Λίγο πρὶν τὴν ἀπολύτρωση

Τὸ πράγμα εἶχε φθάσει στὸ ἀπροχώρητο. Ἡ κατάσταση γιὰ τοὺς Ἰσραηλίτες στὴν Αἴγυπτο ἀφόρητη πιά. Τετρακόσια ὁλόκληρα χρόνια ὑπόδουλοι στοὺς Αἰγυπτίους, μὲ τοὺς βασιλεῖς τους νὰ εἶναι ὅλο καὶ σκληρότεροι μαζί τους. Ὁ τελευταῖος μάλιστα Φαραὼ ξεπέρασε σὲ σκληρότητα ὅλους τοὺς προηγούμενους. Τοποθέτησε ἐπάνω στοὺς Ἰσραηλίτες ἐλεγκτὲς καὶ ἐπιστάτες, προκειμένου νὰ τοὺς καταπιέζουν μὲ καταναγκαστικὰ ἔργα. Βία, στυγνὴ καταπίεση, βασανισμός. Πίκρα, ὀδύνη γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐλπίδα γιὰ ἀλλαγὴ καταστάσεως πουθενά. Σκοτει­νὸς ὁ ὁρίζοντας…

«Κατεστέναξαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ ἀνεβόησαν, καὶ ἀνέβη ἡ βοὴ αὐτῶν πρὸς τὸν Θεόν» (Ἐξ. β΄ 23). Μέσα ἀπ᾿ τὴν ψυχή τους ἔβγαλαν στεναγμό, σὰν κραυγή, ὀδυρμό, ἰσχυρὴ ἐκζήτηση βοήθειας. Καὶ ὁ Θεὸς τοὺς ἄκουσε, καὶ ἀποφάσισε ὅτι ἦταν πιὰ καιρὸς νὰ τοὺς λυτρώσει ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάσταση.

Τότε ἦταν ποὺ κάλεσε τὸν Μωυσῆ καὶ τοῦ ἀνέθεσε τὴ μεγάλη ἀποστολὴ νὰ γίνει ὁ ἀρχηγός τους, αὐτὸς ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε ὅλο αὐτὸ τὸ ἔθνος στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, στὴν ἐλευθερία, μακριὰ ἀ­πὸ τὰ χέρια τοῦ Φαραώ. Τοῦ ἔδωσε μάλιστα γιὰ βοηθὸ τὸν ἀδελφό του Ἀαρών. Οἱ δυό τους τώρα ἔπρεπε νὰ ἀνακοινώσουν τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ στὴ γερουσία τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων. Ἔτσι καὶ ἔγινε, καὶ ὅλος ὁ λαὸς δέχθηκε τὰ λόγια αὐτὰ μὲ πολλὴ ἀνακούφιση καὶ χαρά. Καὶ μὲ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν ἅγιο Θεό…

Ἔμενε τώρα νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ μετάβαση τοῦ Μωυσῆ καὶ τοῦ Ἀαρὼν στὸν Φαραώ, προκειμένου νὰ τοῦ θέσουν τὸ αἴτημα γιὰ ἄδεια. Τρεῖς μέρες θὰ τοῦ ζητοῦσαν ἄδεια, νὰ βγοῦν στὴν ἔρημο γιὰ νὰ προσφέρουν θυσίες στὸν Θεό τους. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι θὰ πραγματοποιοῦνταν τὸ σχέδιό Του γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή τους. Πῆγαν οἱ δυό τους – Μωυσῆς καὶ Ἀαρών – μὲ θάρρος πρὸς τὸν Φαραώ, ἐφοδιασμένοι μὲ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ.

Καὶ λοιπόν, τί συνάντησαν;

–Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Θεὸς ποὺ πρέπει ἐγὼ νὰ Τὸν ἀκούσω; Δὲν ξέρω ἐγὼ τέτοιον Θεὸ καὶ δὲν δίνω καμιὰ ἄδεια στοὺς Ἰσραηλίτες, φώναξε ὁ Φαραώ. Καὶ σεῖς, Μωυσῆ καὶ Ἀαρών, γιατί ξεση­κώνετε τὸν λαὸ καὶ τοῦ βάζετε τέτοια στὸ μυαλό του; «ἱνατί… διαστρέφετε τὸν λαὸν ἀπὸ τῶν ἔργων; ἀπέλθετε ἕκαστος ὑμῶν πρὸς τὰ ἔργα αὐτοῦ» (Ἐξ. ε΄ 2, 4). Ἄντε στὶς δουλειές σας.

Κακὴν κακῶς τοὺς ἔδιωξε.

Καὶ μόνο αὐτό; Ἀκόμα πιὸ σκληρὸς ἔγινε τώρα στοὺς Ἰσραηλίτες. Κάλεσε κοντά του τοὺς ἐπιστάτες τῶν καταναγκαστικῶν ἔργων καὶ τοὺς ἐλεγκτὲς τῆς ἐργασίας τῶν Ἑβραίων καὶ τοὺς εἶπε: «Στὸ ἑξῆς δὲν θὰ προμηθεύετε τὸ ἄχυρο ποὺ χρειάζεται γιὰ τὴν κατασκευὴ τῶν πλίνθων (αὐτὸ ἦταν τὸ καταναγκαστικό τους ἔργο· ἔτσι εἶχαν χτίσει ὁλόκληρες πόλεις γιὰ τοὺς Αἰγυπτίους). Θὰ τοὺς πεῖτε νὰ πηγαίνουν μόνοι τους ἔξω στὰ χωράφια νὰ τὸ βρίσκουν, νὰ τὸ κουβαλοῦν ἐδῶ καὶ νὰ φτιάχνουν τὰ πλιθιά. Καὶ βέβαια ἡ ἡμερήσια παραγωγὴ τῶν πλίνθων δὲν θὰ μειωθεῖ οὔτε στὸ ἐλάχιστο. Ὅσα ἔπρεπε μέχρι τώρα νὰ κατασκευάζουν κάθε μέρα, τόσα καὶ τώρα θὰ φτιάχνουν· οὔτε ἕνα λιγότερο. “Βαρυνέσθω τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων τούτων καὶ μεριμνάτωσαν ταῦτα καὶ μὴ μεριμνάτωσαν ἐν λόγοις κενοῖς”. Πιὸ βαριὰ τώρα ἡ ἐργασία τους· νὰ ἀσχολοῦνται μὲ αὐτὰ κι ὄχι μὲ λόγια μάταια καὶ ἀπατηλά» (στ. 6-9).

Ἀκόμα βαρύτερη ἡ ἐργασία τους τώρα. Ἀκόμα πιὸ καταπιεστικοὶ οἱ ἐπιστάτες τοῦ Φαραὼ ἐπάνω τους.

–Γιατί δὲν βγάλατε σήμερα τὸν ἀριθμὸ τῶν πλίνθων ποὺ βγάζατε ἄλλοτε;

Καὶ τὸ μαστίγιο αὐλάκωνε τὶς πλάτες τους…

Καὶ ὁ Φαραώ; Στὰ δίκαια παράπονα τῶν προεστῶν τοῦ Ἰσραὴλ αὐτὸ εἶχε νὰ τοὺς πεῖ:

–«Σχολάζετε, σχολασταί ἐστε». Δὲν δουλεύετε. Εἶστε ὀκνηροί. Γι᾿ αὐτὸ λέτε· «θέλουμε νὰ πᾶμε νὰ λατρεύσουμε τὸν Θεό μας»! Διαμαρτυρίες δὲν δέχομαι. Τὸ ἄχυρο θὰ τὸ μαζεύετε ἐσεῖς, καὶ τὴν ποσότητα τῶν πλίνθων θὰ τὴν ἀποδίδετε ἡμερησίως στὸ ἀκέραιο (βλ. στίχ. 13-18).

Τὰ εἶδε ὅλα αὐτὰ ὁ Μωυσῆς καὶ κατέφυγε μὲ ἀπορία στὸν Θεό:

–Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, πές μου. Τί εἶ­ναι ὅλα αὐτά; Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πῆγα στὸν Φαραὼ γιὰ νὰ τοῦ μιλήσω ἐκ μέρους Σου, ἡ κατάσταση γίνεται χειρότερα. Καὶ Σύ, Κύριε, «οὐκ ἐρρύσω τὸν λαόν σου» (στίχ. 22-23). Τὸ ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὑποσχέθηκες. Σωτηρία στὸ λαό Σου δὲν φαίνεται…

Λίγο πρὶν τὴν ἀπολύτρωση, ἡ κατάσταση γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ εἶχε γίνει ἀφόρητη. Λίγο πρὶν ὁ Θεὸς ἐπιδείξει τὴ θαυμαστή Του δύναμη μὲ τὰ ἐκπληκτικὰ θαύματα χάριν τοῦ λαοῦ Του, ὁ λαὸς εἶχε φτάσει στὰ ὅρια τῆς κατάρρευσης…

Μήπως κάποια ὁμοιότητα σκιαγραφεῖται μὲ τὴ σημερινὴ κατάσταση καὶ τὴν ἐξέλιξή της στὴν πατρίδα μας; Ἢ μὲ τὰ προσωπικά, οἰκογενειακὰ τοῦ καθενὸς πράγματα; Τώρα ποὺ ὁ στεναγμὸς τῶν ἀνθρώπων ὅλο καὶ ἐντονότερα ἀκούγεται, καὶ ὄχι σπάνια ἀπευθύνεται πρὸς τὸν οὐρανό…

«Ὅταν εἰς ἀπορίαν τὰ πράγματα ἐμ­πέσῃ», ὅταν τὰ πράγματα περιέλθουν σὲ ἀδιέξοδο, «τότε μάλιστα ἔλπιζε», τότε προπάντων νὰ ἐλπίζεις, συμβουλεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Τότε γὰρ μάλιστα ὁ Θεὸς ἐπιδείκνυται τὴν ἑαυτοῦ δύνα­μιν, οὐκ ἐκ προοιμίων, ἀλλ᾿ ὅταν τὰ πα­ρὰ τῶν ἀνθρώπων ἀπογνωσθῇ. Οὗτος γὰρ τῆς τοῦ Θεοῦ βοηθείας ὁ καιρός» (ΕΠΕ 6, 582). Ὁ καιρὸς τῆς βοήθειας τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅταν οἱ ἀνθρώπινες ἐλπίδες φτάσουν στὸ μηδέν. Τότε ὁ Θεὸς δείχνει τὴ δύναμή Του. Ὄχι στὴν ἀρχή.

Ἔχε το πάντα αὐτὸ ὑπόψη σου, ἀδελφέ μου. Ἐσὺ μόνο τὰ μάτια σου νά ’χεις στραμμένα ψηλά. Ἀπό ’κεῖ καὶ πέρα μὴ φοβᾶσαι. Τότε «μάλιστα ἔλπιζε»!