Ἀπόστολος: ἡμέρας, Πέμ. λ΄ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Ἑβρ. ι΄ 35-ια΄ 7)
35 Μὴ ἀποβάλητε οὖν τὴν παρρησίαν ὑμῶν, ἥτις ἔχει μισθαποδοσίαν μεγάλην. 36 ὑπομονῆς γὰρ ἔχετε χρείαν, ἵνα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες κομίσησθε τὴν ἐπαγγελίαν. 37 ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ. 38 ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται· καὶ ἐὰν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ. 39 ἡμεῖς δὲ οὐκ ἐσμὲν ὑποστολῆς εἰς ἀπώλειαν, ἀλλὰ πίστεως εἰς περιποίησιν ψυχῆς.
ια΄ 1 Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων. 2 ἐν ταύτῃ γὰρ ἐμαρτυρήθησαν οἱ πρεσβύτεροι. 3 Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ρήματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι. 4 Πίστει πλείονα θυσίαν Ἄβελ παρὰ Κάϊν προσήνεγκε τῷ Θεῷ, δι’ ἧς ἐμαρτυρήθη εἶναι δίκαιος, μαρτυροῦντος ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ δι’ αὐτῆς ἀποθανὼν ἔτι λαλεῖται. 5 Πίστει Ἐνὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον, καὶ οὐχ εὑρίσκετο, διότι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός· πρὸ γὰρ τῆς μεταθέσεως αὐτοῦ μεμαρτύρηται εὐηρεστηκέναι τῷ Θεῷ· 6 χωρὶς δὲ πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι· πιστεῦσαι γὰρ δεῖ τὸν προσερχόμενον τῷ Θεῷ ὅτι ἔστι καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται. 7 Πίστει χρηματισθεὶς Νῶε περὶ τῶν μηδέπω βλεπομένων, εὐλαβηθεὶς κατεσκεύασε κιβωτὸν εἰς σωτηρίαν τοῦ οἴκου αὐτοῦ, δι’ ἧς κατέκρινε τὸν κόσμον, καὶ τῆς κατὰ πίστιν δικαιοσύνης ἐγένετο κληρονόμος.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
35 Προσέξτε λοιπόν νά μή χάσετε τήν ἄφοβη καί θαρραλέα πίστη καί ἐμπιστοσύνη σας στό Θεό, ἡ ὁποία θά ἀνταμειφθεῖ μέ μεγάλα καί πλούσια ἀγαθά. 36 Διότι ἔχετε ἀνάγκη ὑπομονῆς, γιά νά συνεχίσετε νά μένετε πιστοί στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά πάρετε ἔτσι τήν ἀμοιβή πού σᾶς ὑποσχέθηκε. 37 Δεῖξτε ὑπομονή, διότι πολύ λίγος χρόνος μένει ἀκόμη, καί ὁ Κύριος πού περιμένουμε νά ἔλθει καί πάλι, θά ἔλθει καί δέν θά ἀργήσει. 38 Τότε λοιπόν, ὅπως λέει ὁ Κύριος στήν Ἁγία Γραφή, ὁ δίκαιος θά σωθεῖ καί θά ζήσει ἀπό τήν πίστη του· κι ἄν κανείς δειλιάσει καί ὀπισθοχωρήσει, ἡ ψυχή μου δέν εὐαρεστεῖται σ’ αὐτόν. 39 Ἐμεῖς ὅμως δέν εἴμαστε ἄνθρωποι πού δειλιάζουμε καί ἀμφιταλαντευόμαστε στήν πίστη, ὥστε νά ὑπάρχει κίνδυνος νά χαθοῦμε. Ἀλλά εἴμαστε ἄνθρωποι πού κρατοῦμε καλά τήν πίστη, γιά νά σώσουμε τίς ψυχές μας.
ια΄ 1 Πίστη σημαίνει ὕπαρξη καί βεβαιότητα γιά πράγματα πού ἐλπίζουμε. Αὐτά βέβαια τώρα δέν ὑπάρχουν γιά μᾶς, ἀλλά ἡ πίστη τά κάνει στήν ψυχή τοῦ πιστοῦ χειροπιαστά, σάν νά ὑπῆρχαν ἀπό τώρα. Πίστη σημαίνει ἀκόμη ἀπόδειξη καί σιγουριά γιά πράγματα πού δέν μποροῦν νά δοῦν τά σωματικά μας μάτια, ἀλλά ἡ πίστη δίνει γι’ αὐτά τέτοια πληροφορία στόν πιστό, σάν νά τά ἔβλεπε καί νά τά ἀντιλαμβανόταν μέ τίς σωματικές του αἰσθήσεις. 2 Καί δέν εἶναι κάτι νέο ἡ πίστη. Διότι ἐξαιτίας της ἀπέκτησαν καλή μαρτυρία ἀπό τόν Θεό οἱ προπάτορές μας, οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. 3 Μέ τήν πίστη καί ὄχι μέ τίς ἐξωτερικές μας αἰσθήσεις κατανοοῦμε καί γνωρίζουμε ὅτι ὁ ὁρατός κόσμος, πού ἔγινε μέσα στό χρόνο, δημιουργήθηκε ἄρτιος καί ἁρμονικός μέ τό λόγο καί τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ. Καί συνεπῶς ὅσα κτίσματα βλέπουμε τώρα, ἔχουν γίνει ἐνῶ δέν ὑπῆρχαν πρίν καί δέν φαίνονταν μέ τίς σωματικές αἰσθήσεις. 4 Γιά τήν πίστη πού εἶχε ὁ Ἄβελ πρόσφερε στό Θεό καλύτερη θυσία ἀπό ἐκείνη πού πρόσφερε ὁ Κάιν. Καί γιά τήν πίστη του αὐτή ὁ Θεός ἔδωσε τή μαρτυρία γι’ αὐτόν ὅτι ἦταν δίκαιος. Διότι ὁ ἴδιος ὁ Θεός βεβαίωσε σχετικά μέ τά δῶρα τοῦ Ἄβελ ὅτι τά δέχθηκε. Καί γιά τήν πίστη του αὐτή, ἄν καί πέθανε, γίνεται ἀκόμη ἕως τώρα ἐγκωμιαστικός λόγος γι’ αὐτόν. 5 Ἐξαιτίας τῆς πίστεώς του ὁ Ἐνώχ μετατέθηκε ζωντανός ἀπό τόν κόσμο στόν οὐρανό, γιά νά μή γνωρίσει θάνατο. Κι ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή, δέν βρισκόταν στόν κόσμο αὐτό, διότι τόν μετέθεσε ὁ Θεός. Τόν μετέθεσε βέβαια, διότι πρίν ἀπό τή μετάστασή του δόθηκε γι’ αὐτόν ἡ μαρτυρία ἀπό τή Γραφή ὅτι εἶχε εὐαρεστήσει στό Θεό. 6 Χωρίς πίστη λοιπόν εἶναι ἀδύνατο νά εὐαρεστήσει κανείς στό Θεό. Διότι ἐκεῖνος πού πλησιάζει τόν Θεό γιά νά τόν λατρεύσει καί νά τοῦ ζητήσει τή χάρη του, πρέπει πρωτύτερα νά πιστέψει ὅτι ὑπάρχει Θεός καί ὅτι ἀνταμείβει ἐκείνους πού ζητοῦν νά τόν βροῦν καί νά εὐαρεστήσουν σ’ αὐτόν. 7 Λόγῳ τῆς πίστεώς του ὁ Νῶε, μολονότι δέν ἔβλεπε ἀκόμη ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα τόν εἶχε πληροφορήσει μέ προφητεία ὁ Θεός, δηλαδή τόν κατακλυσμό πού δέν εἶχε γίνει ἀκόμη, κυριεύθηκε ἀπό εὐλαβικό φόβο καί κατασκεύασε τήν κιβωτό γιά νά σωθεῖ ἡ οἰκογένειά του ἀπό τήν καταστροφή. Καί μέ τήν πίστη του αὐτή ἀπέδειξε πόσο ἄξιος καταδίκης καί τιμωρίας ἦταν ὁ κόσμος πού δέν πίστεψε καί δέν μιμήθηκε τόν Νῶε. Καί γιά τήν πίστη του αὐτή ἔγινε κληρονόμος καί τῆς δικαιώσεως καί σωτηρίας πού παρέχεται μέ τήν πίστη.