Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 12 Νοεμβρίου 2017, Η΄ Λουκᾶ (Λουκ. ι΄ 25-37)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
«Ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη»
Ἕνας «νομικός», δηλαδὴ μελετητὴς ποὺ γνώριζε πολὺ καλὰ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, σηκώθηκε γιὰ νὰ ρωτήσει κάτι τὸν Κύριο μὲ σκοπὸ νὰ Τὸν φέρει σὲ δύσκολη θέση. Τελικὰ ὅμως ἔδωσε τὴν ἀφορμὴ στὸν Κύριο νὰ μᾶς χαρίσει μία ἀκόμη θαυμάσια Παραβολή, τὴν Παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου. Ὁ Σαμαρείτης αὐτὸς εἶδε κάποτε ἕναν ταξιδιώτη ποὺ εἶχε πέσει θύμα ληστῶν καὶ τὸν ἐλέησε, σὲ ἀντίθεση μὲ ἕναν ἱερέα (τῆς ἰουδαϊκῆς λατρείας) καὶ ἕνα Λευΐτη (ἄνθρωπο τῆς φυλῆς Λευΐ, ποὺ διακονοῦσε στὸ Ναό), οἱ ὁποῖοι τὸν εἶχαν προσπεράσει ἀδιάφοροι. Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἂς δοῦμε ποιὰ εἶναι τὰ βασικὰ γνωρίσματα τῆς θεάρεστης ἐλεημοσύνης.
1. Ἡ πραγματικὴ συμπάθεια
Ὁ Σαμαρείτης ταξιδεύοντας ἦλθε στὸ μέρος ὅπου ἦταν πεσμένος ὁ τραυματισμένος· «καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη»· τὸν εἶδε καὶ τὸν λυπήθηκε, τὸν πόνεσε. Αὐτὴ ἡ φράση τοῦ ἱεροῦ κειμένου μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ βασικὸ στοιχεῖο τῆς θεάρεστης ἐλεημοσύνης: τὴν εἰλικρινὴ συμπάθεια στὸν πόνο καὶ τὴ δοκιμασία τοῦ συνανθρώπου μας.
Ὁ Σαμαρείτης καταγόταν ἀπὸ ἔθνος μισητὸ στοὺς Ἰουδαίους. Οἱ Ἰουδαῖοι τοὺς θεωροῦσαν αἱρετικούς, διότι δὲν εἶχαν φυλάξει καθαρὴ καὶ ἀναλλοίωτη τὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ Σαμαρείτης λοιπὸν ἐκεῖνος ἦταν λιγότερο φωτισμένος ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ τὸν Λευΐτη ποὺ δὲν βοήθησαν τὸν πληγωμένο συμπατριώτη τους. Ἤξερε λιγότερη θεολογία ἀπὸ αὐτοὺς καὶ πολὺ λιγότερη ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς. Δὲν εἶχε διαβάσει πνευματικὰ βιβλία, δὲν εἶχε γνωρίσει ἅγιους Γέροντες, καὶ φυσικὰ δὲν μετεῖχε σὲ ἱερὰ Μυστήρια. Ἦταν ὅμως ἄνθρωπος. Εἶχε καρδιά. Καρδιὰ ποὺ συμπονοῦσε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τὸν παρουσιάζει ὡς ὑπόδειγμα – «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως», λέει στὸ νομικό. Τὸν παρουσιάζει ὡς τὸν τηρητὴ τῆς «δευτέρας μεγάλης» ἐντολῆς τοῦ Νόμου, τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον (βλ. Ματθ. κβ´ 36-40).
Ἀπὸ τὰ παραπάνω καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη δὲν εἶναι καθῆκον, δὲν εἶναι ὑποχρέωση. Εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ πνευματικὰ ὑγιοῦς ἀνθρώπου· τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἔχει σκληρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀπὸ τὴ φιλαυτία καὶ τὸν ἐγωισμό· ποὺ ἡ καρδιά του ἔχει, ὅπως λέμε, ἀνθρώπινα αἰσθήματα: δηλαδὴ ἀγάπη καὶ συμπόνια.
2. Ἡ αὐταπάρνηση καὶ αὐτοθυσία
Δὲν φθάνει ὅμως μόνο ἡ συμπάθεια, ἡ ἐσωτερικὴ συμμετοχὴ στὸν πόνο τοῦ πλησίον. Ἀπαιτεῖται καὶ ἡ ἔμπρακτη ἐκδήλωση αὐτῆς τῆς συμπάθειας. Ὅποιος συμπονᾶ εἰλικρινά, βρίσκει καὶ τρόπο νὰ βοηθήσει, νὰ συμπαρασταθεῖ μὲ αὐταπάρνηση καὶ αὐτοθυσία. Τὸ ἂν καὶ πόσο ἀγαπᾶμε κάποιον, φαίνεται ἀπὸ τὸ ἂν καὶ πόσο εἴμαστε διατεθειμένοι νὰ θυσιαστοῦμε γι᾿ αὐτόν. Τὸ μέτρο τῆς ἀγάπης τὸ δίνει ὁ βαθμὸς τῆς αὐταπαρνήσεως ποὺ δείχνουμε γιὰ χάρη τοῦ προσώπου ποὺ ἀγαπᾶμε. Καὶ σ᾿ αὐτὸ ὁ Σαμαρείτης τῆς Παραβολῆς ἀποδείχθηκε σπουδαῖος.
Δὲν λογάριασε τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχε σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐρημιὰ ἀπὸ ἐνδεχόμενη ἐπίθεση τῶν ληστῶν, ἀλλὰ σταμάτησε καὶ περιποιήθηκε τὶς πληγὲς τοῦ χτυπημένου. Κατόπιν μὲ πολὺ κόπο, τὸν ἀνέβασε στὸ ὑποζύγιό του καὶ ὑποβαστάζοντάς τον τὸν μετέφερε σὲ πανδοχεῖο, ὅπου «ἐπεμελήθη αὐτοῦ». Τὸν φρόντισε, τὸν περιποιήθηκε σὰν ἀδελφός, σὰν δικός του ἄνθρωπος. Ὁπωσδήποτε τὸ βράδυ θὰ ξενύχτησε στὸ προσκέφαλό του. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἔδωσε χρήματα στὸν πανδοχέα γιὰ τὴν περαιτέρω διαμονὴ καὶ νοσηλεία του καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ξαναπερνοῦσε γιὰ νὰ ξεπληρώσει τὰ τυχὸν ἐπιπλέον ἔξοδα. Δηλαδὴ ἡ δυστυχία τοῦ χτυπημένου ἔγινε δική του ὐπόθεση ἐξ ὁλοκλήρου, καὶ μὲ κόστος ποικίλο καὶ ὄχι ἀσήμαντο. Τέλεια ἀγάπη, ἀληθινὴ ἐλεημοσύνη!
***
Ὁ Κύριος δὲν ἐπετίμησε τελικὰ τὸν νομικὸ γιὰ τὴν πονηρή του διάθεση, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, τὸν προέτρεψε νὰ μιμηθεῖ τὸν Καλὸ Σαμαρείτη. Αὐτὸ προτρέπει καὶ ὅλους μας: Νὰ δείχνουμε ἔλεος στοὺς συνανθρώπους μας ποὺ βρίσκονται σὲ δυσκολία. Νὰ ἔχουμε ἀνθρώπινη, εὐσπλαχνικὴ καρδιά. Καὶ νὰ ἐκδηλώνουμε ἔμπρακτα τὴ συμπάθειά μας, νὰ ἔχουμε ἀληθινὴ ἀγάπη, μὲ αὐταπάρνηση καὶ αὐτοθυσία· κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ πανελεήμονος Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀπὸ τὴν ἄπειρη εὐσπλαχνία Του ἐνανθρώπησε καὶ σταυρώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ δὲν παύει ὅλους νὰ εὐεργετεῖ, τὴ Βασιλεία Του ὅμως τὴν χαρίζει στὰ ἀληθινὰ παιδιά Του, στοὺς εὐσπλαχνικοὺς καὶ ἐλεήμονες.