«Ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς», σαλπίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν ὑπέροχο ὕμνο τῆς ἀγάπης (Α΄ Κορ. ιγ΄ [13] 5).Ἕνα ἀπὸ τὰ γνωρίσματα τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης εἶναι ὅτι δὲν ζητεῖ τὸ δικό της συμφέρον. «Ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς», σαλπίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν ὑπέροχο ὕμνο τῆς ἀγάπης (Α΄ Κορ. ιγ΄ [13] 5).
Αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀγάπη ἀληθινὴ δὲν ἐπιδιώκει τὸ δικό του συμφέρον, τὴ δική του ἄνεση καὶ δόξα, τὴ δική του τέρψη καὶ εὐχαρίστηση, «ἀλλ᾿ ἐπὶ τὸν ἀδελφὸν ἐκκέχυται, περὶ τοῦτον ἐπτόηται, περὶ τοῦτον σωφρόνως μαίνεται», ἑρμηνεύει ὁ ἀρχαῖος συγγραφέας Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς. Στρέφεται ὅλος μὲ ὁρμὴ καὶ ξεχύνεται πρὸς τὸν ἀδελφό του, γιὰ νὰ τοῦ δείξει θυσιαστικὴ τὴν ἀγάπη του. Ἐνῶ διατηρεῖ τὴ διαύγεια τοῦ νοῦ του, ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀγάπη ποὺ δείχνει στὸν ἀδελφό του, μοιάζει σὰν νὰ κυριεύθηκε ἀπὸ ἕνα εἶδος μανίας καὶ τρέλας. Παραβλέπει τελείως τὸ ἀτομικὸ συμφέρον του καὶ προτάσσει τὸ συμφέρον τῶν πολλῶν, ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Μὴ ζητῶν τὸ ἐμαυτοῦ συμφέρον, ἀλλὰ τὸ τῶν πολλῶν, ἵνα σωθῶσι» (Α΄ Κορ. ι΄ [10] 33). Δὲν ζητῶ ἐκεῖνο ποὺ συμφέρει ἐμένα, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ συμφέρει τοὺς πολλούς, ὥστε τελικὰ νὰ σωθοῦν.
Ἡ τέλεια ἀγάπη δὲν ἔχει μέσα της τὸ μικρόβιο τῆς ἰδιοτέλειας, τῆς φιλαυτίας, τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, τῶν ἰδίων συμφερόντων. Τὰ ἐλατήριά της εἶναι ἁγνά. Ἐκδηλώνεται μὲ σεβασμὸ καὶ ἐκτίμηση πρὸς τοὺς ἄλλους, μὲ πηγαία στοργὴ καὶ καλοσύνη. «Τοῦτο κανὼν χριστιανοῦ τελειοτάτου, τοῦτο ὅρος ἠκριβωμένος, αὕτη ἡ κορυφὴ ἡ ἀνωτάτω, τὸ τὰ κοινῇ συμφέροντα ζητεῖν», λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (PG 61, 208). Αὐτὸ εἶναι γνώρισμα τῆς τελειότητας τοῦ Χριστιανοῦ, αὐτὸς εἶναι ὁ ἐπιτυχέστερος ὁρισμὸς τῆς ἀγάπης, αὐτὴ εἶναι ἡ ὑψηλότερη κορυφὴ τῶν ἀρετῶν, τὸ νὰ μὴ ζητεῖ κανεὶς τὸ δικό του συμφέρον.
Στὴν ἐποχή μας ἡ τέλεια ἀγάπη εἶναι δυσεύρετη ἀρετή. Διότι οἱ περισσότεροι ἐνδιαφέρονται μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Προκρίνουν τὸ δικό τους συμφέρον: «Οἱ πάντες τὰ ἑαυτῶν ζητοῦσι» (Φιλιπ. β΄ 21). Τὸν πλησίον τους τὸν ἔχουν διαγράψει ἀπὸ τὰ ἐνδιαφέροντά τους. Τοὺς ἀκοῦμε νὰ λένε καμιὰ φορά: «Δὲν μὲ νοιάζει γιὰ τοὺς ἄλλους». «Ἂς καοῦν οἱ ἄλλοι, ἐγὼ νὰ εἶμαι καλά».
Ὅμως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν μᾶς λέει «νὰ μὴ νοιαζόμαστε γιὰ τοὺς ἄλλους», ἀλλὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο: Νὰ μὴν ἐπιδιώκουμε ὁ καθένας μόνο τὰ δικά του συμφέροντα, ἀλλὰ νὰ ἐπιζητοῦμε ὁ καθένας καὶ τὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων: «Μὴ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστος σκοπεῖτε, ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων ἕκαστος» (Φιλιπ. β΄ 4).
Ὅπως ὁ Κύριός μας «οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν» (Ρωμ. ιε΄ [15] 3), ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἐνηνθρώπησε, «διῆλθε» τὸν δημόσιο βίο Του «εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου» (Πράξ. ι΄ [10] 38), θυσιάστηκε στὸν Σταυρό, σήκωσε ἐπάνω Του τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου, ἔτσι κι ἐμεῖς νὰ ὑπερνικήσουμε τὴ φιλαυτία μας καὶ νὰ δείχνουμε θυσιαστικὴ ἀγάπη στοὺς συνανθρώπους μας.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εὐχόταν νὰ γίνει αὐτὸς ἀκόμη καὶ ἀνάθεμα, γιὰ νὰ σωθοῦν οἱ συμπατριῶτες του Ἰουδαῖοι: «Ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα» (Ρωμ. θ΄ 3). Θὰ εὐχόμουν νὰ χωρισθῶ ἐγὼ ἀπὸ τὸν Χριστό, ἐὰν ἦταν δυνατὸν νὰ γίνει αὐτό, γιὰ χάρη τῶν ἀδελφῶν μου Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι εἶναι συγγενεῖς μου ἀπὸ σαρκικὴ καταγωγή. Οἱ συμπατριῶτες του τὸν θεωροῦσαν ἄσπονδο ἐχθρὸ τοῦ ἔθνους, κι αὐτὸς ἦταν διατεθειμένος νὰ θυσιασθεῖ ὑπὲρ τῶν συμπατριωτῶν του!
Ὁ Μωυσῆς παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ του λέγοντας: Ἂν θέλεις νὰ συγχωρήσεις τὴν ἁμαρτία τους, συγχώρησέ την. «Εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας» (Ἐξ. λβ΄ [32] 32). Εἰδάλλως σβῆσε καὶ μένα ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς, ὅπου μὲ ἔγραψες.
Τέτοια εἶναι τὰ σπλάχνα τῶν Ἁγίων. Ἡ ἀγάπη τους φθάνει μέχρι τὴ θυσία. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ ἀληθινὰ τοὺς ἄλλους γίνεται ὅμοιος μὲ τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης. Παραιτεῖται καὶ ἀπὸ νόμιμα δικαιώματά του χάριν τῶν ἄλλων. Ἂν πρόκειται περὶ τιμῆς, τοὺς δίνει τὸ προβάδισμα. Ἂν πρόκειται περὶ πρωτείων, χαίρεται νὰ βρίσκονται οἱ ἀδελφοί του στὴν πρώτη θέση. Ἂν πρόκειται περὶ κέρδους, προτιμᾶ νὰ χάσει αὐτός, γιὰ νὰ κερδίσουν οἱ ἄλλοι.
Ἀλλὰ θυσιαζόμενος γιὰ τοὺς ἄλλους, νιώθει τόσο μεγάλη ἐσωτερικὴ χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση, ποὺ δὲν μπορεῖ καμιὰ ἄλλη χαρὰ νὰ τὴν ἀντισταθμίσει. Διότι βιώνει τὴν «μείζονα ἀγάπη» ποὺ ξέρει νὰ γίνεται θυσία γιὰ τοὺς ἄλλους. «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰω. ιε΄ [15] 13). Αὐτὴ εἶναι ἀληθινὴ ἀγάπη. Εἶναι ἀγάπη στὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Ἂν θέλουμε νὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς ἀρχοντικὴ ἀγάπη, ἂς ἀνακρίνουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ βάση τὸν λόγο τοῦ θείου Παύλου: «Ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς». Κι ἂν βροῦμε ὅτι ὑστεροῦμε, ἂς ἐπιδιώξουμε, μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν Χάρι καὶ τὴν εὐλογία, νὰ ἀποκτήσουμε τὴν τέλεια ἀγάπη. Θὰ εἴμαστε πανευτυχεῖς καὶ μακάριοι καὶ στὴν παρούσα ζωὴ καὶ στὴν μέλλουσα.