Εὐαγγέλιον: μεθέορτον, Ἰανουαρίου 12 (Ἰω. ι΄ 39-42)
39 Ἐζήτουν οὖν πάλιν πιάσαι αὐτόν· καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῶν. 40 Καὶ ἀπῆλθε πάλιν πέραν τοῦ Ἰορδάνου, εἰς τὸν τόπον ὅπου ἦν Ἰωάννης τὸ πρῶτον βαπτίζων, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ. 41 καὶ πολλοὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ ἔλεγον ὅτι Ἰωάννης μὲν σημεῖον ἐποίησεν οὐδέν, πάντα δὲ ὅσα εἶπεν Ἰωάννης περὶ τούτου, ἀληθῆ ἦν. 42 καὶ ἐπίστευσαν πολλοὶ ἐκεῖ εἰς αὐτόν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
39 Ὕστερα λοιπόν ἀπ’ αὐτά τά λόγια πού εἶπε, ζητοῦσαν καί πάλι νά τόν συλλάβουν γιά νά τόν καταδικάσουν καί νά τόν σκοτώσουν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τούς ξέφυγε ἀπό τά χέρια τους. 40 Καί πῆγε πάλι πέρα ἀπό τόν Ἰορδάνη στήν Περαία, στόν τόπο πού βάπτιζε τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς δημόσιας ἐμφανίσεώς του ὁ Ἰωάννης, καί ἔμεινε ἐκεῖ. 41 Τότε ἦλθαν πολλοί κοντά του. Κι ὅταν ἄκουσαν τή διδασκαλία του καί εἶδαν τά θαύματά του, ἔλεγαν ὅτι ὁ Ἰωάννης δέν ἔκανε βέβαια κανένα θαῦμα, ὅλα ὅμως ὅσα εἶπε ὁ Ἰωάννης γι’ αὐτόν ἀποδείχθηκαν τώρα ὅτι ἦταν ἀληθινά. 42 Καί πολλοί ἐκεῖ πίστεψαν σ’ αὐτόν.