Ἀπόστολος: ἡμέρας, Δευτ. ε΄ ἑβδ. Πράξεων (Πραξ. ιβ΄ 12-17)
12 συνιδών τε [ὁ Πέτρος] ἦλθεν ἐπὶ τὴν οἰκίαν Μαρίας τῆς μητρὸς Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου, οὗ ἦσαν ἱκανοὶ συνηθροισμένοι καὶ προσευχόμενοι. 13 κρούσαντος δὲ αὐτοῦ τὴν θύραν τοῦ πυλῶνος προσῆλθε παιδίσκη ὑπακοῦσαι ὀνόματι Ρόδη, 14 καὶ ἐπιγνοῦσα τὴν φωνὴν τοῦ Πέτρου, ἀπὸ τῆς χαρᾶς οὐκ ἤνοιξε τὸν πυλῶνα, εἰσδραμοῦσα δὲ ἀπήγγειλεν ἑστάναι τὸν Πέτρον πρὸ τοῦ πυλῶνος. 15 οἱ δὲ πρὸς αὐτὴν εἶπον· μαίνῃ. ἡ δὲ διισχυρίζετο οὕτως ἔχειν. οἱ δὲ ἔλεγον· ὁ ἄγγελος αὐτοῦ ἐστιν. 16 ὁ δὲ Πέτρος ἐπέμενε κρούων. ἀνοίξαντες δὲ εἶδον αὐτὸν καὶ ἐξέστησαν. 17 κατασείσας δὲ αὐτοῖς τῇ χειρὶ σιγᾶν διηγήσατο αὐτοῖς πῶς ὁ Κύριος ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐκ τῆς φυλακῆς, εἶπε δέ· ἀπαγγείλατε Ἰακώβῳ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ταῦτα. καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἕτερον τόπον.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
12 Μόλις λοιπόν ἀντιλήφθηκε [ὁ Πέτρος] ποῦ ἦταν καί σκέφτηκε τί ἔπρεπε νά κάνει, ἦλθε στό σπίτι τῆς Μαρίας, τῆς μητέρας τοῦ Ἰωάννη πού ὀνομαζόταν καί Μάρκος, ὅπου ἦταν μαζεμένοι ἀρκετοί πιστοί καί προσεύχονταν γι’ αὐτόν. 13 Κι ὅταν χτύπησε τήν ἐξώπορτα τοῦ προαυλίου, πλησίασε μιά νεαρή ὑπηρέτρια πού λεγόταν Ρόδη γιά νά ρωτήσει καί νά μάθει ποιός ἦταν. 14 Κι ἐπειδή ἀναγνώρισε τή φωνή τοῦ Πέτρου, ἀπό τή μεγάλη της χαρά δέν ἄνοιξε τήν ἐξώπορτα, ἀλλά ἔτρεξε μέσα καί ἀνήγγειλε ὅτι ἔξω ἀπό τήν αὐλόθυρα στέκεται ὁ Πέτρος. 15 Κι αὐτοί τῆς εἶπαν: Εἶσαι τρελή καί δέν ξέρεις τί λές. Ἐκείνη ὅμως βεβαίωνε ἐπίμονα ὅτι ἔτσι εἶναι. Κι ἐκεῖνοι μπροστά στήν ἐπιμονή τῆς μικρῆς ὑπηρέτριας εἶπαν στό τέλος: Δέν εἶναι ὁ Πέτρος, ἀλλά εἶναι ὁ ἄγγελός του. 16 Ὁ Πέτρος ὅμως στό μεταξύ χτυποῦσε ἐπίμονα τή θύρα. Κι ὅταν ἐπιτέλους ἄνοιξαν, τόν εἶδαν κι ἔμειναν ἐκστατικοί, κυριεύθηκαν ἀπό θαυμασμό. 17 Κι αὐτός, ἀφοῦ μέ τό χέρι του τούς ἔκανε νόημα νά σωπάσουν, γιά νά μή γίνουν ἀντιληπτοί ἀπό τούς γείτονες, τούς διηγήθηκε πῶς ὁ Κύριος διαμέσου τοῦ ἀγγέλου τόν ἔβγαλε ἀπό τή φυλακή. Καί εἶπε: Ἐνημερῶστε τόν Ἰάκωβο καί τούς ἀδελφούς γι’ αὐτά πού σᾶς διηγήθηκα. Κι ἀφοῦ βγῆκε ἀπό τό σπίτι κι ἀπό τήν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων, πῆγε σέ ἄλλο τόπο.