Ἀπόστολος: Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ (Πραξ. ε΄ 12-20)
12 Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά· καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶντος· 13 τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ᾿ ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός· 14 μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, 15 ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν. 16 συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλεων εἰς Ἱερουσαλὴμ φέροντες ἀσθενεῖς καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες. 17 Ἀναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, ἐπλήσθησαν ζήλου 18 καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ. 19 ἄγγελος δὲ Κυρίου διὰ τῆς νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, ἐξαγαγών τε αὐτοὺς εἶπε· 20 πορεύεσθε, καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ρήματα τῆς ζωῆς ταύτης.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
12 Στό μεταξύ μέ τά χέρια τῶν ἀποστόλων γίνονταν συνεχῶς πολλά ἐκπληκτικά καί ἐξαιρετικά θαύματα, πού ἐπιβεβαίωναν ὅτι ἡ διδασκαλία τους ἦταν ἀληθινή καί προκαλοῦσαν κατάπληξη στό λαό. Κι ὅλοι οἱ πιστοί μαζί μέ μιά καρδιά μαζεύονταν στή στοά τοῦ Σολομῶντος. 13 Καί ἀπό τούς ὑπόλοιπους πού δέν εἶχαν πιστέψει, κανείς δέν τολμοῦσε ν’ ἀνακατευθεῖ μ’ αὐτούς, νά ἀστειευθεῖ μαζί τους καί νά τούς συμπεριφερθεῖ σάν συνηθισμένους ἀνθρώπους τοῦ δρόμου· ἀλλά ὁ πολύς λαός τούς τιμοῦσε καί τούς ἐγκωμίαζε. 14 Ἔτσι ὁλοένα καί περισσότερο προσελκύονταν πλήθη ἀνδρῶν καί γυναικῶν, οἱ ὁποῖοι πίστευαν στόν Κύριο καί γίνονταν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, αὐξάνοντας κατά πολύ τόν ἀριθμό τῶν πιστῶν. 15 Τόσο πολύ μάλιστα τούς σεβόταν ὁ λαός, ὥστε ἔβγαζαν τούς ἀρρώστους ἀπό τά σπίτια τους στίς πλατεῖες καί τούς ἔβαζαν πάνω σέ πολυτελή κρεβάτια οἱ πλουσιότεροι, καί σέ φτωχικά καί πρόχειρα φορεῖα οἱ φτωχότεροι, ἔτσι ὥστε, ὅταν θά περνοῦσε ἀπό τό πλῆθος ἐκεῖνο ὁ Πέτρος, νά πέσει ἔστω καί ἡ σκιά του σέ κάποιον ἀπό τούς ἀρρώστους αὐτούς γιά νά τόν θεραπεύσει. 16 Ἐπιπλέον μαζεύονταν στήν Ἱερουσαλήμ καί πλήθη ἀπό τούς κατοίκους τῶν γειτονικῶν πόλεων· ὅλοι αὐτοί ἔφερναν κάθε εἴδους ἀρρώστους, καθώς καί ἀνθρώπους πού ὑπέφεραν ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα, καί ὅλοι τους θεραπεύονταν.
17 Ὅλα ὅμως αὐτά προκάλεσαν τήν ἀντίδραση τοῦ ἀρχιερέως καί ὅλων ὅσων ἦταν μαζί του καί ἀποτελοῦσαν τή θρησκευτική παράταξη τῶν Σαδδουκαίων. Γέμισαν οἱ καρδιές τους ἀπό φθόνο καί κακία καί ἑτοιμάστηκαν νά δράσουν. 18 Ἅπλωσαν λοιπόν τά χέρια τους πάνω στούς ἀποστόλους, τούς συνέλαβαν καί τούς ἔριξαν στή δημόσια φυλακή. 19 Ἄγγελος Κυρίου ὅμως μέσα στή νύχτα ἄνοιξε τίς θύρες τῆς φυλακῆς, τούς ἔβγαλε ἔξω καί τούς εἶπε: 20 Πηγαίνετε ἀμέσως καί σταθεῖτε γεμάτοι θάρρος στόν ἱερό περίβολο τοῦ ναοῦ καί κηρύξτε δημόσια στό λαό ὅλα τά λόγια τῆς νέας αὐτῆς ζωῆς, τήν ὁποία σᾶς μετέδωσε ὁ Ἰησοῦς καί ἀπό πείρα γνωρίσατε.