Τὴν Τετάρτη 7 Ἰουνίου 2017 στὸ μεγάλο ἀμφιθέατρο τοῦ Πολεμικοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν πραγματοποιήθηκε ἐνημερωτικὴ ἐκδήλωση τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν μὲ θέμα: “Ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος καὶ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Συμβολὴ σὲ ἕναν ἀνοικτὸ διάλογο”.
Τὴ βαρυσήμαντη ἐκδήλωση (διαρκείας δυόμισι ὡρῶν) παρακολούθησαν πολλὲς ἑκατοντάδες ἐκλεκτῶν ἀκροατῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων μία εἰκοσάδα ἐπισκόπων, δύο ὑπουργοὶ τῆς σημερινῆς Κυβερνήσεως, οἱ πρόεδροι τοῦ Ἀρείου Πάγου καὶ τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, πολλοὶ ἀνώτατοι δικαστικοὶ καὶ πλῆθος ἄλλων ἐπιστημόνων, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν. Συντονιστὴς τῆς ὅλης ἐκδηλώσεως ἦταν ὁ πανοσιολογιώτατος ἀρχιμανδρίτης Συμεὼν Βολιώτης, πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς.
Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος προλόγισε μὲ σύντομη καὶ ἐμπνευσμένη εἰσήγηση τὴν εἰδικὴ αὐτὴ ἐκδήλωση τονίζοντας ἰδιαίτερα τὰ ἀκόλουθα: “Ἡ ἀγωνία μας εἶναι μία καὶ μοναδική: πῶς θὰ προσφέρουμε τὰ πάντα στὸν ἄνθρωπο, πῶς θὰ προσφερθοῦμε γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν ἔχουμε καμία ἀγωνία καὶ κανένα φόβο μήπως χάσουμε κάποιο προνόμιο ἐξουσίας καὶ κυριαρχίας”.
Ἀκολούθησαν κατὰ τὸ πρόγραμμα τρεῖς εἰσηγήσεις ὡς ἑξῆς:
1. Ὁ κ. Σωτήριος Ρίζος, ἐπίτιμος πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καὶ Διευθυντὴς τοῦ Νομικοῦ Γραφείου τῆς Προεδρίας τῆς Δημοκρατίας, ἀνέπτυξε τὸ θέμα: “Οἱ σχέσεις Κράτους καὶ Ἐκκλησίας ὡς ἀντικείμενο ρυθμίσεως τοῦ Συντάγματος καὶ τὸ πρόβλημα τῆς ἀπορρυθμίσεώς τους”. Ὁ ὁμιλητὴς μὲ ἄφθαστη νηφαλιότητα καὶ ἐπιστημονικὴ ἐμβρίθεια ἀπέδειξε τὴν προσχηματικὴ προσπάθεια γιὰ ἀναθεώρηση τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος ποὺ ἔχει τίτλο “Σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας” καὶ ὑπογράμμισε μεταξὺ τῶν ἄλλων τὰ ἑξῆς: “Τὴ συζήτηση περὶ ἀναθεωρήσεως ὑποδαυλίζουν, ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, ἰδίως κατὰ τὴν περίοδο τῆς μεγάλης κρίσεως, κύκλοι ποὺ ὑπονοοῦν ὅτι τὸ περιεχόμενο τοῦ Συντάγματος εἶναι κακὸ καὶ ὅτι ἕνα ἄλλο Σύνταγμα θὰ ἔκανε περισσότερο εὐρωπαϊκὴ τὴ Χώρα καὶ θὰ ἀπέτρεπε μελλοντικὰ δεινά. Ἀλλὰ πολιτικοὶ καὶ νομικοὶ ποὺ στρατεύονται σ᾿ αὐτὴ τὴν κατεύθυνση, ἀποφεύγουν νὰ ἀπαντήσουν στὸ ἐρώτημα “τίς ἢ τί πταίει: ἡ τήρηση τοῦ Συντάγματος ἢ οἱ παραβάσεις τοῦ Συντάγματος;” Διότι ἐὰν φταίει ἡ εὐλαβικὴ τήρηση ἑνὸς κακοῦ Συντάγματος, τότε πρέπει νὰ ἀναθεωρήσουμε τὸ Σύνταγμα. Ἐὰν ὅμως φταίει ἡ ἀθέτηση τοῦ Συντάγματος (…), τότε μᾶλλον πρέπει νὰ ἀναθεωρήσουμε τὴ στάση μας ἔναντι τοῦ Συντάγματος”.
2. Ὁ κ. Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Ἐπίκουρος Καθηγητὴς Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου στὴ Νομικὴ Σχολὴ τοῦ Α.Π.Θ., ἀνέπτυξε τὸ θέμα: “Συνταγματικὸ καὶ νομοθετικὸ status (=κατάσταση) τῶν θρησκευμάτων στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση”. Ὁ κ. Καθηγητὴς διατύπωσε τὸ ἀκόλουθο συμπέρασμα: “Οἱ σχέσεις μεταξὺ Κράτους καὶ Ἐκκλησιῶν στὶς χῶρες τῆς εὐρωπαϊκῆς ἠπείρου διαμορφώνονται ξεχωριστὰ ἀνὰ χώρα, σύμφωνα μὲ τὴν οἰκεία ἱστορική, ἐκκλησιαστικὴ καὶ γενικότερη πολιτιστικὴ παράδοση. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἡ ὅποια τυποποίηση ἢ ἔνταξή τους σὲ κατηγορίες, εἶναι προφανῶς σχηματικὴ καὶ μᾶλλον ἀκαδημαϊκοῦ χαρακτήρα. Καὶ τοῦτο διότι, ὅπως διαπιστώσαμε, εἶναι δυνατὸν ὑπὸ καθεστὼς ἑνώσεως τῶν δύο θεσμῶν, ἡ κρατικὴ στήριξη στὴν ἐπίσημη Ἐκκλησία νὰ εἶναι μᾶλλον ἰδεολογικὴ καὶ συμβολική (Ἀγγλία καὶ Σκωτία), ἐνῶ ὑπὸ καθεστὼς χωρισμοῦ μεταξὺ Κράτους καὶ Ἐκκλησίας νὰ παρατηρεῖται εὐρύτατη, ἄμεση καὶ ἔμμεση, θεσμικὴ καὶ οἰκονομικὴ κρατικὴ στήριξη σὲ ὁρισμένα ἢ καὶ σὲ ὅλα τὰ θρησκεύματα, μὲ ἐμφατικὰ παραδείγματα τὶς χῶρες τῆς Γερμανίας, Ἰταλίας, Ἱσπανίας, Βελγίου, ἀλλὰ καὶ Δανίας”.
3. Ὁ κ. Θεόδωρος Παπαγεωργίου, Νομικὸς Σύμβουλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀνέπτυξε τὸ θέμα: “Τὸ νομοθετικὸ καθεστὼς καὶ οἱ σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὸ Κράτος: δεδομένα καὶ παρανοήσεις”. Ὁ τελευταῖος ὁμιλητής, ὁ ὁποῖος παρουσίασε 17 “ζεύγη παρανοήσεων” γύρω ἀπὸ τὶς σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας “ἀφ᾿ ἑνὸς καὶ νομικῶν δεδομένων – ἀπαντήσεων ἀφ᾿ ἑτέρου”, κατέληξε σὲ ἀξιοπρόσεκτα συμπεράσματα: “Ὅταν τὸ κοινωνικὸ σῶμα ἐρωτᾶται μὲ διάφορες ἀφορμὲς (δημοσκοπήσεις κ.λπ.) ἐὰν εἶναι ὑπὲρ τοῦ χωρισμοῦ Κράτους καὶ Ἐκκλησίας, καλεῖται νὰ δώσει σωστὲς ἀπαντήσεις σὲ ἕνα λάθος ἐρώτημα. Καὶ εἶναι λάθος ἡ ἐρώτηση, γιατὶ ὑποθέτει ἀφετηριακὰ ὅτι κατὰ νόμον Ἐκκλησία καὶ Κράτος εἶναι ἀμοιβαῖα ἀναμεμειγμένες ἡ μία στὶς ἐσωτερικὲς ὑποθέσεις τῆς ἄλλης. Αὐτὸ δὲν ἰσχύει, τουλάχιστον σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἀνάμειξη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θεωρεῖται ὁ δῆθεν θιγόμενος ἀπὸ τὸ ἐρώτημα. Τὸ ζητούμενο συνεπῶς εἶναι ἄλλο: α) ἡ θέση βάσεων γιὰ τὴν ἄσκηση μιᾶς σύγχρονης καὶ ταυτόχρονα μακρόπνοης θρησκευτικῆς πολιτικῆς γιὰ ὅλα τὰ θρησκεύματα καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ β) ἡ πλήρης κατοχύρωση θρησκευτικῆς αὐτοδιοίκησης γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Αὐτὰ ὅμως τὰ δύο κεντρικὰ ζητήματα δὲν σχετίζονται καθόλου μὲ τὴν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, ἀλλὰ μὲ τὴν νομοθετικὴ πρωτοβουλία τοῦ κοινοῦ νομοθέτη”.
Οἱ εἰσηγήσεις καὶ τῶν τριῶν ἐπιλέκτων ὁμιλητῶν κράτησαν ἀδιάπτωτο τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀκροατηρίου, τὸ ὁποῖο μὲ θερμὰ χειροκροτήματα ἐξεδήλωνε τὴν ἱκανοποίησή του γιὰ τὰ ἐμπεριστατωμένα καὶ νομικῶς θεμελιωμένα περιεχόμενά τους.
Θεωροῦμε καθῆκον μας νὰ ἐπισημάνουμε τὴν ἀξιόλογη συνεισφορὰ τῶν διακεκριμένων αὐτῶν θεραπόντων τῆς νομικῆς ἐπιστήμης, οἱ ὁποῖοι μᾶς διεφώτισαν ἐπαρκῶς γιὰ ἕνα τόσο θεμελιῶδες ζήτημα. Εὐχόμαστε ἡ παραπάνω ἐκδήλωση νὰ συντελέσει στὴν ὁμαλότερη συνύπαρξη, στὸ ἄμεσο μέλλον, τῶν κορυφαίων θεσμῶν Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας μὲ τὴν πιστὴ πλέον τήρηση τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος τῆς Ἑλλάδος.
Περιοδικό “Ὁ Σωτήρ”, τ. 2159 (15 Ἰουλίου 2017)