ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (4/7)

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Τρ. ε΄ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Ῥωμ. ιδ΄ 9-19)

9 εἰς τοῦτο γὰρ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ἔζησεν, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ. 10 Σὺ δὲ τί κρίνεις τὸν ἀ­δελ­­φόν σου; ἢ καὶ σὺ τί ἐ­ξου­θενεῖς τὸν ἀδελφόν σου; πάντες γὰρ παραστη­σό­­­μεθα τῷ βήματι τοῦ Χρι­στοῦ. 11 γέγραπται γάρ· ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ὅτι ἐμοὶ κάμψει πᾶν γόνυ, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται τῷ Θεῷ. 12 ἄρα οὖν ἕκαστος ἡμῶν περὶ ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Θεῷ. 13 Μηκέτι οὖν ἀλλήλους κρίνωμεν, ἀλλὰ τοῦτο κρίνατε μᾶλλον, τὸ μὴ τιθέναι πρόσκομμα τῷ ἀδελφῷ ἢ σκάνδαλον. 14 οἶδα καὶ πέπεισμαι ἐν Κυ­ρίῳ Ἰησοῦ ὅτι οὐδὲν κοι­νὸν δι᾿ αὐτοῦ· εἰ μὴ τῷ λογιζομένῳ τι κοινὸν εἶναι, ἐκείνῳ κοινόν. 15 εἰ δὲ διὰ βρῶμα ὁ ἀδελ­φός σου λυπεῖται, οὐ­­κέτι κατὰ ἀγάπην περι­πατεῖς. μὴ τῷ βρώματί σου ἐκεῖνον ἀπόλλυε, ὑπὲρ οὗ Χριστὸς ἀπέθανε. 16 μὴ βλασφημείσθω οὖν ὑμῶν τὸ ἀγαθόν. 17 οὐ γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πό-σις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ· 18 ὁ γὰρ ἐν τούτοις δουλεύων τῷ Χριστῷ εὐάρεστος τῷ Θεῷ καὶ δόκιμος τοῖς ἀνθρώποις. 19 ἄρα οὖν τὰ τῆς εἰρή­νης διώκωμεν καὶ τὰ τῆς οἰ­κοδομῆς τῆς εἰς ἀλ­λή­λους.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

9 Εἴμαστε ὅλοι, ζωντανοί καί πεθαμένοι, κτῆμα τοῦ Κυ­­­­­ρίου, ἐπειδή γι’ αὐτό τό σκοπό ὁ Χριστός καί πέ­θανε καί ἀναστήθηκε καί ἔλαβε πάλι ὡς ἄνθρωπος τή ζωή, γιά νά γίνει Κύριος καί τῶν νεκρῶν καί τῶν ζω­ντα­­­­νῶν. 10 Κι ἀφοῦ ἀνήκουμε ὅλοι στό Χριστό, ἐσύ πού δέν τρῶς ἀπ’ ὅλα τά φαγητά γιατί κατακρίνεις τόν ἀδελφό σου; Ἤ κι ἐσύ πού ἔχεις τελειότερη γνώση στό θέμα τῶν φαγητῶν, γιατί περιφρονεῖς τόν ἀδελφό σου; Κανείς δέν ἔχει δικαίωμα νά κατακρίνει ἤ νά περιφρονεῖ. Διότι ὅλοι θά παραστοῦμε στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ, κι αὐτός μόνο ἔχει δικαίωμα νά μᾶς κρίνει. 11 Διότι εἶναι γραμμένο στήν Ἁγία Γραφή: Ζῶ ἐγώ, λέει ὁ Κύριος, καί θά πραγματοποιήσω αὐτό πού παραγγέλλω· ὅτι δηλαδή μπροστά μου κάθε ἄνθρωπος θά λυγίσει τά γόνατά του δουλικά καί λατρευτικά, καί κάθε γλώσσα θά δοξολογήσει τόν Θεό. 12 Τό συμπέρασμα λοιπόν πού βγαίνει ἀπ’ ὅλα αὐτά εἶναι ὅτι καθένας ἀπό ἐμᾶς γιά τόν ἑαυτό του θά δώσει λόγο στό Θεό, καί γι’ αὐτό τόν ἑαυτό του πρέπει νά προ­σέ­χει καί ὄχι τόν ἄλλο. 13 Ἄς μήν κατακρίνουμε λοιπόν στό ἑξῆς ὁ ἕνας τόν ἄλ­λον, ἀλλ’ αὐτό νά προτιμήσετε, νά μή βάζετε δηλαδή στόν ἀδελφό ἐμπόδιο, μήπως τυχόν σκο­­­ντά­ψει ποτέ καί παρασυρθεῖ στήν κατάκριση ἤ κλονισθεῖ στήν πίστη. 14 Ξέρω κι ἔχω πεποίθηση, τήν ὁποία μοῦ ἐμπνέει ἡ ἕνω­σή μου μέ τόν Κύριο, ὅτι καμία τροφή δέν εἶναι ἀπό τή φύση της ἀκάθαρτη, ἀλλά μόνο γιά ἐκεῖνον πού θεωρεῖ κάτι ὡς ἀκάθαρτο, γιά ἐκεῖνον αὐτό γίνεται πράγ­­­ματι ἀκάθαρτο, ἐξαιτίας τοῦ λογισμοῦ του. 15 Δέν φτάνει ὅμως ἡ πεποίθηση αὐτή γιά νά μήν ἁμαρ­τάνεις μέ τό φαγητό. Πρέπει μαζί μ’ αὐτή νά συ­νυ­­πάρχει καί ἡ ἀγάπη. Ἐάν λοιπόν γιά τό θέμα τοῦ φα­­­γητοῦ ὁ ἀδελφός σου λυπᾶται καί σέ ἀποδοκιμάζει καί ἀγανακτεῖ ἐναντίον σου, τότε ἐσύ δέν συμπεριφέρεσαι πλέον ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ ἀγάπη, ἐφόσον ἐπιμένεις νά τρῶς καί νά στενοχωρεῖς ἔτσι τόν ἀδελφό σου. Πρόσεχε νά μήν παρασύρεις μέ τό φαγητό σου στήν ἀπώ­λεια ἐκεῖνον, γιά τή σωτηρία τοῦ ὁποίου ὁ Χριστός πέ­­θανε. 16 Tό ἀγαθό λοιπόν τοῦ στηριγμοῦ σας στήν πίστη, χάρη στό ὁποῖο τρῶτε ὁποιοδήποτε φαγητό μέ ἐλευ­θερία χωρίς νά διστάζετε, ἄς μή γίνεται αἰτία κακολογίας καί μομφῆς ἀπό τούς ἀσθενεῖς ἀδελφούς.17 Διότι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Χριστός στή γῆ, δέν συνίσταται στό νά τρώει καί νά πίνει κανείς ἐλεύθερα. Συνίσταται στή δικαιοσύνη καί εἰρήνη καί ὁμόνοια μέ τούς ἀδελφούς μας, καί στή χαρά, πράγ­μα­τα τά ὁποῖα καρποφορεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. 18 Διότι ἐκεῖνος πού μέ τίς ἀρετές αὐτές ὑπηρετεῖ τόν Χριστό, γίνεται εὐάρεστος στό Θεό καί ἐπιδοκιμάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους. 19 Ἀφοῦ λοιπόν οἱ ἀρετές αὐτές φέρνουν τέτοιο ἀπο­τέ­­λεσμα, ἄς ἐπιδιώκουμε καί μεῖς κάθε τι πού συντελεῖ στήν εἰρήνη καί στή μεταξύ μας πνευματική ὠφέλεια, πρόοδο καί οἰκοδομή.