Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Δευτ. ιζ΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. ιγ΄ 9-13)
9 κἂν μὲν ποιήσῃ καρπόν· εἰ δὲ μήγε, εἰς τὸ μέλλον ἐκκόψεις αὐτήν. 10 Ἦν δὲ διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. 11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. 12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· 13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
9 Κι ἄν βέβαια κάνει καρπό, ἔχει καλῶς. Τήν ἀφήνουμε τότε καί δέν τήν κόβουμε. Ἐάν ὅμως δέν κάνει καρπό, τότε θά τήν κόψεις σέ μιά μελλοντική εὐκαιρία. Ἔτσι θά συμβεῖ καί μέ κάθε ράθυμο καί ἀμετανόητο. Ἀναβάλλει βέβαια ὁ Θεός νά τόν τιμωρήσει περιμένοντας τή μετάνοιά του. Ἀλλ’ ἐάν τελικά ὁ ἁμαρτωλός δέν παραγάγει πνευματικούς καρπούς μετανοίας, ἡ δίκαιη ὀργή τοῦ Θεοῦ θά τόν ἐγκαταλείψει καί θά χτυπηθεῖ σκληρά. Αὐτό ἔγινε ἐμφανέστερα καί στήν ἰουδαϊκή συναγωγή, ἡ ὁποία, ἐπειδή φάνηκε μέχρι τέλους ἀμετανόητη καί ἄκαρπη, παραδόθηκε στήν καταστροφή. 10 Κάποιο Σάββατο ὁ Ἰησοῦς δίδασκε πάλι σέ μία ἀπό τίς συναγωγές. 11 Ἐκεῖ βρισκόταν καί μία γυναίκα πού ὑπέφερε δεκαοκτώ χρόνια ἀπό μιά ἀσθένεια ἐξαιτίας κάποιου πονηροῦ πνεύματος. Καί γι’ αὐτό ἦταν σκυμμένη διαρκῶς μέ κυρτωμένο τό σῶμα της καί δέν μποροῦσε καθόλου νά σηκώσει ὄρθιο τό κεφάλι της. 12 Ὅταν λοιπόν τήν εἶδε ὁ Ἰησοῦς, τῆς φώναξε καί τῆς εἶπε: Γυναίκα, εἶσαι λυμένη καί ἐλευθερωμένη ἀπό τήν ἀρρώστια σου. 13 Κι ἔβαλε πάνω της τά χέρια του. Τήν ἴδια στιγμή ἐκείνη ἐπανέκτησε τήν ὄρθια στάση τοῦ σώματός της καί δόξαζε τόν Θεό γιά τή θεραπεία της.