν ἀρ­νη­θεῖ καὶ οἱ τρεῖς νὰ θυ­σιά­σουν στὸ βω­μὸ τῶν εἰ­δώ­λων. Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τὸ ὑ­πο­βλή­θη­καν καὶ οἱ τρεῖς σὲ ὀ­δυ­νη­ρὰ μαρ­τύ­ρια ἀ­πὸ τὸν ἡ­γε­μό­να τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας Ἀ­σκλη­πιά­δη.

Ὁ Κλε­ό­νι­κος καὶ ὁ Εὐ­τρό­πιος σύν­το­μα πα­ρέ­δω­σαν τὸ πνεῦ­μα τους στὸν Κύ­ριο (ἑ­ορ­τά­ζουν στὶς 3 Μαρ­τί­ου). Ὁ Βα­σι­λί­σκος με­τὰ τὴν ἐκ­δη­μί­α τῶν δύ­ο συ­να­θλη­τῶν του ὁ­δη­γή­θη­κε στὴ φυ­λα­κὴ τῆς Ἀ­μα­σεί­ας.

Οἱ μέ­ρες περ­νοῦ­σαν.­.. Οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες πί­στευ­αν ὅ­τι θὰ κάμ­ψουν τὸ φρό­νη­μα τοῦ γεν­ναί­ου αὐ­τοῦ στρα­τι­ώ­τη. Ὅ­μως μα­ται­ο­πο­νοῦ­σαν. Για­τὶ ὁ Βα­σι­λί­σκος ἦ­ταν στε­νὰ συν­δε­δε­μέ­νος μὲ τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Εἶ­χε μά­λι­στα δεῖ ἐ­κεῖ μέ­σα στὴ φυ­λα­κὴ ἐμ­φά­νι­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ποὺ τὸν πα­ρη­γο­ροῦ­σε καὶ τὸν δι­α­βε­βαί­ω­νε ὅ­τι τὸ ὄ­νο­μά του ἦ­ταν γραμ­μέ­νο «ἐν οὐ­ρα­νοῖς». Τὸν πα­ρό­τρυ­νε ἀ­κό­μα νὰ ἐ­πι­σκε­φθεῖ τοὺς γο­νεῖς του γιὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­χαι­ρε­τή­σει. Καὶ πράγ­μα­τι ὁ Βα­σι­λί­σκος μὲ τὸν εὐ­γε­νι­κό του χα­ρα­κτή­ρα ἀ­πέ­σπα­σε τὴν ἄ­δεια καὶ μὲ συ­νο­δεί­α φυ­λά­κων ἔ­φθα­σε στὸ χω­ριό του.

Ζή­τη­σε τὶς εὐ­χὲς τῶν γο­νέ­ων του γιὰ τὴν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τοῦ δρό­μου τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου του. Ἐ­νί­σχυ­σε καὶ πα­ρη­γό­ρη­σε συγ­γε­νεῖς καὶ φί­λους ἀ­φή­νον­τάς τους τε­λευ­ταί­α του εὐ­χὴ καὶ ἐ­πι­θυ­μί­α: «νὰ πα­ρα­μεί­νουν πι­στοὶ στὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τοῦ Χρι­στοῦ».

Ἐ­πι­στρέ­φον­τας στὴν Ἀ­μά­σεια ὁ πι­στὸς δοῦ­λος τοῦ Κυ­ρί­ου βρέ­θη­κε μπρο­στὰ σὲ πα­νη­γυ­ρι­σμούς. Ὁ λα­ὸς πα­νη­γύ­ρι­ζε τὴν ἀλ­λα­γὴ τοῦ δι­οι­κη­τῆ. Ὁ νέ­ος δι­οι­κη­τὴς Ἀ­γρίπ­πας – ἕ­νας σκλη­ρό­καρ­δος ἄν­δρας – ὀρ­γά­νω­νε συμ­πό­σιο χα­ρᾶς γιὰ τοὺς ἐ­πι­σή­μους. Καὶ ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα τὸν ἐ­νη­μέ­ρω­σαν γιὰ τὴν ἀ­σέ­βεια πρὸς τοὺς θε­οὺς τοῦ χρι­στια­νοῦ στρα­τι­ώ­τη Βα­σι­λί­σκου. Ἀ­μέ­σως τὸν συ­νέ­λα­βε καὶ δι­έ­τα­ξε νὰ τοῦ φο­ρέ­σουν σι­δε­ρέ­νια ὑ­πο­δή­μα­τα μὲ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ ἀ­νε­στραμ­μέ­να καρ­φιὰ καὶ νὰ τὸν ὁ­δη­γή­σουν στὰ Κό­μα­να τοῦ Πόν­του μὲ συ­νο­δεί­α 13 στρα­τι­ω­τῶν γιὰ νὰ τὸν δι­κά­σει.

Ἡ πο­ρεί­α ἡ μαρ­τυ­ρι­κὴ ξε­κί­νη­σε. Τὰ πέλ­μα­τα τοῦ γεν­ναί­ου Βα­σι­λί­σκου εἶ­χαν γί­νει μιὰ ἀ­νοι­χτὴ πλη­γή. Τὸ αἷ­μα ἔ­βα­φε τοὺς δρό­μους, καὶ συ­χνὰ δε­χό­ταν ἐ­ξου­θε­νώ­σεις καὶ ρα­βδι­σμοὺς ἀ­πὸ τοὺς ἀ­πάν­θρω­πους συ­νο­δούς του. Στὸ χω­ριὸ τῶν Δα­κῶν (Δα­κο­ζά­ρα) ἡ πομ­πὴ στα­μά­τη­σε. Οἱ στρα­τι­ῶ­τες ἀ­φοῦ ἔ­δε­σαν τὸν Μάρ­τυ­ρα στὸν κορ­μὸ ἑ­νὸς ξε­ροῦ πλα­τά­νου, ἔ­φυ­γαν γιὰ νὰ γευ­μα­τί­σουν στὸ σπί­τι μιᾶς εὐ­γε­νοῦς κυ­ρί­ας, τῆς Τρα­ϊ­α­νῆς. Ἐ­πι­στρέ­φον­τας ὅ­μως ἀν­τί­κρι­σαν πα­ρά­δο­ξο θέ­α­μα. Ὁ ξε­ρὸς πλά­τα­νος εἶ­χε βγά­λει πλού­σια θα­λε­ρὴ φυλ­λω­σιά, καὶ δί­πλα του ἀ­νέ­βλυ­ζε γάρ­γα­ρο κα­θα­ρὸ νε­ρό. Ὅ­λοι συγ­κλο­νί­στη­καν. «Μέ­γα θαῦ­μα!­», φώ­να­ξαν. Κό­σμος πο­λὺς ἔ­τρε­ξε νὰ δεῖ! Ὁ Ἅ­γιος ἐ­πί­σης μὲ τὴ δύ­να­μη τῆς προ­σευ­χῆς του ἐ­λευ­θέ­ρω­σε δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους ἀ­πὸ πο­νη­ρὰ πνεύ­μα­τα καὶ θε­ρά­πευ­σε πολ­λοὺς ἀρ­ρώ­στους. Πλῆ­θος πο­λὺ ἀ­πὸ τὴν πό­λη ἐ­κεί­νη πί­στε­ψε στὸν Κύ­ριο κα­θὼς καὶ ὅ­λοι οἱ συ­νο­δοί του στρα­τι­ῶ­τες.

Τὸ ὑ­πό­λοι­πο τα­ξί­δι ἦ­ταν πο­ρεί­α εἰ­ρη­νι­κῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς. Ὁ ὑ­πο­ψή­φιος μάρ­τυ­ρας σκόρ­πι­ζε κα­λο­σύ­νες, ἔ­κα­νε θαύ­μα­τα, κή­ρυτ­τε τὸν Χρι­στό. Καὶ οἱ στρα­τι­ῶ­τες ἀ­πο­λάμ­βα­ναν μα­ζί του τὶς πλού­σι­ες εὐ­λο­γί­ες τοῦ παν­το­δύ­να­μου Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Κά­πο­τε ἔ­φθα­σαν στὰ Κό­μα­να. Μὲ ἐν­το­λὴ τοῦ Ἀ­γρίπ­πα ὁ Βα­σι­λί­σκος ὁ­δη­γή­θη­κε στὸν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὸ να­ό. Καὶ ἐ­κεῖ τὸν πί­ε­σαν μὲ χλευα­σμούς, εἰ­ρω­νεῖ­ες καὶ κτυ­πή­μα­τα νὰ θυ­σιά­σει στὸ ἄ­γαλ­μα τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να.

Ὁ Βα­σι­λί­σκος ἀ­τρό­μη­τος ἀ­πάν­τη­σε:

–Ἡ θυ­σί­α ποὺ πάν­το­τε προ­σέ­φε­ρα στὸ Θε­ό μου ἦ­ταν «θυ­σί­α αἰ­νέ­σε­ως», ὕ­μνου χει­λέ­ων καὶ ζω­ῆς θε­α­ρέ­στου.

–Καὶ πῶς λέ­γε­ται ὁ Θε­ός σου; τὸν ρώ­τη­σαν.

–Ὁ Θε­ός μου λέ­γε­ται πα­τέ­ρας, σω­τήρ, πο­λυ­έ­λε­ος, παν­το­δύ­να­μος καὶ οἰ­κτίρ­μων.

–Θυ­σί­α­σε τό­τε στὸ ὄ­νο­μα τοῦ δι­κοῦ σου Θε­οῦ καὶ ὄ­χι τῶν δι­κῶν μας!

Τό­τε ὁ μάρ­τυ­ρας ἀν­τὶ ἄλ­λης θυ­σί­ας ὕ­ψω­σε ἱ­κε­τευ­τι­κὰ τὰ χέ­ρια του στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ προ­σευ­χή­θη­κε μὲ θέρ­μη.

Ξαφ­νι­κὰ μιὰ ἀ­προσ­δό­κη­τη φω­τιὰ τύ­λι­ξε τὸ να­ὸ στὶς φλό­γες, ἐ­νῶ τὸ ἄ­γαλ­μα τοῦ ψεύ­τι­κου θε­οῦ κα­τέ­πε­σε μὲ πά­τα­γο καὶ θρυμ­μα­τί­στη­κε. Ἔ­γι­νε ὅ­λο σκό­νη. Ἔν­τρο­μος ὁ Ἀ­γρίπ­πας, ντρο­πι­α­σμέ­νος καὶ ἡτ­τη­μέ­νος, δι­έ­τα­ξε ἀ­μέ­σως τὸν ἀ­πο­κε­φα­λι­σμὸ τοῦ Βα­σι­λί­σκου μὲ ξί­φος. Εὐ­λα­βεῖς χρι­στια­νοὶ τῆς πε­ρι­ο­χῆς πε­ρι­συ­νέ­λε­ξαν τὰ ἱ­ε­ρά του λεί­ψα­να. Ἀρ­γό­τε­ρα ὁ εὐ­σε­βὴς ἄρ­χον­τας τῶν Κο­μά­νων Μα­ρῖ­νος τὰ το­πο­θέ­τη­σε ὡς πο­λύ­τι­μο θη­σαυ­ρὸ σὲ πε­ρί­λαμ­προ Να­ό, ποὺ ἔ­κτι­σε στὸ ὄ­νο­μα τοῦ μάρ­τυ­ρος.

Στὸν ἱ­στο­ρι­κὸ αὐ­τὸ Να­ὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­σι­λί­σκου στὶς 13 Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 407 – πο­ρευ­ό­με­νος ἐ­ξό­ρι­στος γιὰ τὴν Κου­κου­σό – ἐ­ξου­θε­νη­μέ­νος καὶ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος ἀ­πὸ τοὺς πυ­ρε­τούς, στάθ­μευ­σε ὁ μαρ­τυ­ρι­κὸς Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος! Τὴ νύ­χτα ἐ­κεί­νη εἶ­δε σὲ ὅ­ρα­μα τὸν μάρ­τυ­ρα Βα­σι­λί­σκο ποὺ τοῦ ἔ­λε­γε: «Ἔ­χε θάρ­ρος, ἀ­δελ­φὲ Ἰ­ω­άν­νη!

Αὔ­ριο θὰ εἴ­μα­στε μα­ζί». Καὶ τήν ἑ­πο­μέ­νη, ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ, ἀ­φοῦ φό­ρε­σε ὁ μέ­γας καὶ γεν­ναῖ­ος Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος λευ­κὰ ἄμ­φια καὶ κοι­νώ­νη­σε, «πέ­τα­ξε» στὰ οὐ­ρά­νια γιὰ νὰ συ­ναν­τή­σει καὶ τὸν ἅ­γιο Βα­σι­λί­σκο στὸν κό­σμο τῆς οὐ­ρά­νιας Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.

Ἂς πα­ρα­κα­λοῦ­με θερ­μὰ τοὺς ἁ­γί­ους νὰ πρε­σβεύ­ουν γιὰ μᾶς. Ἀλ­λὰ καὶ μεῖς ἂς βα­δί­ζου­με τὸ δι­κό τους δρό­μο, τὸ δρό­μο τῆς θυ­σί­ας καὶ τῆς αὐ­τα­παρ­νή­σε­ως, δρό­μο τη­ρή­σε­ως τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, μέ­χρι τε­λευ­ταί­ας μας ἀναπνοῆς.

Μνήμη τῆς Ἁγίας Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Αὐτὴ συγκροτήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 381, μὲ πρωτοβουλία τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ μεγάλου. Τὴ Σύνοδο αὐτὴ ἀποτελοῦσαν 150 πατέρες, μὲ πρόεδρο τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντιοχείας Μελέτιο. Τὸ θέμα τῆς Συνόδου ἦταν ἡ ἐξέταση τῆς διδασκαλίας τοῦ Μακεδονίου, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (355-369), καὶ τῶν ὀπαδῶν του, ποὺ θεωροῦσαν τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας, δηλ. τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, κτίσμα. Οἱ πατέρες λοιπὸν τῆς Συνόδου κατέκριναν καὶ ἀναθεμάτισαν τὴν κακόδοξη αὐτὴ διδασκαλία, καὶ συγχρόνως συμπλήρωσαν τὸ σύμβολο τῆς πίστεως τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ εἶχε γίνει στὴ Νίκαια. Δηλαδή, «Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον, τὸ Ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν» κ.λ.π.

Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος

Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν πότισαν μὲ βραστὸ μολύβι.

Ὁ Ἅγιος Κόδρος (ἢ Κοδράτος)

Μαρτύρησε συρόμενος κατὰ γῆς ἀπὸ ἄγρια ἄλογα.

Ἡ Ἁγία Σοφία ἡ ἰατρός

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βλαδίμηρος ὁ βασιλεὺς καὶ θαυματουργός

Καταγόταν ἀπὸ ἕνα Βουλγαρικὸ χωριό, τὸ Βλαδίμηρο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πῆρε καὶ τὴν ἐπωνυμία Βλαδίμηρος. Ἦταν γιὸς τοῦ Νεεμᾶν, γιοῦ τοῦ Συμεὼν (890-1025), πρώτου βασιλιᾶ τῶν Ἀχριδῶν. Τὴ δὲ μητέρα του ἔλεγαν Ἄννα. Διαδέχτηκε στὸ θρόνο τῆς Σερβίας τὸν ἀποθανόντα βασιλιὰ καὶ πῆρε γυναῖκα τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ Σαμουήλ. Ὁ Ἰωάννης ἦταν εὐσεβέστατος καὶ ἔκτισε ἐκκλησιές, νοσοκομεῖα, πολλὰ φιλανθρωπικὰ Ἱδρύματα καὶ Μονή, στὴν ὁποία πήγαινε συχνὰ καὶ προσευχόταν. Ἡ ζωή του ἦταν πολὺ ἀσκητική. Ἐπειδὴ δὲ ἀπεῖχε ἀπὸ κάθε σαρκικὴ ἐπαφὴ μὲ τὴν βασίλισσα γυναῖκα του, αὐτή, ὑποπτεύθηκε ὅτι ὁ Ἰωάννης πήγαινε μὲ ξένες γυναῖκες. Τὸν διέβαλε λοιπὸν στὸν ἀδελφό της, ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ ἐξετάσει τὰ πράγματα, τὸν ἀποκεφάλισε στὶς 22 Μαΐου 1015.

Μνήμη τῆς Θεοτόκου «ἐν Σοφιανοῖς»

Τὸ γεγονὸς σύμφωνα μὲ τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Delehaye.

Ὁ Νέος Ὁσιομάρτυς Παῦλος ὁ Πελοποννήσιος

Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σοποτὸ τῆς Ἐπαρχίας Καλαβρύτων καὶ ἀνατράφηκε μὲ χριστιανοπρέπεια ἀπὸ γονεῖς φτωχοὺς μέν, ἀλλ᾿ ἐναρέτους ὀρθοδόξους χριστιανούς. Τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Παναγιώτης. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἦλθε στὴν Πάτρα, ὅπου ἔμαθε τὴν τέχνη τοῦ σανδαλοποιοῦ καὶ παρέμεινε ἐκεῖ ἐργαζόμενος ἔντιμα, γιὰ 14 χρόνια. Κατόπιν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Πάτρα καὶ ἦλθε στὰ Καλάβρυτα, ὅπου γιὰ τὴν ἐξάσκηση τοῦ ἐπαγγέλματός του, νοίκιασε ἕνα ἐργαστήριο. Οἱ ἰδιοκτῆτες ὅμως τοῦ ἐργαστηρίου ἀπαίτησαν ἀπὸ τὸν Παναγιώτη περισσότερο νοῖκι ἀπ᾿ ὅτι συμφώνησαν καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή, ὅπου πιεζόμενος ὁ μάρτυρας καὶ ἐπάνω στὸν θυμό του εἶπε: «Τοῦρκος νὰ γίνω ἂν δώσω περισσότερα». Τελικὰ τοὺς ἔδωσε τὸ νοῖκι ποὺ ζητοῦσαν καὶ ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακή, ἔφυγε ἀπὸ τὰ Καλάβρυτα καὶ πῆγε στὴν Τρίπολη, ὅπου διασκέδαζε στὰ περίχωρά της μὲ δυὸ ἄλλους φίλους του, λέγοντας ὅτι ἦταν Τοῦρκος. Ἡ συνείδησή του ὅμως τὸν ἤλεγξε καὶ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ πῆγε στὴν ἱερὰ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, κοντὰ σ᾿ ἕνα σοφὸ Πελοποννήσιο γέροντα τὸν Τιμόθεο, στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε καὶ ἔτυχε πνευματικῆς παρηγοριᾶς. Ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Παῦλος. Μετὰ μὲ τὸν γέροντά του Τιμόθεο ἦλθε σὲ Ῥώσικο κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἔμεινε τρία χρόνια. Ἐκεῖ ἄναψε καὶ ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου μέσα του. Σὲ ἡλικία 25 ἐτῶν πῆγε στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ ὑποτάχθηκε στὸν πνευματικὸ πατέρα ἱερομόναχο Ἀνανία, στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε τὸν πόθο του γιὰ τὸ μαρτύριο. Ἐκεῖ δοκιμάστηκε γιὰ 40 ἡμέρες πῆρε τὴν εὐλογία τῶν Πατέρων καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὸ μαρτύριο. Ἔφθασε στὴ Μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ὅπου ἀγωνίστηκε μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ γιὰ 40 ὁλόκληρες ἡμέρες. Κατόπιν ἀναχώρησε γιὰ τὰ Καλάβρυτα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν Τρίπολη. Πληροφορήθηκε ὅτι στὸ Ναύπλιο βρισκόταν ἕνας ἐξάδελφός του ἐξωμότης καὶ ἔτσι ἀναχώρησε γιὰ τὴν πόλη αὐτή, προκειμένου νὰ διορθώσει τὸν ἐξάδελφό του. Παρέλαβε τὸν ἐξωμότη αὐτὸν σὰν συνοδίτη, ἐπανῆλθε στὴν Τρίπολη καὶ παρουσιάστηκε στὸν Μουφτὴ τῆς πόλης, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβε ἔγγραφη διαταγὴ νὰ παραστεῖ μπροστὰ στὸν κριτή, τὴν ἡμέρα μεγάλης σύναξης πολλῶν προκρίτων χριστιανῶν καὶ Ἀρχιερέων. Στὴ σύναξη λοιπὸν αὐτή, ὁ Παῦλος, μπροστὰ σ᾿ ὅλους κήρυξε τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔκανε δριμύτατο ἔλεγχο τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας. Ὁ κριτής, μπροστὰ στὴν ἀμετάθετη γνώμη τοῦ μάρτυρα, τὸν καταδίκασε νὰ καεῖ ζωντανός. Κάποιοι Τοῦρκοι ὅμως, εἶπαν ὅτι ἐνδέχεται οἱ χριστιανοὶ νὰ πάρουν τὴν στάχτη καὶ τὰ λείψανα τοῦ μάρτυρα, ὁ κριτὴς μετέβαλε τὴν ἀπόφασή του καὶ ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 22 Μαΐου 1818 στὴν Τρίπολη. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ πέταξαν στὸ χῶρο ἀκαθαρσιῶν τοῦ σπιτιοῦ ἑνὸς Τούρκου ἡγεμόνα. Τὸ παρέλαβαν ὅμως κρυφὰ οἱ χριστιανοὶ καὶ ἀφοῦ τὸ καθάρισαν στὴν ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν, τὸ ἐνταφίασαν. Τὸ μαρτύριό του συνέγραψε ὁ ἱερομόναχος Ἰάκωβος Βερτσάγιας ὁ Ζακυνθινός, Ἁγιορείτης τοῦ Ῥωσικοῦ κοινοβίου. Ναὸς τοῦΑγίου βρίσκεται στὴν Τρίπολη καὶ εἰκόνα του στὸν ναὸ τῶν Εἰσοδίών της Θεοτόκου στὴν Ἀθήνα (Καπνικαρέα). Ὁρισμένοι Συναξαριστές, αὐτὴ τὴν μέρα καὶ μαζὶ μὲ τὴν μνήμη τοῦ νέου ὁσιομάρτυρα Παύλου, ἀναφέρουν καὶ τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρα Μήτρου ἢ Δημητρίου τοῦ Πελοποννήσιου, ποὺ ἡ κυρίως μνήμη του εἶναι τὴν 28η Μάιου, ὅπου καὶ ἡ ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του. Αὐτὸ γίνεται, προφανῶς διότι καὶ οἱ δυὸ τιμῶνται στὴν ἴδια πόλη τὴν Τρίπολη τῆς Ἀρκαδίας, ὅπου βρίσκονται καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους.

Οἱ Ἅγιοι Αἰμίλιος καὶ Κάστος οἱ Ἀφρικανοί

Οἱ ἐν Καρχηδόνι ἐπὶ Σεπτιμίου Σεβήρου, Μάρτυρες (+ 251).