ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (10/1)

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Τετ. λα΄ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Ἰακ. α΄ 1-18)

Ἰάκωβος, Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ταῖς δώδεκα φυλαῖς ταῖς ἐν τῇ διασπορᾷ χαίρειν. 2 Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσα­σθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πει­ρα­σμοῖς περιπέσητε ποι­κί­λ­οις, 3 γινώσκοντες ὅτι τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν· 4 ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπό­μενοι. 5 Εἰ δέ τις ὑμῶν λείπεται σοφίας, αἰτείτω παρὰ τοῦ διδόντος Θεοῦ πᾶσιν ἁπλῶς καὶ οὐκ ὀνειδίζοντος, καὶ δοθήσεται αὐτῷ· 6 αἰτείτω δὲ ἐν πίστει, μηδὲν διακρινόμενος· ὁ γὰρ διακρινόμενος ἔοικε κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένῳ καὶ ριπιζομένῳ. 7 μὴ γὰρ οἰέσθω ὁ ἄνθρω­πος ἐκεῖνος ὅτι λήψεταί τι παρὰ τοῦ Κυρίου. 8 ἀνὴρ δίψυχος ἀκατάστα­τος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐ­τοῦ. 9 καυχάσθω δὲ ὁ ἀδελφὸς ὁ ταπεινὸς ἐν τῷ ὕψει αὐτοῦ, 10 ὁ δὲ πλούσιος ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ, ὅτι ὡς ἄνθος χόρτου παρελεύσεται. 11 ἀνέτειλε γὰρ ὁ ἥλιος σὺν τῷ καύσωνι καὶ ἐξήρανε τὸν χόρτον, καὶ τὸ ἄνθος αὐτοῦ ἐξέπεσε, καὶ ἡ εὐπρέπεια τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἀ-πώλετο. οὕτω καὶ ὁ πλούσιος ἐν ταῖς πορείαις αὐτοῦ μαρανθήσεται. 12 Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμόν· ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν. 13 Μηδεὶς πειραζόμενος λεγέτω ὅτι ἀπὸ Θεοῦ πειράζομαι· ὁ γὰρ Θεὸς ἀπείραστός ἐστι κακῶν, πειράζει δὲ αὐτὸς οὐδένα. 14 ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος· 15 εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλ­λαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτε­­λεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον. 16 Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί· 17 πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων, παρ’ ᾧ οὐκ ἔνι παραλλαγὴ ἢ τροπῆς ἀποσκίασμα. 18 βουληθεὶς ἀπεκύησεν ἡμᾶς λόγῳ ἀληθείας εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῦ κτισμάτων. 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

Ἐγώ ὁ Ἰάκωβος, δοῦλος τοῦ Θεοῦ Πατρός καί τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, γράφω τήν ἐπιστολή αὐτή σέ ὅσους ἀπό τίς δώδεκα φυλές τοῦ Ἰσραήλ ἔχουν πιστέψει καί εἶναι διασκορπισμένοι σ’ ὅλο τόν κόσμο. Καί τούς εὔχομαι νά χαίρονται. 2 Ἀδελφοί μου, ὅταν πέσετε μέσα σέ διάφορες δοκιμασίες καί θλίψεις, νά θεωρεῖτε τό γεγονός αὐτό αἰτία τέλειας χαρᾶς. 3 Καί θά χαίρεστε στίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς σας αὐτούς, ὅταν γνωρίζετε ὅτι ἡ δοκιμασία τῆς πίστε­ώς σας ἀπό τίς θλίψεις φέρνει ὡς ἀποτέλεσμα ὑπο­­μο­νή σταθερή, ἀσφαλή καί πλήρη. 4 Ἡ ὑπομονή αὐτή ἄς εἶναι ἀκλόνητη κι ἔτσι ἄς παράγει ὡς καρπό τῆς τελειοποιήσεώς σας μιά ἀρετή δο­κι­μα­σμένη, γιά νά εἶστε τέλειοι καί ὁλοκληρωμένοι, καί νά μήν ὑστερεῖτε σέ τίποτε. 5 Ἄν ὅμως κάποιος ἀπό σᾶς ὑστερεῖ σέ σοφία, δέν ἔχει δηλαδή τή σοφία νά διακρίνει γιατί ἔρχεται ὁ πειρασμός καί πῶς πρέπει νά τόν ὑπομένει, ἄς ζητᾶ τή σο­­φία αὐτή ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος δίνει διαρκῶς σέ ὅλους μέ γενναιοδωρία καί δέν ἐξευτελίζει αὐτόν πού ζη­­τᾶ. Ἄς ζητᾶ λοιπόν ἀπό τόν Θεό τή σοφία αὐτή, καί ὁ Θεός θά τοῦ τή δώσει ὁπωσδήποτε. 6 Νά τή ζητᾶ ὅμως μέ πίστη, χωρίς νά διστάζει στό πα­ραμικρό ἤ νά ἔχει ἀμφιβολίες γιά τό ἄν ὁ Θεός θά τόν ἀκούσει. Προσέχετε νά μήν εἰσχωρεῖ στίς ψυχές σας ἕνας τέτοιος δισταγμός. Διότι ἐκεῖνος πού διστάζει καί ἀμφιβάλλει καταντᾶ ἄστατος. Μοιάζει μέ τό κύμα τῆς θάλασσας πού τό συνταράσσει ὁ ἄνεμος καί τό πη­­­­­­γαί­­­νει ἐδῶ κι ἐκεῖ. Γιά κανένα λόγο λοιπόν δέν πρέπει ἡ ἀστάθεια νά ἀκολουθεῖ τίς προσευχές μας καί τίς αἰτή­­­σεις μας πρός τόν Θεό. 7 Ἄς μή νομίζει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἀμφιβάλλει καί εἶναι ἀκατάστατος ὅτι θά πάρει ἀπό τόν Κύριο κάτι ἀπ’ αὐτά πού τοῦ ζήτησε. 8 Ἄνθρωπος πού εἶναι δίψυχος καί δίγνωμος καί δέν μένει σταθερός σέ μία ἀπόφαση, εἶναι ἀκατάστατος καί ἀσταθής σ’ ὅλα ὅσα ἀποφασίζει καί ἐνεργεῖ, καί γενικότερα σ’ ὅλη τή συμπεριφορά του. Ἄρα θά εἶναι ἄστατος καί στίς προσευχές του. Πῶς εἶναι λοιπόν δυνατόν νά εἰσα­κουσθεῖ ἀπό τόν Κύριο, ἀφοῦ ἀμφι­ταλαντεύεται ἀκό­μη καί σ’ ὅσα τοῦ ζητᾶ; 9 Καί ὡς πρός τόν πειρασμό καί τή δοκιμασία πού δη­­μι­­­ουργεῖ ἡ φτώχεια, σᾶς λέω τά ἑξῆς: Ὁ ἀδελφός πού εἶ­ναι φτωχός καί ἄσημος ἄς καυχιέ­ται γιά τό πνευματικό ὕψος πού τόν ἀνεβάζει ὁ Θεός μέ τόν πει­­­ρασμό τῆς φτώχειας καί τῶν στερήσεων. 10 Ἐνῶ ὁ πλούσιος ἀδελφός ἄς καυχιέται ὄχι γιά τά πλού­τη του, ἀλλά γιά τό ταπεινό φρόνημα πού ἀποκτᾶ μέ τή σκέψη ὅτι ὁ πλοῦτος δέν προσθέτει πραγματική ἀξία στόν ἄνθρωπο καί δέν εἶναι κάτι μόνιμο καί αἰώ­νιο. Διότι σάν τό ἀγριολούλουδο θά χαθεῖ ὁ πλούσιος αὐ­τός. 11 Ἀνατέλλει δηλαδή ὁ ἥλιος μέ τόν καυστικό λίβα του καί ξεραίνει τό χορτάρι, καί τό ἄνθος του μαραίνεται καί πέφτει, καί χάνεται ἡ ὀμορφιά τοῦ σχήματος καί τοῦ χρώ­­ματός του. Ἔτσι καί ὁ πλούσιος θά μαραθεῖ καί θά πέ­σει ἔξω στά σχέδιά του καί στίς ἐπιχειρήσεις του. 12 Πανευτυχής εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού σηκώνει μέ ὑπο­μο­νή καί καρτερία τή δοκιμασία τῶν θλίψεων. Κι αὐ­τό διότι, ὅταν μέ τή δοκιμασία γίνει σταθερός, δο­κι­μασμένος καί γυμνασμένος, θά πάρει τό λαμπρό καί ἔνδοξο στεφάνι τῆς αἰώνιας ζωῆς, τό ὁποῖο ὑπο­σχέ­θη­κε ὁ Κύριος σ’ ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν. 13 Ἐκτός ὅμως ἀπό τούς πειρασμούς τῶν θλίψεων μέ τούς ὁποίους ὁ Θεός μᾶς καταρτίζει, ὑπάρχουν καί πειρασμοί πού προκαλοῦνται ἀπό τά ἁμαρτωλά μας πάθη. Κανένας ἄνθρωπος πού πειράζεται πρός τήν ἁμαρτία νά μή λέει ὅτι «ὁ Θεός εἶναι ἡ αἰτία πού πει­­­­­ρά­­­­ζομαι καί σπρώχνομαι στήν ἁμαρτία». Τέτοια βλα­σφημία ποτέ νά μήν τή βάλει κανείς στό νοῦ του. Δι­­­­­ότι εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατον νά μπεῖ ποτέ ὁ Θεός σέ πειρασμό ἀπό κάτι κακό καί πονηρό· καί συνεπῶς εἶ­­­­ναι ἀπολύτως ἀδύνατον καί νά προκαλέσει πειρασμό ἁμαρ­­­­­τίας σέ κανέναν. 14 Ὁ καθένας ἐρεθίζεται καί σπρώχνεται στήν ἁμαρτία ἀπό τή δική του κακή ἐπιθυμία, πού τόν παρασύρει καί τόν τραβᾶ μέ τό δόλωμα τῆς ἡδονῆς. 15 Ἔπειτα ἡ ἐπιθυμία του αὐτή, ἀφοῦ σάν πονηρή γυ­­­­­­­­­­ναίκα συλλάβει τό κακό κερδίζοντας τή συ­­γκα­τά­­­­­­θε­ση τῆς θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἑνώνεται πα­ρά­­νο­μα μα­ζί της καί γεννᾶ ἁμαρτωλές πράξεις. Κι ὅ­­ταν ὁλο­­­­­­­­­­­­­­­­­κλη­­­­ρω­θεῖ πλήρως ἡ ἁμαρτία καί κυριεύσει τήν ψυ­­χή, γεν­νᾶ τό θάνατο. 16 Μήν πλανᾶσθε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νομίζοντας ὅτι ἀπό τόν Θεό μπορεῖ νά προέλθει κάποιο κακό. Ἀπό τόν Θεό μόνο τό καλό προέρχεται. 17 Κάθε καλό πού δίνεται στούς ἀνθρώπους καί κάθε τέλειο δῶρο προέρχεται ἀπό τόν οὐρανό καί κατεβαί­­­νει ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δημιουργός τῶν οὐ­­­­ράνιων φωτεινῶν σωμάτων καί ἡ ὕψιστη καί μοναδική πηγή κάθε φωτισμοῦ, φυσικοῦ ἤ πνευματικοῦ. Σ’ αὐ­τόν δέν ὑπάρχει καμία ἀλλοίωση καί μεταβολή σάν αὐτές πού γίνονται στή σελήνη ἤ συντελοῦνται ἀπό τή διαδοχή τῆς νύχτας καί τῆς ἡμέρας. Ἀλλά οὔτε καί σκιά ὑπάρχει σ’ αὐτόν σάν ἐκείνη πού δημιουργεῖται ἀπό τήν περιστροφή καί τή μετακίνηση τῶν ἄστρων καί τῶν οὐ­ρά­­­νιων σωμάτων. 18 Ὁ Θεός εἶναι ὅλος φῶς. Αὐτός ἀπό τή δική του ἀγα­θή θέληση μᾶς γέννησε πνευματικά μέ τό Εὐαγγέλιο, πού εἶναι λόγος τῆς ἀλήθειας, γιά νά εἴμαστε κατά κάποιον τρόπο τό πιό ἐκλε­κτό μέρος ἀπό τά ὁρατά δημιουργήματά του, ἀφιερωμένο στό Θεό.