Τὰ χρόνια πέρασαν. Δὲν εἶναι πιὰ τὸ ἀνέμελο κορίτσι ποὺ ἔπαιζε στὴ γειτονιά. Μεγάλωσε, ἔκανε οἰκογένεια, ἀπέκτησε παιδιά. Κι εἶναι τώρα τὰ παιδιά της στὴν πιὸ κρίσιμη ἡλικία: τὴν ἐφηβεία. Τὰ βλέπει, παρατηρεῖ τὶς ἀντιδράσεις τους, καὶ θυμᾶται τὰ δικά της νεανικὰ χρόνια. Χρόνια ταραγμένα, γεμάτα ἀντιθέσεις: ἀπὸ τὴ μία, χαρὲς καὶ διασκεδάσεις κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, θλίψη καὶ ἀπογοήτευση!
–Ἄχ, τόσο δύσκολο ἦταν νὰ μοῦ μιλήσει κάποιος;… Δὲν μποροῦσε νὰ βρεθεῖ κάποιος νὰ μὲ σταματήσει;
–Μητέρα, εἶπες κάτι;… τὴν διέκοψε ὁ γιός της, καθὼς τὴν βρῆκε στὴν κουζίνα νὰ στοχάζεται. Εἶσαι καλά;… Μήπως ἔχεις κάτι ποὺ σὲ στεναχωρεῖ;
–Τί νὰ ἔχω, παιδί μου; Σᾶς βλέπω καὶ σᾶς χαίρομαι κι ἐσένα καὶ τὴν ἀδελφή σου. Ἔχω ὅμως καὶ μιὰ ἀνησυχία. Κάτσε λίγο, γιατὶ θέλω νὰ σοῦ τὴν πῶ. Εἶναι τὸ παράπονο ποὺ μοῦ ἔμεινε ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου.
–Τί παράπονο; Ὁ παπποὺς καὶ ἡ γιαγιὰ δὲν μᾶς χαλοῦν ποτὲ χατίρι. Ἐμένα ποτὲ δὲν μὲ ἔχουν μαλώσει. Ἀπορῶ. Ἦταν ἄραγε αὐστηροὶ μαζί σου;…
–Ὄχι, βέβαια. Καθόλου αὐστηροί. Ἀλλὰ αὐτὸ ἀκριβῶς ἦταν τὸ πρόβλημα. Πάντοτε μὲ ἄφηναν νὰ κάνω ὅ,τι θέλω, κι ἐγὼ τὸ ἐκμεταλλευόμουν αὐτό. Ὅλο ζητοῦσα χρήματα γιὰ νὰ ἀγοράζω ροῦχα καὶ κοσμήματα, νὰ κάνω ἀκριβὰ δῶρα, νὰ βγαίνω ἔξω καὶ νὰ διασκεδάζω. Ζοῦσα μὲ κάθε ἄνεση καὶ ἐλευθερία.
Καί, θὰ μοῦ πεῖς, ποιὸ τὸ κακό;… Τί καλύτερο ἕνας νέος νὰ ἀπολαμβάνει τὴν ἐλευθερία του;… Μὴν καταπιέζετε τὰ παιδιά, λένε. Ἀφῆστε τα ἐλεύθερα νὰ ἐπιλέγουν καὶ νὰ ἀποφασίζουν μόνα τους, νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ τὰ εὐχαριστεῖ. Μὴ τὰ στενοχωρεῖτε! Μὴ τὰ φορτώνετε μὲ συμβουλὲς καὶ ὑποδείξεις!
Ἄχ, παιδί μου, νά ᾿ξεραν πόσο καταστροφικὴ εἶναι αὐτὴ ἡ τακτική! Ἐπιτρέπεται νὰ ἀφήνεις ἀπροστάτευτο τὸν ἔφηβο, σὲ μιὰ ἡλικία ὅπου ἀναπτύσσεται καὶ διαμορφώνει τὴν προσωπικότητά του, χωρὶς νὰ τὸν προειδοποιεῖς γιὰ τυχὸν κινδύνους καὶ κακοτοπιές; Χωρὶς νὰ τὸν βοηθεῖς νὰ προσανατολιστεῖ σωστά;…
Δυστυχῶς αὐτὸ ἐγὼ δὲν τὸ εἶχα. Οἱ γονεῖς μου ποτὲ δὲν μὲ σταμάτησαν νὰ μοῦ ποῦν: «Παιδί μου, ποῦ πᾶς, μὲ ποιοὺς βγαίνεις, τί κάνεις ἐκεῖ ποὺ μένεις μέχρι ἀργὰ τὴ νύχτα;»… Καὶ μεθυσμένη ἀπὸ τὴ ζάλη τῶν κοσμικῶν διασκεδάσεων καὶ τῶν δῆθεν φίλων ποὺ μὲ περικύκλωναν, δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω πόσο ἔβλαπτα τὸν ἑαυτό μου…
Τὰ ὑπόλοιπα τὰ ξέρεις: ὁ πρῶτος ἀποτυχημένος γάμος μου ἀλλὰ καὶ οἱ ἀνολοκλήρωτες σπουδές μου εἶναι καρποὶ ἐκείνης τῆς ἀπρόσεκτης ζωῆς. Τέλος πάντων, δόξα τῷ Θεῷ, βρῆκα, ἔστω καὶ καθυστερημένα, τὸν πνευματικό μας. Αὐτὸς μὲ ἔβαλε σὲ σωστὴ σειρά. Ἀλλὰ γιατί νὰ μὴν τὸν εἶχα βρεῖ νωρίτερα;… Ἤθελα κάποιον νὰ μὲ σταματήσει! Κάποιον νὰ μοῦ μιλήσει, τότε ποὺ ἤμουν νέα καὶ ἄπειρη στὴ ζωή… Αὐτὸ εἶναι τὸ παράπονό μου.
–Δὲν ἔχεις ἄδικο, μητέρα. Κι ἐγὼ ἂν κάνω κάτι ποὺ μὲ βλάπτει, θά ᾿θελα κάποιον νὰ μὲ σταματήσει. Ἀλλὰ καὶ νὰ μοῦ ἐξηγήσει γιατί μὲ σταματᾶ. Ὅπως κι ἐσὺ τώρα μοῦ ἐξήγησες. Γιατί κάποτε ἐπεμβαίνεις, ἔστω κι ἂν ἐγὼ ἀντιδρῶ. Τουλάχιστον ἀργότερα δὲν θὰ μείνω μὲ τὸ παράπονο…
***
Βέβαια, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ σταματήσουμε τὸν ἔφηβο, ὅταν βλέπουμε ὅτι παρεκτρέπεται. Χρειάζεται πολλὴ προσευχὴ γιὰ νὰ μᾶς χαρίζει ὁ Θεὸς φωτισμό, ὥστε νὰ διακρίνουμε μὲ ποιὸν τρόπο νὰ ἐπεμβαίνουμε καὶ πῶς νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν κάθε περίπτωση. Ὡστόσο ὀφείλουμε νὰ τοποθετηθοῦμε κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι σωστὰ καὶ ὑπεύθυνα.
Διότι ὑπάρχουν γονεῖς ποὺ παρουσιάζονται ἰδιαίτερα ἀνεκτικοὶ πρὸς τὰ παιδιά, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ ἀδιαφοροῦν γιὰ σημαντικὲς ἀλλαγὲς στὴ συμπεριφορά τους καὶ νὰ ἀμνηστεύουν σοβαρὲς παρεκτροπές. Βλέπουν τὰ λάθη τους, ἀλλὰ δὲν τοὺς τὰ ὑποδεικνύουν γιὰ νὰ μὴν τὰ στενοχωρήσουν. Ἱκανοποιοῦν ἀσυλλόγιστα τὰ διαρκῶς αὐξανόμενα αἰτήματα τῶν ἐφήβων, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν τὶς συνέπειες ἀπὸ τὴν κάθε παραχώρηση. Εὔκολα δικαιολογοῦν τὴν χαλαρότητα στὸ ἦθος τους, μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι «σήμερα ὅλοι ἔτσι κάνουν». Κάποτε ἐπαναπαύονται σὲ κάποια ἐπιεικέστατη παρατήρηση, ἡ ὁποία ὅμως δὲν φέρνει ἀποτέλεσμα.
Ὁπωσδήποτε ἡ στάση αὐτὴ τῶν γονέων δὲν βοηθεῖ τὰ παιδιὰ νὰ ἐκτιμήσουν τὴ σοβαρότητα τῆς ἐκτροπῆς τους. Θυμίζει ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὴ στάση τοῦ ἀρχιερέα Ἠλί, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ ἔβλεπε μὲ πόση ἀσέβεια φέρονταν οἱ δυὸ γιοί του μέσα στὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ, δὲν τοὺς ἀντιμετώπισε μὲ τὴν ἀνάλογη αὐστηρότητα, καὶ γι’ αὐτὸ ἐκεῖνοι συνέχισαν τὶς ἐπιπόλαιες καὶ βέβηλες πράξεις τους. Τὸ φοβερὸ εἶναι ὅτι καὶ οἱ δύο, μέσα σὲ μία ἡμέρα, βρῆκαν ἀκαριαῖο θάνατο στὴ μάχη, ἐνῶ τιμωρήθηκε ἐπίσης κι ὁ ἀσταθὴς καὶ ἀσυγχώρητα ἐπιεικὴς πατέρας τους, ὁ ὁποῖος πέθανε ξαφνικὰ μόλις πληροφορήθηκε τὸν θάνατό τους. Ποιὸ ἦταν τὸ λάθος αὐτοῦ τοῦ πατέρα, ἀφοῦ συμβούλευε τὰ παιδιά, ἀλλὰ ἐκεῖνα δὲν τὸν ἄκουγαν;… «Ἐνουθέτει», ἀπαντᾶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ἀλλ᾿ οὐ σφοδρῶς, οὐδὲ μετ’ ἐπιπλήξεως τοῦτο ἐποίει» (ΕΠΕ 15, 238). Ἔδινε νουθεσίες καὶ συμβουλές, ὄχι ὅμως μὲ αὐστηρὸ τρόπο, καὶ χωρὶς νὰ προχωρᾶ σὲ ἐπιπλήξεις.
Συνεπῶς εἶναι χρέος τῶν γονέων νὰ ἐπισημαίνουν τὴ σοβαρότητα τυχὸν ἐκτροπῶν τῶν παιδιῶν καὶ νὰ τὰ βοηθοῦν νὰ καταλάβουν τὶς συνέπειες τῶν ἐπιλογῶν τους. Βέβαια ἀνάλογα μὲ τὴν ἡλικία ἢ μὲ τὸν χαρακτήρα καὶ τὸν ψυχισμὸ τῶν παιδιῶν, ἡ ἐπέμβαση τῶν γονέων θὰ εἶναι ἄλλοτε πιὸ αὐστηρὴ καὶ ἄλλοτε πιὸ συγκαταβατική. Πάντοτε ὅμως μὲ σταθερότητα στὴν ἀλήθεια καὶ μὲ ἀγάπη πρὸς τὴν κάθε ψυχή.
Σὲ κάθε περίπτωση, γιὰ νὰ γίνει ἡ ὅποια παρατήρηση ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὰ παιδιά μας, εἶναι ἀνάγκη νὰ καλλιεργεῖται μέσα στὴν οἰκογένεια κλίμα ἀγάπης καὶ ἐμπιστοσύνης. Τί σημασία ἔχει αὐτὴ ἡ ἐμπιστοσύνη γιὰ τὶς σχέσεις γονέων καὶ παιδιῶν, θὰ τὸ δοῦμε – σὺν Θεῷ – σὲ ἑπόμενο ἄρθρο.