ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (7/5)

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Δευτ. ε΄ ἑβδ. Πράξεων (Πραξ. ιβ΄ 12-17)

12 συνιδών τε [ὁ Πέτρος] ἦλθεν ἐπὶ τὴν οἰκίαν Μαρίας τῆς μητρὸς Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμέ­νου Μάρκου, οὗ ἦσαν ἱκα­νοὶ συν­η­θροισμένοι καὶ προσ­ευχόμενοι. 13 κρούσαντος δὲ αὐτοῦ τὴν θύραν τοῦ πυλῶνος προ­σῆλθε παιδίσκη ὑπα­κοῦ­σαι ὀνόματι Ρόδη, 14 καὶ ἐπιγνοῦσα τὴν φω­νὴν τοῦ Πέτρου, ἀπὸ τῆς χαρᾶς οὐκ ἤνοιξε τὸν πυ­λῶνα, εἰσδραμοῦσα δὲ ἀ­­πήγ­­γειλεν ἑστάναι τὸν Πέτρον πρὸ τοῦ πυλῶνος. 15 οἱ δὲ πρὸς αὐτὴν εἶπον· μαίνῃ. ἡ δὲ διισχυρίζετο οὕτως ἔχειν. οἱ δὲ ἔλεγον· ὁ ἄγγελος αὐτοῦ ἐστιν. 16 ὁ δὲ Πέτρος ἐπέμενε κρούων. ἀνοίξαντες δὲ εἶ­δον αὐτὸν καὶ ἐξέστησαν. 17 κατασείσας δὲ αὐτοῖς τῇ χειρὶ σιγᾶν διηγήσατο αὐ­τοῖς πῶς ὁ Κύριος ἐξήγα­γεν αὐτὸν ἐκ τῆς φυλακῆς, εἶπε δέ· ἀπαγγείλατε Ἰακώ­βῳ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ταῦτα. καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἕτερον τόπον.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

12 Μόλις λοιπόν ἀντιλήφθηκε [ὁ Πέτρος] ποῦ ἦταν καί σκέφτηκε τί ἔπρεπε νά κάνει, ἦλθε στό σπίτι τῆς Μαρίας, τῆς μητέρας τοῦ Ἰωάννη πού ὀνομαζόταν καί Μάρκος, ὅπου ἦταν μαζεμένοι ἀρκετοί πιστοί καί προσεύχονταν γι’ αὐτόν. 13 Κι ὅταν χτύπησε τήν ἐξώπορτα τοῦ προαυλίου, πλησίασε μιά νεαρή ὑπηρέτρια πού λεγόταν Ρόδη γιά νά ρωτήσει καί νά μάθει ποιός ἦταν. 14 Κι ἐπειδή ἀναγνώρισε τή φωνή τοῦ Πέτρου, ἀπό τή μεγάλη της χαρά δέν ἄνοιξε τήν ἐξώπορτα, ἀλλά ἔτρεξε μέσα καί ἀνήγγειλε ὅτι ἔξω ἀπό τήν αὐλόθυρα στέκεται ὁ Πέτρος. 15 Κι αὐτοί τῆς εἶπαν: Εἶσαι τρελή καί δέν ξέρεις τί λές. Ἐκείνη ὅμως βεβαίωνε ἐπίμονα ὅτι ἔτσι εἶναι. Κι ἐκεῖνοι μπροστά στήν ἐπιμονή τῆς μικρῆς ὑπηρέτριας εἶπαν στό τέλος: Δέν εἶναι ὁ Πέτρος, ἀλλά εἶναι ὁ ἄγ­γελός του. 16 Ὁ Πέτρος ὅμως στό μεταξύ χτυποῦσε ἐπίμονα τή θύρα. Κι ὅταν ἐπιτέλους ἄνοιξαν, τόν εἶδαν κι ἔμειναν ἐκστατικοί, κυριεύθηκαν ἀπό θαυμασμό. 17 Κι αὐτός, ἀφοῦ μέ τό χέρι του τούς ἔκανε νόημα νά σωπάσουν, γιά νά μή γίνουν ἀντιληπτοί ἀπό τούς γεί­τονες, τούς διηγήθηκε πῶς ὁ Κύριος διαμέσου τοῦ ἀγ­γέ­λου τόν ἔβγαλε ἀπό τή φυλακή. Καί εἶπε: Ἐνημερῶστε τόν Ἰάκωβο καί τούς ἀδελφούς γι’ αὐτά πού σᾶς διη­γή­θηκα. Κι ἀφοῦ βγῆκε ἀπό τό σπίτι κι ἀπό τήν πόλη τῶν Ἱε­ρο­σολύμων, πῆγε σέ ἄλλο τόπο.