Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Σαβ. ιγ΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. ιδ΄ 1-11)
Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν εἰς οἶκόν τινος τῶν ἀρχόντων τῶν Φαρισαίων σαββάτῳ φαγεῖν ἄρτον, καὶ αὐτοὶ ἦσαν παρατηρούμενοι αὐτόν. 2 καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπός τις ἦν ὑδρωπικὸς ἔμπροσθεν αὐτοῦ. 3 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς τοὺς νομικοὺς καὶ Φαρισαίους λέγων· εἰ ἔξεστι τῷ σαββάτῳ θεραπεύειν; οἱ δὲ ἡσύχασαν. 4 καὶ ἐπιλαβόμενος ἰάσατο αὐτὸν καὶ ἀπέλυσε. 5 καὶ ἀποκριθεὶς πρὸς αὐτοὺς εἶπε· τίνος ὑμῶν υἱὸς ἢ βοῦς εἰς φρέαρ ἐμπεσεῖται, καὶ οὐκ εὐθέως ἀνασπάσει αὐτὸν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; 6 καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἀνταποκριθῆναι αὐτῷ πρὸς ταῦτα. 7 Ἔλεγε δὲ πρὸς τοὺς κεκλημένους παραβολήν, ἐπέχων πῶς τὰς πρωτοκλισίας ἐξελέγοντο, λέγων πρὸς αὐτούς· 8 ὅταν κληθῇς ὑπό τινος εἰς γάμους, μὴ κατακλιθῇς εἰς τὴν πρωτοκλισίαν, μήποτε ἐντιμότερός σου ᾖ κεκλημένος ὑπ᾿ αὐτοῦ, 9 καὶ ἐλθὼν ὁ σὲ καὶ αὐτὸν καλέσας ἐρεῖ σοι· δὸς τούτῳ τόπον· καὶ τότε ἄρξῃ μετ᾿ αἰσχύνης τὸν ἔσχατον τόπον κατέχειν. 10 ἀλλ᾿ ὅταν κληθῇς, πορευθεὶς ἀνάπεσε εἰς τὸν ἔσχατον τόπον, ἵνα ὅταν ἔλθῃ ὁ κεκληκώς σε εἴπῃ σοι· φίλε, προσανάβηθι ἀνώτερον· τότε ἔσται σοι δόξα ἐνώπιον τῶν συνανακειμένων σοι. 11 ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Ἕνα Σάββατο ὁ Ἰησοῦς ἦλθε στό σπίτι κάποιου ἀπό τούς ἄρχοντες τῶν Φαρισαίων γιά νά φάει. Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως τόν παρατηροῦσαν καί τόν παρακολουθοῦσαν μέ προσοχή μήπως πεῖ ἤ κάνει κάτι παράνομο καί ἀξιοκατάκριτο. 2 Κάποια στιγμή στάθηκε μπροστά του ἕνας ἄνθρωπος πού ἔπασχε ἀπό ὑδρωπικία, ἀλλά δίσταζε νά ζητήσει φανερά τή θεραπεία του, ἐπειδή ἦταν μπροστά οἱ νομικοί καί οἱ Φαρισαῖοι. Εἶχε ὅμως τήν ἐλπίδα ὅτι θά κινοῦσε τή συμπάθεια τοῦ Κυρίου. 3 Ὁ Ἰησοῦς τότε πῆρε τό λόγο καί ρώτησε τούς νομικούς καί τούς Φαρισαίους: Ἐπιτρέπεται ἄραγε νά θεραπεύει κανείς ἀρρώστους τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; Ἐκεῖνοι ὅμως σιώπησαν καί δέν ἀπάντησαν, διότι δέν τολμοῦσαν νά τοῦ ποῦν ὅτι δέν ἐπιτρέπεται. 4 Ὁ Ἰησοῦς τότε, ἀφοῦ ἔπιασε τόν ἄρρωστο καί τόν ἄγγιξε μέ τά χέρια του, τόν θεράπευσε καί τοῦ ἔδωσε κατόπιν τήν ἄδεια νά φύγει. 5 Ὕστερα στράφηκε στούς Φαρισαίους καί ἀπαντώντας στούς ἀπόκρυφους διαλογισμούς τους, τούς εἶπε: Ποιός ἀπό σᾶς, ὅταν πέσει μέσα σέ πηγάδι ὁ γιός του ἤ τό βόδι του, δέν θά κάνει πολλές προσπάθειες γιά νά τόν ἀνασύρει ἀμέσως ἀπό ἐκεῖ τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; Ἀφοῦ λοιπόν τό θεωρεῖτε αὐτό ἐπιτρεπτό, πῶς θά κατακρίνετε ὡς παραβάτη τοῦ Σαββάτου ἐκεῖνον πού τήν ἡμέρα αὐτή ὄχι μέ κοπιώδη προσπάθεια ἀλλά μέ ἕνα του μόνο λόγο βοηθᾶ ὄχι κάποιο ἄλογο ζῶο ἀλλά ἕνα λογικό ἄνθρωπο πού ὑποφέρει; 6 Καί δέν μπόρεσαν νά τοῦ ἀπαντήσουν σ’ αὐτά, διότι ἦταν ὁλοφάνερο ὅτι εἶχαν ἄδικο. 7 Ἐπειδή μάλιστα παρατήρησε πόσο οἱ καλεσμένοι ζητοῦσαν καί διάλεγαν τίς πρῶτες θέσεις στό τραπέζι, ἄρχισε νά τούς λέει μία παραβολή, μέ τήν ὁποία τούς δίδασκε τήν ταπεινοφροσύνη. Τούς εἶπε λοιπόν: 8 Ὅταν σέ καλέσει κάποιος σέ γάμο, μήν καθίσεις μόνος σου στήν πρώτη θέση, μήπως ὑπάρξει κάποιος ἄλλος καλεσμένος ἀπ’ αὐτόν πού νά εἶναι ἀνώτερος ἀπό σένα ὡς πρός τήν κοινωνική του θέση· 9 καί θά ἔλθει τότε αὐτός πού κάλεσε κι ἐσένα κι αὐτόν, καί θά σοῦ πεῖ: Δῶσε τή θέση σου σ’ αὐτόν. Καί θ’ ἀρχίσεις τότε μέ ντροπή νά ἀναζητᾶς θέση. Κι ἐπειδή στό μεταξύ οἱ ἄλλοι θά ἔχουν καθίσει καί κανείς ἀπ’ αὐτούς δέν θά σοῦ παραχωρεῖ τή θέση του, θά ἀναγκαστεῖς τότε ντροπιασμένος νά καθίσεις στήν τελευταία θέση στό τραπέζι. 10 Γι’ αὐτό ὅταν σέ καλέσουν κάπου, πήγαινε καί κάθισε στήν τελευταία θέση, ὥστε ὅταν ἔλθει αὐτός πού σέ ἔχει καλέσει νά σοῦ πεῖ: Φίλε, ἔλα πιό μπροστά καί κάθισε πιό κεντρικά, σέ πιό τιμητική θέση. Κι ἔτσι τότε θά τιμηθεῖς μπροστά σ’ ὅλους ἐκείνους πού κάθονται μαζί σου στό τραπέζι. 11 Ὅποιος λοιπόν παίρνει μόνος του τήν πρώτη θέση ἐξευτελίζεται, ἐνῶ ὅποιος ἀφήνει στούς ἄλλους νά τοῦ τήν προσφέρουν δοξάζεται, διότι ἰσχύει ὁ γενικός νόμος καί κανόνας: Ὅποιος ὑψώνει μόνος του τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ· καί ὅποιος ταπεινώνει τόν ἑαυτό του θά ὑψωθεῖ.