Ποιὸν νὰ ἀκοῦμε, τὸν Θεὸ ἢ τοὺς ἀνθρώπους;

Στὸ 20ὸ κεφάλαιο τοῦ τρίτου Bιβλίου τῶν Βασιλειῶν, καταγράφεται ἀπὸ τὸν ἱερὸ συγγραφέα μιὰ διήγηση ἀπὸ τὰ χρόνια ποὺ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ ἦταν ὁ ἀσεβὴς καὶ εἰδωλολάτρης Ἀχαάβ. Ἕνας βασιλιὰς ποὺ κατὰ τὰ 22 χρόνια τῆς βασιλείας του μόνο δεινὰ καὶ συμφορὲς ἐπισώρευσε στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Δίπλα του, σύζυγός του, ἡ μοχθηρὴ καὶ διεφθαρμένη Ἰεζάβελ.

Ἀλλὰ ἄς μεταφερθοῦμε στὴ Σαμάρεια. Ἐκεῖ ὅπου μεταξὺ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ διαμένει ἕνας εὐλαβὴς καὶ πιστὸς Ἰσραηλίτης, ὁ Ναβουθαί. Ἐκεῖ ἔχει καὶ τὴ μικρή του περιουσία, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ ἕνα ταπεινὸ ἀμπέλι. Συμβαίνει ὅμως τὸ ἀμπελάκι του νὰ συνορεύει μὲ τὸ ἁλώνι ποὺ ἦταν ἰδιοκτησία τοῦ βασιλιᾶ Ἀχαάβ. Θὰ μποροῦσε μιὰ τέτοια γειτονία νὰ ἔδινε χαρὰ στὸ Ναβουθαί. Ἔμελλε ὅμως νὰ εἶναι γι’ αὐτὸν ὀλέθρια καὶ καταστροφική.

Ἐπεθύμησε τὸ μικρὸ καὶ ταπεινὸ αὐτὸ ἀμπελάκι ὁ βασιλιὰς Ἀχαάβ. Καλεῖ τότε τὸν Ναβουθαὶ νὰ διαπραγματευθεῖ τὴν ἀγορά του. «Δῶσε μου τὸ ἀμπέλι σου, γιατὶ θέλω νὰ τὸ κάνω περιβόλι μὲ λαχανικά, μιὰ καὶ βρίσκεται κοντὰ στὸ παλάτι μου, κι ἐγὼ ὡς ἀντάλλαγμα θὰ σοῦ δώσω ἄλλο ἀμπέλι καλύτερο ἀπ’ αὐτό. Κι ἂν προτιμᾶς νὰ μοῦ τὸ πουλήσεις, εὐχαρίστως, θὰ σοῦ δώσω τὴν ἀξία τοῦ ἀμπελιοῦ σου σὲ χρήματα. Ἔτσι θὰ μπορέσω νὰ πραγματοποιήσω τὴν ἐπιθυμία μου, νὰ κάνω τὸ ἀμπέλι σου δικό μου λαχανόκηπο».

Τί ἦταν νὰ ἀκούσει αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Ναβουθαί! Ἡ ἀπάντησή του σταθερή, χωρὶς συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις: «Θεὸς φυλάξοι, νὰ δώσω σὲ σένα τὴν πατρική μου κληρονομιά! Μὴ γένοιτο!».

Σὰν κεραυνὸς ἀκούστηκε στὰ αὐτιὰ τοῦ βασιλιᾶ ἡ ἄρνηση τοῦ Ναβουθαί. Δὲν τὸ φανταζόταν! Δὲν ἤθελε νὰ τὸ πιστέψει. Δὲν ἦταν μαθημένος νὰ ἀκούει ἀπὸ τοὺς ὑπηκόους του ἀρνήσεις. Ταράχθηκε καὶ γεμάτος μελαγχολία καὶ ἀπογοήτευση ἔπεσε στὸ κρεβάτι του, σκέπασε τὸ πρόσωπό του, ἔπαυσε νὰ τρώει. Μέχρι ποὺ τὸν ἐντόπισε σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση ἡ Ἰεζάβελ, ἡ ὁποία γιὰ ἀκόμη μία φορὰ πῆρε τὴ θέση τοῦ βασιλιᾶ. Παράνομα καὶ ἐν ἀγνοίᾳ του ὑπέγραψε καὶ σφράγισε διαταγὴ πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ Ἰσραήλ, ὁδηγώντας τὸν δυστυχὴ καὶ ἀθῶο Ναβουθαὶ στὸν διὰ λιθοβολισμοῦ θάνατο, μὲ τὴν ψευδὴ κατηγορία ὅτι ἐβλασφήμησε τὸν Θεὸ καὶ τὸν βασιλιά.

Καὶ ἡ διήγηση συνεχίζεται… Ἀλλὰ ἐ­μεῖς θὰ σταθοῦμε στὸ σημεῖο αὐτὸ γιὰ νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ στάση καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Ναβουθαί.

Διερωτᾶται κανείς, γιατί νὰ ἐπιμείνει ὁ Ναβουθαὶ στὴν ἀπόφασή του νὰ μὴ δώσει τὸ ἀμπέλι του; Γιατί νὰ ἔλθει σὲ διάσταση μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ βασιλιᾶ, τὴ στιγμὴ ποὺ τὰ ἀνταλλάγματα ἦταν ἱκανοποιητικά;

«Μὴ γένοιτό μοι παρὰ Θεοῦ μου δοῦ­ναι κληρονομίαν πατέρων μου σοί» (Γ΄ Βασ. κ΄ [20] 3), διαβάζουμε στὸ ἱερὸ κείμενο. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δώσω σὲ σένα τὴν πατρική μου κληρονομιά. Δὲν ἤθελε μὲ κανέναν τρόπο νὰ ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴ μικρή του περιουσία, ὄχι γιατὶ δὲν σεβόταν τὸν Ἀχαὰβ ἢ γιατὶ δὲν ἤθελε νὰ ὑπακούσει στὰ προστάγματά του, ἀλλὰ διότι δὲν τοῦ τὸ ἐπέτρεπε ὁ Θεός! Γνώριζε πολὺ καλὰ ὁ Ναβουθαὶ ἀλλὰ καὶ ὁ βασιλιὰς Ἀχαάβ, ὅσα ἦσαν γραμμένα στὸ Λευϊτικό: «ἡ γῆ οὐ πραθήσεται εἰς βεβαίωσιν. Ἐμὴ γάρ ἐστιν ἡ γῆ, διότι προσήλυτοι καὶ πάροικοι ὑμεῖς ἐστε ἐναντίον μου» (Λευϊτ. κε΄ 23). Ἡ Χαναὰν ἦταν κατὰ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο ἰδιοκτησία τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ Ἰσραηλίτες ἦσαν τρόπον τινὰ ἐνοικιαστὲς τῆς γῆς. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ ἀποχωρίζονται τὴν περιουσία τους οὔτε καὶ νὰ τὴν παραχωροῦν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, παρὰ μόνο ἐὰν ἔφταναν σὲ ἔσχατη ἀνάγκη (βλ. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ συντόμου ἑρμηνείας, τόμος 6ος, σελ. 276).

Τί ζηλευτὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Ναβουθαί! Τί σταθερὴ ὁμολογία ἑνὸς ὑπηκόου μπροστὰ σὲ ἕναν ἰσχυρὸ ἄρχοντα! Τί πειθαρχημένη ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ!

Ἔρχεται στὴ σκέψη μας ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Πέτρου ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν «Πράξεων», «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. ε΄ 29). Ὑποχρέωσή μας καὶ καθῆκον μας νὰ πειθαρχοῦμε πιὸ πολὺ στὸ Θεό, παρὰ στοὺς ἀνθρώπους.

Αὐτὸς ὁ θεόπνευστος λόγος ξεκαθαρίζει καὶ γιὰ μᾶς ποιὰ στάση πρέπει νὰ κρατοῦμε. Δίνει τὸ στίγμα ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ σχέση μας μὲ κάθε ἀνθρώπινη ἐξουσία καὶ μάλιστα μὲ αὐτὴν ποὺ ἔρχεται σὲ εὐθεία σύγκρουση μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο παραμένει ὑποχρέωσή μας νὰ σεβόμαστε τὸν κάθε ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε καὶ ἡ προσθήκη τῆς λέξεως «μᾶλλον» ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο δείχνει ἀκριβῶς αὐτό: Δὲν ἀπορρίπτει συνολικὰ κάθε ἀνθρώπινη ἐξουσία, ἀλλὰ τονίζει ὅτι ἔχουμε καθῆκον νὰ ὑπακούουμε σὲ αὐτὴν μέχρι κάποιου ὁρίου.

Ἀλλὰ ποιὸ εἶναι τὸ ὅριο; Τὸ ὅριο εἶναι ὁ ἀθάνατος καὶ ἀλάνθαστος νόμος τοῦ Θεοῦ. Βλέπουμε σήμερα στὴν Ὀρθόδοξη πατρίδα μας τὴν πολιτικὴ ἡγεσία νὰ περιφρονεῖ ἀπροκάλυπτα τὸ θεῖο θέλημα, νὰ ἀμφισβητεῖ καὶ νὰ καταπατᾶ αἰώνιες ἠθικὲς ἀρχές, ἀρνούμενη νὰ δεῖ στὸ πρόσωπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ στιγμὴ γιὰ κάθε πιστό, μὲ ὅποια θυσία, νὰ πειθαρχήσει στὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατέρα μας, ἀψηφώντας τὶς συνέπειες. Εἶναι ἡ ὥρα τῆς σταθερῆς ὁμολογίας καὶ ὑπακοῆς.

Νὰ μένουμε ἀσυμβίβαστοι, μιμούμε­νοι τὸν εὐσεβὴ Ναβουθαί, μὰ κυρίως ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐ­τοῦ ποὺ μᾶς δίδαξε τὴν ὑπακοὴ μὲ τὸν λόγο Του καὶ τὸ παράδειγμά Του. Αὐτοῦ ποὺ ἀπὸ τὴ βρεφική Του ἀκόμη ἡλικία ὑποτάχθηκε σὲ ὅσα προέβλεπε ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος. Αὐτοῦ ποὺ ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. β΄ 8), κατὰ τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Καὶ γι’ αὐτὸ «ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε» (Φιλιπ. β΄ 9), Τὸν δόξασε γιὰ τὴν ἕως θανάτου ὑπακοή Του, ὅπως διαβάζουμε στὴν πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολή. Ἔδωσε ἔτσι σὲ ὅλους ἐμᾶς τὸ μάθημα ὅτι διὰ τῆς ὑπακοῆς ὁ ἄνθρωπος θὰ δοξασθεῖ καὶ θὰ ὁδηγηθεῖ στὸν Παράδεισο τῆς αἰωνίου τρυφῆς.