ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (20/5)

Ἀπόστολος: Κυριακῆς ζ΄ Πράξεων (Πράξ. κ΄ 16-18, 28-36)

16 ἔκρινε γὰρ ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν Ἔφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρο­νοτριβῆσαι ἐν τῇ Ἀσίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεν­τηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα. 17 Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμ­ψας εἰς Ἔφεσον μετε­κα­λέ­­σατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. 18 ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν Ἀσίαν, πῶς μεθ᾿ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγε­νόμην, 

28 προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιή­σατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. 29 ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· 30 καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀ­­­­­να­­­­­­­­στήσονται ἄνδρες λα­λοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀ­­πί­σω αὐτῶν. 31 διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. 32 καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. 33 ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύ­μησα· 34 αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. 35 πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀν­τι­λαμβάνεσθαι τῶν ἀσθε­νούντων, μνημονεύειν τε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου Ἰη­σοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. 36 καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

16 Πλεύσαμε κατευθείαν στή Μίλητο, διότι ὁ Παῦ­λος ἀπο­­φά­σισε νά παρακάμψει μέ τό πλοῖο τήν Ἔφεσο καί νά μήν ἀποβιβασθεῖ σ’ αὐτήν, γιά νά μήν τοῦ συμβεῖ ν’ ἀργοπορήσει στήν Ἀσία. Διότι βιαζόταν νά εἶναι στά Ἱεροσόλυμα, ἐάν τοῦ ἦταν δυνατό, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. 17 Ἀπό τή Μίλητο λοιπόν ἔστειλε ἀνθρώπους στήν Ἔφεσο καί κάλεσε τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας νά ἔλθουν νά τόν συναντήσουν. 18 Κι ὅταν ἦλθαν κοντά του, τούς εἶπε: Ἐσεῖς γνωρίζετε καλά πῶς συμπεριφέρθηκα ἀπέναντί σας ὅλο τό χρονικό διάστημα τῆς ἐδῶ παραμονῆς μου ἀπό τήν πρώ­τη μέρα πού πάτησα τό πόδι μου στήν Ἀσία.

28 Προσέχετε λοιπόν τόν ἑαυτό σας, πῶς θά συμ­πε­ριφέρεσθε καί τί θά διδάσκετε. Προσέχετε καί ὅλο τό πνευματικό σας ποίμνιο, στό ὁποῖο τό Ἅγιον Πνεῦ­μα σᾶς τοποθέτησε ἐπισκόπους γιά νά ποιμαίνετε τήν Ἐκ­κλησία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ὁ Κύριος ἔσωσε καί κατέστησε κτῆμα του μέ τό δικό του αἷμα. 29 Προσέχετε, διότι ἐγώ τό γνωρίζω, μετά τήν ἀναχώ­ρη­σή μου θά εἰσβάλουν ἀνάμεσά σας ψευδοδιδάσκα­λοι καί πλάνοι σάν ἄγριοι καί σκληροί λύκοι πού θά διαρπάζουν ἀλύπητα τό ποίμνιο βλά­πτο­ντας καί ἀφα­νί­­ζοντας τίς ψυχές τῶν λογικῶν προβά­των. 30 Ἀκόμη κι ἀπό σᾶς τούς ἴδιους θά ἐμφανιστοῦν ἄν­θρω­­ποι πού θά διδάσκουν διδασκαλίες οἱ ὁποῖες θά δια­­στρέφουν τήν ἀλήθεια, γιά νά ἀποσποῦν τούς μα­θη­τές ἀπό τόν εὐθύ δρόμο τῆς ἀλήθειας, νά τούς παρα­σύρουν πίσω τους καί νά τούς κάνουν ὀπαδούς τους. 31 Γι’ αὐτό νά προσέχετε καί νά εἶστε ἄγρυπνοι, ἔ­χο­ντας ὡς παράδειγμα ἐμένα· καί νά θυμάστε ὅτι γιά μιά τριετία συνεχῶς νύχτα καί μέρα δέν σταμάτη­σα νά νουθετῶ μέ δάκρυα τόν καθένα σας ξεχωριστά. 32 Καί τώρα σᾶς ἐμπιστεύομαι, ἀδελφοί, στό Θεό καί στό λόγο πού ἡ χάρη του μᾶς ἀποκάλυψε. Αὐτός ὁ λόγος του θά σᾶς προφυλάξει ἀπό κάθε πλάνη καί διαστροφή. Σᾶς ἐμπιστεύομαι στό Θεό, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά συνεχίσει τήν οἰκοδομή σας καί νά σᾶς δώσει κληρο­νο­μιά τόν οὐρανό μαζί μέ ὅλους αὐτούς πού προόδευσαν στόν ἁγιασμό πού τούς χάρισε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. 33 Ἀσήμι ἤ χρυσάφι ἤ ρουχισμό, τίποτε ἀπό αὐτά δέν ἐπιθύμησα. 34 Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε ὅτι γιά τίς ἀνάγκες τίς δικές μου καί γιά τίς ἀνάγκες ἐκείνων πού ἦταν μαζί μου ὑπη­ρέ­τησαν τά ροζιασμένα αὐτά χέρια. 35 Μέ κάθε τρόπο σᾶς ἔδωσα τό παράδειγμα ὅτι πρέπει νά ἐργάζεσθε ἔτσι σκληρά γιά νά προλαβαίνετε κά­θε σκαν­­­­­δα­λισμό τῶν ἀδύναμων ἀδελφῶν, καί νά τούς βο­η­­θᾶτε νά γίνουν δυνατοί πνευματικά. Ἀλλά καί νά θυ­­­μά­­­­­­­­­­στε τά λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, πού εἶχε πεῖ: Εἶναι καλύτερο νά δίνει κανείς παρά νά παίρ­νει, ἀκόμη καί ὅταν δικαιοῦται νά πάρει. Αὐτό καθιστᾶ τόν ἄν­­θρωπο περισσότερο εὐτυχή. 36 Κι ἀφοῦ τά εἶπε αὐτά, γονάτισε καί προσευχήθηκε μαζί μέ ὅλους αὐτούς.