Τὰ δύο πρῶτα παιδιὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, ὁ Κάιν καὶ ὁ Ἄβελ, ἀκολούθησαν διαφορετικὰ ἐπαγγέλματα. Ὁ Κάιν ἔγινε γεωργὸς καὶ ὁ Ἄβελ ποιμένας προβάτων. Ὅταν ἔλαβαν τὶς ἀπαρχὲς τῶν κόπων τους, ὁ ἕνας ἀπὸ τὸ χωράφι του καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ τὸ κοπάδι του, διδαγμένοι ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους νὰ προσφέρουν θυσία στὸ Θεό, δὲν παραμέλησαν νὰ προσφέρουν κι αὐτοὶ στὸ Θεὸ τὴ θυσία τους.
Εἶναι ἐπαινετοὶ ὡς πρὸς τὸ ὅτι προσέφεραν τὴ θυσία τους ὄχι μετὰ ἀπὸ ἑβδομάδες ἢ ἀπὸ μῆνες, ἀλλὰ «μεθ᾿ ἡμέρας», μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἐπαινετοὶ καὶ οἱ δύο ὡς πρὸς τὸ πῶς προσέφεραν τὴ θυσία τους. Ὁ Κάιν προσέφερε τὴ θυσία του στὸ Θεὸ βιαστικά, τυπικὰ καὶ πρόχειρα. Ἐνῶ ὁ Ἄβελ τὴν προσέφερε μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια, μὲ εὐλάβεια καὶ κατάνυξη, διαλέγοντας ἀπ᾿ τὸ κοπάδι του τὰ καλύτερα ἀρνάκια, τὰ ἄριστα τῶν ἀρίστων σὲ ποιότητα.
«Καὶ ἐπεῖδεν ὁ Θεὸς ἐπὶ Ἄβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ, ἐπὶ δὲ Κάϊν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχε» (Γεν. δ΄ 4-5).
Ὁ Θεὸς ἔδειξε τὴν εὔνοια καὶ τὴν εὐαρέσκειά Του γιὰ τὴ θυσία τοῦ Ἄβελ, ἐνῶ τὴ θυσία τοῦ Κάιν, ποὺ μὲ προχειρότητα καὶ τυπικότητα προσφέρθηκε, δὲν τὴν πρόσεξε.
Ποιὲς θυσίες ζητάει λοιπὸν ἀπὸ μᾶς ὁ Θεός; Πότε οἱ θυσίες ποὺ Τοῦ προσφέρουμε γίνονται εὐπρόσδεκτες καὶ πότε εἶναι ἀπρόσδεκτες;
Τὸ πρῶτο ποὺ μᾶς ζητάει εἶναι νὰ ἔχουμε τὴ συναίσθηση ὅτι δὲν εἶναι δικά μας αὐτὰ ποὺ Τοῦ προσφέρουμε, ἀλλὰ δικά Του. Δὲν δίνουμε ἐμεῖς δῶρο στὸ Θεό, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ λαμβάνουμε καὶ Τοῦ ἀντιπροσφέρουμε. «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν…», λέει ὁ λειτουργὸς ἱερέας στὸν καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων. Αὐτὰ τὰ δικά Σου δῶρα ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὰ δικά Σου ἀγαθά, Σοῦ προσφέρουμε. Γι᾿ αὐτὸ διαλέγουμε, ὅπως ὁ Ἄβελ, τὰ καλύτερα, αὐτὰ ποὺ ἁρμόζουν στή μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι αὐτὰ ποὺ δὲν μᾶς χρειάζονται καὶ θέλουμε νὰ τὰ ξοδέψουμε.
Τὸ δεύτερο ποὺ ζητάει ἀπὸ μᾶς ὁ Θεὸς εἶναι νὰ ἔχουμε τὴ συναίσθηση ὅτι κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν ἀνήκουμε στὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ στὸ Θεό. «Οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν» (Α΄ Κορ. ς΄ 19). Ἄρα ἡ πιὸ εὐάρεστη θυσία ποὺ μποροῦμε νὰ Τοῦ προσφέρουμε εἶναι νὰ προσφέρουμε τὸν ἑαυτό μας «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν λατρείαν ἡμῶν», ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του. Σᾶς προτρέπω, ἀδελφοί, νὰ προσφέρετε τὰ σώματά σας σὰν σὲ θυσιαστήριο θυσία ζωντανή, ἁγία, εὐάρεστη στὸ Θεό, χρησιμοποιώντας τὰ μέλη σας ὡς ὄργανα ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἁγίων πράξεων καὶ ποτὲ ὡς ὄργανα ἁμαρτίας. Αὐτὴ ἡ θυσία εἶναι ἡ μόνη κατάλληλη καὶ καθαρὴ πνευματικὴ λατρεία, αὐτὴ ποὺ γίνεται μὲ τὶς λογικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου (Ρωμ. ιβ΄ [12] 1).
Ἐπίσης δέχεται ὁ Θεὸς τὶς θυσίες, ποὺ προσφέρονται μὲ ἐσωτερικὴ συντριβὴ καὶ εἰλικρινὴ μετάνοια. «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον» (Ψαλ. ν΄ [50] 19). Νὰ θυμηθοῦμε τὸν Φαρισαῖο ποὺ προσευχήθηκε μὲ ὑπερήφανη καρδιά, μὲ κομπασμὸ καὶ ἀλαζονικὴ ἐπίδειξη. Ἡ προσευχή του δὲν εἰσακούστηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐνῶ ἡ προσευχὴ τοῦ Τελώνη, ποὺ προσευχήθηκε μὲ συντριμμένη καὶ ταπεινὴ καρδιά, εἰσακούστηκε.
Ἀκόμη δέχεται ὁ Θεὸς τὶς θυσίες ποὺ προσφέρονται μὲ αἰσθήματα βαθύτατης εὐγνωμοσύνης. «Οὔτε ἡ τῶν ἀλόγων προσκομιδή, οὔτε ἡ ἀπὸ τῶν τῆς γῆς καρπῶν προσαγωγὴ ζητεῖται παρὰ τῷ Δεσπότῃ, ἀλλ᾿ ἡ τῆς γνώμης διάθεσις μόνον», σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (ΕΠΕ 2, 526). Ὁ ἅγιος Θεὸς εὐαρεστεῖται, ὅταν Τοῦ προσφέρουμε τὸ δῶρο μας μὲ εὐγνώμονα διάθεση· ὅταν Τοῦ λέμε τὸ «εὐχαριστῶ» μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας, ὅταν ὁμολογοῦμε τὶς εὐεργεσίες Του καὶ Τὸν εὐχαριστοῦμε γι᾿ αὐτές.
Ὁ ἅγιος Θεὸς δέχεται ὡς θυσία καὶ τὴν ὁλοπρόθυμη ὑπακοή μας στὸ ἅγιο θέλημά Του καὶ τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη ποὺ δείχνουμε στὸ συνάνθρωπό μας. Ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ μᾶς προτρέπει νὰ μὴ λησμονοῦμε νὰ κάνουμε ἀγαθοεργίες καὶ νὰ μοιραζόμαστε μὲ τοὺς ἄλλους τὰ ἀγαθά μας, διότι μὲ τέτοιες θυσίες εὐχαριστεῖται ὁ Θεὸς καὶ ὄχι μὲ θυσίες ἀλόγων ζώων (Ἑβρ. ιγ΄ [13] 16).
Τέλος, νὰ μὴν παραλείψουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν δέχεται τὴ θυσία μας, ἂν εἴμαστε σὲ ἔχθρα μὲ τοὺς συνανθρώπους μας. Θέλει πρῶτα νὰ συμφιλιωθοῦμε μὲ τὸν ἀδελφὸ μὲ τὸν ὁποῖο πικραθήκαμε, καὶ μετὰ νὰ Τοῦ προσφέρουμε τὸ δῶρο μας. «Ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου» (Ματθ. ε΄ 23-24).
Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι προσέχει πιὸ πολὺ ἂν εἴμαστε συμφιλιωμένοι μὲ τοὺς συνανθρώπους μας, ἂν εἶναι ἁγνὰ τὰ ἐλατήριά μας, προσέχει τὴν προαίρεση τῆς καρδιᾶς μας, τὴν ἐσωτερικὴ διάθεσή μας, προσέχει μὲ τί αἰσθήματα προσφέρουμε τὴ θυσία μας, καὶ ἀνάλογα εἶναι ἐνώπιόν Του εὐπρόσδεκτη ἢ ἀπρόσδεκτη.
Περιοδικό “Ὁ Σωτήρ”, τ. 2161 (Σεπτέμβριος 2017)