Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 20 Μαΐου 2018, τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου (Πράξ. κ΄ 16-18, 28-36)
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἔκρινεν ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν ῎Εφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ Ἀσίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ῾Ιεροσόλυμα. Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· προσέχετε ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.
«Μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν»
Τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τὴ μνήμη τῶν ἁγίων 318 Πατέρων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία κατεδίκασε τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ διεκήρυξε τὸ Ὀρθόδοξο δόγμα ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁμοούσιος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα. Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα, πρὸς τιμὴν τῶν ἁγίων Πατέρων, εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς τοὺς κληρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου, ἕνα ἐξαίρετο μνημεῖο ποιμαντικοῦ λόγου. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ὁ ἅγιος Ἀπόστολος τοὺς ὑπενθυμίζει λόγο τοῦ Κυρίου ποὺ δὲν σώζεται στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια: «Εἶναι μεγαλύτερη εὐτυχία νὰ δίνεις παρὰ νὰ παίρνεις». Μὲ τὸν λόγο Του αὐτὸν ὁ Κύριος διδάσκει ὅτι ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο ἀπὸ τὸ νόμιμο κέρδος: ἡ προσφορά.
Ἂς δοῦμε λοιπὸν σήμερα γιατί καθιστᾶ τὸν πιστὸ περισσότερο εὐτυχὴ τὸ νὰ δίνει παρὰ νὰ παίρνει.
1. Εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν πλεονεξία
Αὐτὸς ποὺ δίνει δὲν εἶναι προσκολλημένος στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν πλεονεξία καὶ τὴ φιλαργυρία.
Πόσες φιλονικίες καὶ ταραχὲς καὶ δίκες δὲν ἔχουν γίνει ἐξαιτίας τοῦ πάθους τῆς πλεονεξίας! Πόσα μίση μεταξὺ ἀδελφῶν γιὰ τὴ διανομὴ τῆς πατρικῆς περιουσίας! Πόσες ἀπάτες, κλοπές, ληστεῖες καὶ δολοφονίες, πόσοι πόλεμοι! Πόσοι ποταμοὶ ἀνθρώπινου αἵματος ἔχουν χυθεῖ στὸν βωμὸ τοῦ Μαμωνᾶ! Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἴδιος Ἀπόστολος στὶς ἐπιστολές του χαρακτηρίζει τὴν πλεονεξία εἰδωλολατρία καὶ «ρίζα πάντων τῶν κακῶν» (βλ. Κολασ. γ´ 5, Α´ Τιμ. ς´ 10).
Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν ποὺ ἔχει μάθει νὰ δίνει, δὲν στενάζει κάτω ἀπὸ τὴν ἀπάνθρωπη τυραννία αὐτοῦ τοῦ πάθους, ποὺ συνεχῶς κεντρίζει τὰ θύματά του νὰ κερδίζουν ὅλο καὶ περισσότερα, τὰ παρασύρει σὲ ἄβυσσο ἁμαρτημάτων γιὰ τὴν ἀπόκτησή τους καὶ τελικὰ τὰ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ἀπώλεια.
2. Ζεῖ τὴ χαρὰ τῆς προσφορᾶς
Ἀκόμη περισσότερο, ὅποιος δίνει κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἁπλῶς εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς φιλαργυρίας, ἀλλὰ ζεῖ μιὰ ἀληθινὰ ἀνθρώπινη καὶ ἀνώτερη ζωή. Ἀναπνέει τὸ ὀξυγόνο τῆς ἀγάπης, ζεῖ τὴ χαρὰ τῆς προσφορᾶς. Συμπονᾶ τοὺς ἄλλους καὶ μετὰ χαρᾶς τοὺς βοηθᾶ ὅσο μπορεῖ. Διότι αὐτὸ εἶναι ἐλεημοσύνη, γράφει ὁ μέγας κήρυκας τῆς φιλανθρωπίας, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «τὸ χαίροντα καὶ νομίζοντα λαμβάνειν μᾶλλον ἢ διδόναι, οὕτω παρέχειν»· τὸ νὰ προσφέρεις μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ χαίρεσαι καὶ νὰ θεωρεῖς ὅτι μᾶλλον παίρνεις παρὰ δίνεις (PG 51, 267). Διότι ὄντως παίρνει αὐτὸς ποὺ δίνει· μαζεύει πνευματικοὺς θησαυροὺς στὸν Οὐρανό, ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης ποὺ ἐπιτελεῖ.
Ὅποιος δίνει λοιπόν, ἔχει βγεῖ ἀπὸ τὴν ἀσφυκτικὴ φυλακὴ τῆς φιλαυτίας του. Ἔχει ἀνακαλύψει τὸν πλησίον του, ἀπολαμβάνει τὴν ὀμορφιὰ τῆς κοινωνίας τῆς ἀγάπης καὶ ἔχει ἀσάλευτη ἐλπίδα ὅτι θὰ κληρονομήσει τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὅλα αὐτὰ γεμίζουν τὴ ζωή του καὶ τοῦ δίνουν χαρὰ ἀναφαίρετη, ἄφθαρτη, ἀληθινή.
3. Γίνεται ὅμοιος μὲ τὸν Θεὸ
Ὁ ἄνθρωπος τῆς προσφορᾶς εἶναι ἄνθρωπος ἀγάπης καὶ ἐξομοιώνεται μὲ τὸν Θεὸ. Διότι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί» (Α´ Ἰω. δ´ 8). Καὶ τίποτε ἄλλο δὲν μᾶς ἐξομοιώνει περισσότερο μὲ τὸν Θεὸ ὅσο ἡ ἀγάπη. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: «Γίνεσθε οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λουκ. ς´ 36).
Αὐτὸς ποὺ δίνει στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἔχει μοιάσει στὸν Θεό, ἔχει βρεῖ τὸν Θεό, ζεῖ τὸν Θεό, εἶναι παιδί Του ἀγαπημένο. Ἔχει ἐμπιστευθεῖ τὴ ζωή του στὰ χέρια τοῦ μεγάλου Πατέρα, τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπολαμβάνει τὴν ἰδιαίτερη προστασία Του καὶ τὶς εὐλογίες Του.
***
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου ποὺ μᾶς ἀπασχόλησε σήμερα, ἀποτυπώνει τὸ φρόνημα τῆς αὐταπαρνήσεως μὲ χαρά· τὸ νὰ παραιτεῖται δηλαδὴ κανεὶς ἀπὸ τὴ διεκδίκηση τῶν ἀγαθῶν τῆς ἐφήμερης πραγματικότητος καὶ νὰ προσφέρει τὸν ἑαυτό του στὴν ὑπηρεσία τοῦ Χριστοῦ, στὴν ὑπηρεσία τῶν ἀδελφῶν, νὰ διεκδικεῖ θέση στὴ Βασιλεία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη, αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ κήρυγμα, αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ ἱεραποστολικὸ ὅπλο τῆς Ἐκκλησίας: νὰ δοῦν οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας στοὺς Χριστιανοὺς τὴν εἰλικρινὴ ἀγάπη, ποὺ χαρίζει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα στὶς ψυχὲς ποὺ ἀγωνίζονται νὰ εὐαρεστήσουν στὸν Κύριο. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὄντως καινούργιο καὶ χαρμόσυνο μήνυμα ποὺ ἔχει νὰ ἀναγγείλει ἡ Ἐκκλησία στὸν κόσμο τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς ἰδιοτέλειας. Νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ τὸ ζήσουμε καὶ νὰ τὸ κηρύττουμε καὶ ἐμεῖς ὡς γνήσια παιδιὰ τοῦ Θεοῦ κατ᾿ ἐξοχὴν μὲ τὴ ζωή μας.