Ἀπόστολος: ἡμέρας, Παρ. ζ΄ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Α΄ Κορ. ζ΄ 35-η΄ 8)
35 τοῦτο δὲ πρὸς τὸ ὑμῶν αὐτῶν συμφέρον λέγω, οὐχ ἵνα βρόχον ὑμῖν ἐπιβάλω, ἀλλὰ πρὸς τὸ εὔσχημον καὶ εὐπάρεδρον τῷ Κυρίῳ ἀπερισπάστως. 36 Εἰ δέ τις ἀσχημονεῖν ἐπὶ τὴν παρθένον αὐτοῦ νομίζει, ἐὰν ᾖ ὑπέρακμος, καὶ οὕτως ὀφείλει γίνεσθαι, ὃ θέλει ποιείτω· οὐχ ἁμαρτάνει· γαμείτωσαν. 37 ὃς δὲ ἕστηκεν ἑδραῖος ἐν τῇ καρδίᾳ, μὴ ἔχων ἀνάγκην, ἐξουσίαν δὲ ἔχει περὶ τοῦ ἰδίου θελήματος, καὶ τοῦτο κέκρικεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, τοῦ τηρεῖν τὴν ἑαυτοῦ παρθένον, καλῶς ποιεῖ. 38 ὥστε καὶ ὁ ἐκγαμίζων καλῶς ποιεῖ, ὁ δὲ μὴ ἐκγαμίζων κρεῖσσον ποιεῖ. 39 Γυνὴ δέδεται νόμῳ ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ζῇ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς· ἐὰν δὲ κοιμηθῇ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, ἐλευθέρα ἐστὶν ᾧ θέλει γαμηθῆναι, μόνον ἐν Κυρίῳ. 40 μακαριωτέρα δέ ἐστιν ἐὰν οὕτω μείνῃ, κατὰ τὴν ἐμὴν γνώμην· δοκῶ δὲ κἀγὼ Πνεῦμα Θεοῦ ἔχειν.
η΄ 8 Περὶ δὲ τῶν εἰδωλοθύτων, οἴδαμεν ὅτι πάντες γνῶσιν ἔχομεν. 2 ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῖ. εἰ δέ τις δοκεῖ εἰδέναι τι, οὐδέπω οὐδὲν ἔγνωκε καθὼς δεῖ γνῶναι· 3 εἰ δέ τις ἀγαπᾷ τὸν Θεόν, οὗτος ἔγνωσται ὑπ᾿ αὐτοῦ. 4 Περὶ τῆς βρώσεως οὖν τῶν εἰδωλοθύτων οἴδαμεν ὅτι οὐδὲν εἴδωλον ἐν κόσμῳ, καὶ ὅτι οὐδεὶς Θεὸς ἕτερος εἰ μὴ εἷς. 5 καὶ γὰρ εἴπερ εἰσὶ λεγόμενοι θεοὶ εἴτε ἐν οὐρανῷ εἴτε ἐπὶ τῆς γῆς, ὥσπερ εἰσὶ θεοὶ πολλοὶ καὶ κύριοι πολλοί, 6 ἀλλ᾿ ἡμῖν εἷς Θεὸς ὁ πατήρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς εἰς αὐτόν, καὶ εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, δι᾿ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς δι᾿ αὐτοῦ. 7 Ἀλλ᾿ οὐκ ἐν πᾶσιν ἡ γνῶσις· τινὲς δὲ τῇ συνειδήσει τοῦ εἰδώλου ἕως ἄρτι ὡς εἰδωλόθυτον ἐσθίουσι, καὶ ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται. 8 βρῶμα δὲ ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ· οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύομεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
35 Λέω λοιπόν αὐτά σχετικά μέ τήν ἀγαμία, μόνο καί μόνο γιά τό συμφέρον σας. Ὄχι γιά νά σᾶς βάλω θηλιά στό λαιμό καί νά σᾶς ἐξαναγκάσω νά μείνετε ἄγαμοι, ἀλλά γιά νά ἐξασφαλίσω μιά συμπεριφορά σεμνή καί μιά θέση τιμημένη κοντά στόν Κύριο, χωρίς περισπασμούς καί βασανιστικές φροντίδες. 36 Ἐάν ὅμως κάποιος πατέρας νομίζει ὅτι εἶναι ντροπή του πού ἄφησε τήν κόρη του νά ὑπερβεῖ τήν ἀκμή τῆς ἡλικίας της καί ἔγινε γεροντοκόρη, ἐνῶ ἀπό τό ἄλλο μέρος θεωρεῖ ὅτι ἔτσι πρέπει νά γίνει, δηλαδή νά τήν παντρέψει, ἄς κάνει ὅ,τι θέλει. Δέν ἁμαρτάνει. Ἄς παντρευτοῦν. 37 Ἐκεῖνος ὅμως πού στέκεται ἀκλόνητος μέσα στήν καρδιά του καί δέν ἀναγκάζεται ἀπό τίποτε νά ἀλλάξει ἀπόφαση, ἔχει μάλιστα τήν ἐξουσία νά κάνει ὅ,τι θέλει καί ἔχει ἀποφασίσει αὐτό μέσα του, δηλαδή τό νά φυλάει τήν κόρη του ἄγαμη, καλά κάνει. 38 Ἀπό αὐτά λοιπόν ἐξάγεται τό συμπέρασμα ὅτι καί ἐκεῖνος πού παντρεύει τήν κόρη του καλά κάνει, ἐκεῖνος ὅμως πού δέν τήν παντρεύει ἀλλά τήν ἀφήνει παρθένο, κάνει καλύτερα. 39 Κάθε γυναίκα ἔγγαμη εἶναι δεμένη στό γάμο ἀπό τό νόμο τοῦ Κυρίου, ὅσο καιρό ζεῖ ὁ ἄνδρας της. Ἄν ὅμως πεθάνει ὁ ἄνδρας της, εἶναι ἐλεύθερη νά παντρευτεῖ ὅποιον θέλει, ἀρκεῖ μόνο ὁ γάμος της νά γίνει σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου. 40 Κατά τή γνώμη μου ὅμως εἶναι εὐτυχέστερη ἄν μείνει ἔτσι, δηλαδή χήρα. Καί νομίζω ὅτι ἔχω κι ἐγώ Πνεῦμα Θεοῦ, τό ὁποῖο μέ καθοδηγεῖ γιά νά μήν πλανῶμαι.
η΄ 1 Ἔρχομαι τώρα σέ ἄλλο ζήτημα. Σχετικά μέ τά κρέατα τῶν ζώων πού ἔχουν προσφερθεῖ θυσία στά εἴδωλα, ξέρουμε ὅτι ὅλοι ἔχουμε γνώση. 2 Ἡ γνώση ὅμως γεμίζει τήν ψυχή μέ ἔπαρση, ἐνῶ ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ τόν διπλανό. Τό νά φουσκώνει μάλιστα κανείς γιά τή γνώση του εἶναι ἀνόητο. Πραγματικά, ἄν κανείς φαντάζεται ὅτι ξέρει κάτι, αὐτός δέν ἔχει γνωρίσει τίποτε ἀκόμη ὅπως πρέπει νά τό γνωρίζει. 3 Ἄν ὅμως κανείς ἀγαπᾶ τόν Θεό, αὐτός ἔχει γίνει πολύ στενός γνώριμος τοῦ Θεοῦ, καί ὡς οἰκεῖος καί εὐνοούμενός του φωτίζεται ἀπ’ αὐτόν καί ὁδηγεῖται στήν ἀληθινή γνώση. 4 Ὡς πρός τό ζήτημα λοιπόν ἄν πρέπει νά τρῶμε τά εἰδωλόθυτα, γνωρίζουμε ὅτι κανένα εἴδωλο δέν ἔχει ὕπαρξη πραγματική στόν κόσμο καί ὅτι κανένας ἄλλος Θεός δέν ὑπάρχει παρά μόνο ἕνας, ὁ ἀληθινός Θεός. 5 Διότι κι ἄν ὑπάρχουν κάποιοι πού ὀνομάζονται ἀλλά δέν εἶναι πραγματικοί θεοί, εἴτε στόν οὐρανό εἴτε πάνω στή γῆ – ὅπως βέβαια ὑπάρχουν ψευδοθεοί πολλοί καί κύριοι πολλοί, κι αὐτοί εἶναι οἱ δαίμονες πού κρύβονται κάτω ἀπό τά εἴδωλα καί τούς θεούς τῶν ἐθνικῶν – 6 γιά μᾶς ὅμως ὑπάρχει ἕνας Θεός, ὁ Πατήρ, ἀπό τόν ὁποῖο ἔγιναν τά πάντα, καί γι’ αὐτόν ὀφείλουμε νά ζοῦμε καί σ’ αὐτόν ὀφείλουμε νά ἀποβλέπουμε κι ἐμεῖς ὡς τελικό σκοπό τῆς ζωῆς μας· καί ἕνας Κύριος ὑπάρχει, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, διαμέσου τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκαν τά πάντα, κι ἐμεῖς διαμέσου αὐτοῦ ἀναγεννηθήκαμε. 7 Ἀλλά ἐνῶ ὅλοι οἱ Χριστιανοί ἔχουν τή γνώση ὅτι ἕνας καί μόνος Θεός ὑπάρχει, δέν ἔχουν ὅμως ὅλοι σαφή καί καθαρή γνώση γιά τά εἰδωλόθυτα. Μερικοί μάλιστα ἀπ’ τούς Χριστιανούς, ἔχοντας τό ἐσωτερικό φρόνημα ὅτι τό εἴδωλο πού λάτρευαν κάποτε εἶναι πραγματική θεότητα, τρῶνε ἀκόμη μέχρι τώρα τά κρέατα ὡς πραγματική θυσία πού προσφέρθηκε στούς θεούς. Καί ἡ συνείδησή τους λοιπόν, ἐπειδή εἶναι ἀσθενική καί δέν ἔχει φωτισθεῖ ἀρκετά, μολύνεται, ταράζεται καί ἀναστατώνεται γι’ αὐτό πού ἔκαναν. 8 Ἐνῶ λοιπόν ὁ ἀσθενής ἀδελφός βλάπτεται, ἐσύ δέν ἔχεις νά κερδίσεις τίποτε ἀπό τό φαγητό αὐτό. Δέν εἶναι τό φαγητό πού μᾶς παρουσιάζει εὐάρεστους στό Θεό. Διότι οὔτε ἐάν φᾶμε προκόπτουμε καί προοδεύουμε στήν ἀρετή, οὔτε ἐάν δέν φᾶμε ὑστεροῦμε καί μένουμε πίσω σ’ αὐτήν.