Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 8 Ἀπριλίου 2018, τοῦ Πάσχα (Ἰωάν. α΄ 1-17)
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν. ᾿Εγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ ᾿Ιωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι᾿ αὐτοῦ. οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ᾿ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. ῏Ην τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας. ᾿Ιωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.
1. ΦΩΣ ΚΑΙ ΖΩΗ
Ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας εἶναι τὸ θαυμάσιο προοίμιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἄγιος Ἰωάννης, φωτισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, μᾶς παρουσιάζει μέσα σὲ λίγες γραμμὲς μεγάλα, ἀσύλληπτα μυστήρια. Μᾶς φανερώνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶναι μόνον κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶναι ὁ προαιώνιος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὁ τέλειος Θεός, πάντοτε ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα.
Εἶναι ὁ δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος κόσμου. Εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς. Αὐτὸς ὡδήγησε τὴν κτίσι ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξι. Αὐτὸς συνέχει τὰ σύμπαντα καὶ τὰ ζωογονεῖ. Αὐτὸς ἐδημιούργησε τὰ πλάσματά του καὶ τά συντηρεῖ στὴν ζωή. Καὶ προνοεῖ γι’ αὐτά. Αὐτὸς κυβερνᾷ τὸν κόσμο καὶ ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα κτίσματα. Αὐτός, ὡς Θεός, εἶναι ἡ αἰτία τῆς φυσικῆς καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Στὰ κατώτερα ὄντα ἔδωσε μόνο φυσικὴ ζωή, ἐνῶ στὰ ἀνώτερα, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ἔδωσε καὶ τὴν πνευματικὴ ζωή.
Διότι εἶναι ὁ Ἴδιος φῶς, ὄχι ὑλικὸ καὶ αἰσθητὸ ἀλλὰ τὸ πνευματικὸ φῶς. Εἶναι τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ ποὺ φωτίζει τὸ νοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ τὸν ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν πλάνη στὴν ἀλήθεια. Φῶς ποὺ φωτίζει μέσα στὰ πυκνὰ σκοτάδια. Διότι ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ τέλειο φῶς, ἡ μοναδικὴ πηγὴ τοῦ φωτός. Ὅταν ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἐστόλισε μὲ τὸ δικό του ἄυλο φῶς.
2. ΣΚΟΤΑΔΙ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, ἐνῶ ζοῦσε μέσα στὸ φῶς, προτίμησε τὸ σκοτάδι. Ἐνῶ ἦταν ἀθάνατος ὅσο δεχόταν τὸ θεῖο φῶς, ἀρνήθηκε τὸ φῶς καὶ τὴ ζωὴ καὶ στράφηκε πρὸς τὸ σκοτάδι καὶ τὸν θάνατο. Τυφλός, ἀνήμπορος, μισοπεθαμένος, σχεδὸν νεκρός, ἔπρεπε νὰ βρῇ ζωὴ καὶ φῶς. Μὰ ποῦ νὰ τὰ βρῇ; Ποιὸς νὰ τοῦ τὰ δώσῃ; Γιὰ αἰῶνες περίμενε καὶ ξεψυχοῦσε. Ὥσπου κάποια ἡμέρα ἀκούστηκε ἡ θεία φωνὴ ἡ ἐπιβλητική: «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ἐγώ εἰμι ἡ ζωή» (Ἰω. η΄ 12· ιδ΄ 6). Τί εἶχε γίνει;
«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Ὁ Θεὸς ἔγινε καὶ ἄνθρωπος. Καὶ ἐσκήνωσε μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύσι καὶ παρέμεινε μὲ πολλὴ οἰκειότητα ἀνάμεσά μας σὰν ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς. Τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἦλθε στὴ ζωή μας. Καὶ οἱ Ἀπόστολοι τότε καὶ οἱ ἄλλοι μαθηταὶ δὲν χόρταιναν νὰ βλέπουν μὲ τὰ μάτια τους τὴν ὑπέρλαμπρη καὶ θεοπρεπῆ δόξα του, ποὺ φανερωνόταν μὲ τὴν διδασκαλία του, τὰ θαύματά του καὶ τὴν λαμπρότητα τῆς ἀναμάρτητης καὶ ἁγίας ζωῆς του. Τὸ φῶς ἐσκόρπιζε τὴν λάμψι του ἀνάμεσα στοὺς σκοτισμένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν πλάνη ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τοὺς φωτίσῃ καὶ τοὺς ζωογονήσῃ.
3. ΦΩΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
Οἱ Ἑβραῖοι ὅμως δὲν δέχθηκαν τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Διεφθαρμένοι καὶ προσκολλημένοι στὰ γήινα, δὲν Τὸν ἀνε-γνώρισαν ὡς δημιουργό τους, ὡς τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ὡς τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν. Τὸν ἀρνήθηκαν καὶ Τὸν ἀπέρριψαν ὡς πλάνο. Καὶ Τὸν πολέμησαν μὲ μῖσος φοβερό. Τὸν ὡδήγησαν μὲ τὴν ἔμπνευσι τοῦ διαβόλου στὸν θάνατο. Ποιόν; Τὸν δημιουργό τους. Σκοτισμένοι ἀπὸ τὸν ἐγωισμό τους, θέλησαν νὰ Τὸν ἐξουδετερώσουν. Καὶ ἀπέκτειναν «τὸν ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς» (Πράξ. γ΄ 15), τὸ «φῶς τὸ ἀληθινόν». Ἀλλὰ τὸ σκοτάδι δὲν μπόρεσε νὰ κυριαρχήσῃ ἐπάνω Του. Ὁ Χριστὸς ἀνέστη, «καθότι οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι αὐτόν» ὑπὸ τῆς φθορᾶς (Πράξ. β΄ 24). Δὲν ἦταν δυνατὸν ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς νὰ κρατηθῇ στὴ φθορά. Ὁ «Χριστὸς ἀνέστη καὶ ἔζησεν, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ» (Ρωμ. ιδ΄ 9). Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἄγγελοι ἐρωτοῦν τὶς μυροφόρες: Γιατί ζητεῖτε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς ὡς ἄνθρωπον Αὐτὸν ποὺ εἶναι τὸ αἰώνιο φῶς, τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας; «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια· ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις τήν ἔγερσιν Χριστοῦ». Τώρα πλέον ὅλα ἔχουν πλημμυρίσει μὲ τὸ φῶς του, τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια. Ὅλη ἡ κτίσι ἂς πανηγυρίσῃ κι ἂς γιορτάσῃ τὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Τώρα πλέον ἀλλάζει ἡ πορεία τῶν πραγμάτων. Ἡ φθορὰ νικήθηκε, ὁ διάβολος καταπατήθηκε, ἡ ζωὴ ἐθριάμβευσε. «Ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α΄ Κορ. ιε΄ 22). Τώρα πλέον ζωὴ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Τώρα Ἀνάστασις. Τώρα Φῶς. Διότι ὁ Χριστὸς ἀνέστη!