Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 3 Ἰουνίου 2018, τῶν Ἁγίων Πάντων (Ματθ. ι΄ 32-33, 37-38, ιθ΄ 27-30)
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. ῾Ο φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος. Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ ᾿Ισραήλ. καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, κατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει. Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι.
1. ΟΜΟΛΟΓΙΑ «ΕΝ ΑΥΤῼ»
Στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Πάντων ὁ Κύριος μᾶς προαναγγέλλει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ θὰ βρεθοῦμε κάποτε ἐνώπιον ἀνθρώπων ἀντιθέων καὶ διωκτῶν, ἀνθρώπων ποὺ θὰ χλευάσουν τὴν πίστι μας καὶ θὰ τὴν πολεμήσουν. Καὶ μᾶς ζητεῖ νὰ μὴ φοβώμαστε οὔτε νὰ δειλιάζουμε μπροστὰ σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ νὰ ὁμολογοῦμε τὸν Ἀρχηγὸ τῆς πίστεώς μας ὡς Σωτῆρα καὶ Θεό μας. Ἐὰν ἔτσι Τὸν ὁμολογοῦμε, ὁ Κύριος ὑπόσχεται ὅτι θὰ μᾶς ἀναγνωρίσῃ ὡς δικούς του κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως ἐνώπιον τοῦ οὐρανίου Πατρός του. Ἀντίθετα, ἐὰν Τὸν ἀρνηθοῦμε, θὰ μᾶς ἀρνηθῇ καὶ Αὐτός.
Βέβαια αὐτὴ ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως ἴσως μᾶς φαίνεται θέμα δύσκολο. Καὶ μάλιστα δὲν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι οἱ Χριστιανοὶ πού, ὅταν βρεθοῦν σὲ περιβάλλον ποὺ χλευάζεται ἡ πίστις μας καὶ λοιδοροῦνται οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, δυσκολεύονται νὰ μιλήσουν, φοβοῦνται. Δὲν ὁμολογοῦν τί πιστεύουν, σὲ Ποιὸν πιστεύουν. Ἄλλοι πάλι Χριστιανοί, καθὼς σκέπτονται ὅτι μπορεῖ νὰ ἔλθουν καὶ στὴ δική μας ἐποχὴ διωγμοὶ καὶ μαρτύρια, τοὺς καταλαμβάνει φόβος καὶ ἀγωνία. Καὶ διερωτῶνται: Ἐὰν ἐμεῖς βρεθοῦμε ἐνώπιον διωκτῶν καὶ δημίων, θὰ ἔχουμε τὴν γενναιότητα νὰ ὁμολογήσουμε τὸν Κύριο ἢ θὰ Τὸν ἀρνηθοῦμε; Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως δὲν εἶναι κάτι ἁπλὸ καὶ εὔκολο, ὁ Χριστός μας μᾶς ἐξοπλίζει μ’ ἕνα ἀκαταμάχητο ὅπλο. Τὸ ὅπλο μας αὐτὸ κρύβεται μέσα στὴν φράσι «ἐν ἐμοί». Μᾶς ἐξηγεῖ ὁ Κύριος ὅτι ἡ ὁμολογία μας αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις μόνον, ἀλλὰ «ἐν Αὐτῷ», μὲ τὴν δική του δύναμι καὶ Χάρι. Μᾶς ἐξηγεῖ δηλαδὴ ὅτι σ’ αὐτὲς τὶς δύσκολες ὧρες θὰ μᾶς ἐνδυναμώνῃ ἡ παντοδύναμη προστασία του. Ἄρα λοιπὸν θὰ δειλιάσουν καὶ θὰ Τὸν ἀρνηθοῦν ὄχι ὅσοι θὰ ἔχουν μία φυσικὴ ἀδυναμία, λόγῳ χαρακτῆρος, ἀλλὰ ὅσοι θὰ ἀρνηθοῦν τὴν Χάρι καὶ βοήθειά του. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ Κύριος θὰ εἶναι δίπλα μας στὶς δύσκολες στιγμὲς κατὰ τὶς ὁποῖες θὰ κληθοῦμε νὰ Τὸν ὁμολογήσουμε, θὰ πρέπει νὰ μᾶς κάνῃ νὰ διώξουμε ἀπὸ τὴν ψυχή μας κάθε δειλία καὶ ἀγωνία. Καὶ νὰ παραθέσουμε ὅλη μας τὴν ζωὴ στὰ παντοδύναμα χέρια του.
2. Η ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ
Ὁ Κύριος ζητεῖ ἀκόμη ἀπ’ ὅλους μας νὰ Τὸν ἀγαποῦμε περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο καὶ ὁποιονδήποτε ἄλλον στὸν κόσμο. Ἐὰν εἴμαστε ἀληθινοὶ μαθηταί του, πρέπει νὰ ἔχουμε τόσο μεγάλη ἀγάπη καὶ ἀφοσίωσι στὸν Διδάσκαλό μας, μεγαλύτερη κι ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἔχει κάθε παιδὶ στὸν πατέρα του. Νὰ Τὸν ἀγαποῦμε περισσότερο καὶ ἀπὸ τὰ πλέον ἀγαπημένα μας πρόσωπα, τοὺς γονεῖς καὶ συγγενεῖς μας. Νὰ Τοῦ προσφέρουμε τὴν πρώτη καὶ μεγαλύτερη ἀγάπη.
Γιατί ὅμως ὁ Κύριος μᾶς τὸ ζητεῖ αὐτό; Μήπως ὡς Θεὸς ζηλωτὴς ζητάει ἀποκλειστικότητα καὶ πρωτοκαθεδρία στὴν καρδιά μας; Τί νόημα ἔχει αὐτὴ ἡ ἀπαίτησί του; Ὁ Κύριος μᾶς ζητεῖ μιὰ τέτοια ἀγάπη, ὄχι βέβαια διότι τὴν ἔχει ὁ Ἴδιος ἀνάγκη, ἀλλὰ διότι ἐμεῖς τὴν ἔχουμε ἀνάγκη. Μᾶς δείχνει ὁ Κύριος ποιὸ εἶναι τὸ συμφέρον μας, τὸ αἰώνιο συμφέρον μας.
Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος συγκρίνει τὶς δύο ἀγάπες, τὴν ἀγάπη μας πρὸς τοὺς ἀγαπημένους μας ἀνθρώπους καὶ τὴν ἀγάπη μας πρὸς Αὐτόν. Καὶ μᾶς ζητεῖ οὐσιαστικὰ ποτὲ νὰ μὴ μᾶς νικᾷ ἡ ἀγάπη μας πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ κυριαρχῇ πάντοτε ἡ ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸ θέλημά του. Ἰδιαιτέρως στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ποὺ οἱ δύο ἀγάπες συγκρούονται μεταξύ τους καὶ ἐμεῖς βρισκόμαστε στὸ δίλημμα ποιὰ νὰ διαλέξουμε. Εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέγῃ ὁ Κύριος: Ἐὰν κάποτε ἀκόμη καὶ τὰ πλέον ἀγαπημένα σας πρόσωπα, οἱ γονεῖς σας, σᾶς ζητήσουν νὰ κάνετε κάτι ἀντίθετο μὲ τὸ θέλημά μου, θὰ πρέπει νὰ ἐπιλέξετε τὸ δικό μου θέλημα, τὸ θεῖο θέλημα.
Γιὰ νὰ γίνῃ ὅμως αὐτὴ ἡ ἐπιλογή, θὰ πρέπει νὰ ἀγαποῦμε περισσότερο ἀπ’ ὅλους τὸν Θεὸ καὶ τὸ θέλημά του. Νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη μας πρὸς Αὐτὸν «κραταιὰ ὡς θάνατος» (ᾎσμ. η΄ 6), δυνατή, παντοδύναμη. Τότε ἡ ἀγάπη μας αὐτὴ θὰ μᾶς κάνῃ νὰ περιφρονοῦμε κάθε τι τὸ ἁμαρτωλὸ καὶ μάταιο, ἀλλὰ καὶ θὰ μᾶς ἀνεβάζῃ σὲ ὕψη ἀρετῆς. Διότι θὰ μᾶς ὠθῇ νὰ ποθοῦμε μὲ λαχτάρα τὴν ἀρετὴ καὶ ἁγιότητα, τὴν ὁμοίωσί μας μ’ Αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶμε, τὸν λατρευτό μας Κύριο. Καὶ νὰ ζοῦμε μόνο μ’ Αὐτὸν καὶ γι’ Αὐτόν. Ὅ,τι κι ἂν αὐτὸ μᾶς κοστίζῃ. Ὅπως τὸ ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Πάντες. Ἀγάπησαν πάνω ἀπ’ ὅλα τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, πρόσφεραν τὴν καρδιά τους σ’ Αὐτόν, καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς πλήρωσαν τὴν ἀγάπη τους αὐτὴ μὲ σκληρὸ μαρτυρικὸ θάνατο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τοὺς ἐτίμησε, τοὺς ἐδόξασε καὶ θὰ τοὺς δοξάζῃ αἰωνίως στὴν πανένδοξη Βασιλεία του.