–Σεισμός!
Πετάχτηκε ἀλαφιασμένη.
–Σεισμός!
Ἔτρεμε ὁλόκληρη.
Ἀπ᾿ τὶς φωνὲς καὶ τὴν τρομάρα της ξύπνησε κι ὁ ἄντρας της.
–Τί φωνάζεις ἔτσι, Γιώτα; Τί ἔπαθες;
–Ὁ σεισμός… τὸ σπίτι μας… γκρεμίστηκε…
–Εἶσαι καλά, γυναίκα; Ποιὸς σεισμός; Ποιὸ σπίτι; Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λές; Ἡσύχασε… Ἡσύχασε…
–Δὲν ἔγινε σεισμός, Βασίλη;
–Δὲν ἔγινε σεισμός, γυναίκα, δὲν ἔγινε… Ὄνειρο εἶδες… ἔλα, ξάπλωσε.
–Μὰ ἐγώ… Θεέ μου! Δὲν εἶναι δυνατόν… Ἐγώ… Ἦταν σεισμός… Ἦταν φοβερό! Νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, Βασίλη. Τῆς ἁγίας Μαρίνας σήμερα. Ἁγία Μαρίνα μου…
–Θὰ πᾶμε, θὰ πᾶμε, γυναίκα. Ἔλα, ξάπλωσε. Εἶναι νωρὶς ἀκόμα.
–Τί ὥρα εἶναι;
–Πέντε παρὰ τέταρτο.
–Πέντε παρὰ τέταρτο!…
Ὅταν γύρισαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, τοὺς πρόφτασε καὶ τὸ νέο γιὰ τὸν «σεισμό»: Ὁ ἀγαπημένος τους ἐγγονός, ὁ Παντελής, εἶχε χτυπηθεῖ, τὸ παλληκάρι τους. Νεκρὸς ἦταν; Ζωντανός; Ἀκριβῶς στὶς πέντε παρὰ τέταρτο ἔγινε τὸ ἀτύχημα. Τὸ ἀκυβέρνητο ἁμάξι δύο μεθυσμένων ἔπεσε πάνω στὸ δικό του καὶ τὸν τσάκισε τὸν λεβέντη τους. Τώρα χαροπαλεύει διασωληνωμένος στὴν Ἐντατικὴ τοῦ μεγάλου Νοσοκομείου στὰ Γιάννενα. Ἄχ, καὶ τί νὰ κάνουν τώρα αὐτοὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τῆς Ἑλλάδος ὅπου βρίσκονται;… Νὰ ξεκινήσουν γιὰ τὰ Γιάννενα; Μὰ ὁ γαμπρός τους οὔτε νὰ τ᾿ ἀκούσει:
–Νὰ ἔρθετε νὰ κάνετε τί; Νὰ δεῖτε ἕνα νεκρό; Κι οὔτε νὰ τὸν δεῖτε θὰ μπορέσετε. Κι ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε ἐδῶ δὲν τὸν βλέπουμε. Προσευχὴ νὰ κάνετε νὰ μᾶς τὸν χαρίσει ὁ Θεός.
Πέρασαν δέκα μέρες μαρτυρικές. Οἱ γιατροὶ τέσσερις φορὲς ἐπιχείρησαν νὰ τὸν ἀποσωληνώσουν χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ξημέρωσε ἡ 27η Ἰουλίου. Τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος. Ἡμέρα τῆς γιορτῆς του. Ὁ Διευθυντὴς τῆς Ἐντατικῆς τὸ εἶπε καθαρὰ στὸν πατέρα:
–Κύριε Γιῶργο, σήμερα θὰ κάνουμε τὴν τελευταία προσπάθεια. Ἂν δὲν πετύχει, θὰ σοῦ τὸ δώσουμε ἔτσι μισοπεθαμένο τὸ παιδί σου… Καὶ δὲν σ᾿ τὸ κρύβω. Ἐλπίδες δὲν ἔχουμε πολλές. Γιὰ νὰ μὴν πῶ καθόλου. Μὰ θὰ παλέψουμε…
Ἔτρεμε ὁ δόλιος ὁ πατέρας. Μὲ τὴ γυναίκα του καὶ ἄλλους συγγενεῖς περίμεναν στὸν προθάλαμο τῆς Ἐντατικῆς. Πέρασαν ὧρες… Τοὺς φάνηκαν αἰῶνες.
Ξαφνικὰ τινάχτηκαν. Τραντάχτηκε ἡ πόρτα τῆς Κλινικῆς καὶ βγῆκε ὁρμητικὸς ὁ Διευθυντὴς καὶ πίσω του οἱ ἄλλοι γιατροὶ ἀλαφιασμένοι. Ἁρπάζει τὸν πατέρα ὁ Διευθυντής, τοῦ δίνει μιὰ γερὴ στὸ στῆθος κι ἄλλη μιὰ στὴν πλάτη καὶ τοῦ φωνάζει:
–Γιώργη, ζεῖ τὸ παλληκάρι σου! Τ᾿ ἀκοῦς; Ζεῖ ὁ λεβέντης σου. Μπὲς τώρα ἀμέσως μέσα νὰ τὸν δεῖς.
Γιατροί, συγγενεῖς ἀγκαλιάσθηκαν, ἔκλαιγαν ὅλοι ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη χαρά. Μπῆκε πρῶτος μέσα ὁ πατέρας. Σὰν πλησίασε, τὸν εἶδε ὁ Παντελὴς κι ἔβαλε φωνή:
–Πατέρα, τὸ «Πάτερ ἡμῶν….»!
Ὁ Γιώργης τά ᾿χασε. Ὁ Παντελής του τὸ «Πάτερ ἡμῶν…»; Μὰ αὐτὸς δὲν εἶχε ἰδέα ἀπὸ ἐκκλησιαστικά. Κι ὄχι πὼς ἔφταιγε τὸ παιδί. Ὁ ἴδιος ἔφταιγε. Ποὺ παρόλο παπαδοπαίδι – κι ἦταν ἅγιος παπὰς ὁ πατέρας του – τὰ εἶχε ξεχάσει ὅλα κι ἔτσι ἀνάθρεψε τὴν οἰκογένειά του.
–Τὸ «Πάτερ ἡμῶν…» εἶπες, Παντελάκη μου;
–Ναί, πατέρα, τὸ «Πάτερ ἡμῶν…»! Θ᾿ ἀλλάξω ζωή. Ἔτσι μοῦ εἶπε ὁ ἅγιος Παΐσιος.
–Τί λές, παιδάκι μου; Τί ἅγιος Παΐσιος λές;
–Ὁ ἅγιος Παΐσιος, πατέρα! Αὐτὸς μὲ ἔσωσε.
Ἔμεινε ὁ Γιώργης ἄφωνος. Κι ὁ Παντελὴς τοῦ τὰ ἐξιστόρησε λεπτομερῶς.
Εἶχε φθάσει, λέει, σ᾿ ἕναν τόπο ὑπέροχο, ποὺ στὸ βάθος του ἔλαμπε ἕνα φῶς θαυμάσιο, μοναδικό. Γλώσσα ἀνθρώπινη ἀδύνατο νὰ τὸ περιγράψει. Καὶ ἐκεῖ μπροστά του βλέπει τὸν ἅγιο Παΐσιο γονατιστό, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλους, νὰ προσεύχεται θερμά. Ἔκανε νὰ περάσει ὁ Παντελής, μὰ ὁ Ἅγιος τὸν σταμάτησε.
«Στάσου, Παντελή μου», τοῦ εἶπε. «Δὲν ἦρθε ἀκόμα ἡ ὥρα νὰ πᾶς σ᾿ αὐτὸ τὸ φῶς. Θὰ γυρίσεις πίσω. Μὰ νὰ προσέξεις ἀπὸ ᾿δῶ καὶ πέρα τὴ ζωή σου».
–Καλά, Παντελή, κι ἀπὸ ποῦ ξέρεις ἐσὺ πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ ἅγιος Παΐσιος;
–Τὸν ἅγιο Παΐσιο δὲν ξέρω, πατέρα; Δὲν ἔχουμε τὴν εἰκόνα του στὸ σπίτι μας; Ποιὸς δὲν ξέρει τὸν ἅγιο Παΐσιο; Καὶ θέλω, πατέρα, μόλις γίνω καλά, νὰ πᾶμε στὸ Μοναστήρι τοῦ Στομίου στὴν πατρίδα μας τὴν Κόνιτσα, ἀπ᾿ ὅπου ξεκίνησε τὴ μοναχική του ζωὴ ὁ ἅγιος Παΐσιος, νὰ τὸν εὐχαριστήσω ποὺ μοῦ χάρισε τὴ ζωή. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο θέλω νὰ πάω. Διότι ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς μὲ τοὺς ὁποίους προσευχόταν ὁ Ἅγιος ἔμοιαζε μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Στομίου, τὸν πατέρα Κοσμᾶ.
–Θὰ πᾶμε, Παντελή μου, θὰ πᾶμε. Νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Ἅγιο!