Πνεύματος ἐπιδημία

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 27 Μαΐου 2018, τῆς Πεντηκοστῆς (Ἰω. ζ΄ 37-52, η΄ 12)

Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα ῞Αγιον, ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾿ αὐτόν. τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας. ῏Ηλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ᾿ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

1. Η ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ

Ὁ Κύριος βρίσκεται στὴν Ἱερουσαλὴμ τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς σκηνοπηγίας. Κατὰ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ οἱ Ἰουδαῖοι ἐνθυμοῦνταν τὶς μεγάλες εὐερ-γεσίες τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἰσραὴλ κατὰ τὴν ἔξοδό τους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο πρὸς τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Τὴν τελευταία μάλιστα αὐτὴ ἡμέρα οἱ Ἰουδαῖοι πήγαιναν μὲ μεγαλοπρεπῆ πομπὴ καὶ συνοδεία ἀπὸ σάλπιγγες νὰ ἀντλήσουν νερὸ ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Κατόπιν αὐτὸ τὸ νερὸ τὸ ἔχυναν ὡς σπονδὴ στὸ θυσιαστήριο τοῦ Ναοῦ. Αὐτὴ ἡ τελετὴ ἀναφερόταν στὸ ἐκπληκτικὸ θαῦμα ποὺ ἔκαμε ὁ Θεὸς στὴν ἔρημο στοὺς καταδιψασμένους Ἰσραηλῖτες, κάνοντας νὰ ἀναβλύσῃ νερὸ ἀπὸ τὸν βράχο, τὸν ὁποῖο κτύπησε μὲ τὸ ραβδί του ὁ Μωυσῆς.

Ὁ Κύριος παίρνει ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν τελετὴ αὐτή, γιὰ νὰ δείξῃ ὅτι ἡ προτύπωσις αὐτὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐκπληρώνεται τώρα. Καὶ λέγει: «Ὅποιος διψᾷ, ἂς ἔρχεται σ’ Ἐμένα, ποὺ εἶμαι ἡ ἀστείρευτη πηγὴ τῆς ζωῆς, καὶ ἂς πίνῃ ἀχόρταγα τὸ νερὸ τῆς ζωῆς». Σὲ ποιὰ δίψα ὅμως ἀναφέρεται ὁ Κύριος; Στὴν πνευματικὴ δίψα. Τὴν δίψα γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν αἰωνιότητα, τὴν δίψα γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ ζωή· τὴ σφοδρὴ ἐπιθυμία ποὺ νιώθει ἡ ψυχή, ποὺ δὲν βρίσκει ἀνάπαυσι στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ ποθεῖ ἀνυπόμονα καὶ ἀχόρταγα κάτι ἀνώτερο. Ὅταν λοιπὸν ὁ πιστὸς ἔχῃ μία τέτοια δίψα, διψᾷ γιὰ εὐτυχία, εἰρήνη, χαρὰ καὶ ζωή, οὐσιαστικὰ ποθεῖ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν τελειότητα· ποθεῖ, εἴτε τὸ καταλαβαίνει εἴτε ὄχι, τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος λέγει: «Ὅποιος διψᾷ, ἂς ἔλθῃ σ’ Ἐμένα καὶ ἂς πίνῃ. Μόνο κοντά μου μπορεῖ νὰ βιώσῃ κανεὶς τὸ ξεδίψασμα τῆς ψυχῆς, νὰ ζήσῃ τὴν δροσιὰ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς». Μόνο κοντὰ στὸν Κύριο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ βρῇ ἀνάπαυσι στὴν ψυχή του. Νὰ χορτάσῃ τὴν δίψα του μὲ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν.

2. ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ποιὸ ὅμως εἶναι αὐτὸ «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν»; Ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τὸ ἀθάνατο νερὸ τῶν παραμυθιῶν καὶ τῶν θρύλων. Ἀλλὰ εἶναι ἡ πανσθενουργὸς Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ χορηγεῖται στοὺς πιστούς. Ἡ Χάρις αὐτὴ ρέει ἄφθονα ὡς ποταμὸς ἀνεξάντλητος καὶ δροσίζει τὴν ψυχὴ κάθε βαπτισμένου Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ. Εἶναι τὸ διαυγές, πεντακάθαρο καὶ ἄφθονο νερὸ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ποτίζει τὶς ψυχές, τὶς ζωογονεῖ, τὶς κάνει καρποφόρες σὲ ἔργα ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος. Αὐτὸ «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν» διατηρεῖ καὶ προάγει τὴν πνευματικὴ ζωή, μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν θεοποιεῖ.

3. Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ

Αὐτὸ «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν» εἶχε ὑποσχεθῆ ὁ Κύριος στοὺς μαθητάς του ὅτι θὰ τοὺς ἔστελνε, δηλαδὴ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐπαγγελία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐπαγγελία τῆς Καινῆς Διαθήκης· ὅτι θὰ τοὺς στείλῃ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κατὰ ἕνα τρόπο μοναδικὸ καὶ ὁλοκληρωτικό. Κι αὐτὸ ἔγινε πραγματικότητα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.

Γιατί ὅμως πρωτύτερα δὲν ἔστελνε ὁ Θεὸς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα στοὺς ἀνθρώπους; Διότι μὲ τὴν πτῶσι τῶν πρωτοπλάστων οἱ ἄνθρωποι γίναμε ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνάξιοι νὰ δεχθοῦμε αὐτὴ τὴ δωρεά του. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ Ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἀναγεννᾷ καὶ νὰ ζωογονῇ τὸν ἄνθρωπο, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητα. Δόθηκε βέβαια στοὺς προφῆτες, ἀλλὰ μόνο γιὰ συγκεκριμένο σκοπό, γιὰ νὰ μπο-ροῦν νὰ κατανοοῦν τὴν γνῶσι ποὺ τοὺς ἀποκάλυπτε ὁ Θεός. Ὅμως πλήρως καὶ ὁλοκληρωτικῶς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δὲν χορηγήθηκε πρὶν ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή. Διότι ἔπρεπε πρῶτα νὰ προσφερθῇ ἡ θυσία τοῦ Κυρίου μας στὸν Γολγοθᾶ, νὰ ξεπλύνῃ τὴν ἁμαρτία τοῦ Ἀδὰμ καὶ κάθε ἀνθρώπου. Καὶ ἔτσι νὰ κάνῃ τοὺς ἀνθρώπους δεκτικὰ δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προσφέρεται τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἀφοῦ ὁ Κύριος μᾶς ἐξαγόρασε μὲ τὸ τίμιο Αἷμα του. Κατέρχεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα γιὰ νὰ κατοικῇ καὶ νὰ ἀναπαύεται στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Κατέρχεται καὶ δὲν παρέχει μόνον κάποια χαρίσματά του, ἀλλὰ ἐκχέεται πλούσια, μεταμορφώνει καὶ ἀναγεννᾷ τὸν ἄνθρωπο καὶ γεμίζει τὸ ἐσωτερικό του μὲ τὴν Χάρι του, μέ ὅλους τοὺς καρποὺς τῆς ἁγιότητος. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διεισδύει μέσα στὸ πνευματικὸ σκοτάδι τῆς κάθε ψυ-χῆς καὶ φωτίζει καὶ ζωογονεῖ καὶ ἁγιάζει. Τώρα πλέον οἱ πιστοὶ γίνονται ναοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «κοινωνοὶ θείας φύσεως», πνευματέμφοροι, θεοκίνητοι.

Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα λοιπόν, «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», μᾶς προσφέρεται πλούσια μέσα στὴν Ἐκκλησία μας. Καὶ εἶναι κρῖμα νὰ ἔχουμε δίπλα μας τὴν ἀνεξάντλητη πηγὴ τῆς Χάριτος καὶ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς νὰ μένουμε διψασμένοι. Ὁ Κύριος ἐπαναλαμβάνει καὶ σήμερα στὸν καθένα μας τὴν πρόσκλησί του: «Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω».