Μέσα στὶς πολλὲς περιπέτειες ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει στὴ ζωή του ὁ βασιλιὰς Δαβὶδ ἦταν τὸ θανάσιμο μίσος κι ἡ σατανικὴ ἐμπάθεια τοῦ Σαοὺλ ἐναντίον του.
Ἐνῶ ὁ ψαλμωδὸς Δαβὶδ πολλὲς φορὲς μὲ τὴ λύρα του προσπαθοῦσε νὰ διασκεδάσει τὴ μελαγχολία τοῦ Σαούλ, ἐκεῖνος μέσα στὴν ψυχή του ἔτρεφε μοχθηρὸ μίσος, ἐχθρότητα καὶ μανία καταδιώξεώς του· ἤθελε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὸν ἐξοντώσει.
Κάποτε ὁ Σαοὺλ πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Δαβὶδ βρίσκεται στὴν ἔρημο Ἐγγαδδί. Πῆρε λοιπὸν «μεθ᾿ ἑαυτοῦ τρεῖς χιλιάδας ἀνδρῶν ἐκλεκτοὺς ἐκ παντὸς Ἰσραὴλ καὶ ἐπορεύθη ζητεῖν τὸν Δαυὶδ καὶ τοὺς ἄνδρας αὐτοῦ» (Α΄ Βασ. κδ΄ [24] 3).
Στὴν ἔρημο ὁ Δαβὶδ θέλοντας νὰ ξεκουραστεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἄνδρες του κρύβεται στὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς σπηλιᾶς. Στὴν ἴδια σπηλιὰ ἀλλὰ στὸ μπροστινὸ μέρος της ἔρχεται καὶ ξαποσταίνει κι ὁ Σαούλ, ὅταν βρέθηκε σὲ κείνη τὴν περιοχή.
Ὅταν οἱ ἄνδρες τοῦ Δαβὶδ ἀντιλαμβάνονται τὸ γεγονός, τοῦ λένε: «Σήμερα εἶναι ἡ μέρα γιὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος σοῦ εἶπε: Θὰ σοῦ παραδώσω τὸν ἐχθρό σου καὶ θὰ τοῦ φερθεῖς ὅπως νομίζεις» (Α΄ Βασ. κδ΄ [24] 5). Τοῦ προτείνουν μάλιστα ὅτι εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμὴ νὰ τὸν σκοτώσει. Ὁ Δαβὶδ ἀρνεῖται, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνδρες του ἐπιμένουν. Τελικὰ ὁ Δαβὶδ μὲ πολλὴ προσοχὴ τὸν πλησιάζει καὶ τοῦ κόβει κρυφὰ τὴν ἄκρη τοῦ μανδύα του. Ἀλλὰ καὶ πάλι τὸν ἐλέγχει ἡ συνείδησή του γι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶχε κάνει καὶ εἶπε στοὺς ἄνδρες του: «Μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ μὲ ἀφήσει ὁ Κύριος νὰ κάνω αὐτὸ τὸ κακὸ καὶ σηκώσω φονικὸ χέρι ἐναντίον τοῦ βασιλέως μου καὶ κυρίου μου καὶ νὰ σκοτώσω αὐτὸν ποὺ ἐχρίσθη στὸ βασιλικὸ ἀξίωμα ἀπὸ τὸν Κύριο» (Α΄ Βασ. κδ΄ [24] 7).
Σὲ λίγο φεύγει ὁ Σαοὺλ ἀπὸ τὴ σπηλιὰ γιὰ νὰ συνεχίσει τὸν δρόμο του καὶ βγαίνοντας ὁ Δαβὶδ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς τοῦ φωνάζει δυνατά: «Κύριε, βασιλεῦ!».
Μόλις ὁ Σαοὺλ στρέφει τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ πίσω, ὁ Δαβὶδ σκύβει τὸ πρόσωπό του καταγῆς καὶ τὸν προσκυνᾶ λέγοντάς του: «Γιατί ἐμπιστεύεσαι τὰ λόγια ἐκείνων ποὺ λένε ὅτι ὁ Δαβὶδ θέλει νὰ σὲ σκοτώσει; Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα εἶδες μὲ τὰ μάτια σου ὅτι σὲ παρέδωσε ὁ Κύριος στὰ χέρια μου μέσα στὸ σπήλαιο καὶ δὲν θέλησα νὰ σὲ σκοτώσω. Σὲ λυπήθηκα καὶ εἶπα: Δὲν θὰ σηκώσω τὸ χέρι μου νὰ σκοτώσω τὸν βασιλιὰ καὶ κύριό μου, διότι αὐτὸς εἶναι χρισμένος ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Θεό μου. Αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω εἶναι ἀληθινά, διότι κρατῶ στὸ χέρι μου τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸν μανδύα σου. Ἔκοψα ὁ ἴδιος τὸ κομμάτι αὐτό, ἀλλὰ δὲν σὲ σκότωσα. Πρόσεξε αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω καὶ κατάλαβέ το σήμερα πὼς δὲν ἔχω ἐχθρικὴ διάθεση ἐναντίον σου. Δὲν ἔδειξα ἀπέναντί σου ἀσέβεια καὶ δὲν σοῦ ἔχω κάνει κανένα κακό. Ἐσὺ ὅμως κάνεις τὰ πάντα γιὰ νὰ μὲ συλλάβεις καὶ νὰ μὲ σκοτώσεις. Εἴθε νὰ δικάσει καὶ νὰ κρίνει ὁ Κύριος ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ σὲ σένα. Καὶ ἂς ἐκδικηθεῖ ὁ Κύριος τὴν ἀδικία σου σὲ βάρος μου. Τὸ ἀφήνω σὲ Ἐκεῖνον. Ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ σηκώσω χέρι φονικὸ ἐναντίον σου, γιὰ νὰ σὲ ἐξοντώσω» (Α΄ Βασ. κδ΄ [24] 9-13).
Πράγματι, ἡ ἀνεξικακία καὶ ἡ ἀμνησικακία τοῦ βασιλιᾶ Δαβὶδ εἶναι παραδειγματικὴ καὶ διδακτικὴ γιὰ ὅλους μας!
Ἴσως ἔρχονται παρόμοιες στιγμὲς καὶ γεγονότα στὴ ζωή μας ποὺ μᾶς δημιουργοῦν ἐσωτερικὰ σκέψεις καὶ αἰσθήματα ἀντιπάθειας ἢ ἐκδικητικότητας γιὰ κάποιον. Εἴτε λόγῳ περιουσιακῶν διαφορῶν εἴτε γιατὶ ἔχουμε μιὰ μικροδιαφορὰ μὲ ἕναν ἰδιότροπο γείτονά μας ἢ μὲ ἕνα φθονερὸ καὶ μοχθηρὸ συνάδελφο. Καὶ τότε εἶναι ποὺ ἡ ἀντιπάθεια μπορεῖ νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ μίσος καὶ ἡφαίστειο ἐκδικητικότητας.
Ὁτιδήποτε, ὅμως, κι ἂν συμβαίνει, ὁ δρόμος γιὰ τὸν πιστὸ Χριστιανὸ εἶναι αὐτὸς τὸν ὁποῖο μᾶς ὑποδεικνύει ὁ Δαβίδ. Ἀλλὰ κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει νὰ ἔχουμε, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς, εἰρηνικὲς σχέσεις μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους (βλ. Ρωμ. ιβ΄ [12] 18).
Λοιπόν, πάντοτε νὰ συμπεριφερόμαστε στὶς μεταξύ μας σχέσεις μὲ πνεῦμα συγχωρητικότητας καὶ συμφιλιώσεως. Πάντοτε ὀφείλουμε νὰ δείχνουμε τέλεια ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος μᾶς θέλει νὰ εἴμαστε στὸ δρόμο τὸν δικό Του, δηλαδὴ στὸ δρόμο τῆς ἀγάπης, τῆς ἀνεξικακίας καὶ τῆς ἀμνησικακίας.