Τὸ πιὸ ἱερὸ σημεῖο τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ ὥρα τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς. Ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία αὐτὴ ἡ Θυσία ἀναφέρεται στὸ Θεό. Τὸ ἐπίγειο θυσιαστήριο ἑνώνεται μὲ τὸ οὐράνιο. Ἐκεῖ ὅπου παραστέκουν ἀοράτως «χιλιάδες ἀρχαγγέλων καὶ μυριάδες ἀγγέλων». Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ ἱερέας μᾶς προτρέπει νὰ σταθοῦμε «καλῶς», δηλαδὴ μὲ εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ.
Συγχρόνως μᾶς εὐλογεῖ καὶ μᾶς εὔχεται νὰ ἔχουμε τὴ Χάρι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ τὴν κοινωνία, τὴ συμμετοχή μας στὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀκόμη μᾶς προτρέπει νὰ στρέψουμε πρὸς τὰ ἄνω τὶς καρδιές μας, πρὸς τὸν οὐρανό, καὶ τέλος μᾶς καλεῖ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Κύριό μας.
«Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ», μᾶς λέει.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει ὅτι τὸ φρικτὸ Μυστήριο ποὺ τελεῖται πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο προσφέρεται δωρεὰν ἡ σωτηρία, καλεῖται «Εὐχαριστία», διότι ἀποτελεῖ ἀνάμνηση πολλῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ ἀποκορύφωμα τῆς θείας Προνοίας. Τὸ θεῖο τοῦτο Μυστήριο μᾶς παρακινεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό… Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ ἱερέας μᾶς προτρέπει, τὴν ὥρα ποὺ τελεῖται ἡ Θυσία αὐτή, νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν οἰκουμένη ὁλόκληρη καὶ γιὰ ὅλα ὅσα μᾶς δώρισε, γιὰ τὰ παρελθόντα καὶ γιὰ τὰ παρόντα, γιὰ ὅσα συνέβησαν καὶ γιὰ ὅσα θὰ συμβοῦν. Ἡ εὐχαριστία αὐτὴ μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὴ γῆ καὶ μᾶς μεταθέτει στὸν οὐρανό. Ἀπὸ ἀνθρώπους μᾶς κάνει ἀγγέλους (βλ. ΕΠΕ 10, 158, 160).
Στὴν προτροπὴ αὐτὴ τοῦ ἱερέα ὁ λαὸς ἀπαντᾶ: «Ἄξιον καὶ δίκαιον». Εἶναι δηλαδὴ ἄξιο καὶ δίκαιο νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό. Δὲν εὐχαριστεῖ μόνος του ὁ ἱερέας τὸν Θεό, ἀλλὰ Τὸν εὐχαριστεῖ μαζὶ μὲ τὸν λαό. Καὶ πάλι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θὰ μᾶς πεῖ: Ἡ θεία Εὐχαριστία γίνεται καὶ ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ ἀπὸ τὸν λαό. Δὲν εἶναι μόνο ὁ ἱερέας ποὺ εὐχαριστεῖ, ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ λαὸς. Καὶ μάλιστα ὁ ἱερέας παίρνει πρῶτα τὴ φωνὴ τοῦ λαοῦ, τὸ «Ἄξιον καὶ δίκαιον», καὶ ἔπειτα ἀρχίζει αὐτὸς τὴν εὐχαριστία, μὲ τὴν πρώτη της Εὐχή, ποὺ ἀρχίζει καὶ αὐτὴ μὲ τὸ «Ἄξιον καὶ δίκαιον» (βλ. ΕΠΕ 19, 486).
Μέσα στὴν ὡραιότατη αὐτὴ Εὐχὴ τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς διακρίνουμε τέσσερα σημεῖα ποὺ μᾶς βοηθοῦν νὰ καταλάβουμε γιατί πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό.
Πρῶτον, νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴ δόξα Του. Διότι εἶναι «ἀνέκφραστος», εἶναι «ἀπερινόητος», εἶναι «ἀόρατος» καὶ «ἀκατάληπτος», εἶναι «ὁ ἀεὶ Ὤν».
Δεύτερον, νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ διότι μᾶς ἔφερε στὸν κόσμο, διότι ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία μᾶς ἔφερε στὴν ὕπαρξη· «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγε». Μᾶς χάρισε τὸ πολύτιμο δῶρο τῆς ζωῆς ποὺ ἀπολαμβάνουμε καθημερινά!
Νὰ εὐχαριστοῦμε ἔπειτα τὸν Θεὸ διότι ἂν καὶ ἁμαρτήσαμε, δὲν μᾶς ἄφησε στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ἔστειλε τὸν Μονογενή Του Υἱὸ γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Καὶ ἀπὸ χαμηλὰ ποὺ ἤμασταν πεσμένοι, μᾶς ἀνέβασε ψηλὰ στὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς χάρισε τὴν οὐράνια Βασιλεία Του.
Ἀκόμη νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ μᾶς ἔδωσε, καὶ γιὰ τὶς φανερὲς καὶ γιὰ τὶς ἀφανεῖς· καὶ γιὰ ὅσες γνωρίζουμε καὶ γιὰ ὅσες δὲν γνωρίζουμε. Ἕνα βλέμμα στὴ ζωή μας καὶ θὰ διαπιστώσουμε πὼς εἶναι ἀμέτρητες οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ στὸν καθένα μας.
Τέλος, ἡ ὡραία αὐτὴ εὐχὴ τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς μᾶς προτρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴ θεία Λειτουργία ποὺ τελοῦμε. Γιὰ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς καταδέχεται ἀπὸ τὰ δικά μας ἀκάθαρτα χέρια τὰ Τίμια Δῶρα. Εὐχαριστοῦμε λοιπὸν τὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες Του, ἀλλὰ κυρίως γιὰ τὸ μέγιστο τῶν θείων Του δώρων, τὴ θεία Εὐχαριστία. Διότι σ᾿ Ἐκεῖνον, τὸν Θεὸ δηλαδή, δὲν προσθέτει τίποτα, ἐνῶ ἐμᾶς «οἰκειοτέρους Αὐτῷ κατασκευάζει». Μὲ τὴ θεία Εὐχαριστία γινόμαστε οἱ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ! (βλ. ΕΠΕ 10, 158-160).
Καθῆκον λοιπὸν ἱερὸ ἡ εὐχαριστία μας πρὸς τὸν Θεό. Μὴν ἀμελοῦμε κάθε στιγμὴ καὶ κάθε ὥρα νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ μὲ τὰ λόγια μας, κυρίως ὅμως μὲ τὴν ἀγωνιστική μας ζωή.
Περιοδικό “Ὁ Σωτήρ”, τ. 2161 (Σεπτέμβριος 2017)