Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Δευτ. ιγ΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Μρ. η΄ 11-21)
11 Καὶ ἐξῆλθον οἱ Φαρισαῖοι καὶ ἤρξαντο συζητεῖν αὐτῷ, ζητοῦντες παρ᾿ αὐτοῦ σημεῖον ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, πειράζοντες αὐτόν. 12 καὶ ἀναστενάξας τῷ πνεύματι αὐτοῦ λέγει· τί ἡ γενεὰ αὕτη σημεῖον ἐπιζητεῖ; ἀμὴν λέγω ὑμῖν, εἰ δοθήσεται τῇ γενεᾷ ταύτῃ σημεῖον. 13 καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς εἰς τὸ πλοῖον ἀπῆλθε πάλιν. 14 Καὶ ἐπελάθοντο λαβεῖν ἄρτους, καὶ εἰ μὴ ἕνα ἄρτον οὐκ εἶχον μεθ᾿ ἑαυτῶν ἐν τῷ πλοίῳ. 15 καὶ διεστέλλετο αὐτοῖς λέγων· ὁρᾶτε, βλέπετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ τῆς ζύμης Ἡρῴδου. 16 καὶ διελογίζοντο πρὸς ἀλλήλους λέγοντες ὅτι ἄρτους οὐκ ἔχομεν. 17 καὶ γνοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· τί διαλογίζεσθε ὅτι ἄρτους οὐκ ἔχετε; οὔπω νοεῖτε οὐδὲ συνίετε; ἔτι πεπωρωμένην ἔχετε τὴν καρδίαν ὑμῶν; 18 ὀφθαλμοὺς ἔχοντες οὐ βλέπετε, καὶ ὦτα ἔχοντες οὐκ ἀκούετε; καὶ οὐ μνημονεύετε; 19 ὅτε τοὺς πέντε ἄρτους ἔκλασα εἰς τοὺς πεντακισχιλίους, καὶ πόσους κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ἤρατε; λέγουσιν αὐτῷ· δώδεκα. 20 ὅτε δὲ τοὺς ἑπτὰ εἰς τοὺς τετρακισχιλίους, πόσων σπυρίδων πληρώματα κλασμάτων ἤρατε; οἱ δὲ εἶπον· ἑπτά. 21 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· οὔπω συνίετε;
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
11 Ἐκεῖ βγῆκαν οἱ Φαρισαῖοι κι ἄρχισαν νά συζητοῦν μαζί του ζητώντας του νά τούς ἐπιδείξει ἕνα ἐκπληκτικό σημάδι καί θαῦμα ἀπ’ τόν οὐρανό, ὅπως τό μάννα πού δόθηκε στήν ἔρημο μέ τή δέηση τοῦ Μωυσῆ, ἤ ὅπως τό πῦρ πού κατέβασε ὁ Ἠλίας ἀπό τόν οὐρανό. Καί τό ζητοῦσαν αὐτό, ὄχι διότι εἶχαν διάθεση νά πιστέψουν, ἀλλά ἐπειδή ἤθελαν μέ πονηριά νά δοκιμάσουν τή θαυματουργική του δύναμη, ἐλπίζοντας ὅτι θά τόν ἐξέθεταν. 12 Τότε ὁ Ἰησοῦς ἀναστέναξε ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς του γιά τή σκληρότητα καί τήν πώρωσή τους καί εἶπε: Γιατί ἡ γενιά αὐτή ἡ ἄπιστη καί σκληρή ζητᾶ θαῦμα πού νά ἀποδεικνύει καί νά πιστοποιεῖ τήν ἀποστολή μου, ἀφοῦ δέν πρόκειται νά πιστέψει; Μέ βεβαιότητα σᾶς λέω ὅτι δέν θά δοθεῖ τέτοιο θαῦμα στή γενιά αὐτή. 13 Κι ἀφοῦ τούς ἄφησε, μπῆκε πάλι στό πλοῖο καί ἦλθε στήν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης, δηλαδή στήν ἀνατολική ἀκρογιαλιά της. 14 Ἀλλά οἱ μαθητές ξέχασαν νά πάρουν μαζί τους ψωμιά, καί δέν εἶχαν μαζί τους στό πλοῖο καμιά ἄλλη τροφή παρά μόνο ἕνα ψωμί. 15 Στό μεταξύ ὁ Κύριος τούς ἐφιστοῦσε τήν προσοχή καί τούς ἔλεγε: Ἀνοῖξτε τά μάτια σας καί προσέχετε ἀπό τήν κακή ἐπίδραση τῆς ὑποκριτικῆς διδασκαλίας τῶν Φαρισαίων καί τῆς κοσμικότητος τοῦ Ἡρώδη, πού μοιάζουν μέ κακό προζύμι. 16 Κι αὐτοί συλλογίζονταν μεταξύ τους κι ἔλεγαν: Μᾶς κάνει τήν παρατήρηση αὐτή ὁ Κύριος, διότι δέν φροντίσαμε νά προμηθευθοῦμε ἄρτους καθαρούς, πού δέν ζυμώθηκαν μέ προζύμι ἀναπιασμένο σέ σπίτι Φαρισαίου. 17 Ὁ Ἰησοῦς τότε, πού ὡς Θεάνθρωπος κατάλαβε τίς ἀπόκρυφες σκέψεις τους, τούς εἶπε: Γιατί πέσατε σέ συλλογισμούς καί σκέψεις ἐπειδή δέν ἔχετε ἄρτους; Ἀκόμη καί τώρα, ὕστερα ἀπό τόσα πού εἴδατε κι ἀ-κούσατε, δέν κατανοεῖτε καί δέν καταλαβαίνετε; Τόσο πωρωμένη ἀκόμη ἔχετε τήν καρδιά σας καί τή διάνοιά σας καί τόσο σαρκικές τίς σκέψεις σας; 18 Ἐνῶ ἔχετε μάτια, μέ τά ὁποῖα εἴδατε τά θαύματα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, δέν κατανοεῖτε τί σημαίνουν αὐτά πού εἴδατε; Κι ἐνῶ ἔχετε αὐτιά κι ἀκοῦτε τούς λόγους πού σᾶς εἶπα, δέν μπορεῖτε νά κατανοήσετε ὅτι δέν μιλῶ γιά ὑλικό προζύμι καί γιά ὑλικούς ἄρτους; Καί δέν θυμάστε τά πρόσφατα θαύματα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων; 19 Ὅταν ἔκοψα τά πέντε ψωμιά καί τά μοίρασα σέ πέντε χιλιάδες ἀνθρώπους, πόσα κοφίνια μαζέψατε γεμάτα μέ κομμάτια; Τοῦ λένε: Δώδεκα. 20 Κι ὅταν ἔκοψα τά ἑπτά ψωμιά καί τά μοίρασα σέ τέσσερις χιλιάδες ἀνθρώπους, πόσα μεγάλα κοφίνια μαζέψατε γεμάτα μέ κομμάτια; Αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν: Ἑπτά. 21 Καί τούς ἔλεγε: Ἀκόμη λοιπόν δέν καταλαβαίνετε ὅτι δέν σᾶς μίλησα γιά ὑλικό προζύμι;