ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (29/7)

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Σαβ. η΄ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Ῥωμ. ιγ΄ 1-10)

Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑ­πε­ρεχούσαις ὑπο­τασσέσθω. οὐ γὰρ ἔστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν. 2 ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ τῇ τοῦ Θεοῦ δια­ταγῇ ἀνθέστηκεν· οἱ δὲ ἀνθεστηκότες ἑαυτοῖς κρῖμα λήψονται. 3 οἱ γὰρ ἄρχοντες οὐκ εἰσὶ φόβος τῶν ἀγαθῶν ἔργων, ἀλλὰ τῶν κακῶν. θέλεις δὲ μὴ φοβεῖσθαι τὴν ἐξουσίαν; τὸ ἀγαθὸν ποίει, καὶ ἕξεις ἔπαινον ἐξ αὐτῆς· 4 Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστί σοι εἰς τὸ ἀγαθόν. ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς, φοβοῦ· οὐ γὰρ εἰκῆ τὴν μάχαιραν φορεῖ· Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν εἰς ὀργήν, ἔκδικος τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι. 5 διὸ ἀνάγκη ὑποτάσσεσθαι οὐ μόνον διὰ τὴν ὀργήν, ἀλ­λὰ καὶ διὰ τὴν συνείδησιν. 6 διὰ τοῦτο γὰρ καὶ φόρους τελεῖτε· λειτουργοὶ γὰρ Θεοῦ εἰσιν εἰς αὐτὸ τοῦτο προσκαρτεροῦντες. 7 ἀπόδοτε οὖν πᾶσι τὰς ὀφειλάς, τῷ τὸν φόρον τὸν φόρον, τῷ τὸ τέλος τὸ τέλος, τῷ τὸν φόβον τὸν φόβον, τῷ τὴν τιμὴν τὴν τιμήν. 8 μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους. ὁ γὰρ ἀγαπῶν τὸν ἕτερον νόμον πεπλήρωκε· 9 τὸ γὰρ οὐ μοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐκ ἐπιθυμήσεις, καὶ εἴ τις ἑτέρα ἐντολή, ἐν τούτῳ τῷ λόγῳ ἀνακεφαλαιοῦται, ἐν τῷ, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 10 ἡ ἀγάπη τῷ πλησίον κακὸν οὐκ ἐργάζεται· πλήρωμα οὖν νόμου ἡ ἀγάπη.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

Ε ἶστε ὅμως καί μέλη μιᾶς κοινωνίας πού ἀγνοεῖ τόν Χριστό. Ἔρχομαι λοιπόν νά σᾶς γράψω πῶς πρέ­πει νά φέρεστε καί μέσα στήν κοινωνία αὐτή. Κάθε ἄν­θρωπος ἄς ὑποτάσσεται σ’ ἐκείνους πού κατέχουν ἀνώτερες ἐξου­σίες στήν πολιτεία. Διότι τό καθεστώς τοῦ κράτους μέ τίς ἐξουσίες του εἶναι σύμφωνο μέ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖ­­­­­­ος δημιούργησε τούς ἀνθρώπους γιά νά ζοῦν σέ κοι­νω­­­­­­­­­­­­νίες. Συνεπῶς κάθε ἐξουσία προέρχεται ἀπό τόν Θεό. Καί οἱ ἄρχοντες πού ἀσκοῦν τήν ἐξουσία, ἔχουν ταχθεῖ σύμ­­­­­­φωνα μέ τήν ἀπόφαση ἤ τήν ἀνοχή τοῦ Θεοῦ. 2 Ἔτσι λοιπόν ἐκεῖνος πού ἀντιστέκεται στήν ἐξουσία, ἐναντιώνεται στή διαταγή τοῦ Θεοῦ. Καί ὅσοι ἐναν­τι­ώ­νο­­­νται θά λάβουν γιά τόν ἑαυτό τους τήν τιμωρία πού τούς ταιριάζει. 3 Καί πράγματι, ὅποιος δέν πειθαρχεῖ στούς ἄρχοντες, ἐνα­ντιώνεται στή διαταγή τοῦ Θεοῦ· διότι οἱ ἄρχοντες δέν ἐμπνέουν φόβο γιά τά καλά ἔργα, πού συντελοῦν στήν κοινωνική δικαιοσύνη καί πρόοδο, ἀλλά γιά τά κα­κά, πού διαταράσσουν τήν κοινωνική ἀσφάλεια καί τάξη. Θέλεις λοιπόν νά μή φοβᾶσαι τούς ἄρχοντες τῆς ἐξου­σίας; Κάνε ὁτιδήποτε συντελεῖ στό καλό τῆς κοινωνίας, καί θά ἔχεις τόν ἔπαινο ἀπό τούς ἄρχοντες. 4 Καί θά ἔχεις ἔπαινο ἀπό τόν ἄρχοντα, διότι αὐτός εἶ­ναι ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ γιά νά προστατεύει ἐσένα καί νά ἐργάζεται γιά τό καλό τῶν πολιτῶν. Ἐάν ὅμως κάνεις τό κακό, τότε νά φοβᾶσαι. Διότι δέν φοράει χωρίς λόγο τό μαχαίρι, πού εἶναι τό σύμβολο τῆς δικαστικῆς καί τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας. Τό φοράει γιά νά τιμωρεῖ κάθε ἄν­θρωπο ἀπείθαρχο. Διότι εἶναι ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ, ἐκ­δικητής, πού ἔχει ἐντολή καί δικαίωμα νά ἐπιβάλλει τιμω­ρίες σέ κάθε κακοποιό. 5 Γι’ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ὑποτάσσεστε ὄχι μόνο γιά τό φόβο τῆς τιμωρίας, ἀλλά καί διότι ἡ συνείδηση ἐπιβάλ­λει ὡς δίκαιη τήν ὑποταγή αὐτή. 6 Καί ἐπειδή εἶναι δίκαιη ἡ ὑποταγή αὐτή, γι’ αὐτό πλη­ρώνετε καί φόρους γιά τή συντήρηση τοῦ κράτους καί τῶν ἀρχόντων. Διότι αὐτοί εἶναι ὑπηρέτες Θεοῦ, οἱ ὁποῖ­οι ἀφήνουν κάθε ἄλλο ἰδιωτικό τους ἔργο καί ἀσχο­λοῦ­­νται ἀποκλειστικά μέ τή δημόσια διοίκηση. 7 Ἀποδῶστε λοιπόν σ’ ὅλους ὅσους κατέχουν ἐξουσία ὅ,τι τούς ὀφείλετε ὡς χρέος καί καθῆκον. Σ’ ἐκεῖνον πού εἰσπράττει τό φόρο γιά τά εἰσοδήματα καί τόν κεφαλικό φόρο, ἀποδῶστε τό φόρο. Σ’ ἐκεῖνον πού εἰσπράττει τούς τελωνειακούς δασμούς, ἀποδῶστε τόν τελωνεια­κό δασμό. Σ’ ἐκεῖνον πού ἀνήκει ὁ βαθύς σεβασμός, ἀπο­­­­­­δῶστε τό βαθύ σεβασμό. Σ’ ἐκεῖνον πού ἀνήκει ἡ τι­­μή, ἀποδῶστε τήν τιμή. 8 Καί σέ σχέση μέ τά ἄλλα μέλη τῆς κοινωνίας πού δέν ἔχουν ἐξουσία ἤ ἀξίωμα, σᾶς παραγγέλλω νά μή χρω­στᾶ­τε σέ κανέναν τίποτε ἄλλο, παρά μόνο τό νά ἀγαπᾶ ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Διότι ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν ἄλλον, ἔχει ἐκπληρώσει μέ τήν ἀγάπη του αὐτή ὅλο τό νόμο. 9 Κι ἔχει ἐκπληρώσει ὅλο τό νόμο, διότι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ «δέν θά μοιχεύσεις· δέν θά φονεύσεις· δέν θά κλέ­­­ψεις· δέν θά ἐπιθυμήσεις» καί κάθε ἄλλη ἐντολή, πε­ρι­λαμβάνονται καί συγκεφαλαιώνονται σ’ αὐτό τό πα­­ράγγελμα, στό «ἀγάπα τόν διπλανό σου ὅπως τόν ἑαυτό σου». 10 Ὅποιος ἔχει ἀγάπη δέν κάνει κακό στό διπλανό του. Εἶναι λοιπόν ἡ ἀγάπη τέλεια τήρηση καί ἐκπλήρωση τοῦ νόμου.