Ἀπόστολος: Κυρ. δ΄ νηστειῶν (Ἑβρ. ς΄ 13-20)
13 Τῷ γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ, 14 λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· 15 καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. 16 ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· 17 ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, 18 ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχομεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· 19 ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, 20 ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
13 Οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ θά πραγματοποιηθοῦν ὁπωσδήποτε. Διότι ὅταν ἔδωσε ὁ Θεός τίς ἐπαγγελίες στόν Ἀβραάμ, ὁρκίστηκε ὅτι θά τίς πραγματοποιήσει. Κι ἐπειδή δέν εἶχε κανέναν ἀνώτερό του ὁ Θεός νά ὁρκιστεῖ σ’ αὐτόν, ὁρκίστηκε στόν ἑαυτό του 14 καί εἶπε: Σοῦ ὑπόσχομαι ἀληθινά ὅτι θά σέ εὐλογήσω πολύ πλούσια καί θά πληθύνω πάρα πολύ τούς ἀπογόνους σου. 15 Ἔτσι πῆρε ὁ Ἀβραάμ τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ περίμενε μέ ὑπομονή πολλά χρόνια, πέτυχε τήν ἐκπλήρωση τῆς εὐλογίας πού τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ὡς πρός τό σημεῖο πού ἀναφερόταν στήν ἐπίγεια ζωή του. Ἀπέκτησε δηλαδή ἀπό τή Σάρρα παιδί, ἀπό τό ὁποῖο πληθύνθηκαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ πατριάρχη κι ἔγιναν ἕνα μεγάλο ἔθνος. 16 Ὁ Θεός ὁρκίστηκε στόν ἑαυτό του. Οἱ ἄνθρωποι βέβαια ὁρκίζονται στό Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνώτερος ἀπ’ ὅλους. Καί δίνουν ὅρκο οἱ ἄνθρωποι, γιά νά σταματήσουν κάθε ἀντίρρηση καί ἀμφισβήτηση μεταξύ τους καί γιά νά ἐπιβεβαιώσουν τήν ἀλήθεια τῶν λόγων τους. 17 Ἐπειδή λοιπόν μέ τόν ὅρκο ἀποκλείεται κάθε ἀμφιβολία καί ἐπειδή ὁ Θεός ἤθελε νά δείξει καθαρά καί μέ μεγαλύτερη βεβαιότητα σ’ ἐκείνους πού θά κληρονομοῦσαν τίς ἐπαγγελίες του ὅτι ἦταν ἀμετάκλητη καί ἀμετάθετη ἡ ἀπόφασή του νά πραγματοποιήσει τά ὅσα ὑποσχέθηκε, γι’ αὐτό δέχθηκε ἀπό ἄκρα συγκατάβαση καί ἀγαθότητα νά μεσολαβήσει ὅρκος στά λόγια του. 18 Καί δέχθηκε τή μεσολάβηση τοῦ ὅρκου, ὥστε μέ δύο πράγματα στερεά καί ἀμετακίνητα, δηλαδή μέ τήν ὑπόσχεσή του καί μέ τόν ὅρκο του, στά ὁποῖα εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατο νά πεῖ ψέματα ὁ Θεός, νά ἔχουμε ἐμεῖς πού καταφύγαμε σ’ αὐτόν μεγάλη ἐνθάρρυνση καί προτροπή καί στήριγμα προκειμένου νά κρατήσουμε δυνατά τήν ἐλπίδα πού βρίσκεται μπροστά μας. 19 Αὐτή τήν ἐλπίδα τήν ἔχουμε σάν ἄγκυρα τῆς ψυχῆς. Αὐτή μᾶς ἀσφαλίζει ἀπό τούς πνευματικούς κινδύνους καί εἶναι σταθερή καί ἀμετακίνητη καί εἰσέρχεται στόν οὐρανό, τόν ὁποῖο εἰκονίζει ὁ ἱερός τόπος τῆς σκηνῆς καί τοῦ ναοῦ πού ἐκτεινόταν πιό μέσα ἀπό τό καταπέτασμα καί λεγόταν Ἅγια Ἁγίων. 20 Ἐκεῖ, στόν οὐρανό, ὡς πρόδρομος μπῆκε ὁ Ἰησοῦς πρίν ἀπό μᾶς καί γιά χάρη μας, γιά νά μᾶς ἀνοίξει τό δρόμο καί γιά νά μᾶς ἑτοιμάσει τόπο. Καί ἔτσι ἀναδείχθηκε ἀρχιερέας ὄχι προσωρινός ἀλλά αἰώνιος, «κατά τήν τάξη Μελχισεδέκ».