Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 18 Μαρτίου 2018, Δ΄ Νηστειῶν, Ἁγ. Ἰω. Κλίμακος (Ἑβρ. ς΄ 13-20)
Ἀδελφοί, τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ᾿ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾿ ἑαυτοῦ, λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.
«Ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος»
Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιὰ νὰ στηρίξει τοὺς πιστοὺς στὴν ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεό, ὑπενθυμίζει τὴν ἱστορία τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ, τοῦ πατέρα τῶν πιστῶν. Ὁ Θεὸς κάλεσε τὸν Ἀβραὰμ νὰ ἐγκαταλείψει πατρίδα καὶ συγγενεῖς καὶ νὰ κάνει τέλεια ὑπακοὴ σὲ ὅ,τι θὰ τοῦ ἔλεγε Ἐκεῖνος. Τοῦ ὑποσχέθηκε δὲ μὲ ὅρκο ὅτι θὰ τὸν εἶχε κάτω ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη προστασία Του καὶ θὰ τὸν γέμιζε μὲ τὶς εὐλογίες Του. Ὁ δίκαιος Ἀβραάμ, πράγματι, ἀνταποκρίθηκε στὴ θεία κλήση καὶ ἔζησε ζωὴ πίστεως καὶ ἐλπίδος στὸν Θεό. Τὴν ἐλπίδα τοῦ Ἀβραὰμ ὀφείλουμε νὰ κρατοῦμε καὶ ἐμεῖς, οἱ πιστοὶ ὅλων τῶν αἰώνων. Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς ἐλπίδας καὶ πῶς θὰ δυναμώνει μέσα μας ἡ ἐλπίδα αὐτή;
1. Ἡ ἐλπίδα τῆς αἰωνιότητος
Τί ἐλπίζουμε ἐμεῖς οἱ πιστοί; ὅτι ὁ Θεὸς θὰ πραγματοποιήσει καὶ σ᾿ ἐμᾶς τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε στὸν πατριάρχη Ἀβραάμ. Τί εἶχε ὑποσχεθεῖ στὸν πατριάρχη; Τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ πληθύνει τοὺς ἀπογόνους του καὶ θὰ τοὺς χαρίσει ὡς πατρίδα τὴν περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης, ἡ ὁποία γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο ὀνομάστηκε «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας», γῆ δηλαδὴ τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ὑπόσχεση αὐτὴ ἀφορᾶ καὶ σ᾿ ἐμᾶς κατὰ τὴν πνευματική της σημασία, τὴν ὁποία εἶχε ἀντιληφθεῖ καὶ ὁ Ἀβραάμ. Κατάλαβε δηλαδὴ ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν ὑπόσχεση μιᾶς ἐπίγειας πατρίδας κρυβόταν μιὰ ἄλλη, πολὺ μεγαλύτερη ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ: «ἡ τοὺς θεμελίους ἔχουσα πόλις», ἡ οὐράνια καὶ αἰώνια Πατρίδα. Αὐτὴν κυρίως προσδοκοῦσε ὁ πατριάρχης μὲ τὴ φωτισμένη πίστη του (βλ. Ἑβρ. ια´ [11] 8-10). Αὐτὴν ποθοῦσαν ὅλοι οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι· αὐτὸ εἶναι τὸ περιεχόμενο καὶ τῆς χριστιανικῆς ἐλπίδας, ἡ κληρονομία τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Τὸ ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Αὐτὴ εἶναι «ἡ προκειμένη ἐλπὶς» στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, δηλαδὴ ἡ ἐλπίδα ποὺ ἔχουμε μπροστά μας.
2. Ἐλπιδοφόροι λογισμοὶ καὶ ὑπακοὴ
Πῶς θὰ ἐνισχυθεῖ μέσα μας ἡ ἐλπίδα αὐτή; Καλλιεργώντας σκέψεις γεμάτες ἐλπίδα· καὶ πρῶτα-πρῶτα ἐνθυμούμενοι πάντοτε τὰ «δύο ἀμετάθετα πράγματα, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν»· τὰ δύο στερεὰ καὶ ἀμετακίνητα πράγματα, στὰ ὁποῖα εἶναι ἀδύνατο νὰ πεῖ ψέματα ὁ Θεός, δηλαδὴ τὴν ὑπόσχεση καὶ τὸν ὅρκο Του. Γράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος ὅτι ὁ Θεός, θέλοντας νὰ δείξει «τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ», ὅτι δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ ἀλλάξει τὴν ἀπόφασή Του, καταδέχθηκε νὰ ὁρκισθεῖ, ὅπως συνηθιζόταν στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Χάρη σ᾿ αὐτὰ τὰ δύο, συνεχίζει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, «ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχομεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος»· ἔχουμε μεγάλη ἐνθάρρυνση καὶ ἰσχυρὴ προτροπὴ καὶ στήριγμα ἐμεῖς ποὺ καταφύγαμε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ σωθοῦμε· ἔτσι, κρατᾶμε σφιχτὰ «τὴν προκειμένην ἐλπίδα».
Ἐπίσης ἡ ἐλπίδα δυναμώνει μέσα μας μὲ τὴν πίστη. Τὴν πίστη ὅτι αὐτὸ ποὺ μᾶς ὑπόσχεται ὁ Θεὸς θὰ τὸ πραγματοποιήσει ὁπωσδήποτε. Μὴν ἀφήνουμε λογισμοὺς ὀλιγοπιστίας νὰ μᾶς ἀποθαρρύνουν, ἐξαιτίας ἴσως καὶ τῶν ἀδυναμιῶν μας. Στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἀποθέτουμε τὶς ἀδυναμίες μας καὶ πιστεύουμε ἀκράδαντα ὅτι Ἐκεῖνος θὰ μᾶς ἐλεήσει καὶ θὰ μᾶς χαρίσει τὴ Βασιλεία Του.
Ἡ ἐλπίδα βέβαια ἐνισχύεται μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα. Στὴν πραγματικότητα ἡ ἐλπίδα ὁδηγεῖ στὴν ὑπακοή, καὶ ἡ ὑπακοὴ δυναμώνει τὴν ἐλπίδα. Αὐτὰ τὰ δύο ἀλληλοενισχύονται. Ἡ ὑπακοὴ μᾶς ἁγιάζει, μᾶς πλουτίζει συνεχῶς μὲ τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο ἔτσι δίνει μέσα μας ὅλο καὶ πιὸ ἔντονη μαρτυρία ὅτι θὰ σωθοῦμε, δίνει τὴ βεβαιότητα τῆς σωτηρίας. Ἡ ἐξαγιασμένη καρδιὰ πλημμυρίζει ἀπὸ τὴ χαρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ζεῖ τὸν θεόπνευστο λόγο «τῇ ἐλπίδι χαίροντες» (Ρωμ. ιβ´ [12] 12).
***
Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη τιμοῦμε σήμερα, Δ´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, τονίζει τὴν ἀξία τῆς ἐλπίδας. Γράφει χαρακτηριστικά: Ἐλπίδα εἶναι σὰν νὰ ἔχει κανεὶς τὸν θησαυρὸ πρὶν νὰ τὸν ἀποκτήσει – γιατὶ ἐλπίζει μὲ βεβαιότητα ὅτι θὰ τὸν ἀποκτήσει. Ἡ ἐλπίδα χαρίζει ἀνάπαυση ἀπὸ τοὺς κόπους τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα (Κλῖμαξ, Λ´, ις´). Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐλπίδα δίνει φτερὰ στὴ ζωή, στὸν ἀγώνα μας. Ἂν κάτι δὲν τὸ ἐλπίζουμε, δὲν τὸ προσπαθοῦμε κιόλας.
Ἂς στερεώσουμε λοιπὸν μέσα μας τὴν ἐλπίδα τῆς ἀσάλευτης Βασιλείας. Κι ἂς κοπιάζουμε ὅσο μποροῦμε γιὰ τὸν ἁγιασμό μας. Κι ἂν ὑστεροῦμε, ἂς ἑνώνουμε μὲ τὴν ἐλπίδα τὴν ταπείνωση. Διότι, μᾶς διδάσκει ὁ ἴδιος Ἅγιος, «οὐδὲν τῶν τοῦ Θεοῦ οἰκτιρμῶν ἴσον ἢ μεῖζον ὑπάρχει» (Ε´, κγ´). Τίποτε δὲν εἶναι ἴσο ἢ μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος δὲν περιφρονεῖ τοὺς ταπεινούς. Σὲ κάθε περίπτωση ἡ ἐλπίδα μας εἶναι ἀνίκητη, εἶναι ἄπειρη, θεϊκή, ἀθάνατη.