«Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν»

Εἶναι γεμάτος ἀπορία καὶ θαυμασμὸ ὁ λόγος τοῦ μεγάλου Προφήτου, ποὺ 800 χρόνια πρὶν δὲν προφητεύει ἁπλῶς, ἀλλὰ περιγράφει μὲ λεπτομέρεια τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα τῶν Ἀχράντων Παθῶν τοῦ Κυρίου. Τὸν ὁδηγοῦν, λέει ὁ Ἡσαΐας, στὸν θάνατο, στὴ σφαγή. Καὶ Αὐτός, σὰν νὰ μὴ γνωρίζει ποῦ πηγαίνει, δὲν διαμαρτύρεται, δὲν ἀντιδρᾶ, δὲν λέει τίποτε. Ἀκολουθεῖ ἄφωνος, «ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγήν», σὰν τὸ ἄκακο πρόβατο ποὺ τὸ ὁδηγοῦν στὴ σφαγή (Ἡσ. νγ΄ [53] 7). 

Εἶναι γεμάτος ἀπορία καὶ θαυμασμὸ ὁ λόγος τοῦ μεγάλου Προφήτου, ποὺ 800 χρόνια πρὶν δὲν προφητεύει ἁπλῶς, ἀλλὰ περιγράφει μὲ λεπτομέρεια τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα τῶν Ἀχράντων Παθῶν τοῦ Κυρίου. Τὸν ὁδηγοῦν, λέει ὁ Ἡσαΐας, στὸν θάνατο, στὴ σφαγή. Καὶ Αὐτός, σὰν νὰ μὴ γνωρίζει ποῦ πηγαίνει, δὲν διαμαρτύρεται, δὲν ἀντιδρᾶ, δὲν λέει τίποτε. Ἀκολουθεῖ ἄφωνος, «ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγήν», σὰν τὸ ἄκακο πρόβατο ποὺ τὸ ὁδηγοῦν στὴ σφαγή (Ἡσ. νγ΄ [53] 7). Ὁ λόγος τοῦ Προφήτου ἀπεδείχθη παν­αληθής. «Μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων», «με­τὰ φανῶν καὶ λαμπάδων καὶ ὅπλων» ἦλθαν ὄχλοι μαινόμενοι γιὰ νὰ Τὸν συλλάβουν στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ (Ματθ. κς΄ [26] 47, Ἰω. ιη΄ [18] 3). Καὶ ὁ Κύριος, ὄχι μόνο δὲν σκέφθηκε νὰ διαφύγει, ἀλλὰ προχώρησε μόνος Του στὴν εἴσοδο τοῦ κήπου καὶ παραδόθηκε. Τὸν ὁδήγησαν στοὺς ἀνάξιους ἀρχιερεῖς γιὰ νὰ Τὸν δικάσουν καὶ δὲν ἀντιστάθηκε. Τοῦ ἀπηύθυναν ψευδεῖς κατηγορίες καὶ εἶπε μόνο ἐλάχιστες λέξεις. Δὲν ζήτησε νὰ ἀπολογηθεῖ ἐκτενῶς γιὰ νὰ τὶς ἀνατρέψει. Ὁ Πιλάτος Τὸν ἀνέκρινε καὶ Αὐτὸς «ἐσιώπα». Οἱ ὑπηρέτες Τὸν ράπισαν καὶ δὲν ὀργίσθηκε. Οἱ στρατιῶτες Τὸν ἐνέπαιξαν καὶ ὑπέμεινε τὰ πάντα καρτερικά. Ὑπέμεινε κάθε ἐξευτελισμὸ χωρὶς ἕνας λόγος παραπόνου νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ στόμα Του, χωρὶς ἕνας στεναγμὸς νὰ ἀκουσθεῖ κατὰ τὸ τρομερὸ μαρτύριο τῆς μαστιγώσεως. Αἱμόφυρτος, ἐξαντλημένος σήκωσε πρόθυμα τὸν Σταυρό Του στὸν δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ. Καὶ τώρα μόνος, ἐγκαταλελειμμένος, προσηλωμένος στὸ ξύλο τῆς αἰσχύνης, ὑποφέρει καρτερικότατα τοὺς φρικτοὺς πόνους καὶ τὴν ἀφόρητη ὀδύνη τοῦ Σταυροῦ, χωρὶς νὰ γογγύζει καθόλου. Δέχεται τὴ γενικὴ ἀποδοκιμασία καὶ κατα­κραυγή, ἀκούει τὰ φοβερὰ «οὐὰ» τοῦ ἐξαγριωμένου λαοῦ καὶ σιωπᾶ.

Ὤ, ἂν ἤθελε! Ἂν ἤθελε, θὰ μποροῦσε νὰ διαφύγει ἐξαρχῆς τὸν κίνδυνο τῶν ἐχθρῶν Του, ὅπως τὸ ἔκανε στὸ παρελθόν, ὅταν κατὰ θαυμαστὸ τρόπο περνοῦσε ἀνάμεσά τους, χωρὶς κανεὶς νὰ μπορεῖ νὰ Τοῦ κάνει κακό. Μποροῦσε «πλείους ἢ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων» (Ματθ. κς΄ [26] 53) νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Πατέρα γιὰ τὴν ὑπεράσπισή Του, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκανε. Μποροῦσε νὰ πάρει τὸν λόγο καὶ μὲ ἀποστομωτικὰ ἐπιχειρήματα νὰ ἀποδεί­ξει τὴν ἀθωότητά Του, ὅπως τὸ ἔ­κανε ἄλλοτε. Μποροῦσε, ὅπως θεράπευσε τό­σων ἀνθρώπων τὶς πληγές, ὅπως λίγο πρὶν θεράπευσε τὸν δοῦλο τοῦ ἀρχιερέως, νὰ θεραπεύσει τὶς πληγές Του καὶ νὰ κατεβεῖ, ὅπως Τοῦ ζητοῦσαν, ἀπὸ τὸν Σταυρό, γιὰ νὰ συντρίψει «ὡς σκεύη κεραμέως» τοὺς ἐχθρούς Του. Μποροῦσε, Αὐτὸς ποὺ προσηλωμένος στὸν Σταυρό, συντάραζε τὴ γῆ, νὰ τὴ διατάξει νὰ καταπιεῖ τοὺς σταυρωτές Του. Μποροῦσε… Ὅλα τὰ μποροῦσε, ὡς Θεὸς παντοδύναμος. Ἔδειξε ὅμως τὴ δύναμή Του περισσότερο δεσμεύοντάς την. Προτίμησε ἀπὸ τὴ φανέρωση τῆς ἀνυπερβλήτου δυνάμεώς Του τὸ μεγαλεῖο τῆς ἑκουσίας παραδόσεως καὶ ἄκρας ταπεινώσεως.

Καὶ νά τώρα! Βρίσκεται μὲ τὴν ψυχή Του βασανιζόμενη ἀπὸ τὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου καὶ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἐπωμίζεται αὐτὴ τὴ φρικτὴ καὶ μοναδικὴ ὥρα. Ἐμπειρία τελείως ἄγνωστη καὶ φοβερὰ ἀποκρουστικὴ γιὰ τὴν πανάμωμη καὶ παναγία ψυχὴ τοῦ μόνου καὶ τελείως ἀναμαρτήτου. Βρίσκεται μὲ τὸ σῶμα Του νὰ κρέμεται ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ νὰ σπαράσσεται ἀπὸ τοὺς φρικτοὺς πόνους, μὲ τὸ πανάγιο αἷμα Του νὰ τρέχει ποτάμι ἀπὸ τὶς πληγές, μὲ τὴν ὠχρότητα τοῦ θανάτου νὰ διαχέεται στὸ πανάγιο πρόσωπό Του, μὲ τοὺς ὀφθαλμούς Του σβησμένους πλέον. Ὁ Ἰησοῦς, ἡ Ζωὴ τῶν ἁπάν­των, εἰσέρχεται στὸ σκοτεινὸ βασίλειο τοῦ θανάτου!

Μέχρις ἐκεῖ κατέβηκε καὶ ὅλα τὰ δέχθηκε ἑκούσια, ἐνῶ μποροῦσε εὔκολα νὰ τὰ ἀποφύγει ὅλα. «Ὃν ἐκήρυξεν ἀμνὸν Ἡσαΐας, ἔρχεται ἐπὶ σφαγὴν ἑκούσιον… πάντα ὁ ἀναμάρτητος ἑκουσίως καταδέχεται», γράφουν οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι.

Γιατί; Δὲν ὑπάρχει συγκλονιστικότερο ἐρώτημα σ’ ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Καὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἐλπίδα ἀπὸ αὐτὴν ποὺ κρύβεται στὴν ἀπάντηση.

Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς πέθανε γιὰ νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος! Γιὰ νὰ σωθοῦμε, γιὰ νὰ ζήσουμε στὴν αἰωνιότητα, ἔπρεπε νὰ καταργηθεῖ ὁ θάνατος καὶ βέβαια ἡ αἰτία τοῦ θανάτου: ἡ ἁμαρτία. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ μόνος ποὺ μποροῦσε νὰ τὴν καταργήσει. Ἦλθε «ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγήν», γιὰ νὰ σηκώσει ἐπάνω Του τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, ὅπως προφήτευσε ὁ προφήτης Ἡσαΐας. Εἶναι «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», ὅπως Τὸν κήρυξε ὁ Τίμιος Πρόδρομος (Ἰω. α΄ 29). Εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν σκοπὸ καὶ ἔζησε ὅλη Του τὴ ζωὴ μὲ τὴν προοπτικὴ αὐτῆς τῆς ὥρας, κατὰ τὴν ὁποία ἐπάνω στὸν Σταυρὸ θὰ βάσταζε τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου.

Τὴ Μεγάλη Παρασκευή, στὸ κέντρο τῶν ἱερῶν Ναῶν μας θὰ εἶναι ὁ  Ἐσταυρωμένος. Νὰ σπεύσουμε μὲ συγκίνηση καὶ συγκλονισμὸ ψυχῆς νὰ Τὸν προσκυνήσουμε. Νὰ πλημμυρίσουμε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ θυσία Του. Καὶ  νὰ πάρουμε μιὰ ἀπόφαση σταθερή: Νὰ μισήσουμε τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ ζήσουμε κατὰ τὸ ἅγιο θέλημά Του. Γιὰ νὰ ζοῦμε διαρκῶς μὲ τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ Βασιλείας.